Ο VD/VT μειώνεται σημαντικά κατά τη διάρκεια της ασκήσεως. Οι τιμές από το φυσιολογικό εύρος των 0.20-0.40 μπορεί να μειωθούν σε τιμές μεταξύ του 0.04-0.20. η μείωση του λόγου VD/VT οφείλεται σε συνδυασμό παραγόντων: ο αναπνεόμενος όγκος αυξάνεται (à1115.6), ενώ ο όγκος του νεκρού χώρου, ως είναι ευνόητο δεν μεταβάλλεται. Επομένως, ο λόγος VD/VT μειώνεται, όπως, επίσης, μειώνεται η διαφορά μεταξύ ΡΕCO2 και ΡΑCO2.
Ο λόγος VD / VT παριστάνει την αναλογία αέρος σε κάθε αναπνοή, που δεν παίρνει μέρος στην ανταλλαγή των αερίων. Η ανταλλαγή αερίων καθορίζεται από τη σχέση αερισμού - αιματώσεως και περιγράφεται στο κεφ 5. Στο σχήμα 5-4 απεικονίζεται το φάσμα μεταβολών των τιμών V/Q από τη μεγαλύτερη τιμή του (é ∞), που αναπαριστά αερισμό νεκρού χώρου, μέχρι τη χαμηλώτερη (é Q) επί διαμορφώσεως αληθούς διαφυγής αίματος (5.5)
Ο νεκρός χώρος αυξάνεται, ελαφρά, κατά τη διάρκεια σωματικής ασκήσεως, όπου όμως αντιστοιχεί σε μικρότερη αναλογία του VT ∙ αυξάνεται επίσης, με την έκταση της κεφαλής και την πρόταξη της κάτω γνάθου και, σε παθολογικές καταστάσεις, όπως το έμφραγμα του μυοκαρδίου, η αιμορραγία (μείωση της αιματώσεως ) και η πνευμονική εμβολή. Μειώνεται με την κάμψη της κεφαλής προς τα εμπρός7.
Ο αερισμός του νεκρού χώρου, γενικά, αυξάνεται κατά την εφαρμογή μηχανικής αναπνοής, ώστε οι διασωλημένοι ασθενείς απαιτούν μεγαλύτερο VE για να διατηρήσουν σταθερά επίπεδα PaCO2 8. Αντίθετα όμως κατά το χωρίς άσκηση υπεραερισμό, ο νεκρός χώρος αυξάνεται υπό ταχύτερο ρυθμό συγκριτικά με την αύξηση του VE . Αυτό συμβαίνει επειδή στις συνθήκες αυτές δε συνυπάρχει αύξηση του μεταβολικού ρυθμού και της καρδιακής εξωθήσεως9.
Η απόφραξη ενός κλάδου της πνευμονικής αρτηρίας, από θρόμβο αίματος ή άλλη ουσία, αρχικά τουλάχιστον [12.2.2] συνεπάγεται τη διαμόρφωση μιας αεριζόμενης, αλλά μη αιματούμενης πνευμονικής περιοχής, δηλαδή την αύξηση του κυψελιδικού νεκρού χώρου. Στη συνέχεια αναπτύσσεται αρτηριοφλεβική διαφυγή αίματος, διαταραχές αερισμού / αιματώσεως (χαμηλά V/Q ), αύξηση του έργου αναπνοής και άλλα10,11,12. Οι διαταραχές αυτές απολήγουν σε υποξαιμία, αλλά συνήθως υπερκαπνία δεν παρατηρείται, λόγω της μεγάλης διαλυτότητας του CO2. Η υποξαιμία διεγείρει την αναπνοή, αλλά σημαντική υποκαπνία δεν επισημαίνεται, λόγω του αυξημένου αερισμού του νεκρού χώρου και της αντίστοιχης μειώσεως του κυψελιδικού αερισμού, που τείνει στην κατακράτηση CO2 .