Γενικά, τα ινότροπα φάρμακα μεταβάλουν τη συσταλτικότητα μιας μυϊκής ινός. Τα θετικα ινότροπα αυξάνουν την ισχύ της μυϊκής συσπάσεως, τα αρνητικά ινότροπα την απομειώνουν. Στη κλινική πράξη, χορηγούνται ινότροπα (θετικά) για την αύξηση της μυοκαρδιακής συσταλτικότητας. Η ινοτροπική κατάσταση της καρδιάς περιγράφει παθολογικές εκφάνσεις της καρδιακής φυσιολογίας, έτσι, ώστε η κοιλιακή υπερτροφία επιφέρει αύξηση της ινοτροπικής καταστάσεως, ενώ η νέκρωση του μυοκαρδίου (έμφρακτο του μυοκαρδίου) μείωση.
Για την αντιμετώπιση των καρδιακών παθήσεων χρησιμοποιούνται, ανάλογα, θετικά ή αρνητικά ινότροπα. Τα θετικά ινότροπα αυξάνουν τη συσταλτικότητα του μυοκαρδίου, και χρησιμοποιούνται σε καταστάσεις, όπως, απορρύθμιση της συμφορητικής καρδιοπάθειας, καρδιογενές shock, σηπτικό shock, μυοκαρδιακό έμφρακτο, καρδιομυοπάθεια κλπ. Τα αρνητικά ινότροπα μειώνουν την μυοκαρδιακή συσταλτικότητα και χρησιμοποιούνται προκειμένου νε μειωθεί το μυοκαρδιακό έργο, σε καταστάσεις, όπως η στηθάγχη. Αν και η χορήγηση αρνητικών ινοτρόπων μπορεί να οδηγήσει ή να επιδεινώσει προϋπάρχουσα καρδιακή ανεπάρκεια, όπως οι β-αποκλειστές, πισεύεται ότι βελτιώνουν τη νοσηρότητα και θνητότητα.
ινότροπα φάρμακα (: μεταβάλλουν την συσταλτικότητα του μυοκαρδίου) | ||
---|---|---|
θετικά ινότροπα | αρνητικά ινότροπα | |
|
καρδιακές γλυκοσίδες β-αποκλειστές αναστολείς διαύλων ασβεστίου [διλτιαζέμη, βεραπαμίλλη, κλεβιδιπίνη] τάξη ΙΑ αντιαρρυθμικά [κινιδίνη, προκαϊναμίδη, δισοπυραμίδη]
|