Συμπαθητικομιμητικά (αδρενεργικοί διεγέρτες)

εισαγωγή
δοβουταμίνη υδροχλωρική
ντοπαμίνη υδροχλωρική 
επινεφρίνη
ετιλεφρίνη
τρυγική νορεπινεφρίνη

 

εισαγωγή

Οι δράσεις των αδρενεργικών φαρμάκων ποικίλουν, ανάλογα με τους υποδοχείς που διεγείρουν. Η αδρεναλίνη (επινεφρίνη) διαγείερι και τους α- και τους β- υποδοχείς. Αυξάνει την καρδιακή συχνότητα και τη συσταλτικότητα του μυοκαρδίου, περιφερική αγγειοσυστολή (δράση β2), και αγγεισύσπαση (δράση α). Ο αδρενεργικές ουσίες διαχωρίζονται σε κατεχολαμίνες [ενδογενείς: αδρεναλίνη, νοραδρεναλίνη, δοπαμίνη  και συνθετικές: ισοπρεναλίνη, δοβουταμίνη) και μη κατεχολαμίνες. Στις μη κατεχολαμίνες ανήκουν διάφορες ουσίες που δρουν στο ΣΝΣ, είτε απ΄ευθείας, επί των αδρενεργικών υποδοχέων ή έμμεσα, προκαλώντας έκλυση αδρεναλίνης. Οι ουσίες αυτέςς είναι η εφεδρίνη, η μεταραμινόλη, η φαινυλεφρίνη, η θεική μεφαιντεραμίνη, και η υδροχλωρική επινεφρίνη.

 Όλες οι κατεχολαμίνες ασκούν την ινότροπη δράση τους και τις επιδράσεις επί των αγγείων μέσω διέγερση των αδρενεργικών υποδοχέων. Οι αδρενεργικοί υποδοχείς ταξινομούνται ως α- οι οποίοι διαχωρίζονται σε α1 και α2 σε β, που διακρίνονται σε β1 και β2, καθώς και σε ντοπαμινεργικούς υποδοχείς (υποδοχείς ντοπαμίνης) που, διακρίνονται σε πέντε υπότυπους DA1- DA5. Οι καταχολαμίνες ασκούν τις αιμοδυναμικές τους επιδράσεις με άμεση ή έμμεση δράση επί των υποδοχέων αυτών. Οι έμμεσα δρώσες κατεχολαμίνες διεγείρουν την απελευθέρωση νευροδιαβιβαστών από τις τελικές συμπαθητικές απολήξεις, ενώ οι άμεσα δρώσες δρουν απ΄ευθείας στους αδρενεργικούς υποδοχείς. Μερικές ουσίες, όπως η ντοπαμίνη και η εφεδρίνη, είναι ικανές για άμεση και έμμεση διέγερση, ανάλογα με τη δόση χορηγήσεως.

  Ανεξάρτητα με τον τρόπο δράσεώς τους, άμεσο ή έμμεσο, όλες οι καταχολαμίνες ασκούν θετική ινότροπη δράση μετά από διέγερση β1 υποδοχέων.

  Η κλινική αποτελεσματικόττηα για οποιαδήποτε αδρενεργική ουσία επηρεάζεται από την διαθεσιμότητα, δηλαδή την πυκνότητα των υποδοχέων, καθώς και από τη δυαντότητα ανταποκρίσεώς τους, δηλαδή την στης συγγένειας της ουσίας με τους υποδοχείς. Η εξασδφάλιση μέγιστου αιμοδυναμικού αποτελέσματος εξαρτάται από τη συγκέντρωση του φαρμάκου, τον αριθμό και τη χημική συγγένεια των αδρενεργικών υποδοχέων, και τη διαθεσιμότητα των ιόντων ασβεστίου. Ανάλογα με την ύπαρξη των διαφόρων υποδοχέων σ΄ένα όργανο και τη διέγερση αυτών προκύθπτουν αντίστοιχα αποτελέσματα. 

