Κατανομή αερισμού

Ο πνεύμονας υπόκειται στις αρχές της βαρύτητας και, γι αυτό, μέσα στο θώρακα, τα ανώτερα τμήματά του διατείνονται περισσότερο από τα κατώτερα, επειδή από τα ανώτερα κρέμονται τα κατώτερα, έτσι που τα ανώτερα τμήματα συγκρατούν το βάρος των κατωτέρων, που ασκούν τάση στα προηγούμενα (εξαρτημένα). Οι κυψελίδες των ανωτέρων μοιρών είναι, επομένως, ευρύτερες από εκείνες των κατωτέρων τμημάτων, ακόμη και όταν ο πνέυμονας ευρίσκεται στο επίπεδο της ήρεμης εκπνοής (FRCà798). Κατά την ήρεμη εισπνοή, οι κυψελίδες των βάσεων έχουν περισσότερα περιθώρια εκπτύξεως και γι αυτό ο εισπνεόμενος αέρας οδηγείται σε αυτές. Προς τα κάτω πνευμονικά πεδία κατευθύνεται και η περισσότερη αναλογία αίματος.




H υπεζωκοτική πίεση δεν είναι η ίδια καθ΄όλο το μήκος του πνεύμονος, από τις κορυφές προς τις βάσεις, αλλά διαμορφώνεται κλίση πιέσεως από τις κορυφές προς τι βάσεις, λόγω της επιδράσεως της βαρύτητας (οι υπερκείμενες μοίρες του πνεύμονος προσθέτουν βάρος στις υποκείμενες), έτσι, που, οι σε κάθε εισπνοή, ο εισερχόμενος αέρας δεν κατανέμεται ομοιομερώς, σε όλες τις κυψελίδες.  Στην ανισοκατανομή επίσης συμβάλλουν το σχήμα του πνεύμονος-θώρακος, η παρουσία της (παλλόμενης) καρδιάς, και οι δομές του μεσοθωρακίου κια της υποχρεώσεως του πνεύμονος να προσαρμόζεται στο θωρακικό κλωβό, ανεξάρτητα με το σχήμα των πνευμόνων και του θωρακικού κλωβού. Στο επίπεδο της FRC, επί ορθίου ατόμου, η PPL έχει μεσοεπίπεδο μέτρο -5 cmH2O, αλλά κοντά στις κορυφές, η PA είναι -8cmH2O,  ενώ στις βάσεις, μόνο, -2 cmH2O. Επειδή οι κυψελίδες, καθ΄όλη την έκταση των πνευμόνων, φαίνεται ότι, έχουν τα ίδια ογκομετρικά χαρακτηριστικά και παρόμοιες σχέσεις όγκου-πιέσεως, κι επειδή η PA είναι παντού η ίδια, μπορεί να συναχθεί ότι οι κυψελίδες στις κορυφές των πνευμόνων διατηρούν περισσότερο όγκο, (η διατείνουσα πίεση είναι 8 cmH2O) παρ΄ό,τι εκείνες προς τις βάσεις (διατείνουσα πίεση 2 cmH2O). Η συνθήκη αυτή θέτει τις βασικές κυψελίδες περισσ΄τοερο ευένδοτη κατάσταση (σε κατώτερο τμήμα της καμπύλης πιέσεως-όγκου. Επιπλέον, η εγγύτητά τους με το κινούμενο  διάφραγμα, τις εκθέτει σε μεγαλύτερη διατείνουσα πίεση με την εισπνοή. Οι δύο προαναφερόμενοι παράγοντες συνδυάζονται προκειμένου, οι κατώτερες μοίρες των πνευμόνων, να λαμβάνουν περισσότερο μέρος του αναπνεόμενου όγκου, συγκριτικά με τις κορυφαίες μοίρες του φυσιολογικού πνεύμονος. Αντίθετα, βε΄βαια, συμβαίνει στην βαθειά εισπνοή, από το επίεπδο του RV, για κ=λόγους που εξηγούνται αλλού. 
Δεύτερη συνέπεια τρης υψηλότερης (:λιγότερο αρνητικής) PA, στις βασικές περιοχές των πνευμόνων είναι ότι  η διατείνουσα πίεση των μικρών αεραγωγών, είναι, επίσης, μικρότερη. Σε χαμηλούς πνευμονικούς όγκους, οι αεραγωγοί μπορεί να συγκλείονται και τα εξαρτημένα τμήματα των πνευμόνων μπορεί να φτάνουν πρώτα τον 'όγκο συγκλείσεως', ενώ τα κορυφαία τμήματα των πνευμόνων ευρίσκονται ακόμη σε κατάσταση μερικής διατάσεως. Επομένως, ένα άτομο που αναπνέει σε πολύ χαμηλούς πνευμονικούς όγκους, κοντά στον RV, όπως οι παχύσαρκοι ασθενείς, μπορεί να βιώνουν σύγκλειση των κατώτερων αεραγωγών, και, επομένως, μικρότερο περιοχικό αερισμό στις βάσεις των πνευμόνων. Συμπερασματικά, οι αναπνευστικές, λειτουργικές μονάδες στα βασικά τμήματα των πνευμόνων περιέχουν λιγότερο αέρα, αλλά λαμβάνουν περισσότερο αερισμό, ενόσω παραμένουν ανοικτά. Εν τούτοις, είναι επιρρεπέστερα στην σύγκλειση των αεραγωγών τους, και απώλειας του αερισμού σε χαμηλούς όγκους.