ΣΥΝΩΝΥΜΑ : «Ασφυγμη νόσος», ανάστροφη στένωση, αποφρακτική θρομβοαορτοπάθεια, σύνδρομο Martorell.
Η αρτηρίτιδα Takayasu (ΤΑ) είναι χρόνια, εστιακή, κοκκιωματώδης φλεγμονή των μεγάλων αγγείων, κυρίως της αορτής και των κύριων κλάδων της, η οποία οδηγεί σε πάχυνση, ίνωση, στένωση και διάταση του τοιχώματος των αγγείων και σχηματισμό θρόμβων και ανευρυσμάτων.
5.1.1 ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ
Η ΤΑ, αν και γενικά ασυνήθιστη, είναι η συχνότερη γιγαντοκυτταρική αρτηρίτιδα και, μετά την νόσο Kawasaki και την πορφύρα Henoch-Schonlein, η συχνότερη αγγειΐτιδα της παιδικής ηλικίας.
Συχνότητα : Η ΤΑ απαντάται σ΄ ολόκληρο τον κόσμο, αλλά συχνότερα στην Ιαπωνία, Βορειοανατολική Ασία, Αφρική, Ινδίες, Μεξικό και Βόρεια Αμερική (Lande A et al, 1976). Στην Ιαπωνία, το 20% των ασθενών με ΤΑ είναι ηλικίας <19 ετών, και το 2%, <10 ετών. Στην ίδια Χώρα, στο διάστημα 1982-84 ανακαλύφθηκαν 2.600 ασθενείς με ΤΑ (Sekiguchi M and Sazuki I, 1992).
Στην Πολιτεία Olmstead της Μινεσσότα των ΗΠΑ (Hall S et al, 1985) και την Σουηδία (Waern AU et al, 1983) η συχνότητα της ΤΑ υπολογίζεται σε 2.6 και 1.2 άτομα/1.000.000 πληθυσμού/έτος αντίστοιχα.
Φυλή : Η ΤΑ είναι συχνότερη στους Μαύρους, τους Ασιάτες, τους Ισπανο-Αμερικανούς και τους σεφαραδικούς (αλλ΄όχι τους Ασκενάζι) Εβραίους (Sekiguchi M and Sazuki J, 1992), ενώ είναι ασυνήθιστη στους Καυκάσιους. Είναι η συχνότερη αιτία νεφραγγειακής υπέρτασης σε παιδιά Ασιατικής καταγωγής (Chugh KS and Sakhuja V, 1992), αν και η ακριβής επίπτωσή της δεν είναι γνωστή.
Τύπος αγγειακής προσβολής: Ποικίλλει στις διάφορες χώρες (Yajima M et al, 1994). Οι αποφρακτικές αλλοιώσεις είναι συχνότερες στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Ιαπωνία, ενώ τα ανευρύσματα, στις Ινδίες, την Ταϊλάνδη και την Αφρική.
Στην Ιαπωνία (Ishikawa K, 1978; Ishikawa K and Maltani S, 1994) και τις ΗΠΑ (Hall S et al, 1985; Kerr GS et al, 1994), η ΤΑ προσβάλλει συχνότερα την κατιούσα αορτή, το τόξο και τους κύριους κλάδους της αορτής, προκαλώντας συμπτώματα σχετιζόμενα με διαταραχές της αιμάτωσης του εγκεφάλου και των άνω άκρων, ή καρδιακά συμπτώματα.
Στις Ινδίες (Subramanyan R et al, 1989; Sharma BK et al, 1992a; Sharma BK et al, 1996), την Κίνα(Deyu Z et al, 1992) και την Ταϋλάνδη (Suwanwela N and Piyachon C, 1996), η προσβολή της κοιλιακής αορτής και των κάτω άκρων είναι πολύ συχνότερη, ευθυνόμενη για την μεγάλη συχνότητα νεφραγγειακής υπέρτασης και διαλείπουσας χωλότητας που απαντώνται στις χώρες αυτές.
Στην Ιταλία, η προσβολή των αγγείων είναι παρόμοια με την παρατηρούμενη στην Ιαπωνία (Vanoli M et al, 1995; Vanoli M et al, 1999).
Φύλο:Οι θήλεις αποτελούν το 80-90% των ασθενών με ΤΑ. Η σχέση θηλέων/άρρενα κυμαίνεται από 9:1 στην Ιαπωνία, έως 1.3/1 στις Ινδίες (Shrivastava S et al, 1986). Στα παιδιά, η ΤΑ είναι λιγότερο συχνή στα θήλεα (Shrivastava S et al, 1986; Dabague J and Reyes PA, 1996; Hahn D et al, 1998).
Ηλικία: Η TΑ προσβάλλει κυρίως νέους ενήλικες στη 2η και 3η δεκαετία της ζωής, αλλά και νεότερα άτομα, ακόμα και παιδιά (Kerr GS et al, 1994; Ladhani S et al, 2001) και σπάνια βρέφη (Mitchell CS and Parisi MT, 1997).
5.1.2 ΠΑΘΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ
Ιστοπαθολογικά, η ΤΑ μπορεί να διακριθεί σε 2 στάδια : σε ένα οξύ φλεγμονώδες και σε ένα ινωτικό, αν και τα 2 αυτά στάδια μπορεί να συνυπάρχουν (Hotchi M, 1992). Το οξύ στάδιο χαρακτηρίζεται από εξιδρωματική και κοκκιωματώδη φλεγμονή, ενώ το ινωτικό, από ανάπτυξη ινωτικών αλλοιώσεων.
Η φλεγμονή αναπτύσσεται γύρω από τα vasa vasorum του μέσου και έξω αγγειακού χιτώνα και χαρακτηρίζεται από μονοπυρηνικές κυτταρικές διηθήσεις και διάσπαση των ελαστικών ινών (ελαστικοφαγία) (Hotchi M, 1992). Ακόμα, παρατηρούνται κοκκιώματα με γιγαντοκύτταρα επιθηλιοειδούς τύπου ή τύπου ξένου σώματος.
Στη χρόνια φάση, αναπτύσσεται οζώδης ίνωση όλων των στιβάδων των προσβληθέντων αγγείων και ο έσω χιτώνας παχύνεται πολύ περισσότερο από τον μέσο, προκαλώντας τοπική στένωση του αγγειακού αυλού, συχνά σε πολλαπλές περιοχές. Εάν η φλεγμονή εξελίσσεται με μεγάλη ταχύτητα ή είναι έντονη, η καταστροφή των λείων μυϊκών κυττάρων του μέσου αγγειακού χιτώνα οδηγεί σε εξασθένηση και διάταση του αγγειακού τοιχώματος και σχηματισμό ανευρύσματος.
Στο 2-26% των ασθενών με ΤΑ αναπτύσσονται σακοειδή ή ατρακτοειδή ανευρύσματα της αορτής, συνήθως σε συνδυασμό με στενωτικές αλλοιώσεις (Kumar S et al, 1990; Sharma S et al, 1992a). Ανευρύσματα χωρίς στένωση παρατηρούνται στο 1-2% των περιπτώσεων (Sharma S et al, 1992a), ενώ ψευδοανευρύσματα ή διαχωρισμός της αορτής είναι εξαιρετικά σπάνια (Hotchi M, 1992).
