3.0 αντιαρρυθμικά φάρμακα|αδενοσίνη |3.1 τάξη Ια |3.2 τάξη Ιβ|3.3 τάξη Ιγ |3.4 τάξη ΙΙ| 3.5 τάξη ΙΙΙ|3.6 τάξη IV | 3.7 διάφορα άλλα αντιαρρυθμικά φάρμακα| 4.0 β-αδρενεργικοί αποκλειστές|--ρανοζαλίνη | 5.0 Αντιϋπερτασικά| 5.1 αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου|5.2 ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ| 5.3 αντιϋπερτασικά με κενρική δράση|5.4 α-αδρενεργικοί αποκλειστές |5.5 αγγειοδιασταλτικά αντιϋπερτασικά|5.51 υδραλαζίνη| 6.0 νιτρώδη, αποκλειστές διαύλων ασβεστίου και άλλα αντιστηθαγχικά φάρμακα|6.1 νιτρικά βλέπε: νιτρικά |νιτρογλυκερίνη|6.2 αποκλειστές διαύλων ασβεστίου| 6.3 ειδικοί μεταβολικοί αναστολείς| 6.4 ιβαμπραδίνη|7.0 συμπαθητικομιμητικά -αδρενεργικοί διεγέρτες|8.0 αντιπηκτικά και πρωταμίνη | 9.0 αντιαιμοπεταλιακά|10.0 ινωδολυτικά - θρομβολυτικά|11.0 Αντιινωδολυτικά- Αιμοστατικά|12.0 προϊόντα αίματος|13.0 υπολιπιδαιμικοί παράγοντες | 13.1 ρητίνες ανταλλαγής ιόντων| 13.2 φιβράτες| 13.3 νικοτινικό οξύ και παράγωγα|13.4 στατίνες |μείωση της χοληστερόλης | 13.5 εζετιμίμπη| 13.6 φάρμακα κατά της υπερτριγλυκεριδαιμίας|14.0 προσταγλανδίνες| 15.0 περιφερικά αγγειοδιασταλτικά-αγγειοπροστατευτικά| 16. μορφίνη|θεραπεία υπεργλυκαιμίας επί εμφράγματος μυοκαρδίου - μελέτη DIGAMI|
1.0 φάρμακα με θετική ινότροπη δράση
αυξάνουν τη συσταλτικότητα του μυοκαρδίου
1.1 καρδιοτονωτικές γλυκοσίδες
Στις κύριες ενδείξεις συμπεριλαμβάνεται η [α] καρδιακή ανεπάρκεια (βελτίωση των συμπτωμάτων, ακόμη και σε εκείνους τους ασθενείς που ευρίσκονται σε φλεβοκομβικό ρυθμό) και, [β] οι υπερκοιλιακές ταχυκαρδίες, με ιδιαίτερη χρησιμότητα στη ρύθμιση της ανταπόκρισης σε ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή. Μοναδική απόλυτη αντένδειξη είναι ο τοξικός δακτυλιδισμός, αλλά η χορήγησή τους πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή σε ηλικιωμένους, ιδίως, ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια και φλεβοκομβικό ρυθμό, επειδή οι ασθενείς αυτοί είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς σε δακτυλιδισμό. Η αντιαρρυθμική δράση της δακτυλίτιδας οφείλεται σε άμεση και έμμεση (:διέγερση του πνευμονογαστρικού) αρνητική δρομότροπη δράση στην κολποκοιλιακή αγωγή, καθώς προστατεύει τις κοιλίες από τα πολλά ερεθίσματα του κολπικού πτερυγισμού ή μαραρυγής. Η φλεβοκομβική ταχυκαρδία δεν αποτελεί ένδειξη χορηγήσεως δακτυλίτιδας. Αν οφείλεται σε καρδιακή ανεπάρκεια, η διόρθωσή της με δακτυλίτιδα θα επιβραδύνει και τον φλεβοκομβικό ρυθμό. Μεταξύ των καρδιακών γλυκοσιδών, η διγοξίνη είναι φάρμακο εκλογής, κατάλληλη για ταχύ και χρόνιο δακτυλιδισμό. Σε εμφάνιση παρενεργειών, διακόπτεται η χορήγησή της. Όταν συνυπάρχουν σοβαρές κοιλιακές αρρυθμίες μπορούν να χορηγηθούν φαινυντοΐνη ή λιδοκαΐνη. Σε σοβαρό κολποκοιλιακό αποκλεισμό πρέπει να γίνει βηματοδότηση. Πριν από την χορήγηση πρέπει να διορθώνονται τυχόν ηλεκτρολυτικές διαταραχές ή υποξαιμία. Σε τοξικό δακτυλιδισμό μπορούν να χρησιμοποιθούν και ειδικά αντισώματα. Δεν συνιστάται σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια.
1.11 διγοξίνη - digoxin. |διγοξίνη|
ενδείξεις. Καρδιακή ανεπάρκεια, υπερκοιλιακές αρρυθμίες, κολπικός πτερυγισμός, και κολπική μαρμαρυγή. Επίσης, παροξυσμική, κολπική ταχυκαρδία. Αντενδείξεις. Διαλείπων η μόνιμος, πλήρης κολποκοιλιακός αποκλεισμός ή 2ου βαθμού κολποκοιλιακός αποκλεισμός, αρρυθμίες που προκλήθηκαν από υπερβολική χορήγηση καρδιοτονωτικών γλυκοσιδών, υπερκοιλιακές αρρυθμίες που συνδέονται με ύπαρξη παραπληρωματικού κολποκοιλιακού δεματίου, όπως σύνδρομο Wolf-Parkinson-White, κοιλιακή ταχυκαρδία, κοιλιακή μαρμαρυγή, υπερτροφική αποφρακτική μυοκαρδιοπάθεια, γνωστή υπερευαισθησία στη διγοξίνη ή σε άλλες γλυκοκοσίδες.ανεπιθύμητες ενέργειες. Ανορεξία, ναυτία, έμετοι, κοιλιακά άλγη, διάρροια, κεφαλαλγία, κόπωση, σύγχυση, τρόμος, σπασμοί, παραισθήσεις, διαταραχές οράσεως, (δυσχρωματοψία, διπλωπία) αρρυθμίες παντός τύπου, ιδιαίτερα κομβικός ρυθμός διαφυγής, έκτακτες κοιλιακές συστολές διδυμία, τριδυμία, κομβική ταχυκαρδία, παροξυσμική κολπική ταχυκαρδία με αποκλεισμό, διαταραχές κολποκοιλιακής αγωγιμότητας.Αλληλεπιδράσεις. Φάρμακα που αυξάνουν τις συγκεντρώσεις στο αίμα, με κίνδυνο προκλήσεως δακτυλιδισμού: Αναστολείς ΜΕΑ, αποκλειστές α-υποδοχέων, ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ, αντιαρρυθμικά (αμιοδαρόνη, κινιδίνη κλπ), ανταγωνιστές ασβεστίου (βεραπαμίλη, τιλτιαζέμη κλπ), διουρητικά (θειαζίδες, φουροσεμίδη κλπ), μερικά αντιβιοτικά (μακρολίδια, γενταμυκίνη), ΜΣΑΦ, αντιμυκητιασικά, κυκλοσπορίνη, αλπροζαλάμη, αναστολείς της αντλίας πρωτονίων, αταρβαστατίνη. Φάρμακα που προκαλούν μείωση των συγκεντρώσεων: Συμπαθητικομιμητικά, ριφαμπικίνη, και η φαινυντοΐνη, η σουλφασαλαζίνη, μερικά κυτταροστατικά, αντιόξινα, νεομυκίνη, ακαρβόζη, σουκραφλάτη, και τα προκινητικά. Τα βαρβιτουρικά και τα αντιεπιληπτικά αυξάνουν τον μεταβολισμό της. Επίσης μειώνουν τη δράση της τα ιόντα Καλίου. Υπάρχει κίνδυνος μεγάλης βραδυκαρδίας ή άλλης αρρυθμίας επί συγχορηγήσεως της διγοξίνης με β-αποκλειστές, μεγάλες δόσεις ασβεστίου, μυοχαλατρωτικά ενδοφλεβίως, θυρεοειδικές ορμόνες, φάρμακα που προκαλούν υποκαλιαιμία (: διουρητικά, κορτιζόλη, αμφοτερικίνη) και με αναστολείς της φωσφοδιεστεράσης (:θεοφυλλίνη). Δοσολογία. από το στόμα: 0.25-0.5 mg /Η για μια βδομάδα (βραδύς δακτυλισμός) ή 0.75-1.0 mg σε μια μοναδική δόση (: ταχύς δακτυλιδισμός) ή ενδοφλεβίως (0.5-1.0 mg) που ακολουθείται από 0.25 mg /24ωρο υπό ΗΚΓ-ική παρακολούθηση (ταχύς δακτυλιδισμός). Δόση συντηρήσεως: 0.25-0.75 mg/Η. σκευάσματα. digoxin, 0.25 mg/tab μεθυλδιγοξίνη: lanitop 0.1 mg/tab
1.2 αναστολείς φωσφοδιεστεράσης
H μιλρινόνη, είναι εκλεκτικός αναατολέας της φωσφοδιεστεράσης, με παρατεταμένη αιμοδυναμική δράση, λόγω εκλεκτικότητας στο μυοκάρδιο. Αυξάνει την καρδιακή συσταλτικότητα κι επίσης μεσολαβεί την αγγειοδιαστολή αυξάνοντας το ενδοκυττάριο κυκλικό ΑΜΡ Επειδή η μιλρινόνη είναι αναστολέας της φωσφοδιεστεράσης δεν διεγείρει τους εδρενεργικούς ηποδοχείς απ΄ευθείας, προστιθέμενη στις κατεχολαμίνες ή όταν οι β-αδρενεργικοί υποδοχείς έχουν υπορυθμιστεί. Συγκριτικά με τις κατεχολαμίνες, οι αναστολείς της φωσφοδιεστεράσης έχουν περιορισμένη αρρυθμιογόνες και χρονότροπες δράσεις. Σε μια κλινική μελέτη πειχειρήθηκε να αξιολογηθεί η επίδρασή της στην επιβίωση και τις εισαγωγές στο Νοσοκομείο (OPTIME-CHF). Δεν αποδείχθηκαν οφελεήματα από την χρήση της.
