ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ - η διαχείριση της ζωής και του θανάτου - Ο σύγχρονος κόσμος

ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ: Η διαχείριση της ζωής και του θανάτου. Κεφάλιο ΙΙΙ-σύνοψη
Επέσαμε θύματα εξιλαστήρια
Του περιβάλλοντος της εποχής[1]
 

[1] Καρυωτάκης  "Όλοι μαζί"

 Στο κεφάλαιο αυτό, επιχειρείται μια περιγραφή της σύγχρονης κοινωνίας, στα πλαίσια της οποίας επανεμφανίζεται το ευθανασιακό διάβημα, που ευδοκιμεί ως παράπλευρη συνέπεια, απότοκη του κοινωνικού αποσχηματισμού που επέφερε η αγορά, της αλλαγής του ρόλου των πολιτικών εξουσιών και της αντιλήψεως του σύγχρονου κόσμου, που ανέχεται τη διαιώνιση εκκρεμοτήτων και αναστέλλει τη λυσιτελή τακτοποίηση παρομοίων προβλημάτων, προκειμένου να χρησιμεύουν ως μέσα χειραγωγήσεως του κοινού ή κατασκευής ηγεσιών. Επιχειρείται, ακόμη να διερευνηθούν τα νεωτερικά δεδομένα που οδήγησαν σε ρηξικέλευθες μεταβολές της συμπεριφοράς έναντι της αρρώστιας και του θανάτου. Να αξιολογηθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες η ευθανασία βρέθηκε στο προσκήνιο της επικαιρότητας, είτε ως πραγματικό διάβημα των βαρέως πασχόντων ή ως ευκαιρία αναδείξεως φιλόδοξων ατόμων ή ομάδων που επιδιώκουν την κατίσχυση των θέσεών τους, μόνο και μόνο επειδή είναι αντίθετες των αντιπάλων τους και ως τέτοιες, μόνο, έχουν λόγο υπάρξεως. Να ιδωθεί το αίτημα της νομιμοποιήσεως της ευθανασίας όχι ως ένα αίτημα που πηγάζει από την απελπισία των ανιάτως πασχόντων, για τους οποίους η συμπόνια των υγιών δεν αποδεικνύεται επαρκής για την παρηγόρησή τους, αλλά στα πλαίσια της κατασκευής και ανακατασκευής προβλημάτων πολιτικής σκοπιμότητας, επί των οποίων εκτυλίσσονται  επινοημένοι ρόλοι και επισημαίνονται ηθικές τοποθετήσεις. Να ειδωθεί η ευθανασία ως ένα αίτημα, που πρωθείται ως εφικτή διέξοδος μιας κοινωνίας, της οποίας απειλείται η ευκινησία, καθώς υπό το βάρος των αναξιοπαθούντων μελών της, του "αδρανούς φορτίου της", υποχρεώνεται να επιβραδύνει το βηματισμό της προς την ευδαιμονία και να αναχαράξει την πορεία της, όπως η υποχώρηση ενός ηττηθέντος στρατεύματος που πρέπει να μεταφέρει τους τραυματίες του.

 

 

I

   "Φύσει (: όπως πίστευε ο Αριστοτέλης,[133]) ή θέσει (:όπως ήθελε Χομπς, [60]) πολιτικόν ζώον" o άνθρωπος, που συνιστά την έλλογη συνείδηση του κόσμου, συνέρχεται σε κοινωνίες τρισυπόστατος (νους, συναίσθημα, σώμα) και,  υπακούοντας στο φυσικό ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως, εντάσσεται σε ομάδες και καθορίζεται απ΄ αυτές. Εκδιπλώνοντας την εγγενή τάση του να εξελίσσεται και να προοδεύει, αφιερώνει τη ζωή του σε αλληλέγγυο αγώνα για την πραγματοποίηση μιας κοινής συμβιώσεως στον κόσμο, μέσα και δια μέσου της οποίας προωθεί τα συμφέροντά του, επεξεργάζεται τις ιδέες του, αναδεικνύει τα συναισθήματά του και χειραγωγεί τις ορμές του. Η αλληλεγγύη υπήρξε όρος για την κοινωνική ζωή. Σε συνθήκες ισορροπίας, στον άνθρωπο δεν διακρίνονται ορμέμφυτα φυγής από την κοινωνία, η οποία υπάρχει "φύσει και όχι συμβάσει" και μέσα στην οποία επιχειρεί συνεργασίες για αμοιβαίο υλικό, ηθικό και συναισθηματικό όφελος και αναζητήσεις κοινών ενδιαφερόντων, ακόμη και όταν γίνεται μάρτυρας συγκρούσεων των συμφερόντων του, των ιδεών του ή των συναισθημάτων του. Απόλυτα προσηλωμένος στην κοινωνία όπου ζει (κοινωνικόν άνθρωπος ζώον προς ούς φύσει συγγένεια έστιν [133]), αφότου αντιλήφθηκε, σκεφτόμενος ορθολογικά, ότι ο μόνος τρόπος να αποφύγουν τον αφανισμό τους ήταν η κοινωνική συμβίωση, για την οποία -όμως- επιβάλλονταν παραχωρήσεις, επιχειρεί απαντήσεις στα ερωτήματα του δυσμενούς γι αυτόν περιβάλλοντος, αντιπαρέρχεται τις αντιξοότητες που συναντά στη ζωή και ακροβολίζεται εναντίον των φθοροποιών δυνάμεων που απειλούν τη συνέχειά του ως άτομο, γένος και είδος, έχοντας ως απαρασάλευτο στόχο τη βελτίωση της ζωής του και την κατάκτηση της υλικής και ηθικής ευημερίας. Μόνο στα πλαίσια της πολιτικής κοινωνίας μπορεί ο άνθρωπος να θέτει ως εφικτό στόχο την ευτυχία, εκπτύσσοντας και ασκώντας το ειδοποιό χαρακτηριστικό του που είναι η λογική του ιδιαιτερότητα. Ο μονήρης άνθρωπος, ο ιδιώτης που πλοηγούμενος από ενδογενείς ή εξωγενείς παράγοντες επιλέγει να ζει μόνος του, αποκομμένος από την υπόλοιπη κοινωνία, στρέφει αλλοτριωτικά προς άλλη κατεύθυνση την ανθρώπινη φύση του, και συνεπώς αδυνατεί να κατακτήσει την ανθρώπινη ευτυχία, που μπορεί μόνο να τη συναντήσει εντός των πλαισίων της πολιτικής κοινωνίας.

 Η αλληλεγγύη με την οποία διατίθεται στην κοινωνία του, ευδοκιμεί σε περιβάλλον αμοιβαίας εμπιστοσύνης και υπό το συντονισμό μιας εξουσίας, στην οποία πιστεύει κατά τρόπο απόλυτο και η οποία τον απελευθερώνει από την αβεβαιότητα και τον απαλλάσσει από τον προσωπικό έλεγχο, την αγωνία από την ευθύνη δύσκολων επιλογών, την καχυποψία ή το δισταγμό, αναδεικνύοντας τη θαυμάσια ικανότητά του να δημιουργεί ανάμεσα στους πολίτες έξοχες κοινωνικές σχέσεις και αμοιβαίους ανταλλακτικούς δεσμούς. Από την πλευρά της η δημοκρατική Πολιτεία θέτει ως πρωταρχικό της καθήκον το σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου, ο οποίος της εμπιστεύθηκε τη ζωή του ανεπιφύλακτα, της μεταβιβάζει μεγάλο μέρος από το βάρος των επιλογών του και αντιλαμβάνεται το καθήκον της αυτό, ως απαραβίαστη και ανεπιφύλακτη υποχρέωση. Την πολιτεία αντιπροσωπεύουν εκείνοι που ασκούν  εξουσία και οι πράξεις της αντιπροσώπευσής της νομιμοποιούνται από το γεγονός ότι τις εντέλλονται οι δικοί της υπήκοοι. 

 Η αλληλεγγύη και η εμπιστοσύνη στην Πολιτεία συνιστούν τον πυρήνα της πολιτικής προσωπικότητας του ανθρώπου και απαρτίζουν ειδοποιά χαρακτηριστικά της κοινωνικότητάς του, το αίσθημα της οποίας οφείλει ο άνθρωπος να ενισχύει συστηματικά. Στην προσπάθειά του αυτή βρίσκει αρωγό την ίδια την πολιτεία, που αναγνωρίζει την υποχρέωσή της να τιμά την κοινωνική του βούληση και να ασκεί την εξουσία της αποκλειστικά εντός των ορίων της. Ταυτόχρονα ο πολίτης οφείλει να παραμένει εγρήγορος, υπερασπιζόμενος την πολιτική του ελευθερία και την ισότιμη κατανομή της και, όπως υποδεικνύει ο Τοκβίλ, για να το πετύχει αυτό απαιτείται να μην αθετηθεί ο δημόσιος βίος, να μην αφανισθεί ο κοινωνικός χώρος και να μην εγκαταλειφθούν τα κοινά στο κράτος. Αυτό που έκανε του αρχαίους Ρωμαίους πραγματικά ελεύθερο λαό, γράφει ο Nedham [86], ήταν το γεγονός ότι κανένας νόμος δεν μπορούσε να τους επιβληθεί χωρίς να έχει πρώτα τη συναίνεση στις συνελεύσεις του λαού. Η κερδισμένη ευημερία λοιπόν δεν πρέπει να ελπίζεται και με κανένα τρόπο δεν αποδίδεται στους ακόμη και φωτισμένους –ενδεχόμενα- ηγέτες, αλλά στους εγρήγορους πολίτες. Άλλωστε καμιά κοινωνία δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς την ιδέα της συμμετοχής σε μια κοινή προσπάθεια, όπως πολύ εύστοχα έχει παρατηρήσει ο Αλμπέρ Καμύ. Ήδη, από πολλούς αιώνες πριν, ο Θουκυδίδης εξυμνώντας την εθελούσια συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, έγραφε: "Αν η πόλη έχει καλώς στο σύνολό της ωφελεί περισσότερο τους πολίτες παρά αν ευτυχεί μεν ο καθένας χωριστά αλλά η πόλη κλονίζεται στο σύνολό της∙ γιατί α όνθρωπος, ακόμη και εάν ευτυχεί ατομικά καταστρέφεται μαζί με την πατρίδα του αν αυτή καταστραφεί∙ ενώ αν η πατρίδα του ευτυχεί, έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να διασωθεί".

Σχεδόν όλοι οι θεωρητικοί των κοινωνικών δομών συμφωνούν ότι κάθε φορά που το άτομο παραιτείται της συμμετοχής του στην εξουσία που τον κυβερνά, κάποιος άλλος, άλλοι ή ομάδα συμφερόντων καταλαμβάνουν το κενό της απουσίας του. Τότε αυτός ή αυτοί θα θεσπίσουν τους δικούς τους νόμους, θα αναπτύξουν τους δικούς τους θεσμούς και θα επιχειρήσουν για τους παρακάτω λόγους να εγκλωβίσουν τα άτομα, άλλοτε με μεθόδους ωμής βίας, καταστολής, ακόμη και κατοχής, κι άλλοτε με θεσμίσεις, συγκροτημένες στη βάση της λεπτομερούς μελέτης της ψυχολογίας του. Ο έλεγχος και η εξάρτηση τώρα είναι πιο απόλυτη και ταυτόχρονα η εξουσία εμφανίζεται περισσότερο δημοφιλής και λιγότερο δεσποτική, πιο λαοπρόβλητη και λιγότερο ιδιοτελής, δεν συνεγείρει αντιδράσεις: ο άνθρωπος υποτάσσεται παθητικά. Όμως, η ενασχόληση με τα κοινά και την πολιτική έχει νόημα για τους πολίτες και τους πολιτικούς όταν συμβαδίζει με την ηθική, βασίζεται στην ιδεολογία, διέπεται από ένα σύνολο κανόνων, έχει στόχο την προσφορά και τη δημιουργία και ασκείται από άτομα τα οποία έχουν προηγούμενα φροντίσει τη διανοητική, ηθική και αισθητική τους καλλιέργεια [85].

 

 

 

 

ΙI

 

Στη μακραίωνη διαδρομή του, ο άνθρωπος, μετατρέποντας τις εμπειρίες του σε παραδόσεις που τον διαμόρφωσαν και αποτελούν ήδη, καθοριστικά χαρακτηριστικά της ιστορικής του δομής, παρωθείται συνεχώς από μια έντονη βούληση προσαρμογής, μια πρόθεση συναινέσεως, την οποία τρέφει και συντηρεί αμείωτη τόσο ο ίδιος, όσο και το σύστημα θεσμών και μορφών ζωής, που οργανώνει κι εξειδικεύει με τις επινοημένες ενέργειές του, μέσα και δια μέσου του οποίου αναδεικνύει τις ροπές του και προωθεί τις επιδιώξεις του. Η μορφή, που, σε κάθε ιστορική στιγμή, λαμβάνει η κοινωνία εξαρτάται από το που εδράζεται το κέντρο της νομιμότητας: στο θεό, το δεσπότη, στα άτομα-πολίτες, που ενεργούν ως σύνολο για το κοινό καλό ή σε κάποιες ομάδες ιδιοτελών επιδιώξεων, μια νομενκλατούρα που προωθεί τα δικά της συμφέροντα, παγιδεύοντας τη λαϊκή κυριαρχία. Ανάλογα με την αφετηρία από την οποία εκπορεύεται η εξουσία και λαβαίνει οδηγίες δράσεως, θα δειγματιστεί η απόχρωση της δημοκρατικότητάς της και, στο βαθμό που θα επιτύχει την εξασφάλιση κοινής ωφέλειας, θα βαθμονομηθούν οι τάξεις του πολιτισμού. Έτσι, το πολίτευμα με τους εσκεμμένους νόμους, θεσμούς και κανόνες του θα διακριθεί, κατά τον Αριστοτέλη, στη μοναρχία, την αριστοκρατία και την πολιτεία (όταν ένας, λίγοι ή πολλοί κυβερνούν προς όφελος του συνόλου). Ο Αριστοτέλης απέρριπτε ως λανθασμένα ή "παρεκβάσεις" τα πολιτεύματα στα οποία ένας, μια ομάδα ατόμων ή οι πολλοί κυβερνούν για δικό τους όφελος. Οι συντακτικοί νομοθέτες του σύγχρονου κόσμου έχοντες ζήσει την απαίσια εμπειρία της καταπατήσεως της ανθρώπινης αξιοπρέπειας από τα εθνικοσοσιαλιστικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα, θέτουν την ανθρώπινη αξία ως καταστατική αρχή της έννομης τάξης, τιθεμένη πάνω από την λαϊκή κυριαρχία, η οποία πλέον νοείται και ερμηνεύεται υπό το φως του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, που αναγνωρίζεται ισότιμα σε κάθε ανθρώπινο πλάσμα, χωρίς εξαιρέσεις, διακρίσεις ή εκπτώσεις. Σε διαφορετική περίπτωση ανοίγει ο δρόμος προς τον ολοκληρωτισμό, έστω και με τη λεοντή της λαϊκής κυριαρχίας. Εάν η τελευταία, ασκείται σε βάρος των ατομικών δικαιωμάτων εν γένει, αλλά και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ειδικότερα, οδηγεί νομοτελειακά στη δουλεία και την εκμετάλλευση του λαού από τους ηγέτες του. Η κυρίαρχη έκφραση της αναγνωρίσεως της αξίας του ανθρώπου είναι η προστασία και η προαγωγή της ατομικής του ελευθερίας, δηλαδή της απόλυτης ευχέρειας να ασκεί τις σωματικές, πνευματικές και ψυχικές του ικανότητες, κατά την επιδίωξη των επιθυμητών στόχων του, εντελώς ανεμπόδιστα, να ενεργεί –μέσα στα πλαίσια της εξουσίας του- σύμφωνα με τις δυνάμεις του και να απολαμβάνει απεριόριστη ελευθερία εκφράσεως. Η προαγωγή της ελευθερίας και η ανάδυση της ατομικής και συλλογικής ευημερίας ως ηθική επιταγή της πολιτικής οικονομίας αναδύεται ως απόλυτη προτεραιότητα με το έργο του καθηγητή Αμάρτια Σεν, ο οποίος τιμήθηκε με το Νόμπελ οικονομικών. Στο βιβλίο του  "η ανάπτυξη ως ελευθερία" υποστηρίζει, συγκεκριμένα, ότι η αξιολόγηση της προόδου πρέπει να γίνεται με πρωταρχικό κριτήριο το κατά πόσο ενδυναμώνονται οι ελευθερίες των ανθρώπων. Διευκρινίζοντας, ο Σκίννερ [105] υπογραμμίζει ότι όταν λέμε για κάποιους ότι έχουν ενεργήσει ελεύθερα εννοούμε ότι "έχουν επιτελέσει μια πράξη που είχαν τη βούληση να επιτελέσουν, χωρίς εξωτερικό κώλυμα ή εμπόδιο", αλλά και χωρίς πίεση ή πειθαναγκασμό. Είναι άξιο κάθε θαυμασμού, πόσες μέθοδοι εφαρμόζονται και με τι ρυθμό επινοούνται προκειμένου να πειθαναγκάζονται οι πολίτες, σε επιλογές εντελώς αντίθετες από την πραγματική τους βούληση, χωρίς ταυτόχρονα να φαίνεται ότι χάνουν την αυτονομία τους και ότι απεμπολούν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα. Στις περιπτώσεις, πχ., της εκούσιας ευθανασίας, η οποία βασίζει την ηθική της αναγνώριση, στο γεγονός ότι απευθύνεται σε άτομα τα οποία έχοντα απολέσει κάθε πιθανότητα να συνεχίσουν μια "άξια να βιωθεί" ζωή, επιλέγουν την αυτοκτονία –αιτούμενοι μάλιστα ιατρική συνδρομή γι αυτό- υπό όρους δήθεν απόλυτης διατηρήσεως του δικαιώματος της αυτονομίας και αυτοδιαθέσεώς τους, ενώ πρόκειται για άτομα, επί των οποίων οι δυσμενείς συνέπειες της ανίατης παθήσεώς τους, όπως η εξάρτησή τους από συσκευές και περιποιήσεις τρίτων συνεπάγονται βάναυσο τραυματισμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς τους, ενώ οι αρνητικές συγκυρίες και πλήρης έκπτωση της διανοητικής τους ικανότητας, ως αποτέλεσμα των βασανιστικών πόνων,  τους έχουν, ήδη, αφαιρέσει την αυτονομία τους, την οποία ελπίζεται να ανακτήσουν, με την αποκατάσταση της υγείας τους και όχι με την απώλεια και της ίδιας τους της ζωής.  