  Η επινεφρίνη, η ισοπρεναλίνη ή φαινυλεφρίνη, η μεφαιντερμίνη έχουν σχετικά περιορισμένες εφαρμογές, στην καθημερινή κλινική πράξη για την αντιμετώπιση των καρδιαγγειακών παθήσεων. Χρησιμοποιούνται, όμωβς, ευρέως γιοα την αντιμετώπιση της χαμηλής καρδιακής παροχής, μετά από εγχειρήσεις ανοικτής καρδίας, ή στις στεφανιαίες μονάδες, μετά από έμφραγμα μυοκαρδίου. Επίσης στις ΜΕΘ σε περιπτώσεις κυκλοφορικής καταπληξίας. Η νορεπινεφρίνη χρησιμοποιείται σπάνια και η χρήση της μεταραμονόλης έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί. Σήμερα χρησιμοποιούνται οι νεότερες ουσίες, όπως η ντοπαμίνη και η δοβουταμίνη, με εμφανώς σημαντικότερα πλεονεκτήματα.

 υδροχλωρική δοβουταμίνη

ενδείξεις. Ινότροπη δράση στην καρδιά, σε περίπτωση μειωμένης συσπαστικότητας, από οργανική καρδιοπάθεια, ή χρόνια καρδιακή συμφορητική καρδιοπάθεια, ή έμφραγμα του μκυοκαρδίου, ή χειρουργική επέμβαση στην καρδιά.

Αντενδείξεις. Μηχανική απόφραξη στην πλήρωση ή εξώθηση της αριστερής κοιλίας, ιδίως σε αποφρακτική μυοκαρδιοπάθεια, στένωση της αορτής, συμπιεστική περικαρδίτιδα, ενδοκοιλαική, μηχανική απόφραξη. Ρήξη αντιρροπήσεως εξ υπερτροφικής μυοκαρδιοπάθειεας. Άσθμα, ατοπικοία σθενείς, στην ασπιρίνη ή στα ΜΣΑΦ.

Ανεπιθύμητες ενέργειες. Ταχυκαρδία, υπέρταση, έκτοποι κοιλιακοί παλμοί, ναυτία, κεφαλαλγία, στηθάγχη, αίσθημα παλμών, δύσπνοια.

Αλληλεπιδράσεις. Με νιτροπρωσσικό νάτριο, ενισχύεται η καρδιακή παροχή και μειώνεται η πίεση ενσφηνώσεως των πνευμονικών τριχοειδών. Το κυκλοπροπάνιο και τα αλογονωμένα ανισθητικά ευαισθητοποιούν το μυοκάρδιο, στην αρρυθμιογόνο δράση της δοβουταμίνης. Με ωκυτοκίνη, αναστολείς ΜΑΟ, κια τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά υπάρχει κίνδυνος υπερτασικής κρίσεως. Αυξάνει την ανάγκη ινσουλίνης στους διαβητικούς. Η ανάμιξή της είνια ασύμβατη με αλκαλικά διαλύματα, υδροκορτιζόνη, κεφαζολίνη, κεφαμανδόλη, κεφαλοιθίνη, πενικιλλίνη, ηπαρίνη.

Προσοχή στη χορήγηση. Πριν την χορήγηση πρέπει να διορθώνεται τυχόν υπάρχουσα υπογκαιμία. Σε κολπική μαρμαρυγή να χορηγείται προηγουμένως δογοξίνη. Σε υπερτασικούς ασθενείς αυξημένος κίνδυνος υπερτασικής αντιδράσεως. Στην κύηση με πολύ προσοχή και μόνο μετά συνεκτίμηση των ωφελιών/πιθανών βλαβών στο έμβρυο. Δεν είναι βεβαιωμένη η ασφάλειά της στα παιδιά.  ΚΑτά τη χορήγησή της πρέπει να παρακολουθούνται συνεχώς το ΗΚΓ,, η αρτηριακή πίεση, η διούρηση και εάν είναι δυνατόν η ΚΦΠ και η πίεση της πνευμονικής αρτηρίας.