Δεν είναι γνωστό εάν παρατείνει την επιβίωση στη χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια. ενδείξεις. Σοβαρή καρδιακή ανεπάρκεια, ανθεκτική στη συνήθη θεραπεία, με δακτυλίτιδα, διουρητικά, αγγειοδιαταλτικά. Χορηγείται για μικρό διάστημα και όχι αμέσως μετά έμφραγμα μυοκαρδίου.αντενεδείξεις. καρδιακή ανεπάρκεια συνοδευόμενη από υπερτροφική μυοκαρδιοπάθειεα, βαλβιδοπάθειες, αππόφραξη του χώρου εξωθήσεως της αριστεράς κοιλίας. ανεπιθύμητες ενέργειες. έκτακτες συστολές και, σπανιότερα, υπερκοιλιακές αρρυθμίες, κοιλιακή ταχυκαρδία, υπόταση κεφαλαλγία, ναυτία, έμετοι, διάρροια, πυρετός, ρίγη, ολιγουρία, κατακράτηση ούρων και πόνοι στα άνω και κάτω άκρα. προσοχή στη χορήγηση. Στενή παρακολούθηση κατά τη διάρκεια της ενδοβλέβιας έγχυσης, με μέτρηση Α.Π. και καρδιακή συχνότητας. Να μη χορηγείται ταυτόχρονα, από την ίδια συσκευή φουρεσιμίδη, επειδή αντιδρά και καθιζάνει. Έλεγχος συγκεντρώσεων ηλεκτρολυτών, αιμοπεταλίων, ηπατικών ενζύμων. Μείωση της δόσης επί νεφρικής ανεπάρκειας. Δοσολογία. Χορηγείται ενδοφλεβίως, βραδέως, σε διάστημα >10 λεπτών, σε δόση 50 μg/Kg και ακολούθως, με ενδοφλέβια έγχυση με ρυθμό 0.375-0.750 μg/Kg/min, συνήθως για 12 ώρες, επί συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας. σκευάσματα. corotrope 10mg/10ml1.3 άλλοι καρδιακοί διεγέρτες (ευαισθητοποιητές ιόντων Ca) λεβοσιμεντάνη περιγραφή. Η λεβοσιμεντάνη αυξάνει την ευαισθησία των συσταλτικών πρωτεΐνών στα Ca++ ενώ, ταυτόχρονα ασκεί αγγειοδιασταλτική δράση στη συστηματική κυκλοφορία και τα στεφανιαία αγγεία. ενδείξεις. Βραχεία θεραπεία της σοβαρής συμφορητικής ανεπάρκειας ανθεκτικής στη συνήθη αγωγή. Δακτυλίτιδα, διουρητικά, αΜΕΑ). αντενδείξεις. Μηχανικές αποφράξεις που εμποδίζουν την πλήρωση ή την εκκένωση των κοιλιών, σοβαρή υπόταση, σοβαρή νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια, σοβαρή ταχυκαρδία, ιστορικό πολύμορφης κοιλιακής ταχυκαρδίας, τύπου ριπιδίου (torsade de pointes).
ανεπιθύμητες ενέργειες. υπόταση, ζάλη, έκτακτες συστολές, κολπική μαρμαρυγή, ταχυκαρδία, ισχαιμία μυοκαρδίου, ναυτία, έμετοι, κεφαλαλγία, πτώση Hb και Κ. αλληλεπιδράσεις. Σε συγχορήγηση με νιτρώδη, ενίσχυση του υποτασικού αποτελέσματος. προσοχή στη χορήγηση. Παρακολούθηση για τουλάχιστον 3 ημέρες, μετά τη διακοπή της έγχυσης, λόγω παρατεταμένης βιολογικής δράσεως του φαρμάκου, με έλεγχο της Α.Π. και του καρδιακού ρυθμού. Επί νεφρικής και ηπατικής ανεπάρκειεας, προκαλείται αύξηση των συγκεντρώσεων του μεταβολίτη που προκαλεί την παρατεταμένη δράση. Στενή παρακολούθηση ασθενών με υπόταση, ταχυκαρδία, μαρμαρυγή, εξελισσόμενη στεφανιαία ανεπάρκεια, και παράταση του διαστήματος QT, γι αυτό δεν πρέπει να συγχορηγείται με φάρμακα που το παρατείνουν. Να διορθώνεται η υπογκαιμία -εάν υπάρχει- πριν τη χορήγηση. Παρακολούθηση Hb και K. σε κύηση να σταθμίζεται το αναμενόμενο όφελος σε σχέση με τους κινδύνους. δοσολογία. Επί σοβαρής συμφορητικής καρδιοπάθειεας, έναρξη με 12-24 μg/kg σε έγχυση διάρκειας >10 λεπτών, και συνέχεια, 0.1 μg/kg/min συνήθως για 24 ώρες. Δεν χορηγείται σε άτομα ηλικίας <18 ετών. φαρμακευτικά σκευάσματα. simdax 2.5 mg/ml
2.0 διουρητικά Τα διουρητικά αυξάνουν τη νεφρική απέκκριση νατρίου (νατριουρητικά) ή αποβαλλόμενα τα ίδια (ωσμωτικώς δρώντα) συμπαρασύρουν νερό, αυξάνοντας, με τον τρόπο αυτό τη διούρηση και μειώνουν την πνευμονική και συστηματική συμφόρηση. Χρησιμοποιούνται για ανακούφιση από πνευμονικό οίδημα, καρδιακή ανεπάρκεια ή άλλες αιτίες και, σε μικρότερες δόσεις, για την αντιμετώπιση της υπερτάσεως. Από τα νατριουρητικά, οι θειαζίδες (και τα παρόμοιας δράσεως), τα διουρητικά της αγκύλης, και οι αναστολείς της καρβοανυδράσης, συναπεκκρίνουν, επίσης, Κ (καλιοουρητικά). Αντιθέτως, οι ανταγωνιστές της αλδοστερόνης, και τα προστατευτικά της απώλειας Κ, μειώνουν την αποβολή του. Ανεπιθύμητης ενέργεια των ανταγωνιστικών αλδοστερόνης και των προστατευτικών της απώλεια Κ διουρητικών είναι η υπερκαλιαιμία, ενώ των καλιουρητικών η υποκαλιαιμία. Γι αυτό, σε χρόνια χορήγηση συχνά συνδυάζεται ένα φάρμακο της μιας κατηγορίας μ΄ένα φάρμακο της άλλης. Κοινή ανεπιθύμητη ενέργεια και των δύο ομάδων είναι η υπονατριαιμία, ενώ όλων των διουρητικών, πιθανή ανεπιθύμητη ενέρεια είναι η αφυδάτωση, ιδίως, επί συνυπάρξεως και άλλων παραγόντων, όπως πυρετός, διάρροια,, ιδίως σε ηλικιωμένα άτομα, τους θερινούς μήνες.
Η φουροσεμίδη ενδέχεται να μειώσει το ασβέστιο ορού, ενώ οι θειαζίδες να το αυξήσουν. Τα ωσμωτικώς δρώντα μπορεί, πριν εκδηλώσουν την διουρητική τους δράση, να αυξήσουν τον όγκο αίματος και να επιδεινώσουν προϋπάρχουσα καρδιακή ανεπάρκεια. Όλα μπορούν να προκαλέσουν αύξηση της ουρίας, αλλά η ουραιμία δεν είναι απόλυτη αντένδειξη στη χορήγησή τους. Αντίθετα, αν οφείλεται σε μείωση της σπειραματικής διηθήσεως από καρδιακή ανεπάρκεια ενδέχεται να μειωθεί με τα κατάλληλα αντιδιουρητικά.Διουρητικά εκλογής σε πνευμονικό οίδημα ή βαριά νεφρική ανεπάρκεια είναι τα διουρητικά αγκύλης. Σε ηπιότερες χρόνιες μορφές χλωροθαλιδόνη ή μια θειαζίδη συνήθως σε συνδυασμό με κάλιο ή ένα καλιοπροστατευτικό διουρητικό. Σε ελαφρά υπέρταση χρησιμοποιείται, συνήθως, μια θειαζίδη ή χλωροθαλιδόνη, είτε μονα τους ή σε συνδυασμό μ΄ένα καλιοπροστατευκό διουρητικό. Συχνά επίσης, επιλέγεται ένα διουρητικό μ΄έναν αναστολέα ΜΕΑ, ο οποίος, επίσης, κατακρατεί κάλιο, αλλά σε βαρύτερη υπέρταση είναι προτιμότερο να συνδυαστεί ένα διουρητικό μ΄ένα αντιϋπερτασικό άλλης κατηγορίας, παρά να αυξηθεί η δόση του διουρητικού. Για τον ασκήτη από κίρρωση χορηγούνται καλιοπροστατευτικά διουρητικά, επειδή η υποκαλιαιμία επί ασκήτου μπορεί να ευνοήσει την εμφάνιση εγκεφαλοπάθειας. Σε ηλικιωμένους ασθενείς πρέπει να επιλέγονται χαμηλές δόσεις διουρητικών και, ακολούθως, να τροποποιούνται, ανάλογα με τη νεφρική λειτουργία. Τα διουρητικά δεν πρέπει να χορηγούνται μακροχρόνια σε ασθενείς με οίδημα εκ στάσεως.