Οι στενώσεις των αρτηριών οδηγούν σε ισχαιμικές εκδηλώσεις, κυμαινόμενες από κοιλιακό πόνο μετά το φαγητό δευτεροπαθώς σε στένωση των μεσεντέριων αρτηριών έως νεφραγγειακή υπέρταση και διαλείπουσα χωλότητα των άκρων. Εάν η στένωση αναπτυχθεί βραδέως, τα συμπτώματα της αγγειακής προσβολής μπορεί να ελαττωθούν λόγω ανάπτυξης παράπλευρης κυκλοφορίας. Οι αποφραγμένες αρτηρίες μπορεί να θρομβωθούν λόγω αυξημένης πηκτικότητας του αίματος συνεπεία ενεργοποίησης του ενδοθηλίου.
5.1.3 ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΑΘΟΓΕΝΕΣΗ
Η αιτιολογία της ΤΑ και οι μηχανισμοί της αγγειακής κυτταρικής βλάβης είναι άγνωστοι.
5.1.3.1 ΓΕΝΕΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Μπορεί να παίζουν ρόλο στην παθογένεση της ΤΑ, δεδομένου ότι η αρτηρίτιδα Takayasu έχει αναφερθεί σε μονοζυγωτικούς διδύμους και των δύο φύλων, συχνότερα θήλεις (Isohisa I et al, 1978; Numano F et al, 1979; Enomoto S et al, 1984; Tyagi S et al, 1991; Naik Ν et al, 1999), σε αδελφούς (Makino Ν etal, 1981; IsohisaIetal, 1984; Kodama Κ etal, 1986) και σε μια μητέρα και την κόρη της (Valentini F and DiFolca A, 1989). Η ΤΑ σχετίζεται με ορισμένα αντιγόνα ιστοσυμβατότητας στις διάφορες χώρες (ΠΙΝΑΚΑΣ 139).
Ιαπωνία. Το Bw52 συνδέεται με σοβαρότερη προσβολή της αριστερής κοιλίας από τους ασθενείς με ΤΑ χωρίς το αντιγόνο αυτό (Kasuya Κ et al, 1992). ToDRBi* O4O5 (Dong RP et al, 1992a) συνδέεται αρνητικά με την ΤΑ, ένδειξη ότι έχει αντίθετους ρόλους σε διαφορετικές εθνικές ομάδες.
Η ΤΑ συνδέεται με τον απλότυπο Α11Β40 και τον κομπλότυπο AW24-DW52-C4A2- C4BQ0-DW12 (Numano F, 1992), και με το Β5201 και Β3902 (Kimura A et al, 1996). Ο απλότυπος Bw-Dwi2 συνδέεται με ανωμαλίες της αορτικής βαλβίδας, υπέρταση και τύφλωση συχνότερα από τους ασθενείς χωρίς τον απλότυπο αυτό (Numano F et al, 1982). ToB52 είναι συχνότερο σε ασθενείς με ΤΑ και παλινδρόμηση της αορτής, ισχαιμική
καρδιοπάθεια και πνευμονικό έμφρακτο και το HLA-B39, σε ασθενείς με στένωση της νεφρικής αρτηρίας (Kitamura Η et al, 1998).
Η ΤΑ συνδέεται με το Β392, έναν υπότυπο του Β39, το οποίο μοιράζεται την περιοχή σύνδεσης με τα πεπτίδια με το Β52 (Yoshida Μ et al, 1993).
Χυμική ανοσΙα
Η ΤΑ είναι πιθανώς αποτέλεσμα ιδιοπαθών αυτοάνοσων μηχανισμών, δοθέντος ότι:
5.1.3.3 Συσχέτιση με διάφορα νοσήματα
Η ΤΑ συνδέεται, αν και σποραδικά, με διάφορα νοσήματα, όπως π.χ. οξύ ρευματικό πυρετό, στρεπτοκοκκικές λοιμώξεις, φυματίωση, ρευματοειδή αρθρίτιδα και άλλα κολλαγονικά αγγειακά νοσήματα (Schilder DP etal, 1955; Sagar S et al, 1992). Πάντως, ο ρευματοειδής παράγοντας, τα αντιπυρηνικά αντισώματα και άλλα αντισώματα συνδεόμενα με νοσήματα του κολλαγόνου είναι αρνητικά σε ασθενείς με ΤΑ (Hirch MS et al, 1964; Nakao Κ et al, 1967; Asherson RA et al, 1968).
5.1.3.4 ΚΥΤΤΑΡΟΚΙΝΕΣ ΚΑΙ ΧΗΜΕΙΟΚΙΝΕΣ
Οι φλεγμονώδεις αλλοιώσεις στην ΤΑ αναπτύσσονται αρχικά στα vasa vasorum και ακολουθούνται από κυτταρικές διηθήσεις, κυρίως από Τ-λεμφοκύτταρα (λεμφοκύτταρα, κυτταροτοξικά Τ-λεμφοκύτταρα, Τ-βοηθητικά κύτταρα), αλλά και κύτταρα-φυσικούς φονείς, δενδριτικά κύτταρα, μονοκύτταρα και κοκκιοκύτταρα (Inder SJ et al, 2000), εισδύοντας στην εξωτερική στιβάδα του μέσου αγγειακού χιτώνα ή/και τον γειτονικό έξω αγγειακό χιτώνα.
Στο στάδιο αυτό, παρατηρείται σημαντική παραγωγή φλεγμονωδών κυτταροκινών και μορίων προσκόλλησης γύρω από την περιοχή αυτή, ένδειξη χημειοτακτικής δραστηριότητας των Τ-λεμφοκυττάρων και των μονοκυττάρων (Naguchi S et al, 1998).
Μέσα στις ιστικές αυτές αλλοιώσεις απελευθερώνονται μεγάλα ποσά IL-6, IL-1 και RANTESαπό τα διηθητικά, όπως και από τα κυκλοφορούντα, φλεγμονώδη κύτταρα (SekoΥ et al, 1996), ένδειξη ότι οι κυτταροκίνες αυτές παράγονται τοπικά στην περιοχή της φλεγμονής και πιθανώς διατηρούν την αυξημένη ανοσιακή διέγερση προάγοντας την ενεργοποίηση των ενδοθηλιακών κυττάρων και προκαλώντας λεμφοκυτταρικές διηθήσεις.
Στη διάρκεια της ενεργού φάσης, παρατηρείται επίσης αύξηση των επιπέδων της IL-6 και της RANTES, σχετιζόμενη με την δραστηριότητα της νόσου (Noris Μ et al, 1999). Tα επίπεδα της RANTES επιστρέφουν σε φυσιολογικά επίπεδα στην ανενεργό φάση (Noris Μ etal, 1999). Αν και η φύση του αντιγόνου που ενεργοποιεί την αυτοάνοση αυτή διαδικασία είναι άγνωστη, τα Τ-διηθητικά λεμφοκύτταρα μπορεί να αναγνωρίζουν ένα ή περισσότερα αυτοαντιγόνα τα οποία επεξεργάζονται και παρουσιάζονται σε συσχέτιση με τα αντιγόνα ιστοσυμβατότητας.
