Αντανακλαστικό, βήχας

Το α. του βήχα είναι το ισχυρότερο και πλέον αποτελεσματικό αμυντικό α. του αναπνευστικού συστήματος. Ο βήχας είναι εξαιρετικά βίαιο φαινόμενο. Πρόκειται για μια μεταβολή του τύπου της αναπνοής που αποσκοπεί στην απελευθέρωση των αεραγωγών από ερεθιστικές ουσίες ή προϊόντα ενδογενούς προελεύσεως, όπως παθολογική ως προς την ποιότητα ή υπερβολική ως προς την ποσότητα βλέννη, ξένα σώματα κλπ[i]. Η λειτουργική σημασία του βήχα, όχι πάντοτε έκδηλη επεκτείνεται πολύ πέρα από την εμφανή πρόθεση καθάρσεως και διατηρήσεως ανοικτών των αεροφόρων οδών. Διαδραματίζει και προστατευτικό ρόλο παρεμπο­δί­ζοντας την εισρόφηση ξένων υλών και ερεθιστικών αερίων. Επιβάλλεται στον αναπνευστικό κύκλο και ανακόπτει την εισπνοή σε όγκους πολύ μικρότερους της ολικής πνευμονικής χωρητικότητας[ii]. Έχει αποκληθεί από τον Jackson σαν το “..σκυλί που φυλάει τους πνεύμονες”. Τα περισσότερα από τα αισθητικά ερε­θί­σματα που τον πυροδοτούν προκαλούν, επίσης, αύξηση των εκκρίσεων. Εκτός του προστατευτικού και -κυρίως- αμυντικού του ρόλου, ο βήχας εξυπηρετεί ψυχοκοινωνικές λειτουργίες σαν εκούσιο σημείο διακρίσεως ή με ακούσια συμβολική σημασία και μπορεί να εκδηλώνεται σαν tic (νόσος του Giles la Tourette). Χρησιμοποιείται στην κλινική εξέταση  για τη μετακίνηση των εκκρίσεων και την αξιολόγηση των στηθακουστικών ευρημάτων, τον έλεγχο του τοιχώματος του σώματος (αναγνώριση κηλών, προπτώσεων, κλπ) ή του νευρικού συστή­ματος84. Παριστάνει δείκτη παθολογικής εκτροπής με ευρυτάτη χρησιμότητα στην επιδημιολογία ή σαν νοσογραφικό κριτήριο, καθώς επίσης και χρησιμεύει σαν οδηγός και μέτρο εκτιμήσεως της απαντήσεως στη θεραπεία.

Η συχνότητά του στο γενικό πληθυσμό εξαρτάται από τον επιπολασμό της χρονίας βρογχίτιδας, της καπνιστικής συνήθειας, την ενδοοικιακή και ατμοσφαιρική ρύπανση και άλλους περιβαλλοντικούς παράγοντες και, από πληθυσμό σε πληθυσμό κυμαίνεται από 5%-50%. Ως αδρή εκτίμηση της συχνότητάς του θα μπορούσε να αναφερθεί η ετήσια κατανάλωση αντιβηχικών φαρμάκων, που, στην Αγγλία, ξεπερνάει τις 75 εκατομμύρια δόσεις[iii]. Από τα συνηθέστερα αίτια, οι ιογενείς λοιμώξεις των ανωτέρων αναπνευστικών οδών προκαλούν επίμονο, μη παραγωγικό, ξηρό βήχα, που συχνά παρατείνεται επί διάστημα εβδομάδων μετά την άρση των υπολοίπων συμπτωμάτων. Άλλοτε, συνοδεύει καταστάσεις με αυξημένη παραγωγή εκκρίσεων, δεδομένου μάλιστα ότι πυροδοτείται από τα ίδια αισθητικά ερεθίσματα που διεγείρουν την παθολογική ως προς την ποιότητα ή την ποσότητα τραχειοβρογχικές εκκρίσεις και συντρέχει με χρόνιες φλεγμονώδεις καταστάσεις των αεραγωγών, όπως η χρονία βρογχίτιδα και το άσθμα. Σε μια αναλογία ασθενών δεν αναγνωρίζεται το υποκείμενο παθογενετικό αίτιο, έστω και εάν ο βήχας μπορεί να επιμένει επί χρόνια, οπότε δεν αποκλείεται να οφείλεται σε αυξημένη υπεραντιδραστικότητα των ερεθισμοϋποδοχέων. Στις περιπτώσεις αυτές, ο βήχας ερμηνεύεται ως υπεραντιδραστική εκδήλωση απέναντι σε συνήθη, μη ειδικά ή ακόμη και "φυσιολογικά", ερεθίσματα[iv].

H πρώτη σημείωση επί της αιτιολογίας και της παθογένειας του βήχα αποδίδεται στον Syndenham (1669) αλλά αναφορές επί της πειραματικής έρευνας του αντανακλαστικού δεν υπάρχουν πριν από το 1819, όταν ο Krimer δημοσίευσε την πρώτη επί του θέματος μελέτη. Ο Δ. Πύρρος[v] διακρίνει το βήχα σε ερεθιστικό, ξηρό, υγρό σπασμωδικό και χρονικό. Οι θεραπευτικές προσπάθειες του βήχα χρο­νο­λογούνται από της εμφανίσεως του ανθρωπίνου είδους και αρχικά περιελά­μβαναν την τραγάκανθο, τη γλυκύριζα, την ιπεκακουάνα, τη μολόχη, το όπιο κ.ά.

βλέπε: βήχας

 

[i] Hasani, A., Pavia, D.: Cough as a clearance mechanism. Iin: Braga, Allegra, (eds.): Cough, New York, Raven Press, 1989·39-52

[ii] Leith, D., E, Burler, J., F., Sneddon, S., L.: Cough, In: Fisheman, Macklem, Mead,  (eds.) Handbook of physiology. Section 3: The respiratory system. American Physiology Society, 1984· 315-336

[iii] Higenbottam, T.: Cough induced by changes in ionic composition of airway surface kiquid. Bull. Eur. Physiopathol. Respir. 1984·20:553-562

[iv] Fuller, R., W., Jackson, D., M.: Physiology and treatment of cough. Thorax 1990·45:425-451

[v] Πύρρος, Δ. 1831:  Εγκόλπιον των Ιατρών. Τόμος Α` σελ. 112,