Έχει δειχθεί ότι η εισπνεόμενη φουροσεμίδη μειώνει τη δύσπνοια, σε υγιείς που τέθηκαν σε πειραματικές συνθήκες δύσπνοιας, πιθανόν, μέσω εθαισθητοποιήσεως των τασεοϋποχέων, αυξήσεως των σημάτων που προεύονται μεσω του πνευμονογαστρικού και μειώνοντας την φυγόκεντρο-κεντρομόλη διάσταση (&38, 39,40, 41).
2.1 θειαζίδες και παρόμοιας δράσης Περιγραφή. Οι θειαζίδες και τα διουρητικά με παρόμοια δράση (χλωροθαλιδόνη, ινδαπαμίδη) δρουν στο ανιόν σκέλος της αγκύλης του Henle, και στα άπω εσπειραμένα σωληνάρια και προκαλούν αυξημένη απέκκριση νατρίου και νερού. Είναι διουρητικά με μέτρια ισχύ και χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση μικρών οιδημάτων, π.χ., από καρδιακή ανεπάρκεια, αλλά και ως αντιϋπερτασικά, είτε μόνα τους ή σε συνδυασμό με άλλα αντιϋπερτασικά. Χορηγούνται τις πρωινές ώρες, ώστε η διούρηση που προκαλούν να μην παρεμποδίζουν τον ύπνο. Η υποκαλιαιμία, ιδίως, με την χλωροθαλιδόνη, είναι, σε χρόνια χορήγηση, συχνή, και οι ηλεκτοκαρδιογραφικές αλλοιώσεις, συμβατές με υποκαλιαιμία, την προδίδουν (ασύμμετρα Τ), ακόμη και εάν οι συγκεντρώσεις καλίου στον ορό δεν είναι σαφώς κάτω από τα φυσιολογικά όρια. Αν η διούρηση που προκαλείται με θειαζίδες στις μέγιστες δόσεις τους δεν είναι ικανοποιητική, δεν αναμένεται καλύτερη διούρηση με μεγαλύτερη, ακόμη, δοσολογία. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να δοθούν διουρητικά της αγκύλης. Δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των θειαζιδών. Η διάρεια δράσεως της χλωροθειαζίδης είναι 6-12 ώρες. Η χλωροθειαζίδη προστίθεται, συχνά, σε αντιϋπερτασικά φάρμακα, για ενίσχυση της δράσεώς τους. Η χλωροθαλιδόνη έχει μακρύτερη δράση από τις θεοιαζίδες και χορηγείται παρ΄ημέρα, 'η και αραιότερα. οι ανεπιθύμητες ενέργεις όλων των φαρμάκων της ομάδας είναι κοινές. ινδαπαμίδη Ενδείξεις. ιδιοπαθής υπέρταση. Αντενδείξεις. Γνωστή υπερευαισθησία στο φάρμακο και, γενικά στις σουλφοναμίδες. ανουρία, βαρειά ηπατική, νεφρική ανεπάρκεια. Ανεπιθύμητες ενέργειες. Υποκαλιαιμία με ή χωρίς κλινικά συμπτώματα, κεφαλαλγία, ζάλη, αδυναμία, εύκολη κόπωση, κακουχία, ίλλιγγος, αύπνία, κατάθλιψη, λήθαργος, θάμβος οράσεως, μυϊκές κράμπες, ευερεθιστότητα, ανησυχία, ναυτία, έμετοι, δυσκοιλιότητα/διάρροια, κοιλιακά άλγη, ανορεξία, ορθοστατική υπόταση, αίσθημα παλμών, αρρυθμία, νυκτουρία, παολυουρία, εξανθήματα, κνησμός, αγγειΐτιδα, ανικανότητα, ρινόρροια, αρυθρότητα προσώπου, υπερουριχαιμία, υπονατριαιμία, υποχλωραιμία, αζωθαιμία, υπερασβεστιαιμία. Αλληλεπιδράσεις. ενισχύει την αντιϋπερτασική δράση των άλλων αντιϋπερτασικών. Αυξάνει τα επίπεδα λιθίου, στο αίμα, μέχρι τοξικότητας, ελαττώνει τη δράση στα αγγεία των συμπαθητικομιμητικών αμινών. Με καρβοξολόνη και θειαζίδες, αυξημένος κίνδυνος υποκαλιαιμμίας. Προσοχή στη χορήγηση. Σε κύηση ή γαλουχία να χορηγείτια μόνο σε απόλυτη ανάγκη. Εποίσης σε αθενείς με υπερουριχαιμία, ουρική αρθρίτιδα, σακχαρώδη διαβήτη, υπερασβεστιαιμία, που έχουν υποστεί συμπαθεκτομή, ή λαμβάνουν λιθιο ή καρδιακές γλυκοσίδες, λόγω κινδύνου τοξικού δακτυλισδισμού από υποκαλιαιμία. Κατά τη χορήγηση του φαρμάκου επιβάλλεται τακτικός προσδιορισμός των ηλεκτρολυτών και, ιδιαιτέρως του καλίου. Σε ασθενείς με συστηματικό ερυθηματώδη λύκο μπορεί να προκαλέσει έξαρση των συμπτωμάτων του. Δοσολογία. 2.5 mg ή 1.5 mgr της μορφής της παρατεταμένης αποδέσμευσης Χ1 Η κατά προτίμηση το πρωί. Φαρμακευτικά σκευάσματα. fludex 2.5 mg/tab, transipen 2.5 mg/tab, magniton 2.5 mg/tab
υδροχλωροθειαζίδη Ενδείξεις. οιδήματα καρδιακής ανεπάρκειας ή νεφρωσικού συνδρόμου, υπέρταση, άποιος διαβήτης, ιδιοπαθής υπερασβεστιαιμία, Αντενδείξεις. Γνωστή υπερευαισθησία, στις σουλφοναμίδες, ανουρία, νεφρική ανεπάρκεια, δυσκόλως ρυθμιζόμενος σακχαρώδης διαβήτης, ουρική αρθρίτιδα, ανθεκτική υποκαλιαιμία, ή υπονατριαιμία, νόσος Adisson, βαριά ηπατική ανεπάρκεια κύηση (μπορεί να προκαλέσει θρομβοπενία στα νεογνά), γαλουχία. Ανεπιθύμητες ενέργειες. αφυδάτωση, δίψα, μυαλγίες, μυϊκές συσπάσεις, πεπτικές διαταραχές, ελάττωση νατρίου, καλίου, μαγνησίου, αύξηση σακχάρου, λιπιδίων, ουρίας, σβεστίου, κια ουρικού οξέος. Σπανίως λευκοπενία, θρομβοπενία, απλαστική ή αιμολυτική αναιμία, αντιδράσεις υπερευαισθησίας. Μπορεί να προκαλέσει παγκρεατίτιδα. Αλληλεπιδράσεις. Αυξάνει τις συγκεντρώσεις λιθίου, απειλεί με τοξικό δακτυλιδισμό (επειδή ποκαλεί ποκαλιαιμία) και αυξάνει τη δράση των αντιϋπερτασικών, των κατασταλτικών του ΚΝΣ και των νευρομυϊκών αποκλειστών. Ανταγωνίζεται τη δράση της λιδοκαΐνης, της μεξιτελίνης και των αντιδιαβητικών δισκίων. Προσοχή στη χορήγηση. Σε νεφρική, ηπατική ανεπάρκεια και σακχαρώδη διαβήτη, στις υπερλιπιδιαμίες, την υπονατριαιμία, τα ηλικιωμένα άτομα, την υποκαλιαιμία. Απαιτείται τακτικός προσδιορισμός ηλεκτρολυτών αίματος. Δοσολογία. 25-200 mg Η, σε 1-2 δόσεις, για μερικές μόνο ημέρες. δόση συντηρήσεως 25-100 mg Η Φαρμακευτικά σκευάσματα. hydrochlorothiazide 25 mg/tab
χλωροθαλιδόνη Ενδείξεις. Οίδημα, υπέρταση, άποιος διαβήτης.Αντενδείξεις. Υπερευαισθησία στις θειαζίδες, ή τις σουλφυνυλουρίες. Ηπατική νεφρική ανεπάρκεια, ουρική αρθρίτιδα, σακχαρώδης διαβήτης. Ανεπιθύμητες ενέργειες. Αδυναμία, ναυτία, μυϊκές συσπάσεις, δυσκοιλότητα, ανικανότητα (αποκαθίσταται με τη διακοπή του φαρμάκου), υποκαλιαιμία, υπομαγνησιαιμία, υπονατριαιμία, υπερασβεστιαιμία, υπερουριχαιμία, υπργλυαιμία, υποκαλιαιμική αλκάλωση, αύξηση της χοληστερόλης. Σπάνια προκαλεί ουδετεροπενία, θρομβοπενία, και απλαστική ή αιμολυτική ανιαμία. Αλληλεπιδράσεις. Αυξάνει τα επίπεδα του λιθίου, ενώ η υποκαλιαιμία αυξάνει τον κίνδυνο τοξικού δακτυλιδισμού. Ανταγωνίζεται τη δράση της λιδοκαΐνης. Προσοχή στη χορήγηση. Σε νεφρική, ηπατική ανεπάρκεια, σακχαρώδη διαβήτη, ουρική αρθρίτιδα, κύηση, γαλουχία, Δοσολογία. Αρχικώς, 50-100 mg H εφάπαξ κάθε πρωί ή 100 mg παρ΄ημέρα, Υπερταση: 25 mg που αυξάνεται στα 50 mg εάν είναι απαραίτητο. Φαρμακευτικά σκευάσματα. Hygroton 50 mg/tab.
