Ισταμίνη

Είναι ο γνωστότερος μεσολαβητής. Η απελευθέρωσή της έχει συχνά χρησιμοποιηθεί σαν μέτρο εντάσεως σε ανοσολογικές αντιδράσεις του τύπου της αμέσου υπερευαισθησίας. Το σιτευτικό ιστιοκύτταρο (μαστοκύτταρο)  είναι το αρμόδιο κύτταρο της αμέσου υπερευαισθησίας. Η απελευθέρωση της ισταμίνης απο τα μαστοκύτταρα είναι αποτέλεσμα μιας σειράς βιοχημικών αντιδράσεων που εξελίσσονται στην κυτταρική μεμβράνη και στο κυτταρόπλασμα. Οι αντιδράσεις αυτές πυροδοτούνται από τη συνένωση αντιγόνου-IgE και απολήγουν στην αποκοκκίωση των κυτ­τάρων, χωρίς να προκαλείται βλάβη σ΄αυτά. Στους πνεύμονες, τα μαστοκύτταρα ευρίσκονται στα βρογχικά τοιχώματα, γύρω από τα μικρά αγγεία, στα κυψελιδικά τοιχώματα και τον υπεζωκότα. Στην ενεργητική απέκκριση μεσολαβητών από τα κύτταρα, που προϋποθέτει την παρουσία ιόντων Ca++ αναμιγνύονται τα συστατικά στοιχεία του κυτταροπλάσματος, δηλαδή μικροϊνίδια που αντιδρούν με αντισώματα αντιακτίνης. Η απέκκριση εξαρτάται από τα ενδοκυττάρια επίπεδα κυκλικού AMP και GMP. Μεταξύ των βασικών φαρμακολογικών δράσεων της ισταμίνης, συγκαταλέγονται η σύσπαση των λείων μυών των βρόγχων και των κυψελιδικών χώ­ρων, που συνεπάγεται πτώση της πνευμονικής διατασιμότητας και αύξηση των αντιστάσεων. Η ισταμίνη, επίσης, προκαλεί σύσπαση των πνευμονικών αγγείων και αύξηση των αγγειακών, πνευμονικών αντιστάσεων, αλλά προκαλεί περιφερική αγγειοδιαστολή και μείωση της συστηματικής αρτηριακής πιέσεως. Είναι αναμ­φίβολο, ότι η ισταμίνη προκαλεί αύξηση της αγγειακής διαπερατότητας στα πε­ρι­φερικά συστηματικά αγγεία, αλλά παραμένει αδιευκρίνιστο εάν ασκεί παρόμοια δράση στα πνευμονικά αγγεία, επίσης.

βλέπε: σχέση μεταξύ πεπτιδικών και λιπιδικών μεσολαβητών / περιβαλλοντυικοί παράγοντες