Δοσολογία. Σε IV έγχυση για χρόνο, ανάλογο με την ανταπόκριση τουα σθενή. Ο ρυθμός ςγχύσεως κυμένεται από 2.5 -10 μg/kg/min. Το διάλυμα παρασκευάζεται με αραίωση του φαρμάκου σε 250-500 ml ισοτόνου διαλύματος δεξτρόζης ή χλωριούχου Να, και πρέπει να χρησιμοποιείται εντός 24 ωρών.

Φαρμακευτικά σκευάσματα. inotrex 250 mg /vial 20 ml.

 υδροχλωρική ντοπαμίνη

ενδείξεις. Καταπληξία μετά από έμφραγμα, εγχείρηση ανοικτής ακρδίας, καρδιακή ανεπάρκεια, μυοκαρδιοπάθεια, σηψαιμία, αιμορραγία και νεφρική ανεπάρκεια.

Αντενδείξεις. Υπερθυρεοειδισμός (θυρεοτοξίκωση), φαιοχρωμοκύτωμα, γλάυκωμα κλεσιτής γωνίας, αδένωμα του προστάτη με κατακράτηση ούρων, σοβαρή στένωση αορτής, ταχυαρρυθμία, κοιλιακή μαραμαρυγή, αποφρακτική μυοκαρδιοπάθεια.  

Ανεπιθύμητες ενέργειες. Ταχυκαρδία, βραδυκαρδία, υπέρταση, υπόταση, έκτακτες συστολές, στηθαγχικές κρίσεις.

Αλληλεπιδράσεις. δεν είναι συμβατό με τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, πτητικά αναισθητικά, δοξαπράμη, αναστολείς ΜΑΟ, ωκυτοκίνη, και β-αποκλειστές, επειδή ο συχνυασμός τους επάγει σε υπέρταση. Αυξάνει τη στάθμη της φαινυντοΐνης. Αναστέλλει τη δράση των β-αποκλειστών και των αΜΕΑ. Με αλκαλοειδή της ρτγγοταμίνης προκαλεί φαινόμενα εργοτισμού με κίνδυνο γάγγραινας.

Προσοχή στη χορήγηση. Πριν τη χορήγηση να διορθώνεται τυχόν υπογκαιμία. Συνεχής παρακολούθηση ΗΚΓ, αρτηριακής πιέσεως, διουρήσεως κλπ. Χορηγείται κατά προτίμηση σε συνθήκες ΜΕΘ. Δεν υπάρχει εμπειρία για την ασφάλεια σε παιδιά. Σε shock από έμφραγμα μυοκαρδίου, πρέπει να άρχίζει με μικρές δόσεις.

Δοσολογία. Χορηγείται με έγχυση. [a] Χαμηλό δοσολογικό σχήμα (σε ΜΕΘ και νεφρολογικές ενδείξεις) 100-250 μg/min  ή 1.5-3.5 μg/kg/min. [b] μέσο δοσολογικό σχήμα (σε χειρουργική εντατική θεραπεία) 300-700 μg/min ή 4-10 μg/kg/min. [c] Υψηλό δοσολογικό σχήμα( π.χ. σε σηπιτικό shock) 750-1500 μg/min ή 10.5-21.5 μg/kg/min.

Φαρμακευτικά σκευάσματα. dopamine 10 mg/ml, 5 amp X5 ml

επινεφρίνη

ενδείξεις. Καρδιακή ανακοπή, σύνδρομο Αdams Stokes.  ή σε συνδυασμό με τοπικά αναισθηστικά. 