.2.2 διουρητιικά αγκύλης Ισχυρά διουρητικά που παρεμποδίζουν την επαναρρόφηση του χλωριούχου νατρίου και ύδατος, στο ανιόν σκέλος της αγκύλης του Henle. Δρουν ταχέως, εντός 1/2 ώρας, επί ενδοφλέβιας χορηγήσεως και 1 ώρας όταν χορηγούνται από του στόματος. Η δράση τους διαρκεί 6 ώρες. Κυριότερη ένδειξη είναι το οξύ πνευμονικό οίδημα, αλλά και οιδήματα που δεν ανταποκρίνονται σε ηπιότερα διουρητικά. Χορηγούνται, συνήθως, διαλειπόντως και προκαλούν ανάλογη με τη δοση τους διούρηση. Σε νεφρική ανεπάρκεια ίσως απαιτηθούν δόσεις έως και 10πλασιες της συνήθους. Οι συνηθέστερες ανεπιθύμητες ενέργειες των διουρητικών της αγκύλης είναι όμοιες με των θειαζιδών: Αφυδάτωση, υπονατριαιμία, υποκαλιαμία, ουραιμία, υπερουριχαιμία, υπεργλυκαιμία. Προκαλούν επίσης υπομαγνησιαιμία, και αυξάνουν την απέκριση ασβεστίου. Είναι δυνατόν να προκαλέσουν επίσχεση ούρων, σε ασθενείς με υπερτορφία προστάτη. Αυτό είναι λιγότερο πιθανό, επί χορηγήσεως ηπιότερων διουρητικών. φουροσεμίδη Ενδείξεις. Οξύ πνευμονικό οίδημα, οίδημα επί καρδιακής ανεπάρκειας ή νεφρωσικού συνδρόμου, υπέρταση, κίρρωση με ασκίτη, υπερασβεστιαιμία (σε συνδυασμό με χορηγηση ισοτόνων χλωρονατριούχων διαλυμάτων). Οίδημα ή ολιγουρία σε ορισμένες περιπτώσεις με οξεία ή χρόνια νεφρική ανεπάρκεια. Αντενδείξεις. Γνωστή υπερευαισθησία στο φάρμακο, και γενικά στις θειαζίδες, σουλφονυλουρίες. Ανουρία, δυσρύθμιστος σακχαρώδης διαβήτης, ουρική αρθρίτιδα, κύηση (ιδίως 1ο τρίμηνο) γαλουχία. Προκωματώδης κατάσταση από ηπατική εγκεφαλοπάθεια. Πορφυρία. Βαριάς μορφής υποκαλιαιμία, υπονατριαιμία, υποογκαιμία, αφυδάτωση. Ανεπιθύμητες ενέργειες. Υποκαλιαιμία, υποχλωραιμική αλκάλωση, υπονατριαιμία, υπασβεστιαιμία, και λιγότερο συχνά, ναυτία, και γαστρεντερικές διαταραχές. Αυξάνει τα επίπεδα σακχάρου, των λιπιδίων, της ουρίας και του ουρικού οξέος στο αίμα. Χορήγηση μεγάλων δόσεων μπορεί να προκαλέσει μείωση του όγκου του πλάσματος και υπόταση. Έχουν περιγραφεί κνίδωση, πολύμορφο ερύθημα, φωτοευαισθησία, αναιμία, ακοκκιοκυτταραιμία, θρομβοπενία, διάμεση νεφρίτιδα και παγκρεατίτιδα. Ταχεία, ενδοφλέβια χορήγηση μεγάλων δόσεων μπορεί να προκαλέσει παροδική κώφωση, που σπάνια εμφανίζεται στις μικρές δόσεις, ή κατά την από τουστόματος χορήγηση. Μόνιμη κώφωση παρατηρείται ακόμη σπανιότερα. Αλληλεπιδράσεις. Αύξηση του κινδύνου υποκαλιαιμίας επί συγχορηγήσεως με άλλα διουρητικά (ινδαπαμίδη, ακεταζολαμίδη, καρβενοξολόνη), κορτικοειδή και ACTH. Δεν συγχορηγείται με αμινογλυκοσίδες, λόγω του αυξημένου κινδύνου ωτοτοξικόττηας και νεφροτοξικότητας, ούτε με κεφαλοσπορίνες (ωτοξικότητα), με διαζοξείδη αυξάνεται ο κίνδυνος υπεργλυκαιμίας, ενώ με γλυκοσίδες, κινιδίνη, δισοπυραμίδη αυξάνεται ο κίνδυνος παρενεργειών. Αντίθετα, τα αντιεπιληπτικά και τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη μειώνουν τη νατριουρητική της δράση. Αυξάνει τα επίπεδα λιθίου στο αίμα, και ενισχύσει τη δράση της σουκινυλοχολίνης και τουβοκουραρίνης. Μειώνει τη δράση των από του στόματος αντιπηκτικών. Λόγω της υποκαλιαιμίας προκαλεί μείωση της δράσεως της λιδοκαΐνης, μελιξετίνης, και τοκαϊνίδης. Προσοχή στη χορήγηση. Επιβάλλεται τακτικός προσδιορισμός των ηλεκτρολυτών του ορού, Να χορηγείται μαζί μα καλιοπροστατευτικά διουρητικά ή σκευάσματα καλίου, σε ασθενείς που λαμβάνουν καρδιοτονωτικές γλυκοσίδες, ή πάσχουν από κίρρωση. Ευαισθησία στις σουλφοναμίδες. Επί νεφρικής βλάβης, η επιδείνωση της ουραιμίας ή της ολιγουρίας επιβάλλει την άμεση διακοπή της. Ο ερυθηματώδης λύκος μπορεί να ενεργοποιηθεί ή να παρουσιάσει έξαρση. ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται σε ηλικιωμένα άτομα. ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες, οπότε μπορεί να προκληθεί εφύδρωση και έντονη αφυδάτωση και κυκλοφορική κατέρειψη. Στην κύηση μπορεί να χορηγηθεί, μετά το 1ο τρίμηνο και εφόσον είναι απολύτως αναγκαίο. Στη γαλουχία δεν χορηγείται. Δοσολογία. [α] Από το στόμα: Οιδήματα: Αρχικώς 20-80 mg Η. Η δόση αυξάνεται σταδιακά, ανάλογα με την ανταπόκριση. Μεγίστη συνιστώμενη δόση 500 mg Η. Υπέρταση: 40 mg X2 Η. [β] ενδοφλεβίως: Οξύ πνευμονικό οίδημα: 40 mg, που μπορεί να επαναληφθούν μετά 60-90 λεπτά. Αύξηση κατά 20 mg ανά 2 ώρες. σε οξεία νεφρική ανεπάρκεια, η ημερήσια δόση μπορεί να φτάσει τα 500 mg/24ωρο, ανάλογα με την προκαλούμενη διούρηση. Η ενδοφλέβια έγχυση μεγάλων δόσεων πρέπει να μην υπερβαίνει τα 4 mg/min. Φαρμακευτικά σκευάσματα. hydroflux 40 mg/tab. Lasix 40 mg/tab.
2.3 προστατευτικά της απώλειας Καλίου Στην ομάδα αυτή περιλαμβάνεται η αμιλορίδη. Πρόκειται για φάρμακα με ασθενή διουρητική και αντιϋπερτασική δράση και χαρακτηρίζονται από κατακράτηση καλίου. Χρησιμοποιούνται, σχεδόν αποκλειστικά, σε συνδυασμό με άλλα διουρητικά, κυρίως θειαζίδες, για την προστασία από την απώλεια καλίου, που προκαλείται από τα καλιουρητικά φάρμακα κι ενίσχυση της διουρητικής της δράσεως. Αν και η χορήγηση των δύο διουρητικών είναι καλύτερα να γίνεται χωριστά, εν τούτοις, συνήθως συγχορηγούνται σε ενιαία σκευάσματα, αποσκοπώντας στην καλύτερη συμμόρφωση των ασθενών, ιδίως εφόσον προβλέπεται μακροχρόνια χορήγηση. Σημειώνεται ότι η χρήση σταθερών συνδυασμών δεν αίρει την ανάγκη για τακτικούς προσδιορισμούς των ηλεκτρολυτών του ορού.