Αντίθετα με την χομπσιανή αντίληψη, κατά την οποία "ο νόμος είναι ένα ανθρώπινο τέχνημα αυστηρά εξωτερικό προς τον καθένα, τον οποίο ούτε αλλάζει ούτε μεταβάλλει ούτε μορφοποιεί και έναντι του οποίου εγγυάται μόνο την ειρηνική συνύπαρξη [62], οι θεσμοί, οι νόμοι και τα Συντάγματα, διαμορφώνουν τη συμπεριφορά μας, στο μέτρο που εξασφαλίζουν την τεκμαρτή σιγουριά της πειθαρχήσεώς μας. Όχι επειδή ενεργοποιούν τους φόβους μας για τις συνέπειες της ανυπακοής, κάτι το οποίο, επίσης, θα μπορούσε να ισχύει και πράγματι ισχύει κάτω από ποικιλία περιστάσεων, αλλά επειδή μας παροτρύνουν να σκεφτόμαστε με τέτοιο τρόπο, ώστε να παραιτούμαστε από τη βούλησή μας για ανυπακοή και να αποκτούμε βούληση για υπακοή και κατόπιν να ενεργούμε ελεύθερα, με βάση τη βούληση για υπακοή που έχουμε αποκτήσει. Το ίδιο πράγμα ισχύει για όλα τα πατροπαράδοτα δόγματα – εκείνα που αφορούν στη σωφροσύνη και τη γνώση της ζωής και εκείνα που αφορούν στην ηθική ή τη θρησκεία και το ίδιο ισχύει για κάθε παροιμία, λαϊκή σοφία ή παράδοση, που όλοι τη γνωρίζουν και την αποδέχονται άκριτα, ανακαλώντας την κάθε φορά που η ίδια η εμπειρία τους υποχρεώνει να την επιβεβαιώσουν. Ως τότε, την γνωρίζουν μεν, την υποστηρίζουν αόριστα, αλλά δεν συνειδητοποιούν το αληθινό νόημά της. Τα ήθη και οι νόμοι είναι για την κοινωνία ό,τι και η δίαιτα για τους ανθρώπους. Κατά τον ίδιο τρόπο, γράφει ο Ιπποκράτης, που η δίαιτα έχει επιπτώσεις στην υγεία των πολιτών, κατά τον ίδιο τρόπο οι συνήθειες και οι νόμοι έχουν επίδραση στους ανθρώπους [160]: τους κάνουν να συμπεριφέρονται ομοιότροπα. Οι κοινοί τρόποι συμπεριφοράς διαμορφώνονται από τις επινοημένες φόρμες δογμάτων, παραδόσεων, εθίμων και συνηθειών, διαμορφώνουν το αντίστοιχο τοπικό ή ευρύτερο πολιτισμικό πλαίσιο και δημιουργούν στα μέλη της κοινότητας την αίσθηση του "ανήκειν". Ανέκαθεν, λέει ο J. Mill [92], οι άνθρωποι στην πρακτική ζωή τους υπόκεινται "στη σιωπηρή επίδραση μιας αρχής, όχι φανερά αναγνωρισμένης". Ο άνθρωπος, πράγματι, είναι φτιαγμένος από εύπλαστο υλικό και η ευκαμψία του υλικού καθορίζει και το όριο της αντοχής του στην "πρέσα" της προσαρμογής. Εμφανίζεται ιδιαίτερα ενδοτικός προ των πιέσεων, ιδιαίτερα διαλλακτικός προ των εναντιώσεων, γεγονός που δικαιώνει την εμμονή του Μακιαβέλι στον εύπλαστο χαρακτήρα των ανθρώπων [174]. Παρόλο ότι είναι γνήσιο παράγωγο της διεκδικήσεως ("πατήρ πάντων πόλεμος" όπως έλεγε ο Ηράκλειτος -201), ο άνθρωπος,  φαίνεται ότι, εμπλέκεται απρόθυμα στους μηχανισμούς της, παρασυρόμενος από κάποια αόρατη ώθηση, συνήθεια ή υποχρέωση∙ σπάνια εμφανίζεται αποφασισμένος για νικηφόρες διαπραγματεύσεις. Και το κάνει συνήθως τότε μόνο όταν έχει εξασφαλισθεί από πριν η έκβαση της μάχης. Σύμφωνα με μια ρήση του Νίτσε, η συνήθεια κάνει πιο επινοητικό το χέρι μας και πιο αδέξιο το νου μας.

Η σύγχρονη κοινωνία συνεχίζοντας -ορθά- να θεσπίζει θεσμούς, δια των οποίων επιδιώκει τον προσανατολισμό των ατομικών δράσεων, τον συντονισμό τους, ώστε να συντείνουν προς το ατομικό και κοινό όφελος, την ανάπτυξη και την πρόοδο, βρέθηκε μέσα σ΄ένα σύστημα συγκεντρωτικού ετεροκαθορισμού όπου τα άτομα δρουν κινούμενα κατά απόλυτα προβλέψιμο τρόπο, ακόμη και όταν δεν επισείεται η επιβολή κυρώσεων. Πραγματικά, η αληθινή ισχύς δε βρίσκεται στη δύναμη εκείνου από τον οποίο εκπορεύονται οι εντολές, αλλά στην ευπείθεια εκείνου που υπακούει. Η ιστορία και η θεωρία δείχνουν ότι οι οπαδοί δημιουργούν τους ηγέτες και όχι το αντίστροφο. Η κατίσχυση των νόμων ερείδεται αποκλειστικά στην πρόθεση των πολιτών να τους σεβαστούν και ό,τι συνήθως συμβαίνει είναι πράγματι ότι αυτό ισχύει. Και ισχύει μόνο και μόνο επειδή ο άνθρωπος είναι γενετικά δομημένος να είναι υπάκουος, αλλιώς απορρίπτεται από την κοινωνία, μαζί με τα ατίθασα γονίδιά του που τον καθιστούν αδιάλλακτο. Οι νόμοι, οι θεσμοί, τα συντάγματα όχι μόνο αντιμετωπίζουν τους πολίτες ως ώριμες κοινωνικές οντότητες, αλλά τους συγκροτούν ως υποκείμενα με προβλέψιμες φιλοδοξίες, συγκεκριμένη αυτοαντίληψη και φόβους, καλλιεργούν πεποιθήσεις για τη σχετική σημασία γεγονότων και καταστάσεων, αναδεικνύοντας προβλήματα και βαθμονομώντας τη σοβαρότητά τους. Με τη βοήθεια διαφόρων φορέων και συμμαχιών της εξουσίας, όπως τα ΜΜΕ, τα ιδρύματα μελέτης κοινωνικών δράσεων και οι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί, τα φερτά αυτά προβλήματα κατασκευάζονται έτσι, ώστε, από τη επινοημένη βαρύτητά τους, αλλά και από τις προτεινόμενες λύσεις τους ή τη διατήρησή τους ως εκκρεμότητες, να ενισχύεται η πίστη στην ηθική ευαισθησία της εξουσίας και των ατόμων που την διαχειρίζονται, αλλά και να παραβλέπονται ολισθήματα τα οποία θα δημιουργούσαν ερωτηματικά σχετικά με την ευαισθησία αυτή. Οι θεσμοί δεν απαιτούν μόνο μια συγκεκριμένη, προδιαγεγραμμένη συμπεριφορά, αλλά αναμορφώνουν δραστικά τον άνθρωπο, εθίζοντάς τον σε τρόπους συμπεριφοράς, αναμενόμενους από όλους και τηρούμενους, πράγματι, από τους περισσότερους. Έτσι, στις πολιτισμένες κοινωνίες κυριαρχεί ο τύπος ανθρώπου που συμπεριφέρεται προσηκόντως, προσαρμόζοντας τα φρονήματά του στις υποχρεώσεις του, στα πλαίσια της ισχύουσας τάξης πραγμάτων, την οποία ενσωματώνουν μάλλον με καλοπροαίρετη ευπείθεια.

Οι νόμοι δεν είναι παρά τα κατάστιχα στα οποία εγγράφουμε μια θέληση. Τίνος τη θέληση, εξαρτάται αποκλειστικά από το ισχύον σύστημα εξουσίας. Αυτό που θα έκανε μια κοινωνία να λογίζεται ελεύθερη είναι το γεγονός ότι οι νόμοι της, οι κανόνες και οι θεσμοί της θεσπίζονται με τη συναίνεση όλων των πολιτών ως συνόλου. Διότι όσο αυτό δεν συμβαίνει η κοινωνία θα κινείται προς αυτή ή εκείνη την κατεύθυνση από μια βούληση διαφορετική από τη δική της, με συνέπεια να στερείται την ελευθερία της. Επομένως το κύρος του Νόμου δεν θα είχε να κάνει μόνο με το περιεχόμενό του (: ένας ανήθικος, καταχρηστικός ή αντιβαίνων στην κοινή αίσθηση νόμος δεν έχει πιθανότητες να τηρηθεί), αλλά και με το περιέχον του (: ο βαθμός στον οποίο η πολιτεία επιβάλλει την εφαρμογή του ισότιμα και σε όλη την επικράτειά της). Αυτή η έξοχη συνένωση της ελευθερίας με το νόμο ήταν, άλλωστε, και το βασικό θέμα των ηθικών ενασχολήσεων του Καντ και το κατατεθέν σήμα της προσωπικότητάς του.

Στη βάση αυτής της δυνατότητας προσαρμογής σε περίπλοκους κανόνες που διέπουν την ανάμειξη του ανθρώπου στην κοινωνία ενεργοποιήθηκαν οι μηχανισμοί του εκπολιτισμού του. Ενός εκπολιτισμού που απέδωσε ρηξικέλευθα αποτελέσματα ως τροποποίηση της συνειδήσεως, κυρίως με την τιθάσευση της εξωτερικεύσεως των ορμών, με την εκλογίκευση των επιδιώξεων και των διεκδικήσεών του, δηλαδή με τη διακανονισμένη μεταβολή της συμπεριφοράς του. Επομένως ανάλογα με την επιδιωκόμενη συμπεριφορά η πολιτεία μπορεί να συντάσσει νόμους, θεσμούς, συντάγματα.

Αφότου αναγνωρίσθηκε η εγγενής τάση του ανθρώπου στην κοινωνικότητα και η προσήλωσή του στη λειτουργία των θεσμών, αφότου ρυθμίστηκε η συμπεριφορά του ανθρώπου εθίζοντάς τον σ΄αυτούς τους τρόπους συμπεριφοράς, αφότου αναγνωρίσθηκε ότι όποιος ακολουθεί δίχως ουσιώδη αντίσταση το γράμμα του νόμου εσωτερικεύει σύντομα και το πνεύμα του, αφομοιώνει και το ηθικό περιεχόμενό του, διαπιστώθηκε, περαιτέρω, ότι μια προεσκεμμένη συμπεριφορά μπορεί να διασφαλιστεί με την κατάλληλη εισαγωγή διαταγμάτων και θεσμών, ακόμη και με την κοινοποίηση εκκρεμών ζητημάτων ή άλυτων προβλημάτων. Δεν είναι επομένως απαραίτητο να συμφωνεί καμιά πλειοψηφία για τη νομιμοποίηση της ευθανασίας και τους όρους εφαρμογής της. Ικανή και αναγκαία συνθήκη είναι να υπάρξει η σχετική φιλοσοφική υποστήριξη του εισαγόμενου νομοθετήματος, να πραγματοποιηθεί η σχετική εκστρατεία ενημερώσεως και διαμορφώσεως κοινής γνώμης και ο κόσμος θα συμμορφωθεί σε άλλοτε άλλο διάστημα, όπως έχει πειθήνια εθιστεί και αναγνωρίζει τα εγκλήματα, στη φτώχεια, στην ανεργία, τη διάθεση τροποποιημένων τροφών τις αμβλώσεις και τις διακρίσεις σε βάρος μειονοτήτων ως παρεκκλίσεις συμφυείς με την κοινωνία στην οποία ανήκει. Όλα αυτά εξακολουθούν να συντηρούνται ως προβλήματα για μεγάλες χρονικές περιόδους και έναντι των οποίων εμφανίζονται συνεχώς προτάσεις επιλύσεώς τους, όχι όμως και λύσεις. Από τη διατήρηση εκκρεμών προβλημάτων τίθενται κάποιοι σε μειονεκτική κατάσταση, ενώ δημιουργούν ευκαιρίες σε τρίτους. Διαφορετικές κοινωνικές ομάδες που προωθούν διαφορετικά συμφέροντα, αδημονούν να ακολουθήσουν μια γραμμή δράσης και να την αποκαλέσουν "λύση", ενώ η εξουσία αρκείται στο να διαιτητεύει αυτές τις αντιμαχίες, ενισχύοντας την μια ή την άλλη αντιπαλότητα, ανάλογα με τις επιρροές που υφίσταται και την ασφάλεια που αισθάνεται. Κλίνοντας προς τους περισσότερους ή ακόμη και ενθαρρύνοντας τη δημιουργία ετεροβαρών κατανομών, διασφαλίζει πλειοψηφίες σε άλλα θέματα, που συγκεντρώνουν το άμεσο ενδιαφέρον της. Οι νομοθετικές πράξεις αντανακλούν και εκλογικεύουν την κυρίαρχη ιδεολογία και μπορούν να μετασχηματίζουν κατά βούληση την κοινωνική κατάσταση ενός λαού [107]. Ανάλογα δηλαδή με το ισχύον πλέγμα νόμων και διατάξεων μπορεί ο άνθρωπος να καταστεί πιο φιλειρηνικός ή πιο ετοιμοπόλεμος, υπομονετικός, καρτερικός και νηφάλιος ή παρορμητικός, καχύποπτος και πιο νευρικός, πιο πειθήνιος ή πιο δύσπιστος, κατά πως τον θέλει το επιδιωγμένο σύστημα θεσμών και μορφών ζωής. Με τους νόμους όλες οι μεταρρυθμίσεις είναι δυνατές. Από αυτούς και μόνο εξαρτάται η ευημερία των φτωχών με έξοδα των πλουσίων ή, ακόμη, και η εξώθηση περισσοτέρων στη φτώχεια προς όφελος των επιχειρηματιών. Ο λόγιος Δημ. Καταρτζής, σημαίνουσα προσωπικότητα του Ελληνικού διαφωτισμού, έγραφε, περιγράφοντας την εθνική υπόσταση του τότε ρωμιού: "...έχοντας γνωστούς πολιτικούς νόμους και ρητούς εκκλησιαστικούς κανόνες τον κάμνει τέτοιον και διαφορετικό από κάθε άλλον" . Αφού οι θεσμοί διαμορφώνουν τη συμπεριφορά μας, μπορεί να υποθέσει κανείς ότι μπορούμε να συντάσσουμε νόμους, θεσμούς, διατάγματα και συντάγματα, με τα οποία να οριοθετούνται συγκεκριμένα μοντέλα συμπεριφοράς.

