Καρδιακή ανεπάρκεια, θεραπεία, υγιεινοδιατητικοί κανόνες

Περιορισμός άλατος (<2 gr/ημερησίως) και προσλήψεως υγρών (=2 l/ημερησίως) είναι απαραίτητη προσαρμογή, σε ασθενείς με συμφορητική ΚΑ, καθώς θα περιορίζσουν τη συμφόρηση και την ανα΄γκη υπερβολικής χορηγήσεως διουηρτικών. Επιλέον απαιτείται:
καθημερινή παρακολούθηση του σωματικού βάρους, της αρτηριακής πιέσεως, των προασλαμβανομένων φαρμάκων.
διακοπή του καπνίσματος
ελαφρά, αερόβια γυμναστική
τακτική ιατρική παρακολούθηση
 


Οι θεραπευτικοί στόχοι, επί καρδιακής ανεπαρκειας |φάρμακα για τη θεραπεία της καρδιακής ανεπάρκειας| θεραπεία καρδιακής ανεπάρκειας |η θέση του μη παρεμβατικού μηχανικού αερισμού| Οι στόχοι της θεραπείας της καρδιακής ανεπάρκειας είναι ο έλεγχος των συμπτωμάτων, η βελτίωση της αντοχής στην άσκηση, η επιμήκυνση της ζωής, και, εάν είναι δυνατό, η διόρθωση της υποκείμενης αιτιολογίας. Διάφορα θεραπευτικά σχήματα έχουν διαφορετικές επιδόσεις στην προσέγγιση των παραπάνω στόχων. Οι θεραπευτικοί παράγοντες μπορούν να καταχωρηθούν ανάλογα με το παθοφυσιολογικό υπόστρωμα ή το αιμοδυναμικό υπόστρωμα της χρόνιας καρδιακής ανεπάρκειας.
⇒Ο περιορισμός λήψως υγρών, διουρητικά και τα φλεβοδιασταλτικά απολήγουν σε μείωση του προφορτίου.
⇒Οι αναστολείς μετατρεπτικού ενζύμου, αΜΕΑ, και οι αναστολείς των υποδοχέων της αγγειοτασίνης και οι ανταγωνιστές αλδοστερόνης αναστέλλουν την ενεργοποίηση του άξονος ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης και τα διασταλτικά των αρτηριών μειώνουν το μεταφορτίο.
⇒Τα ινότροπα φάρμακα μπορεί να μειώσουν  την καρδιακή αντλία, κια να αυξήσουν την εξώθηση.
⇒Οι β-αναστολείς αντιστρατεύονται την ενεργοποίηση του συμπαθητικού συστήματος και χρησιμοποιούνται συνηθέστερα στη διαχείριση της καρδιακής ανεπάρκειας. Κατά τη σύγχρονη θεραπευτική προσέγγιση, εν τούτοις, επιδιώκεται η αναστολή της ιστικής, κοιλιακής αναδιαμορφώσως, που λαμβάνει χώρα επί καρδιακής ανεπάρκειας. Στα φάρμακα που ΄πεχει δειχθεί ότι έχουν  πλεονεκτήματα στην αναστολή της αναδιαμορφώσεως συγκαταλέγονται οι αΜΕΑ, οι αναστολείς υποδοχέων της αγγειοτασίνης οι ανταγωνιστές αλδοστερόνης, κια οι β-αναστολείς, μειώνουν την θνητότητα και είναι αποτελεσματικά καθ΄όλο το εύρος των διαταραχών, επί καρδιακής ανεπάρκειας.




πίνακας 1. προκλητικοί παράγοντες της συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας


-έμφραγμα ή ισχαιμία του μυοκαρδίου
-υπερβολική λήψη άλατος, νερού
-νη συμμό4φωση ήα νεπαρκής θεραπεία
-νεφρική ανεπα΄ρκεια
-αρρυθμίες
-λοίμωξη
-πυρετός
-θυροτοξίκωση
εγκυμοσύνη
-πνευμονική εμβολή


η ιστική αναδιαμόρφωση κια η επιβίωση από τις διάφορες φαρμακευτικές τάξεις


θεραπεία  αναδιαμόρφωση   επιβίωση
αΜΕΑ        όφελος                    όφελος
ARB           όφελος                   όφελος
αντ. αλδοστερόνηνης  όφελος    όφελος
β-αποκλειστές όφελος               όφελος
διουρητικά     όφελος                όφελος
διγοξίνη         όφελος                όφελος
αντ. ενδοθηλίνης   όχι               όχι
TNF-a                όχι                  όχι
ινότροπα            αντίθετα           αντίθετα


 

 

ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΚΗΣ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑΣ.
-γενικά μέτρα. Κατ΄αρχήν επιβάλλεται ο εντοπισμός του προκλητικού παράγοντος, οι σημαντικότεροι από τους οποίους καταχωρούνται στον πίνακα 1. Οι επεμβατικές τεχνικές για την ισχαιμία, μπορεί να βελτιώσουν τα συμπτώματα και τη κοιλιακή λειτουργία. Κλινικά δεδοπμένα επιβεβαιώνουν ότι εν όψει ικανής αναλογίας δυσλειτουργούντος, αλλά ακόμη βιόσιμου μυοκαρδίου, λόγω ισχαιμίας, η επανασυρριγγοποίηση απολήγουν σε παράταση της επιβιώσεως. Στους ασθενείς με συμπτωματική αρρυθμία, είτε η απινίδωση ή ο έλεγχος του ρυθμού μπορεί να απολήξει σε ικανή βελτίωση. Τα •διουρητικά, επιφέρουν απώλεια άλατος και νερού, μειώνοντας το προφορτίο κι έτσι την πνευμονική και συστηματική συμφόρηση.Για τη θεραπεία ασθενών με αρύθμιστη καρδιακή ανεπάρκεια, χορηγούνται διουρητικά αγκύλης  λόγω της ταχείας ενάρξεως δράσεως κια χορηγούνται σε ώση, ενδοφλεβίως. οταν χρησιμοποιηθούν σε ασθενείς με πνευμονικό οίδημα, το πλείστον της δράσεως της φουρεσεμίδης αφορά σε βλεβική διαστολή. Εάν δεν υπάρξει αποτέλεσμα μετά μια ώση διουρητικών η δόση τιτλοποιείται για την λήψη βέλτιστου αποτελέσματος, συνήθως με τον διπλασιασμό της. Τα διουρητικά αγκύλης εισέρχονται στο σπείραμα, συνήθως μέσω σωληναριακής εκρίσεως, στγα εγγύς σωληνάρια, κι έτσι εμφανίζουν μια οριακή δράση. Μετά τον προσδιορισμό της δράστικής δόσεως ο βαθμός διουρήσεως συνήθως σταθμίζεται μεταβάλοντας τη συχνότητα της χορηγήσεως. Εάν η με΄ση χορήγηση δεν καταστεί αποδοτική, ή είναι σε περιορισμένο βαθμό αποδεκτή, λόγω αθρόας διουρήσεως και εκδηλώσεως υποτάσεως, μπορεί να είναι αναγκαία η συνεχής έγχυση. Εναλλακτικά, χορηγείται ένα άλλο διουρητικό, με διαφορετικό μηχανισμό δράσεως, όπως η μετολαζόμη ή η |υδοχρωδοθειαζίδη|.
Νιτρικά. Η νιτρογλυκερίνη είναι ένα ισχυρό φλεβοδιασταλτικό με ήπιες αρτηριοδιασταλτικές δράσεις. που ασκεί σημαντικές αγγειοδιαταλτικές δράσεις στα στεφανιαία. Στις λείες μυϊκέ ίνες των αγγείων η νιτρογλυκερίνη μετατρέπεται σε ΝΟ κια μιμείται τις επιδράσεις του ΝΟ., ενεργοποιώντας την ενδοκυττάρια διαλυτή γουανυλοκυκλάση κι έτσι, προκαλώντας αύξηση των συγκεντρώσεων του GMP. Η νιτρογλυκερίνη αίρει την πνευμονική συμφόρηση οξέως, κυρίως ευθείας φλεβοδιαστολής μειώνοντας την πίεση πληρώσεως της αριστερής κοιλίας, την κόπωση του τοιχώματος και την κατανάλωση οξυγόνου από το μυοκάρδιο. Σε υψηλότερες δόσεις, η διαστολή των στεφανιαών καιο της παράπλευρης κυκλοφορίας βελτιώνουν την ισχαιμία, που είναι ιδιαίτερα επιθυμητή, λόγω του ότι μεγάλη αναλογία ασθενών έχουν, επίσης στεφανιαία ανεπάρκεια. Σε οξεία καρδιακή ανεπάρκεια, η ενδοφλέβια νιτρογλυκερίνη μειώνει τρην πίεση πληρώσεως στη δεξιά και αριστερή κοιλία, όπως και τις αγγειακές αντιστάσεις. Τα νιτρικά είναι φάρμακα πρώτης γραμμής για τη συστηματική ανακούφιση της στηθάγχης, αλλά και όταν το ΕΜ επιπλέκει την καρδιακή ανεπάρκεια. Δεδομένης της υψηλής επιπτώσεως, της