υδροχλωρική αμυλορίδη Ενδείξεις. Υπέρταση, καρδιακή ανεπάρκεια, ηπατική κίρρωση. Αντενδείξεις. Υπερκαλιαιμία, ταυτόχρονη καλιοσυντηρητική θεραπεία, χορήγηση συμπληρωμάτων καλίου, υπερευαισθησία στα δραστικά του συνδυασμού ή σε άλλα φάρμακα προερχόμενα από σουλφοναμίδες. Νεφρική ανεπάρκεια, Ηπατική εγκεφαλοπάθεια |δίαυλοι Νa+| βλ. υδοχρωδοθειαζίδη. Ανεπιθύμητες ενέργειες. Κυρίως υπερκαλιαμία (ιδίως σε νεφρική ανεπάρκεια), ναυτία (σπανίως), ανορεξία, κοιλιακά άγη, εξανθήματα. Έχουν επίσης αναφερθεί κεφαλαλγία, ζάλη, αδυναμία, εύκολη κόπωση, μυϊκές συσπάσεις, βήχας, δύσπνοια, ανικανότητα (βλέπε υδροχλωοθειαζίδη). Αλληλεπιδράσεις. Ενισχύει τη δράση των αντιϋπερτασικών αυξάνει τα επίπεδα του λιθίου. Προσοχή στη χορήγηση. σε νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια, ηλικιωμένα άτομα ή αφυδατωμένα άτομα, σακχαρώδης διαβήτης, αναπνευστική ή μεταβολική οξέωση. Να μην χορηγείται επιπλέον κάλιο, και να περιορίζονται τροφές πλούσιες σε αυτό. Δοσολογία. Υπερταση 1/2 -1 δισκίο την ημερα. Οιδήματα καρδιακής αιτιολογίας, 1/2 -2 δισκία την ημέρα. Κίρρωση ήπατος με ασκίτη και οίδημα 1-2 δισκία την ημέρα. Φαρμακευτικά σκευάσματα. moduretic (5 +50) mg/tab
αμιλορίδη υδροχλωρική και φουροσεμίδη Ενδείξεις. Υπέρταση, οιδήματα καρδιακής ανεπάρκειας.Δοσολογία συνήθως 1/2 -2 δισκία κάθε πρωϊ. Φαρμακευτικά σκευάσματα. Frumil (5+40) mg/tab
ΔΙΟΥΡΗΤΙΚΑ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΥ. Τα διουρητικά μερικές φορές χορηγούνται σε μεγάλες δόσεις, αλλά πρέπει να τονισθεί ο κίνδυνος της υποκαλιαιμίας. Η επακόλουθη υποχλωραιμική αλκάλωση μπορεί να επιδεινώσει τη δύσπνοια των ασθενών, λόγω της επιδεινώσεως του έργου αναπνοής με την επίταση της μυϊκής αδυναμίας που θα προκαλέσει η υποκαλιαιμία. Παρ΄όλα αυτά, η συνετή χρήση διουρητικών παραμένει απαραίτητη, ενόσω επιφέρει συμπτωματική ανακούφιση μέσω μειώσεως του μεταφορτίου της δεξιάς κοιλίας και βελτίωση της πληρώσεως της αριστερής. Επιστροφή 2.4 ανταγωνιστές της αλδοστερόνης |ανταγωνιστές αλδοστερόνης|Περιγραφή. Στην ομάδα εντάσσεται η σπειρονολακτόνη που έχει ασθενή διουρητική δράση. Δρα ανταγωνιστώς προς την αλδοστερόνη και προκαλεί κατακράτηση καλίου. Ενισχύει τη δράση των θειαζιδιών και των διουηρητικών αγκύλης. Προτιμάται σε οιδήματα ή ασκίτη επί κιρρωτικών ασθενών και, ενίοτε, σε οιδήματα καρδιακής ανεπάρκειας που είναι ανθεκτικά σε άλλα διουρητικά. Έχει αναφερθεί καρκινογένεση ήπατος και ενδοκρινών αδένων σε περιαματόζωα. Παρ΄όλο ότι η αλδοστερόνη είναι ιδίως γνωστή για το ρόλο στη ρύθμιση της νεφρικής αποβολής νατρίου και καλίου. επλερενόνη περιγραφή. Εμποδίζει τη σύνθεση της αλδοστερόνης στο σύστημα ρενίνης-αγγειοτασίνης το οποίο εμπλέκεται στην παθοφυσιολογία της καρδιακής νόσου. Ενδείξεις. επικουρική θεραπεία ασθενών με σταθεροποιημένη δυσλειτουργία της αριτερής κοιλίας και καρδιακή ανεπάρκεια, μετά απόέμφραγμα του μυοκαρδίου. Η χορήγή της άρχεται 3-4 ημέρες μετά το επεισόδιο. Αντενδείξεις. Υπερκαλιαιμία σε ασθενείς που λαμβάνουν άλλα καλιοπροστατευτικά φάρμακα ή ισχυρούς αναστολείς του ενζύμου CYP3A4 (ιτρακοναζόλη κλπ) μέτρια ή σοβαρή νεφρική ή σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια. Ανεπιθύμητες ενέργειες. Υπερκαλιαιμία, υπόταησ, ναυτία, διάρροια, ίλλιγγοι, έκπτωση νεφρικής λειτορυγίας, αϋπνία, εξασθένιση, αφυδάτωση, κεφαλαλγία, έμετοι, αρτηριακές θρομβώσεις, κολιπική μαραμαρυγή, ηωσινοφιλία, δυσλιπιδαιμία, υπονατριαιμία. Αλληλεπιδράσεις. Με άλλα προστατευτικά της απώλειας καλίου, αυξάνεται ο κίνδυνος υπερκαλιαιμίας, καθώς και με αΜΕΑ και ανταγωνιστές των υποδοχέων αγγειοτασίνης. Η κυκλοσπορίνη και τα ΜΣΑΦ αυξάνουν τον ίνδυνο νεφροτοξικότητας. Οι α1-αποκλειστές και τα τρικυκλικά αντιθλιπτικά αυξάνουν τον κίνδυμο υπόταση, ενώ τα κορτικοειδή μειώνουν την αντιϋπερτασική δράση. Προσοχή στη χορήγηση. Παρακολούθηση των συγκεντρώσεων λιθίου και καλίου (να μην αρχίζει η χορήγηση με συγκεντρώσεις καλίου >5.0mmol/l). Σε νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια. Προσοχή σε ασθενείς με δυσανεξία στη γαλακτόζη ή δυσαπορρόφηση γλυκόζης-γαλακτόζης. Δοσολογία. 25 mg Η και αύξηση, αν απαιτείται, μετά 4 εβδομάδες. Φαρμακευτικά σκευάσματα. inspra 25 mg/tab
σπειρονολακτόνη Ενδείξεις. Οίδημα και ασκίτης επί ηπατικής κιρρώσεως.κακοήθης ασκίτης, νεφρωσικό σύνδρομο, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, επί μη ανταποκρίσεως σε άλλα φάρμακα, ή όταν η χορήγηση δακτυλίτιδας είναι υποχρεωτική (που πρέπει να δρα σε περιβάλλον ικανοποιητικών επιππεδων καλίου), πρωτοπαθής υπεραλδοστερνισμός, ιδιοπαθής υπέρταση, σε συνδασμό με άλλα φάρμακα, Υποκαλιαιμία. Χορηγείται, ακόμη όταν άλλα θεραπευτικά μέτρα απέβησαν ανεπαρκή ή απαγορευτικά λόγω των παρενεργειών τους, για τον συγκεκριμένο ασθενή. Αντενδείξεις. Υπερκαλιαιμία, σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια, ανουρία, νόσος του Addison. Ανεπιθύμητες ενέργειες. Υπερκαλιαιμία, και γυναικομαστία. υπερχλωραιμική οξέωση (ιδιααιτέρως σε κιρρωτικούς), αύξηση ουρίας και ουρικού οξέος, μαστοδυνία, διαταραχές εμμήνου ρύσης, μείωση της libido και ανικανότητα στους άνδρες. Σπανιότερα, προκαλεί γαστρεντερικές διαταραχές, έλκος, εξανθήματα, κεφαλαλγία, υπνηλία, σύγχυση, αταξία, πυρετό. Αλληλεπιδράσεις. Με καλιούχα σκευάσματα και αναστολείς του ΜΕΑ, υπάρχει αυξημένος κίνδυνος υπερκαλιαιμίας. Αυξάνει τα επίπεδα του λιθίου στο αίμα, ενισχύει τη δράση άλλων διουρητικών, και αντιϋποερτασικών, μειώνει την ανταπόκριση των αγγείων τη νοραδρεναλίνη, και μειώνει τη δράση των από του στόματος αντηπηκτικών. Προσοχή στη χορήγηση. Η σύγχρονη λήψη τροφών πλουσίων σε κάλιο, ή λήψη σκευασμάτων καλίου, μπορεί να προκαλέσει επικίνδυνη υπερκαλιαιμία, γι αυτό συνιστάται περιορδικός έλεγχος καλίου ορού, ιδιαίτερα σε νεφροπαθείς, και ηλικιωμένους. Δοσολογία. Στηη ιδιοπαθή υπέρταση, συνήθως 50-100mg Η, που μπορεί να αυξηθεί μέχρι και 200 mg, ή μέχρι 400 mg Η ως προετοιμασία για χειρουργική επέμβαση. Σε υποκαλιαιμία, από λήψη διουρητικών 25-100 mg Η. Φαρμακευτικά σκευάσματα. aldactone 25 mg/tab.