Παρά τη διακηρυσσόμενη ανιδιοτέλειά τους, υπάρχουν επιφυλάξεις, αν, όντως, οι θεσμοί συστήνονται προκειμένου να επιτελέσουν τους σκοπούς που ισχυρίζονται ότι επιχειρούν να επιτελέσουν και στο παρελθόν τουλάχιστον, η ανθρωπότητα υπήρξε μάρτυρας παρόμοιων μηχανεύσεων, χωρίς να περνάει απαρατήρητο ότι και στο σύγχρονο κόσμο μας, η ιστορία συλλαμβάνεται να κλείνει, πάλι, σε κάποιους πονηρά το μάτι. Ένα παρόμοιο, π.χ., σύστημα ταυτόχρονης ανάφλεξης θα μπορούσε να αξιοποιηθεί από τους ιθύνοντες μιας κατάλληλα οργανωμένης εξουσίας, προκειμένου να καταστήσει τη συμπεριφορά των πολιτών σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό προβλέψιμη, χωρίς, μάλιστα, να κατηγορηθεί ότι καταφεύγει σε μέσα βίας ή καταστολής, επιτυγχάνοντας διαρκή εναλλαγή εκφοβισμού και διαβεβαιώσεων, αγωνίας και εφησυχασμού, εντάσεως και χαλαρώσεως, ασάφειας και ακρίβειας, άγχους και ελπίδας, που συντελείται μέσα από την κατασκευή πραγματικών ή φανταστικών εχθρών, συμμαχιών, θέτοντας την κοινωνία σε μια ταλάντωση, από την οποία της είναι αδύνατο να ξεφύγει. Για τη σύγχρονη εξουσία, αυτή ακριβώς είναι η επιθυμητή κατάσταση της ανθρώπινης φύσης και αυτός είναι ένας πιθανός τρόπος ασφαλούς εμπεδώσεώς της.

Το γεγονός ότι οι άνθρωποι διαβιούν εντός των κοινωνικών τους πλαισίων με τους νόμους τους, τους θεσμούς τους, τους αποδεκτούς ή απαράδεκτους τρόπους συμπεριφοράς, παραμένοντας σε γειτνίαση ο ένας με τον άλλο κι ερχόμενοι σε καθημερινή συνάφεια, όπως τα κύτταρα ενός ιστού που, πάνω στη θεμέλιο ουσία τους, ζουν μεν αυτόνομα, αλλά λειτουργούν υπό το καθεστώς εξωτερικού συντονισμού, σαν κομβικά σημεία ενός συγκυτιακού δικτύου, κατά το οποίο δεν απαιτείται εφαρμογή ερεθίσματος σε κάθε κύτταρο χωριστά (: δηλαδή μια σαφής εντολή, σαφής ως προς το περιεχόμενο και τον αποδέκτη της, που να προωθείται με κάποιου είδους νευρική σύνδεση, με ένα κατασκευασμένο σύστημα διασποράς) αλλά η διέγερση του ενός κυττάρου μεταδίδεται αυτόματα στο γειτονικό (: ο καθένας αναπαράγει τη συμπεριφορά  του διπλανού του). Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν αναρωτιέται πια, "τι προτιμώ;" ή "τι θα ταίριαζε στον χαρακτήρα και τη φύση μου" ή "τι θα βοηθούσε ό,τι καλύτερο κι ευγενέστερο έχω και θα του έδινε τη δυνατότητα ν΄αναπτυχθεί και να ευδοκιμήσει;" Αντίθετα, αναζητούν να  μιμηθούν εκείνο που κάνουν οι άλλοι, όχι όλοι οι άλλοι, αλλά εκείνοι οι άλλοι που ανήκουν στην ίδια οικονομική ή στην ανώτερη τάξη.

Ενας ευτυχισμένος άνθρωπος... Ο δρ Νικόλας Χρηστάκης, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και, σύμφωνα με το Time, ένας από τους 100 ανθρώπους με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο, απολαμβάνει στιγμές χαλάρωσης με την οικογένειά του σε πρόσφατες διακοπές του στην Αθήνα. Σε εξέλιξη βρίσκεται μακροχρόνια έρευνά του για τον ρόλο των κοινωνικών δικτύων στη «διάδοση» συναισθημάτων, πεποιθήσεων και συνηθειών και βέβαια στη μετάδοση της ευτυχίας.

Για το σύγχρονο άνθρωπο είναι αδιανόητο να έχουν κάποια προτίμηση για  πράγματα που δεν είναι συνηθισμένα. Επιθυμούν ό,τι επιθυμεί το πλήθος∙ κι έτσι επιθυμούν ό,τι προβάλλεται από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, τα μέσα μαζικής ενημερώσεως ή –καλύτερα- τα μέσα μαζικής αναπροσαρμογής. Ο σύγχρονος άνθρωπος πασχίζει να  ταυτιστεί με τα εικονιζόμενα πρόσωπα στις δισδιάστατες γιγαντοαφίσες και τα προβαλλόμενα στην τηλεόραση πρότυπα. Η σύγχρονη διαφήμιση δεν είναι ενημέρωση· δεν είναι πληροφόρηση· είναι επιταγή και είναι γενναιόδωρη επειδή προσφέρεται σε όλους, χωρίς εξαίρεση, ατελώς. Κάθε γιγαντοαφίσσα, κάθε σπότ στην τηλεόραση προβάλλει δεσποτική· απαιτεί μια de facto υποχρέωση του σύγχρονου ανθρώπου να συμμορφωθεί χωρίς περιστροφές. Όχι μόνο η  εκκεντρικότητα της συμπεριφοράς, αλλά κάθε ατομικότητα, κάθε είδους διαφορετικότητα αποφεύγονται σαν εγκλήματα. Και τελικά, "αφού οι άνθρωποι δεν υπακούουν στη ίδια τους τη φύση, δε διαθέτουν καμιά φύση: οι ανθρώπινες ικανότητες είναι μαραμένες και νεκρές[1]". Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι ανίκανος για ισχυρές επιθυμίες ή έμφυτες απολαύσεις και δεν έχει γνώμη ή αισθήματα που τα ανέπτυξε ο ίδιος. Η οντολογικά επιβαλλόμενη απρόβλεπτη ετερότητα των προσώπων καταργείται∙  η διαφορετικότητα  στη νόηση συρρικνώνεται· η μοναδικότητα στη κρίση αλλοιώνεται· η ανομοιότητα στα αισθήματα απομειώνεται μέχρι αφανισμού, ως μη αποδοτική· οι ελεγχόμενες παρεκκλίσεις που διαταράσσουν την κυρίαρχη ομοιομορφία, η βραχυλογία και η απονευρωμένη ενατένιση του ασταμάτητου ρεύματος πληροφοριών, αποτελούν τα επιθυμητά χαρακτηριστικά του εικονικού κόσμου μας. Αναζητούμε μάταια να εντοπίσουμε την απτή μας πραγματικότητα, που μας ωθεί όχι μόνο να ξεχάσουμε το παρελθόν και να αγνοήσουμε επιδεικτικά το μέλλον μας, αλλά να ψάχνουμε με αγωνία να εντοπίσουμε ένα ολοένα πιο "τώρα", στο τρέχον "τώρα" μας, να βιώσουμε κάτι λίγο πιο νωρίς, από το ήδη νωρίς μας, να κατακερματίσουμε το χρόνο μας σε άπειρα μερίσματα χωρίς συνέχεια, έτσι που να μπορεί να αποσπαστεί με ευχέρεια από το σώμα της ιστορίας, προκειμένου να ελεγθεί και να καταστεί διαθέσιμος ως ζωικότητα και όχι ως βίωση στο πλαίσιο του κυβερνοχώρου. Κοιτάζουμε στην αλλοτινή θέση του ανθρώπινου νου και δε βλέπουμε παρά μια ανελίκωτη γέλη, ψάχνουμε στην αλλοτινή θέση της ανθρώπινης καρδιάς και συναντάμε μια μηχανική αντλία, έναν γλοιώδη και στιλπνό μηχανισμό, ευχερώς αντικαταστάσιμο με τιτάνιο, που έχει αναλάβει την κυκλοφορία του αίματος∙ και το αίμα δεν μεταφέρει πια οξυγόνο και συναίσθημα, αλλά μόνο καταλυτικά ένζυμα παραγόμενα σε εκρηκτικούς ρυθμούς. Ένζυμα, αποκλειστικά προοριζόμενα να εξυπηρετήσουν τις φαγοπεπτοαφοδευτικές και βουβωνικές διεργασίες του φιλάρεσκα αυτοπροσδιορισθέντος  homo sapiens. Το μόνο που εκτιμάει η εξουσία από κάθε ανθρώπινο πλάσμα είναι τα πεπτικά του ένζυμα, που καταλύουν τα προϊόντα των πολυεθνικών. Εξαλλαγμένο κύτταρο, ο κάθε πολίτης στη συγκυτιακή δομή της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας, αναπτύσσεται ραγδαία και άναρχα σαν καρκινικός ιστός με μοναδική λειτουργική σκοπιμότητα την κατανάλωση.

Η κοινωνία είναι περισσότερο παρά ποτέ κατακερματισμένη, καθώς τα μέλη της συγκυτιακής δομής έχουν απολέσει τη δυνατότητα της μεταξύ τους επικοινωνίας, δεχόμενα "εντολές" και μεταδίδοντας ερεθίσματα προερχόμενα μόνο από το κεντρικό συντονιστικό όργανο, που είναι η εξουσία και οι διαχειριστές της. Ο Αιμίλιος Βεάκης τόχε κάποτε πει παραστατικά: "Δεν είναι τρόπος να γνοιαστούν να μιληθούν οι ανθρώποι. Καθένας χώρια το σαρκί, το εγώ καθένας χώρια, κι ένας βυζαίνει ταλλουνού το γαίμα να χορτάσει και πίσωθέ τους ύπουλο το κλεφτοσκυλολόι τους διαγουμάει το έχει τους και τους το ρουφάει". Η συγκυτιακή διάταξη εξασφαλίζει την ακαριαία διάδοση των εντολών, την αποδοχή επινοημένων εκκρεμοτήτων, ως προβλημάτων που απαιτούν άμεση λύση και την ταυτόχρονη και πανομοιότυπη αντίδραση μέγιστης αναλογίας των μελών της κοινωνίας, διαμορφώνοντας πλειοψηφίες, με τη μέγιστη φειδώ ενέργειας και το δραστικότερο περιορισμό εναντιώσεων.

Πάνω στη συγκυτιακή συνάρμοση του ατόμου στον κοινωνικό του ιστό, που τον θέτει έναντι της εξουσίας σε σχέση υπαγωγής, μπορούν εύκολα να διαχυθούν μόδες, πεποιθήσεις, αντιλήψεις, κοσμοθεωρίες και να διαδοθούν τάσεις. Με τον τρόπο αυτό, υιοθετούνται αβασάνιστα απόψεις, συνήθειες και τρόποι συμπεριφοράς, προτείνονται σκόπιμες ιεραρχήσεις προβλημάτων, τα οποία εξηγούνται με βάση ποικιλομορφία αιτιών. Συντηρώντας τις τυπολογίες της ειδησεογραφίας, των δημοσίων συζητήσεων και των ακαδημαϊκών κειμένων κατασκευάζονται συναινέσεις και διοχετεύονται ιδεολογίες σαν μια αλυσιδωτή αντίδραση που μετά την κεντρική βηματοδότησή της επεκτείνεται από άτομο σε άτομο, καταλαμβάνοντας ολόκληρη την πανανθρώπινη κοινωνία ή άλλοτε άλλου μεγέθους τμήμα της. Με τον δούρειο αυτόν τρόπο, κάθε λογής ετεροκαθορισμοί είναι δυνατόν να διεισδύουν στις ανθρώπινες κοινωνίες, να ενσωματώνονται στην κοινωνική εικόνα των ατόμων, χωρίς να είναι απαραίτητο κανείς να καλογνωρίζει την προέλευση και την απότερη σκοπιμότητά τους, κάνοντας τα άτομα να αποκτήσουν κοινόκτητα χαρακτηριστικά που συνεπάγονται ομοιόμορφες επενέργειες. Με τον τρόπο αυτό, επίσης, η λύση κάποιων προβλημάτων παραμένει σε μόνιμη ή παρατεταμένη εκκρεμότητα, απ΄ την εμπρόθετη επιδίωξη κάποιων που αποσκοπούν στην ενίσχυση της επιρροής τους, προτείνοντας αενάως λύσεις, αλλά όχι και υλοποιώντας τις.

Πάνω στα επινοημένα προβλήματα οι διάφορες ιδεολογικές σέχτες, ιδίως εκείνες που στηρίζουν δικτατορίες, κεκαλυμμένα ή απροκάλυπτα απολυταρχικά καθεστώτα, αντιπαραθέτουν επιχειρήματα και διισταμένες απόψεις και διαγκωνίζονται μεταξύ τους  προκειμένου να επιβληθούν. Ιδιαίτερα, από τη  σύμπραξη της βιολογίας με την πολιτική συμπήχτηκαν δόγματα και βιοπολιτικές επινοήσεις που ξάφνιασαν την ανθρωπότητα και χρησιμοποιήθηκαν ως άλλοθι των φρικαλεοτήτων και των αποτρόπαιων πράξεών τους.

Οι δυνάστες και οι δικτάτορες των νεότερων χρόνων επικαλούνται τέτοια εσφαλμένα ή σκόπιμα παραποιημένα δόγματα της βιολογίας προκειμένου να επιχειρήσουν συγκεντρωτικά ετεροκαθορισμένες διαμορφώσεις της κοινωνίας, όπως συνέβη στην προπολεμική Γερμανία και την υστερικόμορφη εμμονή της στη διαμόρφωση μιας φυλετικής τελειότητας "υπεράνθρωπων"  που ούτε υπήρξε ούτε μπορούσε βιοπολιτικά να διαπλαστεί. Με αυτήν την πρόθεση νομιμοποιήθηκε η ευθανασία που διαδόθηκε αμέσως, με ενεργοποίηση του συγκυτίου και υιοθετήθηκε –άκριτα- ως πεποίθηση από μεγάλη αναλογία του γερμανικού λαού, -μεταξύ των οποίων πολλές φωτισμένες διάνοιες- που ανέχτηκε τη δολοφονία 2500000 αναξιοπαθούντων μειοψηφιών.

Όχι σπάνια, τα προβλήματα ξεπερνάνε τη σκοπιμότητα για την οποία κατασκευάζονται και αναδεικνύονται ως πραγματική απειλή για την κοινωνία, Έτσι, με τη νομιμοποίηση της ευθανασίας στην προπολεμική Γερμανία, εξυπηρετήθηκε η πρόθεση ανακατανομής των οικονομικών διαθεσίμων για κοινωνική πρόνοια και διευκολύνθηκε η εξοικείωση του Γερμανικού λαού με το θάνατο, λίγο πριν την έκρηξη του πολέμου που έμελλε να πλημμυρίσει την οικουμένη με εκατόμβες, αλλά προβλήθηκε ως πρόθεση αποκαταστάσεως της αγνότητας της γερμανικής φυλής, εξασφαλίζοντας πλειοψηφική συναίνεση από τον γερμανικό λαό και διαδόθηκε ως η κοινοποιήσιμη αιτιολόγησή της. Έτσι άρχισε μια επιχείρηση που προοδευτικά έλαβε διαστάσεις χιονοστιβάδας, θανατώσεως των προβληματικών παιδιών, των ασθενών με μόνιμη αναπηρία, "προκειμένου να εξοικονομηθούν χρήματα για τα υγειά παιδιά της Γερμανίας αλλά ακόμη και κοινωνικών μειονοτήτων, όπως οι ομοφυλόφιλοι, οι Εβραίοι και οι τσιγγάνοι, ομάδων, δηλαδή, που θεωρήθηκαν βιολογικά μειονεκτικοί ή και επιβλαβείς, προκειμένου να περισώζονται χρήματα για τα "υγιή παιδιά", μιας καταρρέουσας οικονομικά Γερμανίας. Αναπτύχθηκε μια φιλολογία με βάση το βιβλίο "Άδεια για καταστροφή της ζωής που είναι ανάξια για ζωή" των Binding και Hoche [11] και κατασκευάστηκε ένα πρόβλημα, δίνοντας έμφαση σ΄ένα φαινόμενο ήσσονος σημασίας, δηλαδή στον έτσι κι αλλιώς χαμηλό επιπολασμό των διανοητικά καθυστερημένων και σωματικά ανάπηρων παιδιών, το οποίο λαθροβίωνε ανέκαθεν στην ανθρώπινη κοινωνία χωρίς να αποτελεί εμπόδιο στην ανάπτυξή της.