Ακόμα, έχουν ανευρεθεί Fcυποδοχείς και αντιενδοθηλιακά αντισώματα (AECA) στα λεμφοκύτταρα του περιφερικού αίματος. Tα AECA μπορεί να παίζουν ρόλο στην ενεργοποίηση και έκφραση των μορίων προσκόλλησης, τα οποία διευκολύνουν την κυκλοφορία των λευκών αιμοσφαιρίων.
5.1.3.5 ΚΥΤΤΑΡΙΚΗ ΑΝΟΣΙΑ
Ενεργοποιημένα λεμφοκύτταρα. Οι ασθενείς με ΤΑ έχουν μεγάλο αριθμό ενεργοποιημένων λεμφοκυττάρων στην κυκλοφορία (Grunewald NJ et al, 1997) τα οποία παρουσιάζουν:
Φλεγμονώδεις κυτταρικές διηθήσεις.Οι φλεγμονώδεις κυτταρικές διηθήσεις και η βλάβη του τοιχώματος των αγγειακών ανευρυσμάτων στην ΤΑ αποτελούν ένδειξη ότι οι αγγειακές αλλοιώσεις της νόσου είναι αποτέλεσμα κυτταρο-επαγόμενων αυτοάνοσων μηχανισμών (Sekiguchi Μ and Suzuki J, 1992; Hotchi M, 1992).
Οι φλεγμονώδεις κυτταρικές διηθήσεις στην ΤΑ διακρίνονται σε 3 τύπους: οξείες εξιδρωματικές, χρόνιες μη ειδικές παραγωγικές και κοκκιωματώδεις (Hotchi Μ, 1992). Οι κοκκιωματώδεις αλλοιώσεις είναι η ιστολογική σφραγίδα των αγγειακών αλλοιώσεων της ΤΑ, αλλά και άλλων συστηματικών αγγειϊτίδων (κοκκιωμάτωση Wegener, γιγαντοκυτταρική αρτηρίτιδα, σύνδρομο Churg-Strauss). Η κοκκιωματώδης φλεγμονή επάγεται με ευαισθητοποιημένα CD4+ Τ-λεμφοκύτταρα και μακροφάγα και απαρτίζεται από εστιακές αθροίσεις μακροφάγων, λεμφοκυττάρων, επιθηλιοειδών κυττάρων και πολυπυρήνων γιγαντοκυττάρων (Sneller MC and Fauci AS, 1997).
Οι κυτταρικές διηθήσεις εντοπίζονται στον έξω αγγειακό χιτώνα και το έξω τμήμα του μέσου αγγειακού χιτώνα, με έντονη φλεγμονή των vasa vasorum (Sekiguchi Μ and Suzuki J-Ι, 1992; Hotchi M, 1992). Στους αορτικούς ιστούς ασθενών με ΤΑ, οι κυτταρικές διηθήσεις αποτελούνται κυρίως από λεμφοκύτταρα, κύτταρα-φυσικούς φονείς, μακροφάγα, κυτταροτοξικά Τ- λεμφοκύτταρα και Τ βοηθητικά κύτταρα (SekoΥ et al, 1994).
Tα φλεγμονώδη αυτά κύτταρα εκφράζουν περφορίνη - ένα κυτταροτοξικό δραστικό μόριο απελευθερούμενο από τα κοκκία κυττάρων - φονέων στην διάρκεια της λύσης των κυτταρικών στόχων (Young JDE et al, 1986a; Young JDE et al, 1986b; Young JDE, 1989), η οποία προκαλεί άμεση βλάβη των αγγειακών κυττάρων (SekoΥ etal, 1994). Αν και η περφορίνη παράγεται συνήθως σε απάντηση σε ιογενείς ή βακτηριδιακές λοιμώξεις (Young JDE, 1989), λοιμώδεις παράγοντες δεν έχουν απομονωθεί στις αγγειακές αλλοιώσεις των ασθενών με ΤΑ (Sneller MC and Fauci AS, 1997).
Η έκφραση μιας 65-kDHSPστην οποία τα Τ-λεμφοκύτταρα απαντούν είναι αυξημένη στον μέσο αγγειακό χιτώνα και τα vasavasorumστους αορτικούς ιστούς ασθενών με ΤΑ (Seko Υ et al, 1994), ένδειξη ότι τα λεμφοκύτταρα αυτά παίζουν ρόλο στη φλεγμονώδη διαδικασία. Η έκφραση των μορίων των HLAστις αγγειακές αλλοιώσεις των ασθενών με ΤΑ, κυρίως στην περιοχή της φλεγμονής, ιδιαίτερα στο ενδοθήλιο των vasavasorum, είναι αυξημένη (Seko Υ et al, 1994).
5.1.3.6 ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ
Οι λοιμώξεις, και ιδιαίτερα η φυματίωση, μπορεί να παίζουν ρόλο στην ανοσοπαθογένεση της ΤΑ, δεδομένου ότι:
5.1.4 ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ
Οι ασθενείς με ΤΑ εμφανίζουν κλινικά μία πρώιμη ενεργό φλεγμονώδη και μία όψιμη χρόνια φάση, αλλά συχνά δεν έχουν ιστορικό ενδεικτικό σοβαρής φλεγμονώδους νόσου. Η ενεργός φάση διαρκεί εβδομάδες έως μήνες και μπορεί να έχει υφέσιμη και υποτροπιάζουσα διαδρομή. Τα αρχικά συμπτώματα οφείλονται συνήθως σε υπέρταση, καρδιακή ανεπάρκεια ή προσβολή του νευρικού συστήματος.
Στο 50% των παιδιών, η ΤΑ εκδηλώνεται με συστηματικά συμπτώματα, συχνά στην ενεργό φάση, τα οποία μπορεί να διαρκέσουν 3 μήνες έως πολλά χρόνια. Σπανιότερα, εκδηλώνεται με χωλότητα, φύσημα ή κατάργηση των περιφερικών σφύξεων.
5.1.4.1 Συστηματικές εκδηλώσεις
5.1.4.2 Υπέρταση
5.1.4.3 Ισχαιμικές εκδηλώσεις
5.1.4.4 Καρδιακές εκδηλώσεις
Καρδιακή ανεπάρκεια.
Μυοκαρδίτιδα: Είναι σπάνια και μπορεί να ανταποκριθεί στην ανοσοκατασταλτική αγωγή (Talwar KK et al, 1988).
5.1.4.5 ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΑΓΓΕΙΩΝ
Η TA προσβάλλει κυρίως τις ελαστικές αρτηρίες (Hotchi M, 1992; Kinare SG et al, 1998) και συχνότερα την αριστερή και δεξιά υποκλείδια αρτηρία. Στα παιδιά προσβάλλεται συχνότερα η θωρακοκοιλιακή αορτή (τύπος ΙΙ/ΙΙΙ) (Shrivastava S et al, 1986; Dabague J and Reyes PA, 1996) και σπανιότερα, η έσω μεσεντέρια, ενώ η ενδονεφρική αορτή και τα λαγόνια αγγεία συνήθως δεν προσβάλλονται.