.2.5 ωσμωτικώς δρώντα Φάρμακα, τα οποία κατά την ταχεία αποβολή τους από τους νεφρούς, παρασύρουν και νερό, με αποτέλεσμα να ασκούν έντονη διουρητική δράση. Κύριες νεδείξεις είναι το εγκεφαλικό οίδημα. Κύρια αντένδειξη είναι η καρδιακή ανεπάρκεια, επειδή είναι δυνατό να αυξήσουν πολύ τον όγκο αίματος, λόγω της συμπαρασύρσεως υγρών στο περιβάλλον τους. Συνήθως χρησιμοποιείται η μαννιτόλη, ως διουρητικό της ομάδας αυτής. μαννιτόλη ενδείξεις. Αγγειακό οίδημα. Αντενδείξεις. Καρδιακή ανεπάρκεια, μη αναστρέψιμη ανουρία, αφυδάτωση, ενδοκρανιακή αιμορραγία. Ανεπιθύμητες ενέργειες. Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, κεφαλαλγία, ναυτία, έμετοι, ρίγος, πυρετός, ίλιγγος, δίψα, λήθαργος, σύγχυση, οπισθοστερνικό άλγος, υπονατριαιμία. Προσοχή στη χορήγηση. Νεφρική ανεπάρκεια, κύηση, προν τη χορήγηση επιβάλλεται προσεκτική εκτίμηση του καρδιαγγεοιακού συστήματος, και στη συνέχεια συνεχής παρακολούθηση της διουρήσεως, και των ηλεκτρολυτών του ορού. Σε ασθενελις που παραμένοθυν ανουρικοί, μετά την αρχική, δοκιμαστική χορήγηση, να μην επαναλμβάνεται η χορήγηση. Να αποφεύγεται η εξαγγείωσή του. Δοσολογία. Ενδοφλεβίως, 50-200 mg/ 24ωρο, διαλύματος; 20%. δοκιμαστική, ταχεία έγχυση 20 mg (100 ml). Φαρμακευτικά σκευάσματα. Mannitol 20% fl 500η 250 ml
3.0 αντιαρρυθμικά φάρμακα Αντιαρρυθμικά ονομάζονται τα φάρμακα που επεμβαίνουν στην ηλεκτροφυσιολογία της καρδιάς και επηρεάζουν, βελτιώνοντας/επιδεινώνοντας το ρυθμό της. Μπορούν να διακόψουν ή να προκαλέσουν/επιδεινώσουν έκτοπους ρυθμούς (προαρρυθική δράση). Χορηγούνται για να διακόψουν υπερκοιλιακές ή κοιλιακές αρρυθμίες ή για προληπτικούς λόγους, με τον όρο ότι δεν υπαρχει κίνδυνος προαρρυθμικής δράσης. Η χορήγηση φλεκαϊνίδης, ενκαϊνίδης, ή μορισιζίνης σε χρόνιους εμφαγματικούς ασθενείς με κοιλιακές έκτοπες συστολές, αύξησε, αντί να μειώσουν τη θνητότητα. έτσι, η παρουσία έκτοπων κοιλιακών συστολών, στο χρόνιο έμφραγμα αποτελεί αντένδειξη για τη χορήγηση αντιαρρυθμικών με εξαίρεση τους β-αποκλειστές κι ενδεχομένως, την αμιοδαρόνη. Η κοιλιακή ταχυκαρδία και η μαρμαρυγή εξακολουθούν ννα θεωρούνται ενδείξεις για τη χορήγηση αντιαρρυθμικών φαρμάκων γιατί σε αυτούς τους ασθενείς, ο κίνδυνος από την αρρυθμία θεωρείται μεγαλύτερος από τον ενδεχόμενο κίνδυνο της προαρρυθμικής δράσεως των φαρμάκων αυτών. Και σε αυτές τις περιπτώσεις, εν τούτοις, προτιμάται η χορήγηση αμιοδαρόνης, χωρίς να διαφεύγουν τα προβλήματα από τους πνεύμονες, συνήθως με σύγχρονη εμφύτερυση απινιδιστή. Κοινή αντένδειξη όλων των αντιαρρθμικών είναι ο φλεβοκομβοκολπικός και ο κολποκοιλιακός αποκλεισμός, εφόσον δεν υπάρχει τοποθετημένος κατάλληλος βηματοδότης. Η ταξινόμηση των αντιαρρυθμικών φαρμάκων, κατά Vaugan Williams, περιλαμβάνει τις ακόλουθες τάξεις. τάξη Ι. η αντιαρρυθμική της δράση ασκείται με αναστολή των διαύλων Να+ κατά τη φάση 0 του καρδιακού κύκλου σε κύτταρα με έντονα αρνητικό δυναμικό μεμβράνης, όπως είναι τα κύτταρα των κοιλιών. Γι αυτό τα αντιαρρυθμικά τάξεως Ι επηρεάζουν περισσότερο τις κοιλιακές παρά τις υπερκοιλιακές αρρυθμίες. Η αντιαρρυιμίκή δράση της τάξεως Ι αντιαρρυθμικών διακρίνεται, περαιτέρω, σε τρεις κατηγορίες. Η τάξη Ια (ομάδα κινιδίνης) αφορά σε παράταση της διάρκειας του συμπλέγματος QRS, μείωση αγωγιμότητας, με παράλληλη μείωση του διαστήματος JT. Η τάξη Ιb, (ομάδα λιδοκαΐνης) δεν θίγει το σύμπλεγμα QRS, ενώ βραχύνει ή καταλείπει ανέπαφο το διάστημα JT. Η υποτάξη Ιc (ομάδα φλεκαϊνίδης), τέλος, αφορά σε παράταση της διάρκειας του QRS (μείωση αγωγιμότητας), χωρίς να επηρεάζει το διαστημα JT. Τάξη ΙΙ. Στην τάξη αυτή ανήκουν οι β-αποκλειστές που μειώνουν την κλίση της φάσεως 4, Τα φάρμακα της τάξεως αυτής αναστέλλουν τον αυτοματισμό του φλεβοκόμβου και των έκτοπων κέντρων. έτσι προκαλούν βραδυκαρδία και δρουν αντιαρρυθμικά. Οι β-αποκλειστές είναι η μόνη κατηγορία, για την οποία έχει αποδειχθεί ότι παρατεόνουν τη ζωή, ασθενών με έμφραγμα μυοκαρδίου. τάξη ΙΙΙ. Στην τάξη αυτή εμπεριέχεται η αμιοδαρόνη και η σοταλόλη. Τα φάρμακα χαρακτηρίζονται από αναστολή του ρεύματος Κ+ , με αποτέλεσμα καθυστέρηση της αναπόλωσης και επέκταση της ανερέθιστης περιόδου και του διαστήματος JT. Η αμιοδαρόμνη απαλλάσει από την αρρυθμία, χωρίς να βραχύνει την επιβίωση, ενώ μειώνει τους αιφνίδιους θανάτους. τάξη IV. εντάσσονται οι αποκλειστές των διαύλων ασβεστίου, κυρίως σε κύτταρα με αρνητικό δυναμικό μεμβράνης. όπως είναι τα κύτταρα των υποερκοιλιακών ιστών. Την τάξη αυτή εκπροσωπεί η βεραπαμίλη ή άλλα που είναι αποτελεσματικά στις υπερκοιλιακές αρρυθμίες.
Η διέγερση των χολινεργικών υποδοχέων προκαλεί βραδυκαρδία μέσω διεγέρσεως ειδικών διαύλων Κ+ με αποτέλεσμα βραδυκαρδία, και επιμήκυνση της κολποκοιλιακής αγωγής. Η αναστολή των χολινεργικών υποδοχέων, συνεπάγεται αντίθετα αποτελέσματα. Διέγερση των χολινεργικών υπδοχέων προκαλεί η δακτυλίτιδα, η οποία, επίσης, αναστέλλει την αντλία ανταλλαγής K+-Na+ και η μορφίνη. Αναστολή των ίδιων υποδοχέων προκαλεί η ατροπίνη (ταχυκαρδία). Η διέγερση των πουρινεργικών υποδοχέων προκαλείται από φάμακα όπως η αδενοσίνη. Χορηγούμενη ενδοφλεβίως προκαλεί ασκεί αρνητική δρομότροπη δράση στον κολποκοιλιακό κόμβο. Εξαιτίας αυτής της δράσεως, ανακόπτονται τα κυκλώματα επανεισόδου, που εμπλέκονται στις παροξυσμικές υπερκοιλιακές ταχυκαρδίες, για τον τερματισμό των οποίων θεωρείται φάρμακο εκλογής. Έχει βραδεία διάρκεια δράσης (8-10 sec) αλλά εξ ίσου βραχείας διάρκειας είναι και οι ανεπιθύμητες ενέργειες. Πλεονέκτημα έναντι της βεραπαμίλης είναι μπορεί να χορηγηθεί μετά από έναν β-αποκλειστή, ενώ η δεύτερη προτιμάται εάν συνυπάρχει αποφρακτική πνευμνονοπάθεια ή άσθμα. Όλα τα αντιαρρυθμικά έχουν άλλοτε άλλης εντάσεως αρνητική ινότροπη δράση, ώστε μπορούν, έτσι να επιδεινώσουν την καρδιακή ανεπάρκεια. Η αρνητική ινότροπη δράση, μάλιστα, τείνει να είναι αθροιστική, γι αυτό χρειάζεται προσοχή στους συνδυασμούς τους. Σοβαρός κίνδυνος προέρχεται από την "προαρρυθμική" δράση τους.3.1 τάξη Ια 3.2 τάξη Ιβ 3.3 τάξη Ιγ 3.4 τάξη ΙΙ 3.5 τάξη ΙΙΙ 3.6 τάξη IV 3.7 διάφορα άλλα αντιαρρυθμικά φάρμακα
