Κύτταρα κροσσωτά, βλαπτικές επιδράσεις

Οι εξωγενείς τοξικοί παράγοντες, τόσο οι αερογενώς, όσο και οι αιματογενώς μεταφερόμενοι, ασκούν βλαπτική επίδραση στο σύστημα βλεννοκροσσωτής μεταγωγής, προκαλώντας διαταρχές στην ποιότητα ή ποσότητα της παραγομένης βλέννης ή/και στη λειτουργία των κροσσών. Πολλοί τοξικοί παράγοντες βλάπτουν τη λειτουργία του βλεννοκροσσωτού συστήματος, πυροδοτώντας την απελευθέρωση μεσολαβητών ή διεγείροντας νευρογενείς αντιδράσεις. Οι περισσότεροι μικροοργανισμοί παράγουν ουσίες, μερικές από τις οποίες ασκούν δυσμενή επίδραση, επιβραδύνουν ή αποδιοργανώνουν τη λειτουργία της βλεννοκροσσωτής συσκευής. Μερικοί από τους παράγοντες αυτούς, σε υψηλές συγκεντρώσεις -ή μακροχρόνια δράση- καταστρέφουν in vivo τα επιθηλιακά κύτταρα και διευκολύνουν την εποίκιση των μικροβίων και την πρόσφυσή τους στο επιθήλιο. Η l-υδροξυφαιναζίνη, αντίθετα, ασκεί τοξική δράση επί των μιτοχονδρίων, αναστέλλοντας την αναπνοή τους, που συνεπάγεται μείωση του ενδοκυττάριου ΑΤΡ και ελάττωση της κινητικότητας των κροσσών, κατά κοινό μηχανισμό με την πυοκυανίνη[i] (à1141).

Η έκθεση σε υψηλές συγκεντρώσεις SO2, NH3 και ΝΟ2 συνεπάγεται ακινησία στους κροσσούς, in vitro. Οι ατμοί φορμαλδεΰδης καθώς και ο καπνός είναι τοξικοί παράγοντες για τους κροσσούς[ii]. Η έκθεση στο Ο3 και άλλους οξειδωτικούς ρύπους της ατμόσφαιρας προκαλεί απόπτωση των κροσσών από τους μεγάλους και μικρούς αεραγωγούς[iii]. Η χορήγηση αεροσόλης H2SO4 μειώνει τη συχνότητα των κινήσεων και ένας μεγάλος αριθμός ιχνομετάλλων είναι τοξικοί παράγοντες για τους κροσσούς, όπως έχει αποδειχθεί σε πειραματικές ιστοκαλλιέργειες. Φαίνεται ότι τα βαρέα μέταλλα, όπως το χρώμιο, το νικέλιο και το κάδμιο αναστέλλουν την κατάλυση του ATΡ από την ΑΤΡάση της δυνεϊνης, αντικαθιστώντας τα απαιτούμενα ιόντα Mg[iv]. Η έκθεση του ρινικού κροσσωτού επιθηλίου σε οξειδωτικές ουσίες προερχόμενες από τη δράση ενζυμικών συστημάτων ή σε υπεροξείδιο του υδρογόνου σε υποχλωρικό οξύ απολήγει σε δυσκινησία των κροσσών.

Οι αντεπιδράσεις μεταξύ των βακτηριδιακών παραγώγων και της φλεγμο­νώ­δους απαντήσεως μπορεί να είναι πολύπλοκη. Τόσο η πυοκυανίνη, όσο και η l-υδροξυφαιναζίνη διεγείρουν την κατανάλωση Ο2, επάγουν τον οξειδωτικό μεταβολισμό και την αποκοκκίωση των ουδετεροφίλων[v] και διεγείρουν την παραγωγή ριζών υπεροξειδίου σε επακόλουθη έκθεση των κυτ­τάρων σε παράγωγα οξειδωτικού μεταβολισμού συστατικών της μεμ­βρά­νης (μεταβολίτες αραχιδονικού οξέος). Επιπλέον, διεγείρουν τα ουδετε­ρόφιλα προς απελευθέρωση αυξημένης ποσότητας μυελοπεροξειδάσης και μπορεί να προάγουν την εκτροπή της ισορροπίας ελαστασών-αντιελα­στα­σών, επάγοντας την απελευθέρωση ουδετεροφιλικής ελαστάσης και ενισχύ­οντας την οξειδωτική αδρανοποίηση των αναστολέων της α1-πρωτεϊ­νά

επιστροφή

[i] Amstrong A., V., Stewart, -Tall, D., E., S., Roberts, J., S., Characterization of the pseudomonas aeroginosa factor that inhibits mouse liver mitochondrial respiration. J. Med. Microbiol. 1971· 4:249-262

[ii] Feldman, C., Anderson, R., Kanthacumar, K., Oxidant-mediated ciliary dysfunction in human respiratory epithelium. Free rad. Biol Med. 1994· 17:1-10

[iii] Wilson, R.: Secondary ciliary dysfunction. Clin. Sci. 1988· 75:113-120

[iv] Mαθιουδάκης, Γ.: Οι διακυμάνσεις των τιμών του καδμίου αίματος σε πάσχοντες από χρόνια αποφρακτική πνευμοπάθεια ή καρκίνο του πνεύμονος. Διδακτορική διατριβή. Αθήνα 1983

[v] Ras, G., L., Anderson, R., Taylor, G., W.: Proinflammatory interactions of pyocyanin anf L-hydroxyphenazine with human neutrophil in vitro. J. Infect. Dis. 1990· 162:178-185