Με το ολοκαύτωμα συγκαλύφθηκε η πρόθεση εξοικονομήσεως χρημάτων για την εξοπλιστική προετοιμασία της Γερμανίας του Β παγκοσμίου πολέμου κι ενώ οι οριζόμενοι με τεχνητό τρόπο ευγονικοί στόχοι της προπολεμικής Γερμανίας διατυπώθηκαν ασαφώς ή υπήρξαν αντιφατικοί, οδηγήθηκαν στα κρεματόρια και τους θαλάμους αερίων εκατομμύρια ασθενείς, αλλά και μειονοτικές ομάδες. Η ναζιστική Γερμανία, ακολούθως, αφού εξοικειώθηκε με μορφές επιδιωγμένου θανάτου, διολίσθησε σ΄ένα καταστροφικό κατήφορο που  απέληξε στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως και στο ολοκαύτωμα. Είναι απορροίας άξιο πώς πείσθηκε, σε τόση έκταση, και με τόση ευχέρεια, ένας βαθιά θρησκευόμενος  και καλλιεργημένος λαός, όπως ο γερμανικός, να συναινέσει σε τέτοιας εκτάσεως δολοφονίες, εφόσον γνώριζαν καλά, ότι η ηθική ενοχή της αφαιρέσεως της ζωής δεν αίρεται ούτε καν μετριάζεται ακόμη και ένα επρόκειτο από την ειδεχθή πράξη να προκύψουν οφέλη για άλλες ομάδες πληθυσμού. Ο Mill στο περίφημο δοκίμιό του για την ελευθερία [91] αναφέρεται στo θεατρικό έργο "the London Merchant" του George Lillo, στο οποίο ένας μαθητευόμενος, ο George Barnwell λήστεψε το αφεντικό του και δολοφόνησε το θείο του, προκειμένου να εξασφαλίσει χρήματα για να συντηρεί την ερωμένη του. Ο Mill αποφαίνεται: ακόμη και να το έκανε για να αποκατασταθεί επαγγελματικά, ακόμη και τότε έπρεπε να απαγχονιστεί.

Η κατασκευή προβλημάτων και οι προτάσεις δήθεν επιλύσεώς τους που αποβλέπουν στην τακτοποίηση αλλότριων εκκρεμοτήτων ή στη διευκόλυνση αποδοχής επινοημένων σκοπιμοτήτων, προκειμένου να μεγιστοποιήσουν την υποστήριξη που θα τους δοθούν,  αποτελεί μια συνηθισμένη πρακτική κυβερνητικής δράσης, αλλά και άλλων σχεσιακών συστημάτων, που φτάνει ακόμη και μέχρι τις διαπροσωπικές συναλλαγές καθημερινότητας, όχι απαραίτητα ενσυνείδητη ή εσκεμμένη. Έτσι, η σύνδεση μιας επιδιωγμένης γραμμής δράσης μ΄ ένα καθημερινής εμβέλειας πρόβλημα, φορτισμένο μάλιστα συναισθηματικά, όπως η διαχείριση χρονίως πασχόντων, η ενδοοικογενειακή βία, η κακοποίηση  ανηλίκων κλπ., αποδεικνύεται ιδιαίτερα αποδοτική επειδή οι αρμόδιοι μπορούν εύκολα να πείσουν τους εαυτούς τους και τους άλλους, επινοώντας εύληπτη επιχειρηματολογία, για τη ρητορική και την ηθικότητα των αιτιάσεών τους. Ως αποτέλεσμα, η ίδια επιχειρηματολογία μπορεί να κυριαρχεί επ΄ αόριστον στη διαδικασία χάραξης πολιτικής ακόμη και εάν αποδεικνύεται ξεκάθαρα ότι είναι ασαφής, παρωχημένη ή και άκυρη. Ως παράδειγμα θα μπορούσε να εμφανιστεί η διαρκώς επαναλαμβανόμενη προεκλογική εξαγγελία του κράτους πρόνοιας, όταν αυτό είχε ήδη παραμερισθεί στην Ευρώπη, ως αντιοικονομικό και αναποτελεσματικό και ως εκτροφείο κάθε φύσεως διαφθοράς.

 

 

ΙΙI

 

Ο άνθρωπος, καθοριζόμενος πλέον από την οικονομία (μαρξιστική παρέμβαση) και τις υποσυνείδητες συσσωρεύσεις του (φροϋδική παρέμβαση) καθίσταται άθυρμα αυτών των δυνάμεων που τον εγκλωβίζουν χωρίς απαραίτητα να ενεργοποιούνται ιμπεριαλιστικές μέθοδοι ή ένοπλες κατοχές. Οι τοπικές κυβερνήσεις αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορούν, δεν πρέπει και ούτε χρειάζεται να χρησιμοποιούν πλέον μεθόδους ωμής βίας, ενόσω, εξασφαλίζουν καλύτερα αποτελέσματα με τις ατέρμονες δανειοδοτήσεις και τις πρακτικές του πλαστικού χρήματος ή καταφεύγοντας σε ψυχολογικές μεθόδους ελέγχου της σκέψεως, στην καθυπόταξη των συνειδήσεων, στην πρόκληση εμπλοκής στις συλλογιστικές ικανότητες των πολιτών, στη διασπορά συγχυτικών παραπληροφορήσεων, στην παραχώρηση προνομίων ως επιβράβευση της ευπείθειας, της συναινέσεως, της υπακοής, στη διατήρηση του ακατάληκτου φόβου. Ο δυϊσμός των επιστημών επί σκηνής. Η Βιολογία, π.χ., επιδιώκει να προσεγγίσει μεθόδους γονιδιακής παρεμβάσεως και μετατροπών στον γενετικό κώδικα, με τις οποίες είναι δυνατόν να επηρεασθούν προς επιδιωγμένες κατευθύνσεις σχετικά με τη νοημοσύνη στοιχεία της φλοιϊκής λειτουργίας, όπως η οξύνοια, η βραδύνοια, το βάθος και η έκταση της μνήμης, το ευέξαπτο ή μη του χαρακτήρα, το συναισθηματικό επίπεδο κλπ. O J Rostand από το 1956 διατεινόταν ότι "με ειδικές ορμόνες ή άλλες ουσίες θα μπορούσαν να αυξηθούν οι πνευματικές ικανότητες του ανθρώπου", δηλαδή ο άνθρωπος θα είναι δυνατόν να αγοράσει οξύνοια, αγνότητα ή ταπεινοφροσύνη. Με επεμβάσεις στο γενετικό κώδικα μπορεί να τροποποιούνται "κατά το δοκούν" η νοημοσύνη, η κρίση, η μνήμη, η αισθαντικότητα και η ψυχική συμπεριφορά του ανθρώπου

Πράγματι, οι επιστήμες υπηρετώντας την γνώση χάριν του ειδέναι,  συνεπάγονται την απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά της φύσης την οποία απομυθοποίησαν, ερμηνεύοντάς την, τον έθεσαν ταυτόχρονα υπόχρεο στη νέα τάξη πραγμάτων που συνεπάγονται. Αν είναι αλήθεια ότι οι ηγέτες δημιουργούνται από την ανάγκη για ασφάλεια και προστασία, έναντι κινδύνων που ελλοχεύουν στην καθημερινότητα, τότε οι ίδιοι οι ηγέτες κάνουν ό,τι μπορούν για να κατασκευάσουν τις απειλές που συντηρούν αυτές τις ανάγκες. Ένας φίλος μου ελληνοαμερικανός, που πολέμησε στο Βιετνάμ, μου θύμισε ταινίες παγκόσμιας εμβέλειας όπως ο "σεισμός", η "φωτιά", ο "πόλεμος των άστρων" τα "σαγόνια του καρχαρία" κι άλλες που εμφανίστηκαν όλες τη δεκαετία του ’70 στις κινηματογραφικές αίθουσες και στόχευαν να ενισχύσουν τον αέναο φόβο των πολιτών: φόβο έναντι της καθημερινότητα της ζωής. Ακόμη ότι στο σχολείο μάς μαθαίνανε να κρυβόμαστε κάτω από τα τραπέζια ώστε να προετοιμαζόμαστε για την ημέρα που θα εκδηλωνόταν ο από "βορρά κίνδυνος". Έπρεπε να ζούμε σε συνθήκες φόβου. Ο κόσμος πρέπει να φοβάται. Να φοβάται τους κακοποιούς, τους "δράκους", τους εμπόρους ναρκωτικών, που πληρώνουν τους δεσμοφύλακες και είναι όλοι έξω από τις φυλακές, ή που δεν έχουν ακόμη συλληφθεί και εξακολουθούν να κινούνται ανενόχλητοι μεταξύ μας, τις τρομοκρατικές οργανώσεις που, παραμένοντας ασύλληπτοι, παίζουν το φθοροποιό παιχνίδι τους, πετώντας μολότοφ ανάμεσα στα πόδια μας ή ρίχνοντας αεροπλάνα πάνω σε πολυσύχναστα κτίρια, τους οικονομικούς μετανάστες, το κράτος, την αστυνομία, τη δύσπιστη εφορία. Αυτό βοηθάει αποτελεσματικά τους μηχανισμούς χειραγωγήσεως, που συναρμόζονται γύρο από ένα κεντρικό γρανάζι. Έτσι, μπορεί να κατισχύσει ένα αυταρχικό καθεστώς, που ασκεί άλλοτε άλλης εντάσεως πιέσεις, να δημιουργήσει πλατειά υποστηριγμένες αυθόρμητες, δήθεν, θέσεις ευρείας αποδοχής και "κατασκευασμένες συναινέσεις", χωρίς να κινητοποιήσει μηχανισμούς, ένεκα των οποίων θα μπορούσε να διαφανεί η δεσποτική νοοτροπία του και να στοχοποιηθεί.

Αυτή η αθόρυβη, δυσδιάκριτη διοχέτευση εντολών παιδαγωγικής επιδράσεως επιτρέπει τον καλλωπισμό της υπονομευτικής λειτουργίας των καθεστώτων, όποιας προελεύσεως, τα οποία δεν ενδιαφέρονται να έχουν την αυθόρμητη συναίνεση του ανθρώπινου δυναμικού σε βάρος του οποίου ασκούν τη δεσποτική εξουσία τους, αλλά απλώς να είναι στερρά συνδεδεμένοι στο συγκυτιώδες πλέγμα τους. Ο Noam Chomsky [30] υπενθυμίζει την τρέχουσα άποψη: Η χώρα πρέπει να κυβερνάται από "υπεύθυνους" πολίτες, μια πρωτοπορία, "φτιαγμένη από πολύτιμα υλικά και όχι από ευτελέστερα που είναι φτιαγμένοι οι κοινοί πολίτες", οι οποίοι πρέπει, απλώς, να πείθονται, να κάθονται φρόνιμα, να συμφωνούν με ό,τι συμβαίνει γύρο τους και να είναι βέβαιοι ότι οι "άριστοι" διαλέγουν σωστά "πριν απ΄ αυτούς γι αυτούς", και ότι αυτά που συμβαίνουν είναι τα καλύτερα από όσα μπορούν να του συμβούν. Αυτή η τάση της κατασκευασμένης συναίνεσης νομιμοποιεί πράξεις που κάτω από τον πιο πρόχειρο έλεγχο θα φαίνονταν άδικες, διακριτικές ή ιδιοτελείς, αλλά ήδη περνάνε απαρατήρητες ή, σε χειρότερη ακόμη περίπτωση, υπό την εγκριτική επευφημία του ευπειθούς λαού. Με τη μέθοδο της κατασκευασμένης συναίνεσης του επαρκώς πληροφορημένου ασθενούς, που είναι τόσο αρεστή στους βιοηθολόγους, μερικούς νομικούς και, πρόσφατα, κάποιους νομοθέτες και βιοΐατρούς, επιχειρείται, π.χ., να ηθικοποιηθεί η ευθανασία και, έτσι, να λάβει την πολυπόθητη νομιμοποίησή της. Τη συναίνεση του λαού έχει ανάγκη η αγορά προκειμένου να βεβαιωθεί για τα όρια της επικράτειάς της, να σχεδιάζει στρατηγικές επεκτάσεώς τους και να εξασφαλίζει την χωρίς κλυδωνισμούς και ανταρσίες εξουσία της. Ενός λαού, ο οποίος εκπαιδεύεται να ασχολείται μόνο με επιπόλαια πράγματα, όπως η κατανάλωση και η ασφυκτική περιχαράκωση από υλικά αγαθά και να ξεχνά τις "επικίνδυνες" ιδέες της συμπόνιας, της αλληλεγγύης, της φροντίδας των άλλων, της συμμετοχής στα κοινά και, γενικότερα, τις ανθρώπινες αξίες. Ενός λαού που διατηρεί μια μόνο γραμμή επικοινωνίας με την κοινωνία, την τηλεόραση, έναντι της οποίας παραμένει δεκτικός, αναμένει καθοδήγηση και περιμένει να του υποδειχθούν οι προεσκεμμένες αντιδράσεις του. Ένας τέτοιος λαός παρωθείται να παραμένει απαθής προ της καταργήσεως των βασικών του δικαιωμάτων, όπως της εκλογής των αντιπροσώπων του με διαφανείς διαδικασίες και με την κρυστάλλινα εκφρασμένη εντολή να υπηρετεί αποκλειστικά και μόνο τα συμφέροντά του, το δικαίωμα της ελευθερίας εκφράσεως, της εργασίας και της ασφάλειας.

 Όπως παρατηρεί ο Edelman, όποιος μεγαλώνει στη σημερινή κοινωνία είναι βέβαιο ότι θα συνειδητοποιήσει, σε κάποιο βαθμό, ότι η ατομική ψήφος είναι περισσότερο ένας τρόπος αυτοέκφρασης και νομιμοποίησης των εκ των υστέρων τεκταινομένων δράσεων παρά επιρροής και ότι ο δεσμός ανάμεσα στις εκλογές και την κατανομή πόρων ή την ανάδειξη αξιών είναι χαλαρός [42].  Όποιος μεγαλώνει στη σημερινή κοινωνία, δεν αποκλείεται μεταξύ πληθώρας κατασκευασμένων συναινέσεων στις οποίες έχει ήδη διολισθήσει, να συναινέσει και στην ενεργητική ευθανασία, παρ΄ όλο ότι μια στοιχειώδης διερεύνηση θα τον οδηγούσε στην αποκάλυψη ότι ο υποκρυπτόμενος στόχος είναι η κατάργηση όλων των προνοιακού χαρακτήρα εξόδων, η διάθεση του αποθεματικού των ασφαλιστικών ταμείων σε ιδιωτικές επενδύσεις και η ενθυλάκωση των κερδών που οι επενδύσεις αυτές αποφέρουν, ότι η ευθανασία, ασύμβατη με την ιπποκρατική ιατρική, αναδύεται στην εποχή μας ως αναπόφευκτη παράπλευρη απώλεια τής απόλυτα στηριγμένης στην τεχνολογία βιοϊατρικής, που συσσωρεύει ασθενείς τελικού σταδίου και οριστικά αναπήρους.