Προσβολή στεφανιαίων αρτηριών:
Προσβολή πνευμονικών αρτηριών:
Προσβολή νεφρικών αρτηριών:
5.1.4.6 Δερματικές αλλοιώσεις
5.1.4.7 Άλλες εκδηλώσεις
Η παρουσία συστηματικών εκδηλώσεων, η αύξηση της ΤΚΕ και η επιδείνωση της αγγειακής στένωσης θεωρούνται ενδείξεις ενεργότητας της νόσου (Kerr GS et al, 1994) (ΠΙΝΑΚΑΣ 140). Πάντως, ιστολογικές ενδείξεις ενεργότητας (Lagneau P et al, 1987) και αγγειογραφική επιδείνωση (Kerr GS et al, 1994) της νόσου μπορεί να παρατηρηθούν ακόμα και σε ασθενείς με κλινικά ανενεργό νόσο.
ΠΙΝΑΚΑΣ 140 ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΕΝΕΡΓΟΤΗΤΑΣ ΑΡΤΗΡΙΤΙΔΑΣ TAKAYASU (Kerr JS et al, 1994) |
|
Εμφάνιση ή επιδείνωση 2 ή περισσότερων εκδηλώσεων δείχνει «ενεργό νόσο» |
Η αύξηση των επιπέδων της IL-6 και της RANTES (Regulated on Activation, Normal T Expressed and Secreted) στον ορό σχετίζεται με την δραστηριότητα της νόσου και μπορεί να χρησιμεύσει στην παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας της θεραπείας (Noris M et al, 1999).
5.1.5 ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΑΡΤΗΡΙΤΙΔΑΣ TAKAYASU
5.1.5.1 ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΑ ΠΡΟΣΒΛΗΘΕΝΤΑ ΑΓΓΕΙΑ
Στην ΤΑ, οι προσβληθείσες ανατομικές περιοχές σχετίζονται στενά με τις κλινικές εκδηλώσεις της νόσου, γι΄αυτό και η ΤΑ μπορεί να ταξινομηθεί ανάλογα με τα αγγεία που έχουν προσβληθεί. Η ταξινόμηση αυτή μπορεί να έχει προγνωστική αξία (ΠΙΝΑΚΕΣ 141, 142, 143).
ΠΙΝΑΚΑΣ 141 ΠΡΩΤΟ ΤΑΞΙΝΟΜΙΚΟ ΣΧΗΜΑ ΑΡΤΗΡΙΤΙΔΑΣ TAKAYASU(Ueno A et al, 1967) |
Τύπος Ι Προσβολή τόξου αορτής και των κλάδων της |
ΣΧΟΛΙΟ : Στην ταξινόμηση αυτή δεν περιλαμβάνεται η προσβολή της πνευμονικής αρτηρίας. |
ΠΙΝΑΚΑΣ 142 ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΑΞΙΝΟΜΙΚΟ ΣΧΗΜΑ ΑΡΤΗΡΙΤΙΔΑΣ TAKAYASU(Lupi-Herrera E et al, 1975) |
Τύπος Ι Προσβολή τόξου αορτής και των κλάδων της |
ΠΙΝΑΚΑΣ 143 ΤΡΙΤΟ ΤΑΞΙΝΟΜΙΚΟ ΣΧΗΜΑ ΑΡΤΗΡΙΤΙΔΑΣ TAKAYASU (Νasu T, 1982) |
Τύπος Ι Προσβολή αγγείων εκφυόμενων από το αορτικό τόξο |
ΣΧΟΛΙΟ : Η ταξινόμηση του Nasu δεν μπορεί να διακρίνει τις διαφορές στην έκφραση της νόσου στις διάφορες εθνικές ομάδες. |
5.1.5.2 ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΑ ΑΓΓΕΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ (ΠΙΝΑΚΑΣ 144)
Σύμφωνα με το ταξινομικό αυτό σύστημα, η προσβολή των στεφανιαίων ή πνευμονικών αρτηριών πρέπει να αναδεικνύεται ως C (+) ή P (+), αντίστοιχα.
ΣΧΟΛΙΟ : Το ταξινομικό αυτό σύστημα βοηθά στη σύγκριση των χαρακτηριστικών των ασθενών σύμφωνα με τα προσβληθέντα αγγεία και στον προγραμματισμό των χειρουργικών επεμβάσεων, αλλά δεν βοηθά στη διάγνωση.
ΠΙΝΑΚΑΣ 144 ΑΓΓΕΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΑΡΤΗΡΙΤΙΔΑΣ TAKAYASU (Takayasu Conference, Tokyo 1994) |
|
ΤΥΠΟΣ |
ΠΡΟΣΒΛΗΘΕΝΤΑ ΑΓΓΕΙΑ |
Tύπος Ι |
Κλάδοι αορτικού τόξου |
Τύπος IIa |
Ανιούσα αορτή, αορτικό τόξο και οι κλάδοι της |
Τύπος IIb |
Ανιούσα αορτή, αορτικό τόξο και οι κλάδοι της, κατιούσα θωρακική αορτή |
Τύπος III |
Κατιούσα θωρακική αορτή, κοιλιακή αορτή ή/και νεφρικές αρτηρίες |
Τύπος IV |
Κοιλιακή αορτή ή/και νεφρικές αρτηρίες |
Τύπος V |
Συνδυασμός εκδηλώσεων τύπου IIb και IV |
5.1.5.3 ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ
Με βάση την φυσική ιστορία και τις επιπλοκές της νόσου, η ΤΑ μπορεί να διακριθεί σε 4 ομάδες (ΠΙΝΑΚΑΣ 145). Σύμφωνα με το ταξινομικό αυτό σύστημα, ως σοβαρές επιπλοκές προσδιορίζονται η αμφιβληστροειδοπάθεια της νόσου, η δευτεροπαθής υπέρταση, η παλινδρόμηση της αορτής και ο σχηματισμός ανευρυσμάτων. Κάθε μία απ΄αυτές βαθμολογείται ως ήπια/μέτρια ή σοβαρή στο χρόνο της διάγνωσης. Το ταξινομικό αυτό σχήμα παρέχει προγνωστικές πληροφορίες χρήσιμες για την διάγνωση και μπορεί να βοηθήσει στον προγραμματισμό της θεραπείας.
