Στους αμιγείς αεραγωγούς δεν είναι δυνατή η ανταλλαγή αερίων, καθώς στερούνται λειτουργικής αιματώσεως και αποτελούν τον ανατομικό νεκρό χώρο του πνεύμονος. Διακρίνεται από τον κυψελιδικό νεκρό χώρο, στον οποίο περιλαμβάνεται ο όγκος των κυψελίδων, οι οποίες υπεραερίζονται σε σχέση με τη διαθέσιμη σ’αυτές αιμάτωση ( αύξηση του V/Q -->∞ ) (βλ.: (&). Το άθροισμα του ανατομικού και κυψελιδικού νεκρού χώρου αντιστοιχεί στο φυσιολογικό νεκρό χώρο. Σύμφωνα με τα προηγούμενα, όσο αυξάνεται ο αερισμός του νεκρού χώρου, τόσο μειώνεται ο αερισμός των κυψελίδων που αποτελεί το μόνο ωφέλιμο αερισμό, επειδή με αυτόν επιτελείται η ανταλλαγή αερίων ( μεγάλη αναπνοή). Έτσι, αύξηση του VD πρέπει να αντιρροπείται με αύξηση του VE, ώστε η ανταλλαγή των αερίων να παραμένει αμετάβλητη∙ αλλιώς θα προέκυπτε υποξαιμία ή και υπερκαπνία. Παρ’ όλο ότι σημαντικές από κλινική απόψεως μεταβολές του αερισμού του νεκρού χώρου συνεπάγονται αντίστοιχες μεταβολές στον αερισμό και την οξυγόνωση, δεν υπάρχουν αξιόπιστα κριτήρια από την Ανάλυση Αερίων Αρτηριακού Αίματος, για την αποτίμηση του μεγέθους του νεκρού χώρου. |
κάνε κλικ
Ο φυσιολογικός νεκρός χώρος αποτιμάται με την εξίσωση του Bohr, στην οποία συγκρίνονται οι εκπνευστικές με τις κυψελιδικές συγκεντρώσεις των αερίων, κατ’ εφαρμογή του νόμου διατηρήσεως της ύλης. Στην περίπτωση του CO2 πχ. το ποσόν που εκπνέεται ισούται με τον εκπνεόμενο όγκο επί τη συγκέντρωση του αερίου σ’ αυτόν. Ο συνολικά αποβαλλόμενος όγκος CO2 ισούται με το άθροισμα του εκπνεόμενου από το νεκρό χώρο ( που εξ ορισμού είναι περίπου 0, επειδή στο νεκρό χώρο δεν εκδηλώνεται ανταλλαγή αερίων) και του εκπνεόμενου από το παρέγχυμα, που ισούται με το γινόμενο της διαφοράς (VT – VD ) επί τη μερική συγκέντρωση του CO2 στον κυψελιδικό αέρα. Δηλαδή,
όπου FECO2, FiCO2 και FΑCO2, η συγκέντρωση του CO2 στον εκπνεόμενο, τον εισπνεόμενο και τον κυψελιδικό αέρα, αντίστοιχα. Έτσι, ο νεκρός χώρος υπολογίζεται με την ταυτόχρονη συλλογή του εκπνεόμενου αέρα (σε ασκό Douglas), την μέτρηση των αερίων αρτηριακού αίματος και την εφαρμογή των τιμών στην εξίσωση Bohr. Αποτελεί το 30% του VT, δηλαδή ισούται με 150 ml ή με το διπλάσιο του φυσιολογικού βάρους του σώματος (VD = 2.2ml/Kg φυσιολογικού βάρους σώματος ). Η φυσιολογική τιμή του VD / VT είναι 0.4. Ο λόγος VD / VT είναι σπάνια μικρότερος των 0.4 επί ασθενούς σε PPV, λόγω της εκ της αναδιανομής του αερισμού αυξήσεως του νεκρού χώρου και θεωρείται ικανοποιητικός μεταξύ 0.4 και 0.6. Αύξηση του VD/VT σε επίπεδα μεγαλύτερα του 0.8, επί ασθενούς σε μηχανική αναπνοή υποδηλώνει σημαντική αύξηση του νεκρού χώρου.