4.0 β-αδρενεργικοί αποκλειστές βλέπε: β-αποκλειστές | ρανοζαλίνη| Η συμπτωματική καρδιακή ανεπάρκεια απολήγει σε διέγερση των νευροχυμικών μηχανισμών συμπεριλαμβαονομένου του συμπαθητικού νευρικού συστήματος, που αρχικά υποστηρίζει τη λειτουργία της ανεπαρκούσης καρδιάς. ΠΑρατεταμένη ενεργοποίηση του συμπαθητικού, νευθρικού συστήμστοε εν τούτοις, π[εάγει καταστροφικά αποτελέσματα κια οι κυκλοφορούσες κατεχαλαμίνες συσχετίζονται με την επιβίωση των ασθενών αυτών. Η ενεργοποίηση του συμπαθητικού αυξάνει τους όγκους και πιέσεις της αριστερής κοιλίας, προκαλεί περιφερικό αγγειόσπασμο, διαταραχή της απεκκρίσεως νατρίου απ' τους νεφρούς, ενώ μπορεί να προάξει αρρυθμίες. Η χρόνια διέγερση των β-υποδοχέων μειώνει την απαντητικότητα στους β-αγωνιστές λόγω υποαβαθμίσεως και απευαισθητοποιήσεως των β-υποδοχέων και των συζευγμένων σημάτων, ώστε ο β-αποκλεισμός μπορεί να αναβαθμίσει την πυκνότητα των αδρενεργικών υποδοχέων, συντηρώντας την ινότροπη και χρονότροπη απαντητικότητα. Οι κατεχολαμίνες επαγουν το οξειδωτικό stressσυ ακαρδιακά μυοκύτταρα δυνητικά οδηγώντας σε ποργραμματισμένο θάνατο, που αποτελεί ένα μηχανισμό που αντιστρατεύονται οι β-αποκλειστές. Οι β-αποκλειστές, επιπλέον, μειώνουν τις συγκεντρώσεις των αγγεισπαστικών ουσιών και περιορίζουν τις επιδράσεις τους, μειώνοντας, έτσι, το μεταφορτίο. Εϊναι γνωστό ότι οι κατεχολαμίνες επάγουν την ιστική αναδιαμόρφωση στην αριστερή κοιλία και οι β-αποκλειστές μπορούν να μειώσουν τους τελοσυστολικούς και τελοδιαστολικούς όγκους. Παρ΄όλο ότι υπάρχουν επιφυλάξεις στη χρήση τους, οι β-αποκλειστές ασκούν επωφελείς δράσεις, όχι μόνο σε οξύ ΕΜ, που επιπλέκεται με καρδιακή ανεπάρκεια, αλλά και σε χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια, οποιασδήποτε αιτιολογίας. Οι β-αποκλειστές έχουν αξιολογηθεί σε πλέον των 10000 ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια και συστολική δυσλειτουργία κι αυτή η πολυσυλλετκική εμπειρεία επιβεβαιώνει ότι οι β-αποκλειστές μειώνουν τα συμπώματα, την λειτουργία της αριστερής κοιλίας και μειώνουν τη θνητότητα και την ανάγκη εισαγωγ΄ςη στο Νοσοκομείο. ¨Εχουν εντοπιστεί 3 παράγοντες, που είναι ικανοί να μειώσουν τη θνητότητα σε ασθενείς τάξεως ΙΙ και ΙΙΙ: η μετοπρολόλη, η βισοπρολόλη, κια η καρβεντιλόλη. Η τελευταία μπορεί να επιδείξει ικανοποιητική δράση και στους ασθενείς τάξεως IV. Οι επωφελείς αυτές δράσεις επιβεβαιώνονται σε ασθενείς με ή χωψρίς ισχαιμία μυοκαρδίου κια σε ασθενείς με ή χωρίς σακχαρώδη διαβήτη αι αναγνωρίζονται ακόμη και σε ασθενείς που ήδη λαμβάνουν αΜΕΑ. Η έναρξη της θεραπείας με β-αποκλειστές, εν τούτοις, μπορεί να αποβεί προβληματική σε ασθενείς κατά τη διάρκεια οξείας φάσεως καρδιακής ανεπάρκειας, καθώς μπορεί να μειώσουν τη συσταλτικότητα. Εάν χορηγηθούν για καρδιακή ανεπάρκεια, η θεραπεία πρέπει να αρχίσει, ενώ οι ασθενείς ευρίσκονται σε πλήρη αντιρρόπιση και σε κατάσταση με καλούς όγκους, και ν΄αρχίσουν με χαμηλές δόσεις. Ασθενείς που βιώνουν παρόξυνση καρδιακής ανεπάρκειας, ενώ τελούν σε θεραπεία με β-αποκλειστές, ιδίως σε υψηλότερες δόσεις, τότε, καθώς δεν υπάρχουν οδηγίες, ο Ιατρός πρέπει να αποφασίσει να διακόψει τους β-αποκλειστές, ή να μειώσει τη δόση τους, οπότε κινδυνεύει να εκθέσει τους μυοκαρδιακούς β-υποδοχείς στη δράση των ενδογενών κατεχολαμινών, που θα απολήξει σε σύντομη αύξηση της συσταλτικότητας. Από την άλλη, εφόσον έχει προηγηθεί μείωση της δόσεως, ίσως χρειαστεί μετά της λύση της οξείας χρόνιας καρδιακής ανεπάρκειας, η επανεκίνηση θα γίνει με νεά τιτλοποίηση. Είναι συνήθως καλύτερα να επιχειρηθεί η λύση της παροξύνσεως της καρδιακής ανεπάρκειας με διουρητικά και ρύθμιση των άλλων φαρμάκων ενώ η δόση των β-αποκλειστών διατηρείται ως έχει. Εάν η προσέγγιση αυτή δεν αποβεί επιτυχής, το επόμενο βήμα είναι ο υποδιπλασιασμός της δόσεως. Εάν η καρδιακή ανεπάρκεια επιμείνει και ιδίως εάν απαιτείται θεραπεία με ινότροπα τότε οι β-αποκλειστές πρέπει να διακοπούν, αλλά κάθε προσπάθεια πρέπει να καταβληθεί, ώστε οι παράγοντες αυτοί, αν επαναχορηγηθούν μετά τη λύση της παροξύνσεως.
5.0 Αντιϋπερτασικά βλέπε: αντιϋπερτασικά φάρμακα |αντιϋπερτασική θεραπεία στη στηθάγχη|
|5.1 αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου βλέπε: αΜΕΑ . Αναστέλλουν την μετατροπή της αγγειοτασίνης Ι σε ΙΙ και την αποδόμηση της βραδυκινίνης. Και οι δύο αυτές δράσεις, επιφέρουν αγγειοδιαστολή η ταλευταία μέσω επαγόμενης από την βραδυκινίνη παραγωγγή ΝΟ, αλλά η ενισχυμένη αναστολή της ιστικής αναδιαμορφώσεως που απρατηρείται με τα αΜΕΑ, συγκριτικά με άλλα αγγειοδιασταλτικά, αποτελεί σημείο υπεροχής έναντι των άλλων μηχανσιμών της. Τα τοπικά, ενδοκαρδιακά και ενδαγγειακά, συστήματα ρενίνης-αγγειοτασίνης εισφέρουν στην καρδιακή υπερτροφία, και την ιστική αναδιαμόρφωση, και η αναστολή τους από αναστολείς ΜΕΑ, μποεί να εξηγούν μέρος των ωφέλιμων επιδράσεών τους, Τα αΜΕΑ βελτιώνουν τα αιμοδυναμικά, τη λειτουργική ικανότητα και την επιβίωση ασθενών σε μεγάλο μερος του φάσματος βαρύτητας της καρδιακής ανεπάρκειας, όπως και μετά από ΕΜ. Η ομάδα της κλινικής μελέτης CONSENSUS συνέκρινε τη χορήγηση εναλαπρίνης με εικονικό φάρμακο σε ασθενείς με ΝΥΗΑ ΙΙΙ και IV κι έδειξαν 40% βελτίωση της εξάμηνης θνητότηας. οτ όφελος αυτό διατηρήθηκε με μείωση του μέσου κινδύνου για τα επόμενα 10 χρόνια της κλινικής δοκιμής. Η μελέτη SOLVD , στην οποία συμπεριλήφθησαν ασθενείς ΝΥΗΑ ΙΙ και ΙΙΙ, βρέθηκε 16% μείωση της θνητότητας, Επιπλέον, οι αΜΕΑ ανασέλλουντην αναπτυξη καρδιακής ανεπάρκειας σε ασθενείς με ασυμπτωματική δυσλειτουργία ή καρδιακή ανεπάρκεια μετά ΕΜ, Στη μελέτη SAVE [που συμποεριέλβαν 2130 ασθενείς με με ασυμπτωματική μείωση του κλάσματος εξωθήσεως κάτω του 40% διαπσιτώθηκε ότι η κατοπρίλη μείωσε την θνητότηα κατά 19% στους 42 μήενς της κλινικής δοκιμής και μείωσε τις εισαγωγές στο Νοσοκομείο για καρδιακή ανεπάρκεια και τον κίνδυνο νέου ΕΜ. Το αποτέλεσμα αυτό αποδίδεται στη βελτίωση της λειτουργίας του ενδοθηλίου Τέλος, η κλινική μελέτη AIRE συνέκρινε την ραμιπρίλη με τ εικονικό φάρμνακο και διαπιστώθηκε ότι 27% βελτίωση της θνητότητας τους επόμενους 15 μήνες Το όφελος στην επιβίωση διατηρήθηκε σε όλη τη διάρκεια και των δύο μελετών. Οι ασθενείς πρέπει να αρχίζουν με χαμηλές δόσεις, που ακολούθως τιτλοποιούνται προς τα επάνω σε εύρος που έχσει βρεθεί ωφέλιμο σε διάφορες κλινικές δοκιμές, καπτοπρίλη 50 MgX2, ημερησίως, ή εναλαπρίλη 20 mg Χ2, ημερησίως. Στις παρενέργειες των φαρμάκων αυτών, συμπεριλαμβάνεται βληχας, νερική ανεπάρκεια, που συν΄ληθως οφείελται σε στένωση της νεφρικ΄ςη αρτηρίας, υπερκαλιαιμία κια αγγειοίδημα.