ΠΙΝΑΚΑΣ 145 ΚΛΙΝΙΚΗ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΑΡΤΗΡΙΤΙΔΑΣ TAKAYASU (Ishikawa K, 1978) |
|
ΟΜΑΔΑ |
ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ |
Ομάδα Ι |
Μη επιπλακείσα νόσος, χωρίς ή με προσβολή της πνευμονικής αρτηρίας |
Ομάδα ΙΑ |
‘Ηπια/μέτρια απλή επιπλοκή σε συνδυασμό με μη επιπλακείσα νόσο |
Ομάδα ΙΙΒ |
Σοβαρή απλή επιπλοκή σε συνδυασμό με μη επιπλακείσα νόσο |
Ομάδα ΙΙΙ |
2 ή περισσότερες επιπλοκές σε συνδυασμό με μη επιπλακείσα νόσο |
5.1.6 ΚΛΙΝΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ
5.1.7 ΒΥΘΟΣΚΟΠΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ
5.1.8 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ
5.1.9 ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ
5.1.10 ΥΠΕΡΗΧΟΓΡΑΦΗΜΑ ΥΨΗΛΗΣ ΕΥΚΡΙΝΕΙΑΣ (DUPLEXDOPPLER)
5.1.11 ΥΠΕΡΗΧΟΚΑΡΔΙΟΓΡΑΦΗΜΑ
Χρησιμεύει στην αρχική εκτίμηση της λειτουργίας της αορτικής βαλβίδας και στην παρακολούθηση της αορτικής ανεπάρκειας.
5.1.12 ΑΓΓΕΙΟΓΡΑΦΙΑ
5.1.13 ΑΞΟΝΙΚΗ ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑ
5.1.14 ΜΑΓΝΗΤΙΚΗ ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑ
5.1.15 ΑΞΟΝΙΚΗ ΑΓΓΕΙΟΓΡΑΦΙΑ
5.1.16 ΜΑΓΝΗΤΙΚΗ ΑΓΓΕΙΟΓΡΑΦΙΑ
Η μαγνητική αγγειογραφία 3 διαστάσεων με ενδοφλέβια χορήγηση σκιαγραφικού και συγκράτηση της αναπνοής απεικονίζει με μεγάλη ακρίβεια τις αλλοιώσεις του τοιχώματος της αορτής (Yamada I et al, 2000).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ :
5.1.17 ΣΠΙΝΘΗΡΟΓΡΑΦΗΜΑ ΜΕ ΓΑΛΛΙΟ-67.
Μπορεί να δείξει αυξημένη κατακράτηση του ραδιοφαρμάκου στην αορτή και τους κλάδους της.
5.1.18 ΔΙΑΓΝΩΣΗ
Συστηματικές εκδηλώσεις (πυρετός, ανορεξία, απώλεια βάρους, νυχτερινοί ιδρώτες, δερματικό εξάνθημα, αρθραλγίες, κ. ά.) μπορεί να παρατηρηθούν στην οξεία φάση της νόσου, αλλά η διάγνωση της ΤΑ σπάνια γίνεται στην πρώιμη φάση.
Οι ενδείξεις αγγειακής φλεγμονής, όπως ευαισθησία κατά μήκος των αρτηριών, φυσήματα και ανευρύσματα, πρέπει να στρέφουν την σκέψη στην ΤΑ. Άλλοτε οι εκδηλώσεις της ΤΑ είναι ήπιες ή παροδικές και μόνον η ανακάλυψη υπέρτασης ή υπερτασικής εγκεφαλοπάθειας προσανατολίζει προς την σωστή διάγνωση.
Συχνά η διάγνωση της ΤΑ γίνεται όταν απεικονίζεται διεύρυνση του μεσοθωρακίου στην απλή ακτινογραφία του θώρακα και μπαίνει η υποψία όγκου. Στις περιπτώσεις αυτές, η αξονική τομογραφία αποκαλύπτει την διεύρυνση του αορτικού τόξου.
Η διάγνωση της ΤΑ βασίζεται στα τυπικά αγγειογραφικά ευρήματα, στο ιστορικό ή την παρουσία συστηματικών εκδηλώσεων ενδεικτικών συστηματικού νοσήματος και στην διάκριση από άλλες παρόμοιες καταστάσεις (Kerr JS et al, 1994) (βλ. παρακάτω, σελ. 244, ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ). Ακόμα, μπορεί να βοηθηθεί από τα κριτήρια του Αμερικανικού Κολλεγίου Ρευματολογίας (ACR) (Arend WP et al, 1990) και των Ishikawa και συν. (Ishikawa K, 1988; Sharma BK et al, 1995) (ΠΙΝΑΚΕΣ 146, 147, 148).
Για την διάγνωση απαιτούνται 1 υποχρεωτικό κριτήριο, 2 μείζονα και 9 ελάσσονα κριτήρια. Επιπρόσθετα με το υποχρεωτικό κριτήριο, η παρουσία 2 μειζόνων κριτηρίων, ή ενός μείζονος και 2 ή περισσότερων ελασσόνων κριτηρίων, ή 4 ή περισσότερων ελασσόνων κριτηρίων είναι ισχυρή ένδειξη αρτηρίτιδας Takayasu. Η παρουσία 2 μειζόνων ή ενός μείζονος και 2 ελασσόνων κριτηρίων ή 4 ελασσόνων κριτηρίων είναι ισχυρή ένδειξη αρτηρίτιδας Takayasu.
Τα κριτήρια του ACR χρησιμεύουν μόνο στην ταξινόμηση της ΤΑ σε ασθενείς με αγγειΐτιδα και δεν περιλαμβάνουν άλλες εκδηλώσεις που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν στην διάγνωσή της (π. χ. πυρετός, ίλιγγος θέσης, αρθραλγίες, απώλεια βάρους, κεφαλαλγία, υπέρταση, αύξηση ΤΚΕ, αναιμία).