Με εξασφαλισμένη τη βατότητα του συγκυτίου, αρκεί μια μικρή ομάδα ατόμων να ενστερνισθεί μια συνήθεια, να προκληθεί έτσι, μια μικρή ανάφλεξη, ένας σπινθήρας, που στη συνέχεια θα προβληθεί τεχνικά, με την οργανωμένη δράση των προπαγανδιστικών μέσων μαζικής επικοινωνίας (: μαζικού συντονισμού) ως εντεινόμενη κοινωνική τάση, να διεγερθεί από ένα εμπρόθετο ερέθισμα ή να προσλάβει μια παράσταση και τότε, το ένα μετά το άλλο όλα τα άτομα της κοινωνίας σπεύδουν να υιοθετήσουν την ίδια συμπεριφορά. Τέτοια παραδείγματα, αβίαστης υποταγής μπορούν να αναφερθούν πολλά: Η φρενίτιδα που οδήγησε σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού  στο χρηματιστήριο και στις πυραμίδες. Ο "θεσμός" του γρήγορου φαγητού που χρειάστηκε για να διευκολυνθεί η ουσιαστική κατάτμηση του χρόνου εργασίας, η κατάργηση του οκταώρου, η περαιτέρω συρρίκνωση του ελεύθερου χρόνου και η διάλυση της οικογενειακής συνοχής. Ο μοντέρνος τρόπος διασκέδασης με την εκκωφαντική μουσική στο μισοσκόταδο, τον μέχρι ακινησίας συνωστισμό, που καταργεί αποφασιστικά κάθε πιθανότητα επικοινωνίας μεταξύ αγνώστων ή γνωστών που παραμένουν άγνωστοι και σαν άγνωστοι συνυπάρχουν για άλλοτε άλλα χρονικά διαστήματα ή και σ΄ όλη τους τη ζωή. Η εικονική επικοινωνία μέσω του διαδικτύου κλπ. Κάθε δράση που απολήγει στη σύγκλιση των ανθρώπων μεταξύ τους αποθαρρύνεται συστηματικά και αντικαθίσταται από εναλλακτικές επιλογές που επάγουν την ατομικότητα και την απομόνωση του κάθε ανθρώπου στο γυάλινο κελί του, το οποίο διαπερνά μόνο η συγκυτιακή διέγερση, κεντρικά εκπεμπόμενη. Ο ελεύθερος και αγοραίος έρωτας, π.χ., περιορίζει δραστικά την τεκνοποίηση∙ επομένως, η νομιμοποίηση των οίκων ανοχής και η διευκόλυνση του ελεύθερου έρωτα με την κατάλληλη προσαρμογή των ηθών συνιστά ένα αποδοτικό μέσον για τον έλεγχο των γεννήσεων, όπως η ανοχή στην ομοφυλοφιλία υπήρξε παλαιόθεν αποδοτικό μέτρο περιστολής της ανεξέλεγκτης αύξησης του πληθυσμού.

Κατά αντίστοιχο τρόπο, μπορούμε να υποθέσουμε ότι προσπάθεια νομιμοποιήσεως της ευθανασίας αποσκοπεί στην εξοικονόμηση κεφαλαίων που θα διοχετευθούν σε αλλότριες επενδύσεις, τα οποία θα έπρεπε να δαπανηθούν για την περίθαλψη και την υποστήριξη ασθενών, ακόμη και όσων βιώνουν την  παραπλανητικά χαρακτηριζόμενη ως αναξιοβίωτη ζωή, εκείνων, δηλαδή, που ευρίσκονται σε τελικά στάδια σε τελικά στάδια ανίατης παθήσεως ασθενείς ή των οριστικά αναπήρων και ιδίως γι αυτούς, επειδή το αναξιοβίωτο της ζωής, ακόμη και εάν ήταν έτσι, δεν προεξοφλεί και το ανεπίστρεπτο των διαδικασιών της. Αλλά το ανεπίστρεπτο των διαδικασιών της ζωής και όχι το αναξιοβίωτο είναι που αποκλειστικά καθορίζει τη χρονικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και τις τεθείσες υποχρεώσεις προστασίας της ζωής. Η σπουδή για τη νομιμοποίηση της ευθανασίας, μάλιστα, φαίνεται να δικαιολογείται από το γεγονός ότι, εξαιρώντας τα κόστη για την περιγεννητική νοσηρότητα και θνησιμότητα, οι ιθύνοντες ανησυχούν πολύ για τη συντριπτικά μεγαλύτερη αναλογία κονδυλίων, που δαπανάται για την περίθαλψη ατόμων τρίτης ηλικίας, τη λειτουργία των μονάδων εντατικής θεραπείας και των ιδρυμάτων αποκαταστάσεως.

Εκτός από τον έλεγχο των γεννήσεων, η κοινωνία ενδιαφέρεται, επίσης, για το είδος των ανθρώπινων φαινοτύπων που θα αναμιγνύονται στην κοινωνία, θα στελεχώνουν τις παραγωγικές δράσεις της και θα καταναλώνουν τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα της. Με μεθόδους συγκεντρωτικής ετερορυθμίσεως, η κοινωνία διασφαλίζει την εύκοσμη εμφάνιση των μελών της, επιταχύνοντας ό,τι θα μπορούσε να κάνει πιο ανθρώπινα (αλλά υπό σημαντικά βραδύτερους ρυθμούς) η φυσική επιλογή και φαίνεται ότι προωθεί ήδη τον έλεγχο του θανάτου τους, με τη νομιμοποίηση της ενεργητικής ευθανασίας. Μέθοδοι συγκεντρωτικής ετερορυθμίσεως, ως τεχνητές επιλογές, που επιβάλλουν κατασκευασμένες συναινέσεις ως δήθεν αυθόρμητες κοινωνικές τάσεις, ρυθμίζονται με κατάλληλα επινοημένες ανακατασκευές νόμων, θεσμών και συνταγμάτων. Η πυρηνική ενέργεια πχ., προϋποθέτει κι επιβάλλει μια κοινωνία συγκεντρωτική, ιεραρχημένη και αστυνομευομένη, που θα επιτευχθεί με κατάλληλες διοχετεύσεις ερεθισμάτων και τάσεων στη συγκυτιακή δομή της αντίστοιχης κοινωνικής ομάδας. Στην επίδραση των νόμων και συνηθειών αποδίδει ο Ιπποκράτης το γεγονός ότι οι Ευρασιάτες ήταν λιγότερο θαρραλέοι από τους Ευρωπαίους[2]. Η τρομοκρατία είναι ένα παραστατικό παράδειγμα, επειδή κάνει τους ανθρώπους να αποδέχονται περικοπές της ελευθερίας τους κι εκπτώσεις των δικαιωμάτων τους, με τόση ανακούφιση [!] μάλιστα, έτσι, που θα μπορούσε κανείς εύκολα να εξηγήσει τη διακρατική "αδυναμία" καταπολεμήσεώς της.

Ο μέσος σύγχρονος άνθρωπος φέρνει στο αναμνηστικό του αλλεπάλληλες εμπειρίες κατακτητή και κατακτημένου, πλούσιου και φτωχού, επιτυχημένου και παρία, Για ό,τι και να έχει εξελιχθεί, η εξέλιξη έχει επιτευχθεί υπό τους θεσμικούς καταναγκασμούς άλλοτε του δεσποτισμού, ύστερα της γραφειοκρατίας και τώρα των managers -όλοι τους αποκλειστικοί εκπρόσωποι μιας χωρίς ευθύνη εξουσίας, που αυτόκλητα παρεμβλήθηκαν στις αντίστοιχες ιστορικές εποχές –οι οποίες χαρακτηρίστηκαν από τα συγκεκριμένα αίσχη τους- και αλλοίωσαν την προσπάθεια της κοινωνίας να διαμορφώσει καλύτερες συνθήκες συλλογικής διαβιώσεως, κοινωνικής αλληλεγγύης και ατομικής ευημερίας. Οι κάστες αυτές, επιδαψιλεύοντας την ιδιωτική άποψη της ελευθερίας για τους εαυτούς τους και την πολιτική της εκδοχή για το λαό, όχι τελείως στην τύχη ή από ιστορική συγκυρία απότοκη διαφόρων πολιτικών διαπλοκών, αλλά από τυχαρπαστική διορατικότητα των ίδιων, επιδόθηκαν στη συντήρηση, επέκταση και ασφυκτικό έλεγχο της συνέχειας και της βατότητας του συγκυτίου, μέσα στα όρια του οποίου κινούνται οι άνθρωποι ως άτομα και κοινωνία, δρώντας στα πλαίσια μιας ασύδοτης και αντικοινωνικής υπερφιλελεύθερης διακινήσεως της αγοράς, που κάθε μέρα γίνεται και πιο κερδοσκοπική. Στον παρόντα αιώνα, οι managers είναι μια συντεχνία, διαρκώς πολυπληθέστερη που δέχεται μια μόνο λογική, εκείνη του ιδιωτικού υπερκέρδους και της συσσωρεύσεως πλούτου στους οικονομικά ιθύνοντες επιχειρηματίες, από τους οποίους εξάλλου χρηματοδοτούνται με βάση τις αυξομειώσεις των κερδών τους και όχι στη βάση σταθερών μηνιαίων αποδοχών, όπως οι κοινοί εργαζόμενοι. Μετέρχονται εκτεχνικευμένων δράσεων, χωρίς ηθικές δεσμεύσεις ή κοινωνικές αναφορές, χωρίς πολιτικό έλεγχο, παρακάμπτοντας κυνικά όλα τα θεσπισμένα Κοινωνικά Συμβόλαια και Οικουμενικές Διακηρύξεις Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τα οποία αντιλαμβάνονται περίπου ως μουσειακό υλικό, που χαρακτηρίζει προγενέστερες εποχές, που εξαιτίας τους σημείωσαν εντελώς περιορισμένη οικονομική ανάπτυξη. Καταπατούν ανενδοίαστα οποιαδήποτε ηθική αρχή ή κοινωνική κατάκτηση, προκειμένου να αυξήσουν τα υπερκέρδη των μεγάλων αφεντικών τους και, συρόμενοι από το άχθος να καταστούν επιλέξιμοι σε βασίλεια ευρύτερης οικονομικής επικράτειας, καθίστανται προοδευτικά σκληρότεροι και θρασύτεροι. Οι ιθύνοντες του είδους αυτού, οι οποίοι πλημμύρισαν το δημόσιο βίο κάθε κοινωνίας, είναι αυτάρεσκοι και εξοργιστικά επιεικείς με τους εαυτούς τους, δεν ενδιαφέρονται για τα κοινά προβλήματα και τους κοινωνικούς  στόχους, ακόμη και όταν τα αναφέρουν στις τοποθετήσεις τους. Η αλαζονεία και η υβριστική στάση τους έναντι των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων συνιστά το πρώτο αμάρτημα της παγκοσμιοποιούμενης οικονομίας, που ικανοποιείται με τα μέχρι τώρα επιτεύγματά της στην καταπολέμηση του πληθωρισμού και μένει απαθής στη συντήρηση μακροοικονομικών ανισορροπιών, λόγω των οποίων εργαζόμενοι, ημιάνεργοι και άνεργοι καθίστανται ολοένα φτωχότεροι, και στις "φούσκες" των δήθεν επενδύσεων. Έτσι, η κοινωνία διαστρωματώνεται σε αυτούς που νοιάζονται μόνο για τα χρήματα και σε εκείνους, που νοιάζονται για την κατίσχυση του ανθρωπισμού, "άλλοι γαρ χρημάτων και άλλοι ανθρωπισμού δέονται").

Σ΄ αυτές τις κάστες συρρέουν, κατά κανόνα, διχασμένες προσωπικότητες  που ισορροπούν ανάμεσα στην ακόρεστη δίψα της επικυριαρχίας, με τη βία ή το δόλο, απότοκη μιας μόνιμα φιλοπόλεμης ματαιοδοξίας και της βασανιστικής δυσπιστίας τους, έναντι όλων των άλλων, που μπορεί να απειλήσουν την υπεροχή τους. Σε αυτόν τον ανελέητο ανταγωνισμό, που τείνουν να τον εμπεδώσουν ως οριστικό τρόπο κοινωνικής ζωής, και στην αγωνία που γεννά το αίσθημα του κινδύνου, προερχομένου από τις αναμενόμενες κι εκδηλωμένες δολιεύσεις των αντιπάλων τους, έρχεται να προστεθεί μια ανεξάντλητη επιδειξιμανία, που τους παρωθεί, προκειμένου να πειστούν για τη δύναμή τους, να επιδιώκουν να διαβάσουν τον τρόμο στα μάτια των άλλων. Είναι αυτοί για τους οποίους ο Χόμπς επεφύλαξε τη διαβόητη έκφραση ότι ο "άνθρωπος είναι λύκος για το συνάνθρωπό του". Είναι ένθερμοι υποστηρικτές δογμάτων που συνεπάγονται θρυμματισμό της κοινωνικής συνοχής και κατίσχυση της ανεργίας, της μειώσεως του κόστους εργασίας αδιαφορώντας για την εξάπλωση της φτώχειας που πλήττει ανεξέλεγκτα εργαζομένους και ανέργους, ενώ πολλαπλασιάζει έναν πακτωλό που διανέμεται ανάμεσα στους ίδιους και τα αφεντικά τους. Διατείνονται ότι η ελεύθερη οικονομία της αγοράς θα επιλύσει όλα τα προβλήματα απασχόλησης, υποαπασχόλησης και υποβάθμισης, ενώ στη βάση αυτών των προβλημάτων μπορούν μόνο να εκτυλίσσουν τα αντιλαϊκά και απανθρωπιστικά τους πλάνα και ότι όποιος δε συμμερίζεται τις φιλοδοξίες τους είναι αντιδημοκρατικός και επικίνδυνα αυτιστικός. Φυσικά, βλέπουν τη ζωή σαν αμιγές οικονομικό άνυσμα και κάθε ανθρώπινη ύπαρξη σαν καταναλωτική μηχανή αδιάλειπτης λειτουργίας. Εμφορούμενοι από τις αντιλήψεις αυτές, είναι ακραιφνείς απολογητές της ευθανασίας, καθώς κάθε υπερήλικας, σωματικά ή ψυχικά ανάπηρος ή ασθενής σε τελικά στάδια, τους είναι καταναλωτικά αδιάφορος ή και επιζήμιος: ένα αδρανές φορτίο, από το οποίο η οικονομικά σφύζουσα κοινωνία πρέπει να απαλλαγεί όσο μπορεί ταχύτερα.  

Για να εδραιωθεί η βασιλεία αυτής της λέσχης των οικονομικών παραγόντων χρειάστηκε να απονευρωθεί η επίσημη πολιτική εξουσία, κάτι για το οποίο δεν συναντήθηκαν ιδιαίτερες δυσκολίες, επειδή όλες οι πολιτικές, που εφαρμόζονται σήμερα, προσχώρησαν ή συναίνεσαν με περισσότερη ή λιγότερη ορμή, με λιγότερη ή περισσότερη επιφυλακτικότητα στην ευρεία χρήση του συγκυτίου, προκειμένου να εκληφθούν οι βουλημικές επιδιώξεις κερδοσκοπίας και οι διάφορες μορφές οικονομικής απορύθμισης ως "αριστουργήματα" λαϊκής κυριαρχίας, τα οποία αμέσως ενσωματώνονται στα ήθη και λειτουργούν ως θέσφατα. Έτσι, η πολιτική εξουσία αντί να αναχαιτίζει την "πάσει δυνάμει" επέλαση της λέσχης, αντί να αναπτυχθεί απέναντι στην επιδιωγμένη υποδούλωση της κοινωνίας, κατέστη πειθήνιο όργανό της και συμπεριφέρεται ως εάν αυτή και όχι ο κυρίαρχος λαός, με τα σθεναρά και εγρήγορα, αλλά και τα ασθενή ή καμφθέντα μέλη του, είναι ο εντολέας της και ο τελικός κριτής της αποδόσεώς της. Πασχίζουν συστηματικά, με κάθε πρόσφορο μέσο (και τι προσφορότερο του χρηματισμού) να εκμαυλίζουν κάθε οργανισμό ή ανεξάρτητη αρχή που ήταν εξουσιοδοτημένος να την εξουδετερώσει. Όπως διαβεβαιώνει ο Chomsky, όσο ισχυρότερες είναι οι ομάδες αυτές, τόσο περισσότερους πολιτικούς προωθούν που εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους και τόσο περισσότερο θέτουν τους πολίτες εκτός των κέντρων λήψεων αποφάσεων, αποσαθρώνοντας τις πολιτείες και αποπροσανατολίζοντας την κοινή πορεία της ανθρωπότητας από την ευημερία και την πρόοδο.

