Λειτουργικές εξετάσεις αναπνοής

 
 
 
 
 
σκοπός
Με τις λειτουργικές εξετάσεις της αναπνοής εκτμάται η λειτουργική απόδοση των αναπνευστικών μον
άδων και των υποστηρικτικών οργάνων που διατηρούν και χρησιμοποιούν τον αέρα·
β. η εκτίμηση της αποκλίσεως σε κλινικές διατάξεις·
γ. η διάκριση μεταξύ περιοριστικών και αποφρακτικών συνδρόμων·
δ. η παρακολούθηση της εξελίξεως μιας παθήσεως και,
ε. η εκτίμηση της αποδόσεως της θεραπευτικής παρεμβάσεως.

============================

Ο ρόλος του λειτουργικού ελέγχου αναπνοής

Οι δοκιμασίες λειτουργικού ελέγχου αναπνοή, ΔΛΕΑ,ς μπορούν από μπονες τους σπάνια να οδηγήσουν στην ακριβή διάγνωση μιας πνευμονοπάθεειας, όπως εξάλλου και οι λειτουργικές δοκιμασίες άλλων συστημάτων, όπως οι ηπατοπαθειες, οι πνευμονοπάθειες, οι παθήσεις του θυρεοειδούς, του μεταβολισμού κ.α. Μερικές φορές, εν τούτοις, οι ΔΛΕΑ εισφέρουν στην αποτίμηση της βαρύτητας εκτροπών από παθήσεις άλλων συστημάτων, όπως του καρδιαγγειακού, του μεταβολισμού κλπ. Μια εμφανής εξαίρεση του κανόνος είναι το άσθμα, το οποίο, συνήθως διαγιγνώσκεται με αποτίμηση της διακυμάνσεως των συμπτωμάτων του. Γενικά, ο ρόλος των λειτουργικών δοκιμασιών, ΔΛΕΑ, είναι υποστηρικτικός καθώς αναγνωρίζεται ένας τύπος διαταραχής (π.χ., δες καμπύλη ροής όγκου) για συγκεκριμένες πνευμονοπάθειες ή εξωπνευμονικές παθήσεις. Κατά την προσέγγιση της πιθανής διαγνώσεως οι μετρήσεις των ΔΛΕΑ πρέπει να παραλληλίζονται με τα κλινικά και απεικονιστικά ευρήματα και, σπανιότερα, μετα ιστοπαθολογικά. Ιδανικά, τα αποτελε΄σματα πρέπει να ερμηνεύονται υπό το φως των προ της εξετάσεως πιθανόττηας της παθολογικής εκτροπής, δηλαδή, για τη διενέργεια ΔΛΕΑ, προϋποτίθεται συγκεκριμένη κλινικοεργαστηριακή υποψία, όπως για κάθε άλλη εξέταση που αποσκοππεί στην επιβεβαίωση ή απόρριψη μιας εξετάσεως. η τιμή μιας παραμέτρου ΔΛΕΑ σε κάθε κλινική περίπτωση ποικίλει, ανάλογα με την πιθανόττηα της διαγνώσεως για την οποία εκτελείται, αν και στην πράξη, παρόμοια αντιστοίχιση είναι σπάνια διαθέσιμη. 

Οι ΔΛΕΑ διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην εντόπιση της διαταραχής, π.χ., εάν η βλάβη είναι κατ΄εξοχήν εντός των αεραγωγών, του πνευμονικού παρεγχύματος ή του θωρακικού τοιχώματος, και στην περίπτωση της παθήσεως των αεραγωγών, εάν ο τύπος της διαταραχής είναι εκείνος της διάχυτης στενώσεώς τους ή εντοπίζεται στους κεντρικούς, μόνο, αεραγωγούς.

Οι αντικειμενικές μετρήσεις είναι ουσιώδεις για την ποσοτικοποίηση της βαρύτητας της μιας λειτουργικής διαταραχής, είτε χρησιμοποιείται η καμπύλη ροής-όγκου για τη βαθμονόμηση της αποφράξεως αεραγωγών, ή η μέτρηση της ικανότητας διαχύσεως DLCO ή των αερίων αίματος για την εκτίμηση της βαρύτητας των διαταραχών ανταλλαγής αερίων.