Αντενδείξεις.σε κυκλοφορική κατέρειψη, άλλης αιτιολογίας πλην της αναφυλαξίας. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, αντενδείκνυται σε ανεπάρκεια στεφανιαίων, ασταθή στηθάγχη, υπέρταση, μυοκαρδιοπάθεια, θυρεοτοξίκωση, γλαύκωμα κελιστής γωνίας, οργανικές βλάβες εγκεφάλου, φαιοχρωμοκύτωμα. ΚΑτά τη γρνική νάρκωση με αλογομένους υδρογονάνθρακες ή κυκλοπροπάνιο. Κατά τον τοκετό. Κατά την τοπική διήθηση δεν πρέπει να ενίεται στα δάκτυλα χεριών ή ποδιών, στα πτερύργια των ωτών, τη ρίνα, το πέος, και το όσχεο.

Ανεπιθύμητες ενέργειες. Ταχυκαρδία, αρρυθμία, υπέρταση, στηθάγχη, δύσπνοια, πνευμονικό οίδημα, εγκεφαλική και υπαραχνοειδή αιμορραγία, ανησυχία, σφύζουσα κεφαλαλγία, τρόμος. ζάλη, ναυτία, έμετοι, υπερίδρωση, ωχρότητα δέρματος, αδυναμία, τοπική ισχαιμία.

Αλληλεπιδράσεις. Έχει συνεργική δράση με τα άλλα συνεργικά φάρμακα. Η υπερτασική δράση της ενισχύεται με β-αποκλειστές, αναστολείς ΜΑΟ, κλονιδίνη, δοξαπράμη, τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά και ωκυτοκίονη. Με πτητικά αναισθητικά και γλυκοσίδες, κίνδυνος αρρυθμιών. 

Προσοχή στη χορήγηση. Να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ηλικιωμένα άτομα, και άτομα με καρδιακές παθήσεις, υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη, υπερθυρεοειδισμό, εμφύσημα και ψυχικές διαταραχές, αρρυθμίες, αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια. Σε κύηση και σε παιδιά, μόνο σε απόλυτη ανάγκη. Συμπτώματα υπερδοσολογίας αντιμετωπίζονται με χορήγηση αποκελιστών α- και β- υποδοχέων.

Δοσολογία. Χορηγείται είτε αυτούθσιο διάλυμα 1:1000 ή αραιωμένο με ύδωρ για ενέσεις, ή φυσιολογικό ορό, σε διαλύματα 1:10000-1:200000. ΠΑιδιά, αρχικώςσ, 100-200 μg/kg επόμενες δόσεις 100-200 μg/kg. Ενήλικες: 500-1000μg (0.5-1.0 κ.εκ., του διαλύματος 1:1000, ενδοφλεβίως, σε κεντρική, εάν έχει καθετηριασθεί, ή σε περιφερική φλέβα, κι εν συνεχεία έκπλυση του καθετήρα με φυσιολογικό ορό. Η δόση επαναλμβάνεται κάθε 3-10 λπετά. Σε περίπτωση μη ανταπόκρισης, χορηγούνται 5 mgή 100 μg/kg, που επαναλμβάνοινται ανάλογα με την ανταπόκριση και για όσο διάστημα κρίνεται αναγκαίο. Σε καταστάσεις χαμηλής καρδιακής παροχής, μετά από εγχειρήσεις ανοικτής καρδίας, χορηγείται σε συνεχή ενδοφλέβια έγχυση σε δόση 2-20 μg/min από ανάλογα διαλύματα που

Φαρμακευτικά σκευάσματα. adrenaline injection inj sol 1 mg 50 amp X1 ml

ετιλεφρίνη

ενδείξεις. Ήπια υπόταση.

Αντενδείξεις. Υπερθυρεοειδισμός, κύηση, υπερτροφία προστάτη, γλαύκωμα κλειστής γωνίας, φαιοχρωμοκύτωμα.

Αλληλεπιδράσεις. Με αναστολείς της ΜΑΟ και τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, αυξημένος κίνδυνος υπερτάσεως. Με γλυκοσίδες αυξημένος κίνδυνος αρρυθμιών.