Τα μέλη της διαρκώς πολυπληθέστερης αυτής λέσχης, λειτουργούντα αρχικά ως σύμβουλοι, παρατρεχάμενοι ή επηρεαστές της πολιτικής εξουσίας, γρήγορα μεταπήδησαν στο "θρόνο" και από σύμβουλοι του "ηγέτη" αυτοανακηρύχτηκαν σε "ηγεμόνες" περιορίζοντας την πολιτική εξουσία σε ρόλο εκτελεστικών οργάνων. "Les souverains rangent aux parvenus (: οι άρχοντες αφήνουν το προβάδισμα στους νεόπλουτους). Όσο, προοδευτικά, μεταμορφώνονται σε μια εξουσία που δεν αναχαιτίζεται εύκολα από το νόμο, επειδή δεν εκτίθενται ως δημόσιο πρόσωπο, από το οποίο μπορεί να απαιτούνται εξηγήσεις, τόσο πιο παθιασμένα ποθούν να καταργήσουν όλα όσα τους αντιτίθενται. Και όσο περισσότερο αναπτύσσουν τούτη τη δεσποτική συμπεριφορά του "δεσμείν και λύειν", τόσο περισσότερο εκτοπίζουν την καθιερωμένη πολιτική εξουσία, σε απλή διαχειρίστρια της ορισμένης διαμορφώσεως και τόσο περισσότερο την εγκλωβίζουν σε ρόλους επινοημένους, ώστε να εξασφαλίζεται η ευαρέσκειά τους, όπως είναι η διόγκωση του κράτους και η χειραγώγηση του λαού, η εκτροπή του σε ανούσιες ενασχολήσεις και στερούμενα σημασίας ενδιαφέροντα, ενώ παράλληλα τον διατηρούν σε ετοιμότητα να επωμιστεί τους κινδύνους και να αναλάβει το κόστος των αποτυχημένων οικονομικών εγχειρημάτων τους. Με άλλα λόγια, διασπάθισαν ή εκκολπώθηκαν τον κοινωνικό πλούτο, αποθάρρυναν την πνευματική συμβολή στα κοινωνικά δρώμενα και ποδηγέτησαν τις κυβερνήσεις κάνοντάς τις να υπηρετούν τυφλά τα συμφέροντά τους και να ασκούν ετεροβαρώς την εξουσία τους προς όφελος της κερδοσκοπίας των εταίρων τους. Θεωρούν ότι επιδιώξιμο της ανθρώπινης κοινωνίας δεν είναι η γενική ευημερία, αλλά η παροχή ευκαιριών στους ιδιαίτερα προικισμένους∙ εκείνους, δηλαδή, που έχουν τα προσόντα να γίνουν επιτελείς και, έτσι, να διαμορφώνουν –στα αποκλειστικά όρια ιδιωτικών σχεδίων- τις διανομές της αρεσκείας τους, ασκώντας με αυταρχισμό την εξουσία, για την οποία γεννήθηκαν, όπως νομίζουν. Αλλά, όπως προειδοποιεί ο Αριστοτέλης, η εξουσία του πολιτικού δεν είναι ίδια με την εξουσία του αφέντη, επειδή η πρώτη αφορά τους εκ φύσεως ελεύθερους, ενώ η δεύτερη ασκείται εναντίον των δούλων [140].  

Δεν αποκλείεται, μάλιστα, αυτή η ανατροπή να παρασύρει και τη μεταμοντέρνα φιλοσοφία, η οποία πλέον περιορίζεται να εμφανίζει ηθικο-λογικές διατυπώσεις στις αλαζονικές τάσεις τους, αποφεύγοντας να παίρνει μελετητικές θέσεις σε καίρια και, κατά παράδοση αντικείμενα του γνωστικού της ενδιαφέροντος, θέματα, όπως οι προτάσεις ηθικής συνυπάρξεως και οργάνωσης της κοινωνίας. Έτσι, μπορεί να εξηγηθεί πχ., η κατάρρευση του ηθικού αξιακού μας συστήματος, η διαφθορά και η πολιτισμική και θεσμική κρίση που αποτελεί την μεγάλη μάστιγα του σύγχρονου κόσμου.

Οι ιστορικές αυτές ομάδες [ο δεσποτισμός, η γραφειοκρατία και τώρα  οι managers] παραεξουσίας συντήκονται με τα συστήματα διοικήσεως, επιβάλλονται ως προφανείς και θεωρούνται κλασικές μορφές εξυγιάνσεως, αναπτύξεως, προόδου και οι οποίες έχουν πλέον εγκατασταθεί για τα καλά σ΄ ένα κόσμο, που νομίζουν αλαζονικά ότι δημιουργήθηκε για να είναι υποταγμένος σε αυτές. Αυτές οι μορφές συντήξεως επέρχονται παρακάμπτοντας τις δημοκρατικές διαδικασίες και επιφέρουν αλλοιώσεις στα κυβερνητικά προγράμματα, στις εσωτερικές και εξωτερικές πολιτικές, παραβιάζοντας το δικαίωμα αρνησικυρίας των πολιτών. Χωρίς καν να έχει προβλεφθεί η συναίνεσή τους, μονιμοποιούν την κοινωνία σε μια διαρκώς διευρυνόμενη "γκρίζα ζώνη", αμφισβητώντας το ένα μετά το άλλο όλα τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Ανασυγκροτούν συστηματικά, προς όφελος των επιχειρηματικών κύκλων, τη σύνθεση αυτού του κόσμου, ορίζοντάς τον παραπλανητικά ως "τον υπαρκτό κόσμο", ενώ πρόκειται για τον επιδιωγμένο κόσμο των αξεπέραστων διαστάσεων και του συγκεντρωτικά ελεγχόμενου τρόπου λειτουργίας. Τον κάνουν να αποτελείται από πολυάριθμους υποτελείς που σύρονται στα χρηματοοικονομικά παιχνίδια στη βάση μιας υποκουλτούρας, άνεργους ή ημιεργαζόμενους καταναλωτές που ευχερώς πείθονται από την περίτεχνη προπαγάνδα, που ενορχηστρώνεται και υποκινείται από την επιχειρηματική κοινότητα και τους παρατρεχάμενους διαχειριστές τής χωρίς ουσία εξουσίας τους. Οι σύγχρονες κοινωνίες κηδεμονεύονται από μεγάλους χρηματοδοτικούς οργανισμούς οι οποίοι, με το κάλυμμα της ανθρωπιάς εκμεταλλεύονται, τη φτώχεια ορισμένων λαών και τους θέτουν σε κατάσταση οριστικής ομηρίας, φτάνοντας στο σημείο, εκμεταλευόμενοι αμέσως όλα τα επινοήματα των νέων τεχνολογιών, να πατεντάρουν ακόμη και τα γονίδιά τους [5]. Η οκνηρία και η λαγνεία των επενδυτών – το δεύτερο αμάρτημα της παγκοσμιοποιούμενης οικονομίας- που θέλουν γρήγορες αποδόσεις, χωρίς κόπο, έχουν συμβάλει στη δημιουργία της υπερβολικής ρευστότητας και δανεισμού για επενδύσεις στο παγκόσμιο σύστημα και το φτηνό χρήμα εκτίναξε τις τιμές των τίτλων αξιών (μετοχές, ακίνητα, εμπορεύματα, ομόλογα) δημιουργώντας νέες "φούσκες" και δυσυπέρβλητα εμπόδια στην καθημερινή διαβίωση. Ο υποθηκευμένος αυτός κόσμος μας, εξαρτώμενος από τις ιστορικές ομάδες –του δεσποτισμού, της γραφειοκρατίας και των managers- της χωρίς ευθύνης εξουσίας που ασκείται, αναλόγως ιστορικής περιόδου, ελέω Θεού, κόμματος ή επιχειρηματικών και εισοδηματικών λόμπι, τελεί υπό το κράτος μιας δυσδιάκριτης, αλλά στυγνής δικτατορίας, "μιας δικτατορίας χωρίς δικτάτορα", όπως ευφυώς και χωρίς διάθεση υφολογικής εκκεντρικότητας, τη χαρακτήρισε η Forrester [49].  Μιας δικτατορίας, που βασίζεται όχι στη βία που πλέον θεωρείται αναποτελεσματική και περιττή, αλλά στις περίτεχνες πρακτικές της σύγχρονης αγκιτάτσια. Μια δικτατορία, με στόχευση την παγκόσμια επικράτησή της, υπό την συνεπικουρία της αγκυλοποιητικής δράσεως των μέσων μαζικής ενημερώσεως, που προωθούν μια προπαγάνδα, η αναίδεια της οποίας δεν έχει προηγούμενο, σε πολιτικό επίπεδο. Ειρωνευόμενος το εκπαιδευτικό πρόγραμμα ο Ραλφ Έμερσον είχε πεί: "πρέπει να εκπαιδεύσουμε το λαό έτσι, ώστε να μην μας πιάσει από το λαιμό". Με άλλα λόγια πρέπει να τον καταστήσουμε τόσο παθητικό που δεν θα στραφεί εναντίον μας με πρωτοφανή οργή όταν πχ., τον βεβαιώνουμε ότι διαθέτουμε τη μέθοδο με την οποία θα μπορεί να ζει 150 χρόνια, αρκεί λόγω ανεπάρκειας τροφίμων και νερού να δέχεται αδιαμαρτύρητα την κατανάλωση των γενετικά τροποποιημένων τροφών, που θα τον σκοτώσουν μπορεί ήδη κι αύριο. Και ότι αυτή η ανεπάρκεια οδηγεί στην πείνα και την εξαθλίωση τον μισό πλανήτη του 1 δολαρίου κατά κεφαλή εισοδήματος, της λειψυδρίας και της πείνας, την ίδια στιγμή  που εκατοντάδες χιλιάδες τόνοι τρόφιμα πετιόνται κάθε χρόνο στις χωματερές, προκειμένου να μη χάσουν την τιμή τους, ενώ θα μπορούσαν να θρέψουν μεγάλη αναλογία του πληθυσμού της γης. Διακηρύσσουν  ότι πρέπει να παταχθεί η ανεργία, ο αναλφαβητισμός, η ανασφάλεια και ότι αγωνίζονται γι αυτό, την ίδια στιγμή που επινοούν τον ανταγωνισμό, που ευνοεί την ανεργία, μηχανεύονται την επέκταση της ιδιωτικής υγείας, το μαρασμό της δημόσιας και την κατάργηση της δωρεάν παιδείας, που ευοδώνει τη διάδοση του αναλφαβητισμού και την κατάργηση του κράτους πρόνοιας και μονιμοποιεί την ανασφάλεια.

Προοδευτικά, ο σύγχρονος άνθρωπος προσαρμόζεται σε μια καθημερινότητα υπαγωγής, παραπληροφορούμενος από την έτσι κι αλλιώς εξοπλισμένη με περίτεχνες μεθόδους προπαγάνδας και καταστολής πολιτική εξουσία, η απήχηση της οποίας έχει καταστεί ευρύτερη και αποτελεσματικότερη παρά ποτέ, ενώ ταυτόχρονα καθίσταται περισσότερο διακριτική. Η έλλειψη αυτενέργειας προστατεύει το σύστημα από δυσάρεστους αιφνιδιασμούς. Αποκλειστικό έργο της νοθευμένης αυτής πολιτικής εξουσίας, νοθευμένη επειδή οσμώνεται ανώτερα διευθυντικά στελέχη ιδιωτικών επιχειρηματικών ομίλων, που συγκεντρώνουν μέσα παραγωγής, βαριάς κατασκευής, διακίνησης, παροχής υπηρεσιών και ενημέρωσης, είναι η προσαρμογή του συγκυτίου στα μέτρα των συμφερόντων τους. Ο αμερικανός εισηγητής της τριμερούς επιτροπής που κλήθηκε, το 1975, να μελετήσει το επίπεδο δημοκρατίας, έκανε ένα κάπως νοσταλγικό σχόλιο: "Ο Τρούμαν μπόρεσε να κυβερνήσει τη χώρα με μια χούφτα δικηγόρους και τραπεζίτες της Γουόλ Στριτ". Ήταν η σαφέστερη περιγραφή  της διεισδύσεως των ιθυνόντων του ιδιωτικού οικονομικού λόμπι στη διαχείριση του κράτους. Οι οικονομικώς ισχυρότερες κοινοπραξίες, των οποίων οι ισολογισμοί συχνά υπερβαίνουν τους ισολογισμούς των κρατών υπό τη σημαία των οποίων επιχειρούν κι εγκαθιδρύουν τα ολιγοπώλιά τους, τονίζουν, διατηρούν κι επεκτείνουν την απόσταση που τους χωρίζει από τους παρίες, που φορτώνονται φορολογικές επιβαρύνσεις, ανεργία, ανασφάλιστη, υποαμοιβόμενη και κατακερματισμένη εργασία, μερική απασχόληση και φτώχεια, προκειμένου να συγκεντρωθούν κεφάλαια αφειδώς αποδιδόμενα στους εν ευθυμία τελούντες επιχειρηματίες και εισοδηματίες. Οι τελευταίοι απολαμβάνοντας το προνόμιο της χειραγωγήσεως της διακυβερνήσεως, χωρίς συνέπειες και υποχρέωση απολογίας, της εξασφαλίσεως ασφυκτικού ελέγχου στην πολιτική εξουσία από τους ίδιους, διολισθαίνουν προοδευτικά σε μια απηνή λαφυραγώγηση, επενδύοντας, για δικό τους όφελος, τους κόπους των εργαζομένων. Λοιδορούν τους φτωχούς ότι δεν είναι πλούσιοι επειδή δεν είναι έξυπνοι, μετατρέποντας, έτσι, το πρόβλημα της φτώχειας σε ψυχολογικό πρόβλημα. Και οι φτωχοί παρασυρόμενοι, έγιναν ακόμη φτωχότεροι, όταν –και πάλι με τη σχετική προπαγάνδα- δοκίμασαν να γίνουν πλούσιοι κι έχασαν τις οικονομίες τους, οι οποίες δια του χρηματιστηρίου πήγαν κατευθείαν στα ταμεία των ιδιωτικών επιχειρήσεων, αποδεικνύοντας ότι η φτώχεια παραμένει υπόθεση των οικονομικών παραγόντων και όχι των ψυχολόγων.

Χωρίς διοικήσεις κοινής αποδοχής που να εγγυώνται τον αλληλοσεβασμό, οι κοινωνίες ενσωματώνουν πλήθος εναντιώσεων του καθενός προς τον καθένα, σ΄ένα περιβάλλον άνευρης παθητικότητας. Οι συνθήκες αυτές είναι αληθινά φυτώρια βίας.

Παρακολουθούμε, πράγματι, εμβρόντητοι τον παγκόσμιο εκφυλισμό της πολιτικής και την αποψίλωση των ελευθεριών και των δικαιωμάτων που η υποστροφή αυτή συνεπάγεται. Η πολιτική απονευρώνεται και οι άνθρωποι καθίστανται ανελεύθεροι, όχι πλέον με την επιβολή περιοριστικών ή κατασταλτικών μέτρων, αλλά με την άρση κάθε συντακτικής έννοιας, με τον κατακερμα­τι­σμό της κοινωνίας και την αδυναμία της να εκφέρει γνώμη, να βασίσει τις αποφάσεις της στη γνώση και να υπακούει σ΄ένα Δίκαιο ισότιμα προστατευτικό για όλους, ισότιμα κριτικό για όλους, αφού έχει ήδη αντικατασταθεί από ένα Δίκαιο που ολιγωρεί, διακυμαίνεται, εξαρτάται και εφαρμόζεται διακριτικά. Ένα Δίκαιο που αντί –όπως ανέκαθεν- να προσδιορίζει τα όρια του επιτρεπτού, υποστηρίζει τη ασυδοσία του εφικτού. Όμως αυτό που κάνει τη διαφορά ανάμεσα στο επιτρεπτό και το εφικτό είναι ακριβώς η ηθική επένδυση του πρώτου που στερείται το δεύτερο. Είναι, όμως, δυνατό να διαγράψουμε από τη ζωή μας κάθε αξιολογητική απόπειρα των πράξεών μας; και να κάνουμε τη κοινωνία να ανέχεται κάθε πράξη επειδή διαθέτει την ιδιότητα της εφικτής, έστω συνεπαγόμενη αισθήματα δυσαρέσκειας ή αποστροφής, απλά και μόνο από το φόβο μήπως εμποδίσουμε μια πράξη που μπορεί να συνεγείρει αισθήματα ικανοποιήσεως ή ευαρέσκειας.