ο ρόλος των Δοκιμασιών λειτουργικού ελέγχου αναπνοής, ΔΛΕΑ
διάγνωση για την υποστήριξη ή την απόρριψη ενός διαγνωστικού προτύπου
εντοπισμός της θέσεως της βλάβης π.χ., αεργωγοί, πνευμονικό παρέγχυμα, πνευμονικά αγγεία, θωρακικό τοίχωμα, αναπνευστικοί μύες, διάχυτη vs εντοπισμένη στένωση των αεραγωγών
ποσοτικοποίηση της βλάβης κλινική εξέλιξη, επιδράεις εκ της θεραπείας, δυσμενείς επαγγελματικές επιδράσεις
εκτίμηση προγνώσεως  

Η σχέση μεταξύ μιας μονήρους μετρήσεως σε ηρεμία, και των συμπτωμάτων του εξεταζομένου είναι μάλλον αδύναμη κυρίως, επειδή μια μονήρης μέτρηση αποδίδει ατελή εκτίμηση της αναπνευστικής λειτουργίας και, επίσης, επειδή τα συμπτώματα και, ιδίως, η δύσπνοια, εξαρτώνται από ποικιλία άλλων παραγόντων, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται έξεις, προσδοκίες και προσωπικότητα. Εν τέλει, η ευρεία διάκριση μεταξύ αντικειμενικών μετρήσεων ΔΛΕΑ και συμπτωμάτων μπορεί να βοηθήσει στη λήψη αποφάσεων αναφορικά με τα αίτια και το αποτέλεσμα της υποκείμενης διαταραχής. Η αποτίμηση της σχέσεως αυτής, π.χ., έχει εφαρμογή στη διερεύνιση κοινών περιπτώσεων δύσπνοιας, κατά τις οποίες το σύμπτωμα μπορεί να σχετίζεται είτε με πνευμονοπάθεια ή καρδιοπάθεια, κατά τις οποίες οι ΔΛΕΑ αποδίδουν διαφορετικά πρότυπα βλάβης και διαφορετικές τιμές των παραμέτρων αναπνοής.

Κατά σειρά μετρήσεις της αναπνευστικής λειτουργίας, είναι ουσιώδους σημασίας στον έλεγχο της εξελίξεως της παθολογικής καταστάσεως, τόσο αναφορικά με την φυσική πορεία της παθήσεως, όσο και αναφορικά με την απόδοση της θεραπείας. Η περιοδική επανεκτίμηση του FEV1 , π.χ., αποτελεί αξιόπιστο προγνωστικό δείκτη, για το άσθμα, τη ΧΑΠ, την κυστική ίνωση, την μετά θωρακοτομή αποτίμηση, την ιδιοπαθή πνευμονική ίνωση, τη συστηματική σκλήρυνση, τη νόσο κινητικού νευρώνος, τη μυϊκή δυστροφία Duchene.  Απλές απλές σπιρομετρικές εκτιμήσεις του FEV1 και της FVC έχουν μεγάλη προγνωστική σημασία σε μια εξαιρτικά εκτεταμένη ποικιλία παθολογικών καταστάσεων, όχι μόνο πνευμονικών, όπως η ΧΑΠ, το άσθμα, η διάμεση και κυστική ίνωση, αλλά επίσης και εξωπνευμονικών, όπως η ισχαιμική καρδιοπάθειεα και καρδιακή ανεπάρκεια, η νόσος του κινητικού νευρώνα, η δυστροφία Duchaine και λοιπές νευρο(μυο)πάθειες, η νεφρική ανεπάρκεια, οι ηπατοπάθειες κλπ. Στις περισσότερες των περιπτώσεων αυτών, οι Δοκιμασίες λειτουργικού ελέγχου αναπνοής διατηρούν την προγνωστική σημασία τους, ακόμη και όταν ληφθούν υπ΄όψη άλλοι κοινοί, συγχυτικοί παράγοντες. 

Η κατά σύστημα παρακολούθηση της αναπνευστικής λειτουργίας έχει κρίσιμη σημασία για την παρακολοιύθηση και τον προσυμπτωματικό έλεγχο εργαζομένων σε εργοτάξια επιβαρυμένα με βιομηχανικούς, χημικούς ρύπους, τόσο για την πρώιμη αναγνώριση του επαγγελματικού άσθματος, και την ταυτοποίηση των παρενεργειών προοδευτικά αυξανόμενων χημικών παραγόντων, που ενέχουν τον κίνδυνο να είναι τοξικά για τους ευαίσθητους πνευμονικούς ιστούς.