Ως βρογχίτις ορίζεται η λοίμωξη των αμιγών αεραγωγών, που συνήθως, σχετίζεται με γενικευμένη λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος, χωρίς να επινεμείται το παρέγχυμα. Η νόσος, συνήθως, διακρίνεται σε οξεία, που ρπσβάλλει όλες τις ηλικίες, ή χρόνια, που προσβάλλει μόνο τους ενήλικες
Παθοφυσιολογία
Στην οξεία βρογχίτιδα, συχνότερα ενχοποιείταια ο ιός του κοινού κρυολογήματος, ρινοϊοί, κοροναϊοί, και ιοί του κατώτερου αναπνευστικού, όπως οι ιοί της γρίππης, αδενοϊοί, ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός, που ευθύνονται για το πλείστον των περιπτώσεων. Το Mycoplasma pneumoniae, χαμύδια της πνευμονίας και η φαίνεται να είναι συχνό αίτιο οξείας βρογχίτιδας και η Bordetella pertussis, φαίνεται να είναι από τα σχυνότερα αίτια.
Η λοιμωξη της τραχείας και των βρόγχων εγκαθιστά υπεραιμία και οίδημα στο βλεννογόνο και αύξηση παθολογικής συστάσεως τραχιοβρογχικές εκκρίσεις. Μπορεί να σημειωθεί καταστροφή του επιθλίου σε μεγάλη έκταση, που θα αποδυναμώσει τη λειτουργία της βλεννοκροσσωτής συσκευής. Οι παθολογικής συστάσεως εκκρίσεις, παχύρευστες, δυσχεραίνουν περαιτέω την κάθαρση των αεραγωγών, Οι επανειλημμένς λοιμώξεις του αναπνεσυτικού συστήματος σχετίζονται με βρογχική υπεραντιδραστικότητα και, πιθανόν, με την παθογένεια της χχρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας.
Κλινική εικόνα
Η βρογχίτις είναι αυοϊώμενη νόσος και σπάνια αποτελεί αίτιο θανάτου. Συνήθως άρχεται ως λοίμωξη των ανώτερων αναπνευστικών οδών, με κακουχία και κεφαλαλγία, επιπεφυκίτιδα και κυνάγχη. Εκδηλώνεται με βήχα, αρικά ξηρό και αργότερα, παραγωγικό, που εμφανίζεται πρώιμα και μπορεί να παραταθεί επί μερικές εβδομάδες μετά τη λύση της ρινικής και ρινοφαρυγγικής φλεγμονής. Από τη φυσική εξέταση διαπιστώνονται ρόγχοι, ξηροί και υγροί αμφοτερόπλευροι. Η ακτινπογραφία θώρακος, εάν παραγγελεθεί, είναι αρνητική. ΟΙ καλλιέργειες πτυέλων είναι, γενικά, μικρής αξίας, λόγω της αδυναμίας να αποφευχθεί επιμόλυνση από την φυσιολογική χλωρίδα, με τις συνήθεις τεχνικές λήψεως. Καλλιέργειες και οπρλογική ταυτοποίηση του μυκπλάσματος καικαλλιέργειες ή άμεσες ανιχνέυσις με φθορίζοντα αντισώματα της Β. perτussis επί παρατεινόμενων επεισοδίων και επιδημιών.
Θεραπεία
Τα χρησιμοποιούμενα σκευάσματα αποβλέπουν στην ανακούφιση από τα συμπτώματα και, στις σπάνιες βαρύτερες πριπτώσεις, η αντιμετώπιση της αφυδατώσεως και της αναπνυστικής επινεμήσεως. Έτσι, η θεραπεία είναι συμπτωματική και υποστηρικτική. Ενυδάτωση, ανάπαυση και χορήγηση αντιπυρετικών είναι, συνήθως, αρκετά. Η ασπιτίνη ή ακεταμινοφαίνη (ενήλικες: 650 mg, παιδιά: 10-15 mg/Kg/δόση) με μέγιστη ημερήσια δόση 4 gr στους ενύλικες και 60 mg/Kg στα παιδιά, ή ιπομπορυφαίνη (ενήλικες: 200 - 800 mg ή 10 mg/kg/δόσημε μέγιστη ημερήσια δόση 3.2 g στους εήλικες και 40 mg/kg/δόση στα παιδιά). Στα παιδιά αποφεύγεται η ασπιρίνη και να προτιμάται η ακεταμινοφαίνη, λόγω της πιθναής σχέσεως της ασπιρίνηςμε το σύνδρομο Reye. Η εφύγρανση και εισπνοή ατμών μποεί να βοηθήσουν στην ρευστοποίηση και αποβολή των εκκρίσεων, Ο επίμονος, συνεχής βήχας είναι βασανιστικός και αντιμετωπίζεται με dextromethorphan, νώ ακόμη σοβαρότερος βήχας αντιμτωπίζται με κωδεΐνη ή άλλα παρόμοια. Αντιβιοτικά,συνήθως, δεν πρπεπει να χορηγούνται, εκτός και εάν η λοίμωκξη επιμείνει πέραν των 4 ημερών, οπότε πρέπει να θεωρηθεί η επιλοίμωξη από παθογόνα. Εάν αποφασιστούν, πρέπει να στρέφονται στα πλέον ύποπτα παθογόνα, όπως ο Streptococcus pneumoniae και ο Haemophilus influenzae, η να χορηγούνται, βάσει καλλιεργειών φαρυγγιικού επιχρίσματος. Το μυκόπλασμα επιβεβαιώνται από την μέτρηση υψηλών τίτλων ιζηματινών (≥1:32) ή εφόσον επιβεβαιωθούν με καλλιέργεια ή ορολογικές εξετάσεις πρέπει να αντιμετωπισθούν με ασιθρομυκίνη ή φλουροκινολόνς με δράση έναντι των παθογόων αυτών, όπως η λεβοφλοξασίνη, στους ενήλικες. Επί παρουσίας επιδημίας από ιό γρίππης Α, χορηγείται αμανταδίνη ή ριμανταδίνη, που μπορεί να επισπεύσουν την ίαση ή να ελαφρύνουν τα συμπτώματα, εάν χορηγηθούν έγαιρα.