ΠΙΝΑΚΑΣ 146 ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΑΡΤΗΡΙΤΙΔΑΣ ΤAKAYASU(ACR, 1990) |
|
ΚΡΙΤΗΡΙΑ |
ΟΡΙΣΜΟΣ |
Ηλικία ασθενούς στην έναρξη της νόσου |
Συμπτώματα ή ευρήματα σχετιζόμενα με την ΤΑ σε άτομα ηλικίας ≤ 40 ετών. |
Χωλότητα μελών |
Εμφάνιση και επιδείνωση κόπωσης και ενόχλησης στους μυς ενός ή περισσότερων μελών, ιδιαίτερα των άνω, στη διάρκεια της χρήσης |
Ελάττωση των σφύξεων της βραχιόνιας αρτηρίας |
Ελάττωση σφύξεων της μιας ή/και των δύο βραχιόνιων αρτηριών |
Διαφορά αρτηριακής πίεσης >10 mmHg |
Διαφορά συστολικής αρτηριακής πίεσης >10 mmg μεταξύ των βραχιόνων |
Φύσημα πάνω από τις υποκλείδιες αρτηρίες ή την αορτή |
Ακροαστικά φύσημα πάνω από την 1 ή/και τις 2 υποκλείδιες αρτηρίες ή την κοιλιακή αορτή |
Αρτηριογραφικά ευρήματα
|
Αρτηριογραφική απεικόνιση στένωσης ή απόφραξης ολόκληρης της αορτής, των κύριων κλάδων της ή των μεγάλων αρτηριών των άνω ή κάτω άκρων μη οφειλόμενη σε αρτηριοσκλήρυνση, ινομυϊκή δυσπλασία ή παρόμοια αίτια; αλλοιώσεις συνήθως εστιακές ή τμηματικές |
Η διάγνωση της ΤΑ γίνεται εάν υπάρχουν τουλάχιστον 3/6 κριτήρια. Η παρουσία 3/6 κριτηρίων έχει ευαισθησία 90% και ειδικότητα 97.8%. |
ΠΙΝΑΚΑΣ 147 ΚΛΙΝΙΚΑ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΑΡΤΗΡΙΤΙΔΑΣ TAKAYASU (ISHIKAWA) |
|
Υποχρεωτικά κριτήρια |
|
Ηλικία <40 ετών |
Ηλικία <40 ετών στο χρόνο της διάγνωσης ή της έναρξης των «χαρακτηριστικών σημείων και συμπτωμάτων» διάρκειας ενός μηνός |
Δύο μείζονα κριτήρια |
|
(1) Προσβολή μέσου τμήματος αριστερής υποκλείδιας αρτηρίας |
Η σοβαρότερη στένωση ή απόφραξη παρατηρούμενη αγγειογραφικά στο μέσο τμήμα σε απόσταση 1 cm κεντρικά του στομίου της αριστερής σπονδυλικής αρτηρίας έως 3 cm περιφερικά του στομίου αυτού |
(2) Προσβολή μέσου τμήματος δεξιάς υποκλείδιας αρτηρίας |
Η σοβαρότερη στένωση ή απόφραξη παρατηρούμενη αγγειογραφικά στο μέσο τμήμα από το στόμιο της δεξιάς σπονδυλικής αρτηρίας έως 3 cm περιφερικά του στομίου |
Εννέα ελάσσονα κριτήρια |
|
(1) Υψηλή ΤΚΕ |
Ανεξήγητη επίμονα υψηλή ΤΚΕ>20 mmh (Westergreen) στη διάγνωση ή ένδειξη ύπαρξής της στο ιστορικό του ασθενούς |
(2) Ευαισθησία καρωτίδας |
Ετερόπλευρη ή αμφοτερόπλευρη ευαισθησία των κοινών καρωτίδων διαπιστωμένη ψηλαφητικά από γιατρό; Ευαισθησία των μυών του αυχένα δεν λαμβάνεται υπόψη |
(3) Υπέρταση
|
Επίμονη αρτηριακή πίεση 140/90 mmHg στη βραχιόνια αρτηρία ή >160/90 mm Hg στην ιγνυακή αρτηρία σε άτομα ηλικίας <40 ετών. ‘Η παρουσία στο ιστορικό ατόμων ηλικίας <40 ετών. |
(4) Παλινδρόμηση ή δακτυλιοειδής εκτασία της αορτής |
Διαπιστωμένη ακροαστικά ή στο υπερηχοκαρδιογράφημα Doppler ή στην αγγειογραφία |
(5) Προσβολή πνευμονικής αρτηρίας |
Λοβώδης ή τμηματική αρτηριακή απόφραξη ή ισοδύναμη αλλοίωση διαπιστωμένη με αγγειογραφία ή σπινθηρογράφημα διάχυσης; Ή Αγγειογραφική διαπίστωση στένωσης, ανευρύσματος, ανωμαλίας του αυλού ή οποιουδήποτε συνδυασμού των ανωμαλιών αυτών στο στέλεχος της πνευμονικής αρτηρίας ή στις ετερόπλευρες ή αμφοτερόπλευρες πνευμονικές αρτηρίες |
(6) Προσβολή μέσου τμήματος κοινής καρωτίδας |
Αγγειογραφική απεικόνιση της σοβαρότερης στένωσης ή απόφραξης στο μέσο τμήμα μήκους 5 cm σε απόσταση 2 cm περιφερικά του στομίου |
(7) Προσβολή βραχιονοκεφαλικής αρτηρίας |
Αγγειογραφική απεικόνιση της σοβαρότερης στένωσης ή απόφραξης στο περιφερικό τμήμα της βραχιονοκεφαλικής αρτηρίας |
(8) Προσβολή κατιούσας θωρακικής αορτής |
Αγγειογραφική απεικόνιση στένωσης, διάτασης ή ανευρύσματος, ανωμαλίας του αυλού ή οποιουδήποτε συνδυασμού αλλοιώσεων; μεμονωμένη ελίκωση δεν λαμβάνεται υπόψη |
(9) Προσβολή κοιλιακής αορτής
|
Αγγειογραφική απεικόνιση στένωσης, διάτασης ή ανευρύσματος, ανωμαλίας του αυλού ή οποιουδήποτε συνδυασμού αλλοιώσεων και απουσία αλλοιώσεων στην αορτολαγόνια περιοχή (2 cm τελικής αορτής και αμφοτερόπλευρες κοινές λαγόνιες αρτηρίες); μεμονωμένη ελίκωση δεν λαμβάνεται υπόψη |
ΠΙΝΑΚΑΣ 148 ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ISHIKAWA (Sharma S et al, 1990 ) |
|
ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΟΡΙΣΜΟΣ |
|
3 μείζονα κριτήρια |
|
(1) Προσβολή μέσου τμήματος αριστερής υποκλείδιας αρτηρίας |
Η σοβαρότερη στένωση ή απόφραξη παρατηρούμενη αγγειογραφικά στο μέσο τμήμα σε απόσταση 1 cm κεντρικά του στομίου της αριστερής σπονδυλικής αρτηρίας έως 3 cm περιφερικά του στομίου αυτού |
(2) Προσβολή μέσου τμήματος δεξιάς υποκλείδιας αρτηρίας |
Η σοβαρότερη στένωση ή απόφραξη η οποία παρατηρείται αγγειογραφικά στο μέσο τμήμα από το στόμιο της δεξιάς σπονδυλικής αρτηρίας έως 3 cm περιφερικά του στομίου |
10 ελάσσονα κριτήρια |
|
(1) Υψηλή ΤΚΕ |
Ανεξήγητη επίμονα υψηλή ΤΚΕ>20 mm/h (Westergreen) στη διάγνωση ή ένδειξη ύπαρξής της στο ιστορικό του ασθενούς |
(2) Ευαισθησία καρωτίδας |
Ετερόπλευρη ή αμφοτερόπλευρη ευαισθησία των κοινών καρωτίδων στην ψηλάφηση; Ευαισθησία των μυών του αυχένα δεν λαμβάνεται υπόψη |