Όχι εντελώς σπάνια, πάντως, κάποια κύτταρα του συγκυτιακού δικτύου αυτονομούνται, συμπεριφερόμενα είτε ως έκτοποι βηματοδότες ή ως ανερέθιστες νησίδες. Οι ανερέθιστες νησίδες λαθροβιώνουν ανερμάτιστες και βιώνουν τη ζωή τους χωρίς συνείδηση, επαφιέμενες στις πλέον στοιχειώδεις φυτικές τους λειτουργίες. Το σύστημα φαίνεται να διευκολύνει την εξάπλωση των ανερέθιστων αυτών νησίδων, των αποπροσανατολισμένων και άβουλων υπάρξεων που όλα κυλάνε από πάνω τους αναλλοίωτα και οι ίδιοι περιορίζονται σε μια απύθμενη προσαρμοστική ανεκτικότητα. Αυτές οι νησίδες ανερέθιστης παθητικότητας επεκτείνονται σε όλο και πλατύτερα πλάτη του κοινωνικού ιστού, καθώς ο άνθρωπος, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συρρικνώνεται σ΄ ένα ελάχιστο ηθικών απαιτήσεων, δείχνοντας ικανοποιημένος και αυτάρκης σε μια καταναλωτική καθημερινότητα που τον βυθίζει ολοένα πιο βαθιά στην οικονομική εξάρτηση, απονευρώνει κάθε ικμάδα αντιστάσεως και τον μετατρέπει σε τεχνητά τροποποιημένες υποστάσεις, καθώς οι μυθολογικοί κένταυροι, καταναγκαστικών τερμιτών που επιδίδονται σε ανηλεή παραγωγή και αδηφάγων κουνελιών που επιδίδονται σε  βουλημική κατανάλωση. Παρά τη σχεδόν καθολική πρόσβαση στα μέσα ενημέρωσης και συγκομιδής πληροφοριών, ο πολίτης παραμένει απαθής, αμέτοχος ή διστακτικός και άτολμος. Επιβεβαιωτικό παράδειγμα είναι η αποχή  στις εκλογικές αναμετρήσεις και η αιτιολόγηση του κοινού για αυτή.

Οι ανερέθιστες νησίδες κατοικούνται από τη μοναχικότητα του σύγχρονου ανθρώπου, τον παραιτημένο, τον υποταγμένο, τον αποκλεισμένο από τις διαδικασίες λήψεως αποφάσεων, τον υπήκοο που αφέθηκε να κυβερνηθεί άκριτα και ανέλεγκτα από ηγέτες που επικαλούνται τα λαϊκά συμφέροντα, αλλά εννοούν τα συμφέροντα της νομενκλατούρας που υπηρετούν. Όντας τέτοιοι απονευρωμένοι κι άβουλοι, συγχυτικοί και συγχυσμένοι, αποξενωμένοι από όλους τους άλλους και για όλους τους άλλους, γυρίζουν την πλάτη ακόμη και στους ίδιους τους εαυτούς τους. "Κάθε αποτραβηγμένος στον εαυτό του άνθρωπος", έγραφε ο Tocqueville, " συμπεριφέρεται σαν να είναι ξένος προς τη μοίρα όλων των άλλων. Τα παιδιά του και οι στενοί του φίλοι συνιστούν γι αυτόν το σύνολο του ανθρώπινου είδους. Όσο για τις συναλλαγές του με τους συμπολίτες του, μπορεί να συγχρωτίζεται μαζί τους, αλλά δεν τους αντιλαμβάνεται· υπάρχει μόνο στον εαυτό του και μόνο για τον εαυτό του. Και εάν μ’ αυτούς τους όρους εξακολουθεί να υπάρχει στο νου του μια έννοια της οικογένειας, δεν υπάρχει πλέον μια έννοια της κοινωνίας". Δεν βρίσκουν ένα λόγο γιατί να μην προσθέσουν μια ψήφο στη νομιμοποίηση της ευθανασίας και γιατί να μην αποδεχτούν μια πρωιμότερη εκπνοή της ίδιας τους της ζωής, μιας ζωής που έτσι κι αλλιώς δεν επρόκειτο ποτέ να αξιωθεί ως αληθινός βίος. Σ΄ αυτές τις νησίδες εκτρέφονται οι τάξεις της βίας και της παθητικότητας.

Τα δύο αυτά κοινωνικά φαινόμενα μπορεί να φαίνονται αντίθετα μεταξύ τους αλλά, κατά βάθος, απαρτίζουν μια ενότητα, εξυπηρετούν ένα κοινό στόχο (την κοινωνική απομόνωση του ανθρώπου) κι έχουν κοινή καταγωγή: την αγοραία μεταμόρφωση της κοινωνίας.  Η διαλεκτική της βίας έγκειται στο γεγονός ότι αναζητάει πάντα μια δικαιολόγηση. Και όταν θεωρήσει ότι την έχει κι αισθανθεί καλυμμένη, ξεδιπλώνει όλη την αποτρόπαια δυναμική της, λες και το μόνο που της έλλειπε ήταν να καθησυχάσει τη συνείδησή της. Όσο περισσότερο ιδιοτελείς είναι οι στόχοι στους οποίους έχει στρατευθεί  (και τι το ιδιοτελέστερο από την απαλλαγή της κοινωνίας της αγοράς, από έναν άρρωστο συνάνθρωπό μας που ενώ δεν παράγει, υποχρεώνει σε ιατροφαρμακευτικές καταναλώσεις) τόσο περισσότερο φορτική γίνεται η καθησυχασμένη της συνείδηση και τόσο πιο αδίστακτη στη χρήση μέσων. Όσο περισσότερο φόβο νοιώθουν ότι προκαλούν, τόσο περισσότερο αποθρασύνονται. Βία, που έχει εξασφαλίσει δικαιολογήσεις! Να ο ορισμός της ευθανασίας. Κι εδώ ταιριάζει να θυμηθούμε τα λόγια του Φρόυντ [215] για την ευθανασία, ως "την κρυφή σας επιθυμία να δολοφονείτε τη ζωή".

 

Από την άλλη πλευρά, η παθητικότητα είναι το πιο "επινοημένο" χαρακτηριστικό των πολιτών των συγχρόνων δημοκρατιών. Όσο πιο παθητικοί οι πολίτες, τόσο περισσότερη δημοκρατία μπορούν να απολαμβάνουν. Αρκεί να μην ενοχλούν. Μπορούν να καταναλώνουν, στο μέτρο που αφειδώς τους παρέχονται δάνεια, μέτρο κι αυτό εγκλωβισμού τους, να βλέπουν τηλεόραση, μέτρο κι αυτό κατασκευασμένων συναινέσεων, ακόμη και να ρίχνουν μια ψήφο ανά τακτά διαστήματα σε μια κάλπη, μέτρο κι αυτό της κυριαρχίας τους. Αλλά ως εδώ!. Στο θέατρο της σύγχρονης δημοκρατίας, ο πολίτης διαλέγει κερκίδα. Στη σκηνή εναλλάσσονται μεταξύ τους οι αρχηγοί. Η παθητικότητα κάνει τον φόβο, την καταπίεση, την τυραννία, την έλλειψη δημοκρατίας και την αναξιοκρατία να μην φαίνονται. Δεν πληγώνουν και άρα δεν ξεσηκώνουν αντιδράσεις. Ο άνθρωπος βέβαια γίνεται κούφιος, ξεπλυμένος, ξενέρωτος, τελειωμένος, αλλά η κοινωνία "προοδεύει" χωρίς ενστάσεις κι ανταρσίες, απρόσκοπτα στο προδιαγεγραμμένο ταξίδι της.

Από τις απαρχές της ανθρώπινης κοινωνικής ιστορίας, όμως, και μέχρι τη δύση του ανθρώπινου είδους- υπήρξαν και –κατ΄ ελπίδα- θα υπάρξουν και άτομα που ασφυκτιούσαν από τα δεσμά του κοινωνικοπολιτικού συγκυτίου. Η ιστορία γράφεται πάντα όταν το δυναμικό  των ατόμων αυτών αποπειράται –συχνά θυσιαζόμενο- να τροποποιήσει το συγκυτιακό πλέγμα στο οποίο και οι ίδιοι εγκλωβίστηκαν, να το διαρρήξει, να δημιουργήσει σ΄αυτό ρωγμές μέσα από τις οποίες να εισέλθει καθαρό φως και ζωογόνος αέρας. Να εισέλθει η γνώση για να τραφεί η αντίρρηση. Ευτυχώς, όσο ισχυρή και να είναι η δομή του εκάστοτε συγκυτίου οι απόπειρες αυτές στέφθηκαν συχνά από επιτυχίες. Οι έκτοποι βηματοδότες εκπροσωπούν τη μοναξιά των μεγάλων πνευμάτων, του Ηράκλειτου, του Αριστοτέλη, του Κοπέρνικου, του Γαλιλαίου, του da Vinci και των συγχρόνων της κάθε εποχής και του κάθε επιπέδου πνευματικής δημιουργίας. Είναι τα μεγάλα αυτά αναστήματα, που εκτρέπουν την διεύθυνση των ερεθισμάτων, καταλύουν την έντασή τους και δημιουργούν νέες αυτονομίες, αμφισβητήσεις, κινήματα, πολιτισμικές ώσεις. Οι αναταράξεις αυτές του συγκυτίου συνήθως αποδοκιμάζονται από τους υπόλοιπους, τους συμβιβασμένους, οι οποίοι στην καλύτερη περίπτωση επιχειρούν να τους εμφανίσουν ως γραφικότητες, ενώ ταυτόχρονα διώκονται, ως θορυβοποιοί, αιρετικοί ή κοινοί εγκληματίες. Μια παράξενη νομοτέλεια φαίνεται να καθορίζει τη ζωή και το έργο των ατόμων αυτών, τα οποία εμφανίστηκαν και έδρασαν σε διάφορα σημεία του κόσμου και σε διάφορες εποχές υπηρετώντας μια αναγκαιότητα: την επαναφορά της αίσθησης του αγαθού και την αποκατάσταση της σχέσης με τον εαυτό, τους άλλους και τη φύση, επειδή από την καλλιέργεια και ευδοκίμηση αυτής μόνο της σχέσης μπορεί ο άνθρωπος να βρει το δρόμο προς τη σωτηρία, το άτομο να αναχθεί σε πρόσωπο και η κοινωνία να κινηθεί προς την κατεύθυνση της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της ευημερίας και, ιδίως, του σεβασμού και της περιφρουρήσεως της ανθρώπινης αξιοπρέπειας· να ξαναθυμηθεί τον Πλάτωνα και, επομένως, την επαφή του με τον κόσμο των ιδεών. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι όλοι τους είχαν, λίγο ως πολύ, περιπετειώδη ζωή, ήρθαν αντιμέτωποι με τεράστια προσωπικά διλήμματα και κοινωνικά προβλήματα. Όλοι τους αναμετρήθηκαν με επινοημένες εμμονές, κατεστημένες ιδέες και στερρά παγιωμένες δοξασίες και επέλεξαν να ενταχθούν στο πρωτοποριακό ρεύμα της εποχής επισείοντας πάνω τους την κοινωνική κατακραυγή.  

IV

 H βιομηχανική κοινωνία έδωσε στην ανθρωπότητα μεγάλα επιτεύγματα, προσκομίζοντας καταιγιστικές αλλαγές στις μεθόδους κατασκευής των πραγμάτων και την οργάνωση της εργασίας. Πολλαπλασίασε τις διαστάσεις, ελαχιστοποίησε το χώρο και, αυξάνοντας ιλιγγιωδώς τις ταχύτητες, πλάτυνε το χρόνο, ταυτόχρονα μειώνοντας τις αποστάσεις. Έφτιαξε ένα άλλο περιβάλλον, στο οποίο η φύση δεν κανοναρχεί πλέον τη ζωή ούτε οριοθετεί τις δράσεις. Το μέγα της επίτευγμα υπήρξε, βέβαια, η αντικατάσταση της σωματικής προσπάθειας από τη μηχανή, γεγονός που διαφαίνεται περίπου ξεκάθαρα στην παρούσα μεταβιομηχανική εποχή. Μια μηχανή που δουλεύει [μόνη της], σκέφτεται [μόνη της] και αισθάνεται [μόνη της] για λογαριασμό του ανθρώπου, αλλά προοδευτικά όχι πλέον υπό τον έλεγχό του. Ογδόντα χιλιάδες ώρες, η εργατική αποτίμηση ενός ανθρώπου συμπυκνώνονται σε μόλις 4.5 λεπτά! έγραφε ο κοινωνιολόγος και μελλοντολόγος Toffler.  Προώθησε, έτσι, ένα νέο εκβιομηχανισμένο πολιτισμό που ευνόησε την κατίσχυση του ανταγωνισμού και τη διανομή προνομίων. Κατακερμάτισε την εργασία αποτιμώντας την με χωροχρονικές μεταβλητές, έτσι που ο εργαζόμενος δεν γνωρίζει πια τι κατασκευάζει, για ποιο σκοπό και προς ποιόν αποδέκτη. Παρακάμπτοντας την αναγκαιότητα του Θεού, έναντι του οποίου όλοι όφειλαν απολογία και αναφορά και προσπερνώντας την αδιαφιλονίκητη εξομοίωση του ανθρώπου προς αυτόν, απάλλαξαν τον άνθρωπο από την υποχρέωση του "ηθικώς φέρεσθαι" και, απονευρώνοντας τον εσωτερικό συνειδησιακό του έλεγχο, τον άφησαν να δοκιμάζει τις πράξεις του έναντι ενός εκκοσμικευμένου συστήματος αξιών, τροποποιημένου κατά βούληση και εφαρμοσμένου διακριτικά. Ακολούθως, και με στόχο να υπερβαθεί η ανιδιοτέλεια της πολιτικής εξουσίας, προς όφελος της οικονομικής ολιγαρχίας, η οποία για να επεκταθεί απαιτούσε παραχρήσεις και καταχρήσεις των θεσμών και των νόμων, ανισόπεδες εφαρμογές και ετεροβαρείς ετυμηγορίες, επινοήθηκαν τρόποι χειραγωγήσεώς της, ερειδόμενοι σε σωρεία φιλοσοφικών αναπεριγραφών. Το εγχείρημα αυτό, για το οποίο δεν συναντήθηκαν ιδιαίτερες δυσκολίες, επιχειρήθηκε με κεντρικό άξονα την κατίσχυση της περιουσίας, ως αυτονόητο στόχο της ανθρώπινης ολοκληρώσεως. Ο Σταρομπίνσκυ παρέχει μια πολύ εύγλωττη έκφραση γι αυτήν την κατάσταση: "Έχοντας χάσει πια την ακεραιότητα του Είναι, οι άνθρωποι θέλουν στο εξής να την αντισταθμίσουν με το έχειν".

Ούτε η επινόηση των μηχανών ούτε η στράτευσή τους στη διαδικασία της παραγωγής είναι παράλογη και απορριπτέα ούτε καν από ηθικής απόψεως. Γιατί πρέπει να ζητάμε από τον άνθρωπο να φέρει σε πέρας εκείνο που μπορεί καλύτερα να κάνει μια μηχανή; Γιατί να δαπανάμε ανθρώπινη ενέργεια σε δράσεις που μπορούν να κάνουν τα ανθρώπινα επινοήματα, αντί να διασφαλίζουμε περισσότερο ελεύθερο χρόνο στα άτομα, να τους εξασφαλίζουμε τη δυνατότητα να ανοίγουν νέους ορίζοντες, πιο ικανοποιητικούς, να στρέφονται στην πνευματική τους καλλιέργεια, στην καλλιέργεια κριτικού πνεύματος και την καλλιέπεια του σώματος και της ψυχής, να διευκολύνονται, ακόμη και να παροτρύνονται να αποσπούν χρόνο που θα τον διαθέτουν για την ηθική και αισθητική τους τελειοποίηση; Δεν είναι νοητό να επιρρίπτουμε ευθύνες στις μηχανές για τη ζημιά που προκαλούν, αντί να ελέγχουμε την μεθοδευμένη επιμονή να ωθούμε τους ανθρώπους να τις ανταγωνίζονται, να καθορίζουν αυτές το ρυθμό "συνεργασίας" τους, να είναι εκείνες που κανοναρχούν τις κατακερματισμένες συνθήκες που κάνουν τη δουλειά δουλεία. Ούτε από αντιτεχνολογική υστερία είναι επιτρεπτό να καταληφθούμε ούτε θα ήταν δυνατόν επίσης να απορρίψουμε τα οφελήματά της, καθώς σε μια τέτοια περίπτωση θα γινόμαστε γραφικοί. Τι είναι, όμως, αυτό που κρύβεται πίσω από τις όψεις; Είναι η κερδοσκοπία. Σκεφτείτε πόσα ακριβά φάρμακα αποσύρρονται μόνο και μόνο επειδή δεν είναι όσο γίνεται ακριβότερα και αντικαθίστανται από άλλα, όχι εξασφαλισμένα μεγαλύτερης θεραπευτικής αποδόσεως, αλλά οπωσδήποτε αποφέροντα μεγαλύτερα υπερκέρδη στις φαρμακοβιομηχανίες, την ίδια ώρα που καταργούνται τα κράτη πρόνοιας λόγω δυσβάστακτων εξόδων, περιορίζονται δραστικά οι παροχές υγείας, μειώνεται το προσωπικό στα Νοσοκομεία και τα Ταμεία Υγείας, καθώς το ένα μετά το άλλο διολισθαίνουν σ΄ ένα σύστημα δράσεως "ελεύθερης οικονομίας" όπως το λένε.