στεφανιαίας νόσου σε ασθενείς με ΣΚΑ, ηξ χρήση των νιτρικών για την για τη μείωση του προφορτίου είνια επιθυμητή. Σε σοβαρές περιπτώσεις, αρύθμιστης καρδιακής ανεπάρκειας η ενδοφλέβια νιτρογλυκερίνη είναι προτιμότερη λόγω της αμφίβολής απορρο΄φησεως τρων απο του στόματος ή των διαδερμικών σκευασμάτων. κια για καλύρερη τιτλοποίηση. Η ενδοφλέβια νιτρογλυκερίνη πρέπει να αρχίζει σε δόση 5μg/min και να αυξάνεται η δόση της κατά 5μg/min κάθε 3-5 λεπτά, όσο απαιτείται για τη συμπτωματική ανακούφιση. Η χρήση της νιτρογλυκερίνης μπορεί να περιορίζεται λόγω παρενεργειών, κυρίως υποτάσεως και κεφαλαλγίας κια από την ανοχή στη νιτρογλυκερίνη με αποδυνάμωση των αιμοδυναμικών της δρέεων. Λόγω της αναπτύξεως ανοχής, οι δόσεις της νιτρογλυκερίνης μπορεί να απαιτηθεί να αυξηθούν σημαντικά (σε μια κλινική δοκιμή μέχρι 40-160 μg/min)προκειμένου να διατηρηθεί προς το φυσιολογικό πίεση ενσφηνώσεως.Η χρόνια από του στόματος χορήγηση νιτρικών δεν εμποδίζει την ιστική διαμόρφωση κι, έτσι, απουσία επιδεινούμενης ισχαιμίας, δεν αποτελεί πρωτης γραμμής επιλογή για τη θεραπεία της ΣΑΚ. Εάν συνδυαστεί με υδραλαζίνη μπορεί να αποδώσει πολύ καλά αποτελέσματα, όπως συζητείται παρακάτω.  
Αναστολείς μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης, αΜΕΑ. Οι αναστολείς του ενζύμου που μετατρέπει την αδρανή αγγειοτασίνη Ι σε, δραστική, αγγειοτασίνη ΙΙ, |αΜΕΑ|Αναστολείς των υποδοχέων αγγειοτασίνης |αλδοστερόνη|β-αποκλειστές|αγγειοδιασταλτικά αντιύπερτασικά|υδραλαζίνη|
Η διγοξίνη
έχει χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία της καρδιακής ανεπάρκειας πάνω από 200 χρόνια, δρα αναστέλλοντας τη δάση της εξαρτώμενης από το Ν-Κ ατεπάσης, προκαλώντας, έτσι, ενδοκυττ΄ρια συγκέντρωση άλατος, και αυξάνοντας το νδοκυττάριο ασβέστιο, μέσω ανταλλαγής ασβστίου-νατρίου. Βελτιώνει τη συσταλτικότηα του μυοκαρδίου και αυξάνει την ακρδιακή εξώθηση αλλά οι ινόροπές δράσεις της είναι ήπις, σχετικά με τις κατεχολαμίνες. Βελτιώνει τα συμπτώματα της καρδιακής ανεπάρεκιας, αλλά έχει επιβεβαιωθεί σε προσεκτικά σχεδιασμένες μελέτες ότι δεν βελτιώνει τη θνητότητα, αν και μειώνει τις εισαγωγές για καρδιακή ανεπα΄ρκεια σημαντικά. Έτσι, εκτός της χρήσεώς της ως αντιοαρρυιμικό φάρμακο, η διγοξίνη μπορεί, επίσης, να χρησιμοποιηεί σε ασθενείς εμ συστολική δυσλειτουργία που απραμένουν συμπτωματικοί, παρά τη θεραπεία με διουρητικά, αΜΕΑ, και β-αποκλειστές.
ινότροποι παράγοντες. Στη θεραπεία της καρδιακής ανεπάρκειας μπορεί να χρησιμοποιηθούν, επίσης, ινότροπα, σε ασθενείς εμ μη αντιρροπούμενη καρσιακή ανεπάρεκια. Η δοβουταμίνη είναι φάρμακο εκλογής για ασθενείς με μη αντιρροπούμενη οξεία καρδιακή ανεπάρκεια και αρτηριακή πίεση >90mmHg. Έχει ταχεία έναρξη δράσεως κai ημιζωή 2-3 λεπτά. Χορηγείται σε συνεχή έγχυση, 5 μg/kg/min και μετά τιτλοποιείται. Μπορεί να αναπτυχθεί ανοχή μετά 48-72 ώρες, πιθανόν λόφω υποβαθμίσεως των αδρενεργικών υποδοχέων. Επιφέρει υπόταση σε μερικούς ασθενείς και επαγει τις ταχυαρρυθμίες.  |μιλνιρόνη|