(3) Υπέρτασ |
Επίμονη αρτηριακή πίεση 140/90 mmHg στη βραχιόνια αρτηρία ή >160/90 mmHg στην ιγνυακή αρτηρία |
(4) Παλινδρόμηση ή δακτυλιοειδής εκτασία της αορτής
|
Διαπιστωμένη ακροαστικά ή στο υπερηχοκαρδιογράφημα Doppler ή στην αγγειογραφία Διαπιστωμένη αγγειογραφικά ή στο υπερηχοκαρδιογράφημα 2 διαστάσεων |
(5) Προσβολή πνευμονικής αρτηρίας
|
Λοβώδης ή τμηματική αρτηριακή απόφραξη ή ισοδύναμη αλλοίωση διαπιστωμένη με αγγειογράφημα ή σπινθηρογράφημα διάχυσης; Ή Αγγειογραφική διαπίστωση στένωσης, ανευρύσματος, ανωμαλίας του αυλού ή οποιουδήποτε συνδυασμού των ανωμαλιών αυτών στο στέλεχος της πνευμονικής αρτηρίας ή στην 1 ή/και τις 2 πνευμονικές αρτηρίες |
(6) Προσβολή μέσου τμήματος αριστερής κοινής καρωτίδας |
Αγγειογραφική απεικόνιση της σοβαρότερης στένωσης ή απόφραξης στο μέσο τμήμα της κοινής καρωτίδας μήκους 5 cm σε απόσταση 2 cm περιφερικά του στομίου |
(7) Προσβολή περιφερικού βραχιονοκεφαλικού στελέχους |
Αγγειογραφική απεικόνιση σοβαρότερης στένωσης ή απόφραξης στο περιφερικό τριτημόριο της βραχιονοκεφαλικής αρτηρίας |
(8) Προσβολή κατιούσας θωρακικής αορτής |
Αγγειογραφική απεικόνιση στένωσης, διάτασης ή ανευρύσματος, ανωμαλίας του αυλού ή οποιουδήποτε συνδυασμού αλλοιώσεων; μεμονωμένη ελίκωση δεν λαμβάνεται υπόψη |
(9) Προσβολή κοιλιακής αορτής |
Αγγειογραφική απεικόνιση στένωσης, διάτασης ή ανευρύσματος, ανωμαλίας του αυλού ή οποιουδήποτε συνδυασμού |
(10) Προσβολή στεφανιαίων αρτηριών |
Διαπιστωμένη αγγειογραφικά σε άτομα ηλικίας <30 ετών με την απουσία παραγόντων κινδύνου, όπως υπερλιπιδαιμίας ή σακχαρώδη διαβήτη |
Ακόμα, η ΤΑ φαίνεται ότι εμφανίζεται αργότερα σε μερικούς πληθυσμούς συγκριτικά με την Ιαπωνία και οι ασθενείς με ΤΑ περιορισμένη στην κοιλιακή αορτή και τους κλάδους της ή/και στην πνευμονική αρτηρία μπορεί να μην πληρούν τα κριτήρια του ACR.
Σκοπός της τροποποίησης των κριτηρίων του Ishikawa ήταν να περιορισθούν οι κίνδυνοι διαγνωστικών παραλείψεων και καθυστέρησης στην έναρξη της θεραπείας (Sharma BK et al, 1995). Από τα αρχικά κριτήρια του Ishikawa, αφαιρέθηκε το υποχρεωτικό κριτήριο της ηλικίας και στα μείζονα κριτήρια προστέθηκε η παρουσία χαρακτηριστικών σημείων και συμπτωμάτων επί 1 τουλάχιστον μήνα, ενώ τροποποιήθηκαν μερικά ελάσσονα κριτήρια.
5.1.19 ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ
Τα άτυπα σημεία και συμπτώματα (π.χ. πυρετός, απώλεια βάρους και λήθαργος) με τα οποία ενίοτε η ΤΑ εκδηλώνεται, μπορεί να αποδοθούν σε ΟΡΠ ή ΝΙΑ και να καθυστερήσουν την διάγνωση επί πολλούς μήνες ή χρόνια. Παρόμοια, η καρδιακή ανεπάρκεια μπορεί να αποδοθεί σε ΟΡΠ, εάν συνδυάζεται με αρθρίτιδα.
Η φυματιώδης αορτίτιδα μπορεί να συγχυθεί με την ΤΑ, δεδομένου ότι προκαλεί διαβρώσεις του αγγειακού τοιχώματος και ψευδή ή πραγματικών ανευρυσμάτων, ιδιαίτερα στην κατιούσα θωρακική και κοιλιακή αορτή.
Η σύφιλη, σε αντίθεση με την ΤΑ, προσβάλλει άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, ενώ ασβεστώσεις και αγγειακές στενώσεις απουσιάζουν και δεν προσβάλλεται η κατιούσα αορτή (Subramanyan R et al, 1989).
Η αρτηριοσκλήρυνση της αορτής διακρίνεται από την ΤΑ με βάση τις κλινικές και μορφολογικές εκδηλώσεις, αν και δευτεροπαθείς αρτηριοσκληρυντικές αλλοιώσεις μπορεί να παρατηρηθούν και σε μεγαλύτερους ασθενείς με ΤΑ.
5.1.20 ΘΕΡΑΠΕΙΑ
5.1.20.1 ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΗ
5.1.20.1.1 ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ
Κορτικοειδή per os :
ΔΟΣΗ : Πρεδνιζόνη 1-2 mg/kg/24ωρο.
Ενδοφλέβιες ώσεις κορτικοειδών (μεθυλπρεδνιζολόνης).Ενδείκνυνται σε περιπτώσεις που υποτροπιάζουν στη διάρκεια της μείωσης των κορτικοειδών.
ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΟ ΣΧΗΜΑ : 30 mg/kg (όχι >1 g/εβδ.).
5.1.20.1.2 ΜΗ ΣΤΕΡΟΕΙΔΗ ΑΝΤΙΦΛΕΓΜΟΝΩΔΗ ΦΑΡΜΑΚΑ
Ενδείκνυνται για συμπτωματική ανακούφιση.
5.1.20.1.3 ΑΝΤΙΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΑΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Ασπιρίνη σε χαμηλές δόσεις ή διπυριδαμόλη (στη χρόνια αποφρακτική φάση).
5.1.20.1.4 ΘΕΡΑΠΕIΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΝ ΑΝΘΕΚΤΙΚΩΝ ΣΤΑ ΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ
Μεθοτρεξάτη (5-15 mg/m2 per os/IM/SC/εβδ.)
Αζαθειοπρίνη (1-2 mg/kg/24ωρο)
Κυκλοφωσφαμίδη. Σε ασθενείς με ΤΑ μπορεί να προκαλέσει νεφρική ανεπάρκεια και υπέρταση, η οποία μπορεί να επιδεινώσει τις βλάβες της καρδιάς και των μεγάλων αγγείων.
ΔΟΣΗ : 1-2.5 mg/kg/24ωρο per os ή ΕΦ ώσεις 500-1.000 mg/m2 BSA/μήνα.
Κυκλοσπορίνη. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναλλακτικά στη θεραπεία με κυκλοφωσφαμίδη. Αρχικά χορηγείται σε δόση 1-3 mg/kg/24ωρο per os, αυξανόμενη βαθμιαία σε 5 mg/kg/24ωρο, εάν η νόσος δεν ελέγχεται. Θεραπεία συντήρησης με την χαμηλότερη αποτελεσματική δόση.
Μυκοφαινολική μοφετίλη (2 gr/24ωρο) (Daina E et al, 1999).
