μεσοεκπnευsτική ταχύτητα ροής, MMFR. Η μέση εκπνευστική ταχύτητα ροής μεταξύ 0.2 και 1.2 l του όγκου της FVC. Η παράμετρος αυτή υπολογίζει ροές κατά τα πρώιμα στάδια της διαδικασίας βίαιης εκπνοής. Στην πραγματικότητα, η μέτρηση αρχίζει μετά την απόρριψη των πρώτων 200 ml από την έναρξη της εκπνευστικής προσπάθειας. Η σκοπιμότητα να μετρηθεί η ροή μετά την εκπνοή των πρώτων 200ml είναι προκειμένου να απαλειφθούν οι επιδράσεις της αδράνειας, τόσο κατά την εκπνευστική κίνηση του θωρακικού τοιχώματος, όσο και των μηχανικών εξαρτημάτων της συσκευής. Οι επιδράσεις της αδράνειας θα επιβραδύνουν τη ροή, κατά την έναρξη της μεγίστης εκπνοής και, επομένως, αρχίζοντας τον υπολογισμό της ροής μετά την εκπνοή των πρώτων 200 ml αποκλείονται οι επιδράσεις της αδράνειας. Επειδή η FEF200-1200 οικοδομείται ενωρίς κατά τη διάρκεια της βίαιης εκπνοής, είναι απόλυτα εξαρτημένη από την προσπάθεια του εξεταζομένου. Χαμηλές μετρημένες τιμές μπορεί να οφείλονται είτε σε ανεπαρκή προσπάθεια του εξεταζομένου ή σε ανεπαρκή κατανόηση της μεθόδου[i].
Οι προβλεπόμενες τιμές της παραμέτρου μπορούν να αποδωθούν από τις εξισώσεις προσομοιώσεως:
Άνδρες: (0.0429·Η)-(0.047·Α)+2.010
Γυναίκες: (0.0354·Η)-((0.018·Α)+1.130, όπου Η=ύψοw, σε cm και Α=ηλικία, σε έτη.
[i] Dickman, M.L., C.D. Schmidt, and R.M. Gardner. “Spirometric Standards for Normal Children and Adolescents (Ages 5 Through 18 Years).” Am Rev liespir Dis 1971· 104: 680.
$Μεγίστη εκπνευστική ταχύτητα ροής, Peak expiratory flow rate, PEFR
Μέγιστη εκπνευστική ταχύτητα ροής, που οικοδομείται, στιγμιαία, κατά τη δοκιμασία FVC (à498, 842, 843), μετά μεγίστη εκπνοή. Παράγεται περίπου όταν το 90% της βίαιης ζωτικής χωρητικότητας υπολείπεται να εκπνευσθεί. Η PEFR εκφέρεται σε μονάδες L/min ή L/sec. Η παράμετρος αυτή, που μπορεί, επίσης, να εξαχθεί γραφικά από την καμπύλη όγκου/χρόνου (à588) είναι ευαίσθητη στις αποφρακτικές διαταραχές της ικανότητας αερισμού (à1239). Η δοκιμασία ελέγχου της ροής στο μέσο της FVC, είναι αξιόπιστη, επειδή δεν περιλαμβάνει το πρώτο τέταρτο της εκπνοής, που επηρεάζεται από την προσπάθεια του ασθενούς, να υπερκεράσει τις δυνάμεις αδρανείας του θωρακικού τοιχώματος, προκειμένου να εξελιχθεί η εισπνευστική του έκπτυξη. Δεν περιλαμβάνει, επίσης το τελευταίο τέταρτο της εκπνοής, που επηρεάζεται από την ήδη μειωμένη φυσική ικανότητα του εξεταζομένου να επιτελεί βίαιη και ισχυρή εκπνοή, την παρείσφρυση βρογχοσπάσμου, που αναδύεται στο τέλος της βίαιης εκπνοής και τη δύσπνοια που μπορεί να εμφανιστεί κατά το τέλος της FVC.