========
Ο πνευμονικός αερισμός μπορεί να κατανεμηθεί είτε σε περιοχές όπου δεν είναι δυνατή η ανταλλαγή αερίων, επειδή δεν υπάρχει ταυτόχρονα αιμάτωση, ή σε περιοχές όπου είναι δυνατή η ανταλλαγή αερίων, εφόσον διατίθεται επαρκής αιμάτωση. Στην πρώτη κατηγορία ανήκει ο νεκρός χώρος, στη δεύτερη οι περιοχές με αποδοτικό αερισμό, όπως οι κυψελίδες. Αερισμός νεκρού χώρου επισυμβαίνει σε περιοχές όπου η κατανομή αερισμού δεν συνοδεύεται από ανάλογη κατανομή αιματώσεως. Νεκρό χώρο αποτελούν οι αμιγείς αεραγωγοί και όσες από τις κυψελίδες δεν αιματώνονται. Έτσι, διακρίνουμε, τον ανατομικό νεκρό χώρο, τον κυψελιδικό νεκρό χώρο, τον φυσιολογικό νεκρό χώρο και τον πέραν του απαιτούμενου για τη συγκεκριμένη αιμάτωση, αερισμό. Ο VD αποτελεί άθροισμα του ανατομικού και κυψελιδικού νεκρού χώρου. Ο VD είναι περίπου το 25-30% του V̇E και αποτελεί το τμήμα εκείνο του πνευμονικού αερισμού που δε συμμετέχει στην ανταλλαγή αερίων. Το υπόλοιπο τμήμα του V̇E αποτελεί τον αερισμό του κυψελιδικού χώρου, V̇A, που συμμετέχει στην ανταλλαγή αερίων στους πνεύμονες.
Ο λόγος VD /VT εκφράζει τη σχέση μεταξύ του ανώφελου (V̇D) και ωφέλιμου (V̇A ) αερισμού. Σε κατάσταση ηρεμίας, η φυσιολογική τιμή του V̇A είναι 4-7 l/min και ο λόγος VD/VT περίπου 0.25-0.35. Ο VD φυσιολογικά αυξάνεται, κατά τη διάρκεια ασκήσεως, σε σχέση με την αύξηση του V̇E. Λόγω της αυξήσεως του VT και της ταυτόχρονης αυξήσεως της αιματώσεως των καλά αεριζόμενων περιοχών στους πνεύμονες, όπως είναι, πχ., οι κορυφές των πνευμόνων, ο λόγος VD/VT μειώνεται. Ο τύπος αυτός της κατανομής του αερισμού αναμένεται επί φυσιολογικών ατόμων, κατά την άσκηση. Ήπιες ή μέτριας βαρύτητας αναπνευστικές παθήσεις προκαλούν ελάττωση του VD/VT, ενώ επί σχετικά εξελιγμένων αποφρακτικών πνευμονοπαθειών ή πνευμονικών αγγειοπαθειών ο VD/VT παραμένει αμετάβλητος ή μπορεί και να αυξηθεί. Αύξηση του VD/VT είναι δηλωτικός δυσανάλογης αυξήσεως του πνευμονικού αερισμού, συγκριτικά με την αντίστοιχη αύξηση της αιματώσεως. Οι μετρήσεις του V̇A , VD , και VD/VT προϋποθέτει τη μέτρηση της PaCO2. Ο VD υπολογίζεται με επίλυση της εξισώσεως:
V̇E=V̇A+V̇D
κάνε κλικ
Η V̇A, κατά τη διάρκεια ασκήσεως, φυσιολογικά αυξάνεται αναλογικά περισσότερο από την αύξηση που παρατηρείται στον V̇E , λόγω της μειώσεως του VD/VT. Στα άτομα εκείνα που, αντίθετα, παρατηρείται σταθερότητα ή αύξηση του VD/VT, πρέπει να ελεγχθεί η επάρκεια του V̇A με έλεγχο των μεταβολών της PaCO2 –όχι απλά με έλεγχο της μεταβολής του V̇E .
Ανατομικός νεκρός χώρος VD,an |
Ο όγκος των αμιγώς αεραγωγών, από το στόμα και τη ρινική κοιλότητα, μέχρι τα τελικά βρογχιόλια, όπου δεν επιτελείται ανταλλαγή αερίων. |
Κυψελιδικός νεκρός χώρος VD,A |
Ο όγκος των δυσλειτουργουσών κυψελίδων, όσων δηλαδή η αιμάτωση είναι μικρότερη του αερισμού που δέχονται. |
Φυσιολογικός νεκρός χώρος,VD |
Ο συνολικός όγκος του νεκρού χώρου στους πνεύμονες. Εϊναι άθροισμα ανατομικού και κυψελιδικού νεκρού χώρου. Αναφέρεται, επίσης, και ως λειτουργικός νεκρός χώρος. |
Περίσσεια αερισμού, σχετικά με αιμάτωση |
Κυψελιδικές μονάδες, οι οποίες δέχονται περισσότερο αερισμό, από τον πρέποντα για αντιστοίχιση με τη διαθέσιμη αιμάτωση. Συνεπάγεται μερικό αερισμό νεκρού χώρου. |