5.1.20.2 ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Τοποθέτηση μεταλλικών ένθετων (stents). Ενδείκνυται σε ασθενείς με σοβαρή στένωση των αγγείων, υπέρταση ή ισχαιμία στη διάρκεια της ινωτικής φάσης της νόσου. Τα stents ελαττώνουν την στένωση των νεφρικών αρτηριών, την συνοδό νεφραγγειακή υπέρταση και την δόση των αντιϋπερτασικών, βελτιώνουν την αντοχή στις ασκήσεις και την συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια και αποκαθιστούν τις περιφερικές σφύξεις.
Διαδερμική αγγειοπλαστική με μπαλόνι. Είναι αποτελεσματική στο 90% των παιδιών με στένωση της αορτής (Tyagi S et al, 1999a; Saxena A et al, 2000). Η βελτίωση εμφανίζεται μέσα σε 24 ώρες και διατηρείται για διάστημα 3-5 ετών, δεν είναι όμως θεαματική σε περιπτώσεις εκτεταμένης στένωσης και, στο 14-20% των περιπτώσεων, η στένωση υποτροπιάζει. Η διάνοιξη της αορτής ακολουθείται από θεαματική βελτίωση της καρδιακής ανεπάρκειας (Tyagi S et al, 1999b; Saxena A et al, 2000). Η διάνοιξη των αγγείων είναι προτιμότερο να γίνεται στη χρόνια φάση της νόσου, αλλά μπορεί να γίνει ακόμα και στην οξεία φάση, εάν χρειάζεται.
Η διαδερμική αγγειοπλαστική της νεφρικής αρτηρίας είναι αποτελεσματική έως το 90% των περιπτώσεων (Sharma S et al, 1992b; Tyagi S et al, 1997). Έλεγχος της πίεσης του αίματος επιτυγχάνεται στο 60% των ασθενών.
Εκτομή και τοποθέτηση τεχνητού μοσχεύματος. Λόγω της διάχυτης, φλεγμονώδους, και πιθανώς εξελικτικής φύσης της νόσου, συνιστάται μόνο σε μη διατάσιμες συμπτωματικές στενωτικές αλλοιώσεις και σε μεγάλα ανευρύσματα (Takagi A et al, 1989). Παρεμβατική θεραπεία της στένωσης των καρωτίδων σπάνια χρειάζεται στα παιδιά (Joseph G et al, 1997).
5.1.20.3 ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Στην οξεία φάση της νόσου, χορηγείται πρεδνιζόνη σε δόση 1 mg/kg/24ωρο επί 4-6 εβδομάδες, μέχρις ότου όλες οι ενδείξεις ενεργότητας της νόσου υφεθούν. Στη συνέχεια, η πρεδνιζόνη μειώνεται σε διάστημα ενός μηνός.
Σε ασθενείς που υποτροπιάζουν στη διάρκεια της μείωσης των κορτικοειδών μπορεί να γίνουν ΕΦ εγχύσεις μεθυλπρεδνιζολόνης.
Σε περιπτώσεις ανθεκτικές στα κορτικοειδή ή για να μειωθεί η δόση των κορτικοειδών μπορεί να χορηγηθεί κυκλοφωσφαμίδη, αζαθειοπρίνη ή μεθοτρεξάτη.
Η διάρκεια της θεραπείας εξαρτάται από την κλινική εκτίμηση της ενεργότητας της νόσου.
5.1.21 ΠΡΟΓΝΩΣΗ
Η συνολική πρόγνωση της ΤΑ σχετίζεται με τον βαθμό της προσβολής των αγγείων και των τελικών οργάνων. Οι ασθενείς με σοβαρή υπέρταση, παλινδρόμηση της αορτής, αγγειοπάθεια του αμφιβληστροειδούς, ανεπάρκεια και ανευρύσματα της αορτής, πτωχή λειτουργική κλάση ή καρδιακή προσβολή έχουν χειρότερη έκβαση. Πάντως, η πρόγνωση της ΤΑ έχει βελτιωθεί με τις παρεμβατικές θεραπείες της στένωσης της αορτής και των νεφρικών αρτηριών.
Η ΤΑ, εάν δεν έχει σοβαρές επιπλοκές, έχει σχετικά σταθερή διαδρομή. Χρόνιες, «καμένες», αλλοιώσεις μπορεί να παραμείνουν στάσιμες επί πολλά χρόνια (Mandalam KR et al, 1994). Πάντως, οι αλλοιώσεις μπορεί να εξελιχθούν, ακόμα και αν η νόσος δεν έχει κλινική δραστηριότητα (Kerr GS et al, 1994).
Στα παιδιά, η ΤΑ είναι σοβαρή νόσος, σοβαρότερη από τους ενήλικες, με θνητότητα ανερχόμενη σε 10-30% (Shrivastava S et al, 1986; Dabague J and Reyes PA, 1996; Hahn D et al, 1998). Η σοβαρή νοσηρότητα και θνητότητα της ΤΑ είναι συνήθως αποτέλεσμα της στένωσης και απόφραξης της αορτής, των νεφρικών αρτηριών και των καρωτίδων.
Σε 26 παιδιά από το Μεξικό ηλικίας 3-15 ετών με ΤΑ, η συχνότητα 5ετούς επιβίωσης ήταν μόνο 35%. Οι θάνατοι οφείλονταν σε ρήξη ή ανευρύσματα της αορτής, εγκεφαλικά επεισόδια, καρδιακή ανεπάρκεια, περιτονίτιδα και μαρμαρυγή των κοιλιών.
Στους ενήλικες, οι πιθανότητες της 5ετούς έως 10ετούς επιβίωσης ανέρχονται σε 91% και 84%, αντίστοιχα (Subramanyan R et al, 1989), ενώ της 15ετούς επιβίωσης, σε 85-95%, και μόνο 2% των θανάτων αποδίδονται άμεσα στη νόσο.
5.1.22 ΑΡΤΗΡΙΤΙΔΑ TAKAYASU ΚΑΙ ΚΥΗΣΗ
Οι γυναίκες με ΤΑ συνήθως έχουν φυσιολογικές κυήσεις και τοκετούς και γεννούν φυσιολογικά παιδιά (Wong VCW et al, 1983; Matsumura A et al, 1992, Kerr GS et al, 1994). Γενικά, η κύηση δεν φαίνεται να επιδεινώνει την νόσο και η γονιμότητα των ασθενών με ΤΑ δεν επηρεάζεται. Σε άλλες γυναίκες με ΤΑ έχουν αναφερθεί σοβαρές επιπλοκές στη διάρκεια της κύησης (προεκλαμψία, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, προοδευτική νεφρική ανεπάρκεια και σηψαιμία) (Sharma BK et al, 2000).
Η θνητότητα των εμβρύων που γεννιούνται από μητέρες που πάσχουν από ΤΑ μπορεί να προβλεφθεί με βάση την προσβολή των αγγείων της μητέρας (κοιλιακή αορτή, νεφρικές αρτηρίες), την βαρύτητα της υπέρτασης, την επιπροστεθείσα προεκλαμψία και τον χρόνο επαρκούς ελέγχου της αρτηριακής πίεσης.