Η PΕFR είναι ευρύτατατα διαδεδομένη, επιτρέπει την οίκοι μέτρησή της, ιδίως αφότου οι μετρήσεις της εντάχθηκαν στην κάρτα ημερήσιας καταγραφής συμπτωμάτων. Είναι εξαρτώμενη από την προσπάθεια και δεν έχει την ίδια επαναληπτικότητα, όπως ο FEV1. Η PEFR έχει εφαρμογές σε μεγάλη αναλογία ασθενών με διάφορες πνευμονκές κι εξωπνευμονικές παθήσεις, μεταξύ των οποίων το σοβαρό άσθμα. Οι φυσιολογικές της τιμές διασπείροντσι ευρέως κια τα τρέχοντα νομογράμματα είναι ήδη παροχημένα κια δεν παίρνουν υπ΄όψη τους φυλετικές κι άλλες διαφορές. Περισσότερο σημασία έχει η μεταβολή της, απότοκη υποκείμενης ποαθολογίας, παρά οι απόλυτη τιμή της. Πάνω από 60 l/min αύξηση μετά εισπνοή βρογχοδιασταλτικού (π.χ. 400 μg σαλβουταμόλης) είναι ενδεικτικό αναστρέψιμης αποφράξεως των αεραγωγών. Είναι χρήσιμη, επομένως, για τον άμεσο και μακροπερίοδο έλεγχο της αναστρεψιμότητας, επί ασθενών με ιστορικό αποφράξεως των αεραγωγών.
Σημειώνεται, εν τούτοις, ότι ο έλεγχος του΄άσθματος με κριτήριο μόνο την PEFR δεν είναι επασρκής και πρέπει να συνοδεύεται με καταγραφή των συμπτωμάτων ενηλίκων κια παιιδών, εξ ου και η καρτα ημερήσιας καταγραφής συμπτωμάτων, στηη οποία περιλαμβάνεται μέτρηση PEFR, Μπορεί, εν τούτοις, να υππάρχει ώφελος σε μερικούς εν΄λικες με βαρύτερη πάθηση κι σε εκείνους με μειωμένη αντίληψη του βαθμού του βρογχοσπάσμου τους
Χρησιμοποιείται για την καταγραφή ημερήσιων διακυμάνσεων της αποφράξεως αεραγωγών σε παθήσεις, με απόφραξη που διακυμαίνεται είτε αυτόματα ή μετά θεραπεία, όπως το άσθμα. Για τη μέτρησή της χρησιμοποιείται μια χαμηλού κόστους συσκευή, το ροόμετρο, από τις δημοφιλέστερες μορφές του οποίου είναι το mini ροόμετρο τύπου Wright.
Είναι γνωστό ότι οι χρόνιοι αποφρακτικοί ασθενείς εμφανίζουν κοινά συμπτώματα με τους πάσχοντες από συμφορητική καρδφιακή ανεπάρκεια, όπως δύσπνοια, απόχρεμψη και υποξαιμία. Η μέτρηση της PEFR μπορεί να εισφέρει στη μεταξύ τους διαφορική διάγνωση, καθώς έχει βρεθεί ότι τιμές χαμηλότερες των 150-200 ml είναι δηλωτικές παροξύνσεως ΧΑΠ, ενώ μεγαλύτερες των 200 ml, συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας.
Οι προβλεπόμενες τιμές της PEFR παρέχονται από τις εξισώσεις:
Άνδρες: Ln (PEF)=0.755·loge·Η-0.021·Η-104.1·Υ-1+5.16
Γυναίκες: Ln(PEF)=0.486·loge·Η-0.016·Η-78.6·Υ-1+5.43
Διατίθενται και γραμμικές προσεγγίσεις του μέτρου της PEFR. Μεταξύ αυτών:
Όπου Α= ηλικία και Η = ύψος σε cm, Μ= άνδρας F= γυναίκα