Ανεπιθύμητες ενέργειες. Κεφαλαλγία, ναυτία, τρόμος, ταχυκαρδία, αίσθημα παλμών.

Προσοχή στη χορήγηση.ΝΑ διακόπτεται η χρήση της ένα πρόκειται να χορηγηθούν αλογομένοι υδρογονάνθρακες (κυκλοπροπάνιο κλπ), Να χορηγείται με προσοχή σε ηλικιωμένα και άτομα με αρτηρισκλήρυνση, αποφρακτική αρτηριοπάθεια, σακχαρώδη διαβήτη, μυοκαρδιοπάθεια. 

 Δοσολογία. 5-10 mg Χ3 Η.

Φαρμακευτικά σκευάσματα. effortil

τρυγική νορεπινεφρίνη

ενδείξεις. Καταστάσεις οξείας υποτάσεως, όπως επί αναφυλαξίας, σηψαιμίας, έμφράγματος μυοκαρδίου, συμπαθεκτομής, αφαιρέσεως φαιχρωμοκυτώματος, καρδιακής ναακοπής, αδυναμία απόσύνδεσης από την εξωσωματική κυκλοφορία, μετά από εγχειρήσεις ανοικτής καρδίας.

Αντενδείξεις. Υπερθυρεοειδισμός, κύηση

Ανεπιθύμητες ενέργειες. Καφαλαλγία, βραδυκαρδία, υπέρταση, αρρυθμία, αίσθημα παλμών, νέκρωση ιστών σε εξαγγείωση.

Αλληλεπιδράσεις. Σε συγχορήγηση με ωκυτοκίνη, αναστολείς ΜΑΟ και τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά μπορεί να προκληθεί σοβαρή και παρατεταμένη υπέρταση. Η χορήγηση κατά τη διάρκεια αναισθησίας με κυκλοπροπάνιο ή αλλογομένους υδρογονάνθρακες μπορεί να προκαλέσει αρρυθμίες. Επίσης μπορεί να αναατρε΄ψει τη δράση των β-αποκλειστών. Οι θειαζίδες και η φουροσεμίδη μειώνουν την ανταπόκριση των αρτηριών στη νοραλδεναλίνη.

Προσοχή στη χορήγηση. Πριν τη χορήγηση πρέπει να διορθώνεται τυχόν υπάρχουσα υπογκαιμία. Παρατεταμένη χορήγηση σε υπογκαιμικούς ασθενείς μπορεί να προκαλέσει περιφερικό αγγειόσπασμο, ελάττωση της παροχής αίματος, ιστική υποξία, και γαλακτική οξέωση. ΝΑ χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με αρτηριοσκλήρυνση ή αποφρακτική αρτηριοπάθεια, βαριά υποξαιμία, ή υπερκπανία. ΝΑ παρακολουθείται συχνά η αρτηριακή πίεση και να ελέγχονται οι περιφερικές αντιστάσεις (περιφερική αγγειοσύσπαση) και ο ρυθμός διουρήσεως (μείωση της αιματώσεως των νεφρών λόγω της αγγειοσυστολής). Τέλος, πρέπει να χορηγείται μέσω μεγάλης φλέβας και να αποφεύγεται η εξαγγείωση.

Δοσολογία. Ενδοφλέβια έγχυση 4-8 mg που αραιώνονται σε 250 ml ισοτόνου διαλύματος δεξτγρόζης, και χορηγούνται με ρυθμό 4-12 μg/min, ανάλογα με την ανταπόκριση. Σε περιπτώσεις αναφυλακτικών αντιδράσεων, χρειάζονται, ενίοτε, μεγάλες δόσεις, (μέχρι και 60 μg/min), μέχρις ότου αποκατασταθεί ο αγγειακός τόνος. Σπάνια καταφεύγει κανείς στην χορήγηση αυτούσιου διαλύματος σε μορφή bollus (θεραπεία φορτίσεως).

Φαρμακευτικά σκευάσματα. noradren 8mg/4ml