5.2 ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ |αναστολείς υποδοχέων ΜΕΑ| Εναλλακτικός τρόπος αναστολής της δράσεως της αγγειοτασίνης ΙΙ είναι η αναστολή των υποδοχέων της. εφόσον οι παράγοντες αυτοί δεν αυξάνουν τη βραδυκινίνη η επίπτωση μερικών παρενεργιεών μειώνεται δραστικά, όπως ο βήχαςκαι το αγγειοοίδημα, Οι αιμοδυναμικές επιδράσεις των αναστολέων υποδοχέων της αγγειοτασίνης είναι παρόμοιες εκείνων των αναστολέων του μετατρεπτικού ενζύμου και οι σχετικές συγκριτικές κλινικές δοκιμές έχου δείξει απρόμοιους δείκτες θνητότητας. Η πρόσφατη αναγνώριση ότι η αγγειοτασίνη ΙΙΚ μπορεί να προέρχεται από άλλες οδούς, πέραν εκείνης της μετατροπής της αδρανούς αγγειοτασίνη Ι, έχει οδηγήσει στην ιδέα της στγχορηγήσεως συνδυασμών αΜΕΑ με αναστολείς των υποδοχέων της αγγειοτασίνης. Η προσέγγιση αυτή δοκιμάστηκε στη μελέτη Valsartan in Heart Failure (Val-HeFT), στην οποία χορηγήθηκε βαλσαρτάνη ή εικονικό φάρμακοστη συνήθη θεραπεία σε ασθενείς με εκαριακή ανεπάρκεια. το πρωτεύον τελικό σημείο, της ολικής θνητότητας δεν μετεβλήθη αν και το συνδυασμένο αποτέλεσμα της θνητότητας και των νοσοκομειακών εισαγωγών για χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια μειώθιηκε στην ομάδα της βαλσαρτάνης. Οι επίπτωση των παρενεργειών ήταν ανάλογες με τις εμφανιζόμενες επί καπτοπρίλης αλλά εμφάνιζαν αύξηση εάν εχορηγούντο κια τα δύο φάρμακα. Παρόμοια αποτελέσματα παρελήφθησαν και στην ευρύτερη κια μακροπερίοδη μελέτη ONTARGET στην οποία τυαιοποιήθηκαν 25557 άτομα. με αγγειοπάθειες ή σακχαρώδη διαβήτη. αλλά χωρίς καρδιακή ανεπάρκεια, έναντι του αναστολέως ΜΕΑ, ραμιπρίλης, του αναστολέως υποδοχέων αγγειοτασίνης τελμισαρτάνης ή του συνδυασμού τους, παρ΄όλο ότι παρατηρήθηκε μείωση της αρτηριακής πιέσεως στην ομα΄δα που ελάμαβνε τον συνδυασμό. Η τελμισαρτάνη απέληξε σε μικρότερη επίπτωση βήχα και αγγειοοιδήματος, αλλά περισσότερη συμπτωματική υπόταση, και με τον συνδυασμό τους αυξήθηκαν οι παρενέργειες, συγκριτικά με τη μονοθεραπεία. Επομένως τα τρέχοντα δεδομένα συνηγορούν ότι οι υποδοχείς αγγεοτασίνης είναι, στον ίδιο βαθμό αποδοτικοί αλλά όχι περισσότερο, από τους αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου με διαφορετικές παρενέργειες κια, αυξημένο κόστος. Οι οδηγίες ACC/AHA συνιστούν ότι πρέπει να χορηγείται ένας αναστολέας υποδοχέων για τη θεραπεία της ακρδιακής ανεπάρκειας, στους ασθενείς που δεν ανέχονται έναν αναστολέα του μετατρεπτικού ενζύμου. Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία ότι ο συνδυασμός των δύο φαρμάκων βελτιώνει την έκβαση της θεραπείας αλλά η τακτική αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ασθενείς με ακρδιακή ανεπάρκεια στους οποίους η υπέρταση είναι δύσκολο να ελεγχθεί, με άλλα μέσα.
5.3 αντιϋπερτασικά με κεντρική δράση
Παρ΄όλο ότι η αλδοστερόνη είναι πρωτίστως γνωστή για το ρόλο της στη ρύθμιση της νεφρικής αποβολής νατρίου και καλίου οι νευροχυμικές της επιδράσεις κερδίζουν αυκανόμενης αναγνωρίσεως. Πέραν της δράσεώς της στη κατακράτηση υγρών, οι αναστολείς της αλδοσετρόνης αναστέλλουν την καρδιακή ίνωση και την αναδιαμόρφωση της κοιλίας. Στην κλινική μελέτη RALES ετέθηκαν 1653 ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια τάξεως ΙΙΙ και iV σε σπειονολακτόνη ή εικονικό φάμακο και διαπσιτώθηκε μείωση της 24-μηνης θνητότητας από 4% στο 35%. Η υπερκαλιαιμία ήταν ασύνηθες εύρημα και η βασική παρενέργεια ήταν η γυναικομαστία. Από την κλινικήδοκιμή EPHESUS στην οποία 6632 ασθενείς με αριστερή κοιλιακή δυσλειτουργία μετά ΕΜ, τάξη Ι και ΙΙ καρδιακής ανεπάρκειας, ετέθηκαν στον ανταγωνιστή της αλδοστερόνη επλερονόνη ή εικονικό φάρμακο, βρέθηκε 15% μείωση της θνητότητας, αλλά σημειώθηκε υτπαρκαλιαιμία στο 5.5% των ασθενών. συγκριτικά με το 3.9% στην ομάδα ελέγχου. αλλά είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η υποκαλιαιμία μειώθηκε από 13.1 σε 8.4%. Πρόσφατα, η μελέτη EMPHASIS στην οποία αντάχθηκα 2737 ασθενείς τάξεως II καρδιακής ανεπάρκειας, με κλάσμα εξωθήσεως <35%, διαπιστώιηκε 24% μείωση τη θνητότητας και 7.6% μείωση των εισαγωγών. Σημειώνετγαι ότοι η δόση που χρησιμοποιήθξηκε στιςπροαναφερόμενες κλινικε΄ς δοκιμές ήταμ αρκετά χαμηλότερη από τη δόση στην οποία χορηγούνετια οι ανταγωνιστές αλδοστερόνης για διούρηση. Σημειώνεται ότι οι απράγοντες αυτοί δεν πρέπει να χορηγούνται σε άτομα με διαταραχές της νφερικής λειτουργίας. (σπειραματική διήθηση<30%).
5.4 α-αδρενεργικοί αποκλειστές
5.5 αγγειοδιαταλτικά αντιϋπερτασικά.Τα φάρμακα της κατηγορίας αυτής ασκούν την αντιυπερτασικό τους αποτέλεσμα δρώντας στις λείες μυϊκές ίνες ή στους νευρικούς υποδοχείς των αγγείων προκαλώντας αγγειοδιαστολή. Συνήθως χορηγούνται σε συνδυασμό με β-αποκλειστές ή με διουρητικά. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν η διαζοξείδη, η υδραλαζίνη, η μινοξιδίλη και το νιτροπρωσικό νάτριο. Οι ουσίες αυτές έχουν πάψει να κυκλοφορούν στη χώρα μας τα τελευταία έτη (κάποιες διατίθενται μέσω παραγγελιών).Δύο νέες ουσίες η βοσεντάνη και η εισπνεόμενη ιλοπρόστη έχουν κυκλοφορήσει προσφάτως και προορίζονται για τη θεραπεία της πνευμονικής υπέρτασης. Είναι ανάλογα της προστακυκλίνης και προκαλούν αγγειοδιαστολή του πνευμονικού αρτηριακού δικτύου και αναστολή της συσσώρευσης των αιμοπεταλίων με επακόλουθη αύξηση της διαβατότητας των τριχοειδών αγγείων.
5.51 υδραλαζίνη. Η υδραλαζίνη μειώνει το μεταφορτίο προκαλώντας χάλαση των μυοκυττάρων. Η δράση σχεδόν αποκλειστικά, περιορίζεται στο αρητριακό σκέλος της κυκλοφορίας. Στους υγιείς, οι υποτασικές δράσεις της υδραλαζίνης πάγουν αντανακλαστική ταχυκαρδία, αλλά η απάντηση αυτή συχνά συσκοτίζεται σε ασθενείς καρδιακή ανεπάρκεια. Προκαλεί αύξηση της καρδιακής εξωθήσεως κια, σε συνδυασμό με από του στόματος νιτρικά,ηταν το πρώτο φάρμακο που επέφερε μείωση της θνητότητας από καρδιακή ανεπάρκεια τάξεως ΙΙΙ και IV στη μελέτη V-HeFT. Η εναλαπρίλη φάνηκε να είναι ανώτερη του προαναφαρομένου συνδυασμού, ενώ πρέπει χορηγείται Χ3 ημερησίως, ενώ η παρατεταμένη χρήση της συνοδεύεται από περενέργειες, όπως η ανάπτυξη λυκοειδούς συνδρόμου σε πσοσοτό 20% των ληπτών. Κι έτσι, η υδραλαζίνη δεν χρησιμοποιείτι παρτά μόνο για τους ασθενείς που εχουν δυσανοχή στους αΜΡΕΑ.
6.2 αποκλειστές διαύλων ασβεστίου 6.3 ειδικοί μεταβολικοί αναστολείς
6.4 ιβαμπραδίνη 7.0 συμπαθητικομιμητικά -αδρενεργικοί διεγέρτες
8.0 αντιπηκτικά και πρωταμίνη 8.1 παρεντερικά αντιπηκτικά 8.2 ηπαρίνες 8.3 ιρουδίνες 8.4 φονταπαρινούξη 8.5 αντιπηκτικά από το στόμα 8.6 πρωταμίνη θειική 9.0 αντιαιμοπεταλιακά 10.0 ινωδολυτικά - θρομβολυτικά 11.0 Αντιινωδολυτικά- Αιμοστατικά 12.0 προϊόντα αίματος 13.0 υπολιπιδαιμικοί παράγοντες 13.1 ρητίνες ανταλλαγής ιόντων 13.2 φιβράτες 13.3 νικοτινικό οξύ και παράγωγα 13.4 στατίνες 13.5 εζετιμίμπη 13.6 φάρμακα κατά της υπερτριγλυκεριδαιμίας 14.0 προσταγλανδίνες
15.0 περιφερικά αγγειοδιασταλτικά-αγγειοπροστατευτικά.
θεραπεία υπεργλυκαιμίας επί εμφράγματος μυοκαρδίου - μελέτη DIGAMI.