Η κοινωνία έχει για τα καλά εισέλθει σε μια νέα εποχή, όπου ο άνθρωπος διαδραματίζει ολοένα και περισσότερο δευτερεύοντα ρόλο θεατή, παρακολουθώντας και ενδιαφερόμενος για τα τεκταινόμενα, αλλά χωρίς καμιά δυνατότητα να επηρεάσει την εξέλιξή τους, καθιστάμενος όμηρος των επιτευγμάτων του, τα οποία, εφοδιασμένα με αυτόνομη σκέψη και συνείδηση, θα μπορούν να κάνουν περισσότερα από όσα εντέλλονται, δηλαδή να κατισχύσουν επί του δημιουργού τους. Η κοινωνία αυτή άφησε [χωρίς να αγνοούμε και τα –λιγότερα πάντως απ΄ όσα διαλαλούνται- καλά] πολλά δεινά στην ανθρωπότητα. Το στυγνότερο: η ένταξη των πάντων στους αδυσώπητους, απάνθρωπους νόμους της αγοράς: της πιο περίτεχνης υποτέλειας, που απλώνει το πέπλο της απ΄άκρη σ΄άκρη στην οικουμένη- αυτό το "αόρατο χέρι" που επαγγέλλεται την εμπορική συναλλαγή ως βασικό διοργανωτή της αγαθής κοινωνίας. Η αγορά είναι μια εξουσία απολιτική, ένα καθεστώς αδιακήρυχτο, που κυβερνά όχι με τις συνήθεις πολιτικές μεθοδολογίες της όποιας ιδεολογίας, τις οποίες συλλήβδην καταργεί, αλλά με μεθόδους εγκλωβισμού, κάνοντας τις επιθυμίες της να φαίνονται αβίαστες επιλογές. Αλλά ούτε καν καταργεί· αγνοεί, αφού αναδύεται ανεξάρτητα απ΄αυτές, όχι ως μετεξέλιξή τους, αλλά ως "αγνώστου προελεύσεως" αυθεντία, εγκατεστημένη ex officio, από την οποία εκπορεύονται εντολές που υλοποιούνται υποτακτικά, μέσω των κατά τόπους κυβερνήσεων, των οποίων αναγνωρίζονται και διατηρούνται μόνο τα διεκπεραιωτικά τους συστατικά. Δεν συγκροτεί καμιά πλειοψηφία υποστηρικτική της χωρίς ευθύνης αυτής εξουσίας, που συνθέτει ένα "εικονικό κοινοβούλιο" το οποίο έχει συγκροτηθεί άτυπα, χωρίς προγραμματικές δηλώσεις, χωρίς απολογιστικές υποχρεώσεις και του οποίου οι επιταγές αναγνωρίζονται ως θέσφατα και εκτελούνται ασυζητητί. Ένα μονοπώλιο αληθινά φυσικής βίας με τη διαρκή απληστία της επέκτασης της παραγωγής. Η αρχή της χάνεται κάπου μέσα στα εργαστήρια παραγωγής τεχνολογίας αιχμής και το τέλος της διαγράφεται όπως το τέλος ενός παιχνιδιού μονόπωλης: ή παραιτείσαι κουρασμένος ή χάνεις. Το ζητούμενο για το καθεστώς αυτό δεν είναι η οργάνωση μιας κοινωνίας με βάση ένα θεωρητικό πρότυπο, βασισμένο σε μια οποιαδήποτε πολιτικο-οικονομική θεωρία, αλλά η ικανοποίηση μιας μανίας: της ανεμπόδιστης επικράτησης της κερδοφορίας, της ικανοποιήσεως της ακατάσχετης δίψας της απολαβής, της απληστίας του οφέλους, της  ακόρεστης δίψας για ενθυλάκωση όσο το δυνατόν μεγαλύτερης περιουσίας, ακόμη και ολόκληρου του παγκόσμιου συνόλου των αξιόγραφων. Υπηρετεί τυφλά αυτή την ακαταπόνητη εμμένεια της συσσωρεύσεως αγαθών (: προϊόντων), όλο και πιο γρήγορα, με κάθε τίμημα, ως εάν τούτο να ήταν ο τελικός σκοπός της πλανητικής περιπέτειας. Αυτή η πεφυσιωμένη, δεσποτική συντεχνιακή πολιτική αρκείται, για να το πούμε συνοπτικά, στην ενίσχυση και στην τυποποίηση της αχαλίνωτης ανεκτικότητας, από τη μια πλευρά, και της ασυδοσίας, από την άλλη, ενός επιχειρηματικού κόσμου και μιας οικονομίας, της ελεύθερης οικονομίας της ανταγωνιστικής αγοράς, που κλίνει προς μια καθαρά κερδοσκοπική μορφή οικονομίας. Μοναδικό της μέλημα είναι η πώληση, σε ακριβή τιμή, χαμηλού κόστους προϊόντων, υλικών και αΰλων.

 Η αγοραία οικονομία δεν είναι οικονομία· όχι τουλάχιστον με την έννοια που τη γνωρίζαμε μέχρι τώρα, ως κανονιστικό πλαίσιο των συλλογικών δυνατοτήτων μέριμνας στο σπίτι, στο δήμο, στη χώρα, στα ομόσπονδα κράτη, ακόμη και στον κόσμο, για να συμπεριλάβουμε και τη νεωτερική τάση της παγκοσμιοποιήσεως. Η αγοραία οικονομία είναι η πρυτάνευση του αχαλίνωτου κυνηγιού του κέρδους, διότι η οικονομία της αγοράς είναι προκάλυμμα της αποθησαύρισης πλούτου και επιβιώνει ως αυτοσκοπός. Η απληστία των "βουλημικών" γιγάντων της παγκόσμιας οικονομίας είναι το πρώτο αμάρτημά της. Η μεγάλη κατανάλωση πρώτων υλών και προϊόντων, πέραν αυτών που επιτρέπει το υπάρχον παραγωγικό δυναμικό προκαλεί αύξηση του πληθωρισμού και, κατ΄ επέκταση επαναρύθμιση της σχέσεως πληθωρισμού-ανεργίας, ώστε με λιγότερο πληθωρισμό θα επιβάλλεται, τελικά περισσότερη ανεργία. Ένας τυφώνας ανατροπών και επανοικοδομήσεων έχει ξεριζώσει το κάθε τι στο πέρασμά του. Ξεχαρβαλώθηκε κάθε σύστημα δικαίου, πολιτικής, ηθικής, αισθητικής. Οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων διαρρήχθηκαν επειδή από συναγωνιστικές, προς επιδίωξη της κοινής ωφέλειας έγιναν ανταγωνιστικές, σ΄αυτή την φρενίτιδα του κέρδους. Ακόμη χειρότερα, έγιναν αντίδικες, με αποτέλεσμα τον εκμηδενισμό κάθε εγγενούς τάσεως αλληλεγγύης. Ο άνθρωπος, αφού απέταξε την επουράνια βασιλεία, που εντέλλετο ενάρετο βίο για τη σωτηρία της ψυχής, αφού παρέκαμψε και την αυθεντία της φύσης που εντέλλετο υποταγή για την εξασφάλιση της ηθικής συμβιώσεως, αφού αμφισβήτησε και την εγκόσμια εξουσία που εντέλλετο υπακοή για τη σωτηρία της ιδιοκτησίας, παραδόθηκε –χωρίς όρους- στην αδυσώπητη ηγεμονία της αγοράς, που εντέλλετο κατανάλωση για την εξασφάλιση της ευημερίας. Από την οπτική της αγοράς αντικρίζονται και κατανοούνται όλες οι διαστροφές, οι στρεβλώσεις, οι ασυμμετρίες και η παρακμή του πολιτισμικού μας γαλαξία. Και στον ορίζοντά της προοιωνίζεται και εικάζεται απειλητικά ο τόνος της ξεπεσμένης εποχής μας, τα ιδεώδη του ωφελιμισμού και της απανθρώπησης, το κράτος της σύγχυσης, της απομόνωσης και του παραλογισμού. Γιατί η αγορά δεν είναι μόνο διαχείριση αγαθών. Είναι η αλλοτρίωση κάθε αρχής που δεν εξυπηρετεί τις επιδιώξεις της. Η αγορά εκποίησε την νοητική, συναισθηματική και πολιτική υπόσταση του ανθρώπου, που πλέον ούτε σκέπτεται ούτε αισθάνεται, ούτε συνδιαλέγεται, μόνο υπολογίζει και αναμετράται σε συσχετισμούς δυνάμεων, προβλέπει και αναζητάει καλύψεις έναντι ενδεχομένων κινδύνων, αναλαμβάνει επενδυτικά ρίσκα. Τον ίδιο ρόλο, που διαδραμάτιζε το έθιμο και η παράδοση, στις προηγούμενες κοινωνίες, ως υπέρτατο κριτήριο για όλα τα πράγματα, αυτόν τον ρόλο διαδραματίζει στη σύγχρονη κοινωνία μας η  αγορά, στη δύναμη της οποίας κανένας δεν διανοείται ποτέ να αντισταθεί, και όπως η συμμόρφωση προς το έθιμο ικανοποιούσε τότε τους ορισμούς της δικαιοσύνης και του δικαιώματος, έτσι και τώρα, η συμμόρφωση προς τις εντολές της αγοράς ικανοποιεί τους ορισμούς της ευτυχίας και της απόλυτης και μοναδικής ευημερίας, που εκείνη επαγγέλλεται. Κοντολογίς, η αγορά έσπρωξε τόσα πολλά πέρα από το τελευταίο στάδιο της ωριμότητας προς τη σήψη, καθώς ένα εξωτικό φρούτο που παρέμεινε για μεγάλο διάστημα σε ακατάλληλο περιβάλλον. 

Οι άνθρωποι πλέον δεν αισθάνονται, υπολογίζουν∙ δεν συμβιβάζονται, επιβάλλονται ή χάνονται∙ και όλα διαδραματίζονται σε συνθήκες και νοοτροπία χρηματιστηρίου. Η αγοραία κοινωνία έχει αναθέσει στην ιατρική την άρση των συμπτωμάτων, που καθιστούν τα άτομα ανίκανα να διαδραματίσουν το ρόλο, που η ίδια τους αναθέτει: φρενήρη παραγωγή σε συνθήκες ακραίου ανταγωνισμού και βουλημική κατανάλωση, σε περιβάλλον διευρυμένης ανεργίας, προσωρινής, με μειωμένο ωράριο ή κακοπληρωμένης εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι τόνοι κακής ποιότητας προϊόντα καταναλώνονται αφειδώς από δανειζόμενους υποαπασχολούμενους ή υποαμοιβόμενους, χωρίς μάλιστα να τα έχουν καμιά ανάγκη, παρασυρόμενοι μέσω μεθοδολογιών πολιτικής ψυχολογίας.

"Τι είναι οικονομία;" αναρωτιέται η Vivian Forester [49]. Είναι η οργάνωση και ο καταμερισμός της παραγωγής με βάση τους πληθυσμούς και η προώθηση του παγκόσμιου διαχρονικού αιτήματος της ευημερίας; Ή η χρησιμοποίηση των πληθυσμών για παραγωγικούς και καταναλωτικούς σκοπούς και, ακολούθως, ο παραγκωνισμός τους, η μη συμπερίληψή τους στη διανομή του πλούτου, σε συνάρτηση με τις άναρχες, άνευ προηγου­μέ­νου λαφυραγωγικές επελάσεις της κερδοσκοπίας; Αυτό είναι μια πραγματική οικονομία ή η άρνησή της; Ο Νόαμ Τσόμσκι [31] υπολογίζει ότι, ενώ το 1971, το 90% του κεφαλαίου που είχε σχέσεις με διεθνείς συναλλαγές ήταν συνδεδεμένο με πραγματική οικονομία και περίπου 10% ήταν κερδοσκοπικού τύπου, σήμερα πάνω από το 95% του κεφαλαίου είναι συνδεδεμένο με κερδοσκοπικές δραστηριότητες και μόνο ένα μικρό ποσοστό είναι συνδεδεμένο με την πραγματική οικονομία. Η λαιμαργία είναι το τρίτο αμάρτημα της παγκοσμιοποιούμενης οικονομίας, αφού οι κεντρικές τράπεζες του κόσμου "καταπίνουν" ακόρεστα συναλλαγματικά διαθέσιμα, τονίζει ο Γιάννος Κοντόπουλος. Ακόμη και το πολιτικό στοιχείο στην οικονομία υποτάχθηκε στις επιδιώξεις της αγοραίας βουλημίας, στην καταιγιστική επέλαση της οποίας εκτοπίσθηκε, τελικά, και η ίδια η έννοιά της, ως μέριμνα, πρόνοια, προοπτική, αλληλεγγύη, επικουρία. Το αριστουργηματικό της επίτευγμα είναι η εξ απήνης κατάληψη και η στρατολογία της ίδιας της πολιτικής και η δια μέσου αυτής υποταγή της κοινωνίας στις εμπρόθετες επιδιώξεις της αγοράς που προωθήθηκε, σε παγκόσμιο επίπεδο, με τη μορφή της διαχύσεως μιας συγχύσεως, ότι η οικονομία είναι αυτή η ίδια, όπως διακονείται από τους πειθήνιους managers, δηλαδή οι κερδοσκοπικοί χειρισμοί των επιχειρηματιών. Με άλλα λόγια, η πολιτική εξουσία, οποιασδήποτε προελεύσεως και ιδεολογικής βάσεως προσαρτή­θη­κε αγόγγυστα με αποκλειστικό σκοπό την εξυπηρέτηση των υπό φρενήρεις ρυθμούς κερδοσκοπικών εγχειρημάτων της αγοράς. Η πολιτική εξουσία, στο όνομα της προστασίας των λαϊκών συμφερόντων, προωθεί τα δικά της ενδιαφέροντα ή τα συμφέροντα μιας νομενκλα­τού­ρας, όπως συνέβη στα σοσιαλιστικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, μέχρι την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού ή του εμπορικού και επιχειρηματικού λόμπι, όπως συμβαίνει στις ημέρες μας, μάλιστα υπό εκρηκτικούς ρυθμούς, από τα παράκεντρα εξουσίας που συντηρεί κι επεκτείνει ο διεθνής υπερφιλε­λευθε­ρισμός. Ο τελευταίος, του οποίου η εμβέλεια ολοένα επεκτείνεται, επιδαψιλεύει στο ντόπιο και διεθνές κεφάλαιο δικαιώματα, που ξεπερνούν κατά πολύ τα δικαιώματα των φυσικών προσώπων. Κατ΄ αυτόν, τα όρια ανάμεσα στο κράτος και τα συμφέροντα των μεγάλων εταιρειών γίνονται όλο και πιο δυσδιάκριτα. Η διακριτική αυτή μεταχείριση του πολίτη είναι που προκαλεί την άλλη μορφή της βίας: Η ανοργάνωτη βία είναι προϊόν τυφλής λαϊκής οργής, τυφλής, όχι επειδή δεν βλέπει, αλλά επειδή οι πραγματικοί και απόλυτα συνειδητοποιημένοι στόχοι της είναι αόρατοι. Ο Κοντόπουλος μας θυμίζει τον ορισμό του Δάντη για την οργή, ως "αγάπη για τη δικαιοσύνη που διαστρέφεται σε εκδικητικό μένος και κακία" περιγράφοντας τα αισθήματα της μεσαίας τάξης για την παγκοσμιοποίηση και το ελεύθερο εμπόριο. Αυτό είναι το τέταρτο αμάρτημα της παγκοσμιοποιούμενης οικονομίας, που υποσχέθηκε ότι το ελεύθερο εμπόριο κάνει όλους πλουσιότερους επειδή αγοράζουν προϊόντα σε χαμηλότερες τιμές, αλλά η παρηγοριά αυτή –αν υπάρξει- είναι μικρή μπροστά στην ζοφερή πραγματικότητα όλων εκείνων, που έχασαν ή που θα χάσουν την εργασία τους. Υπό τις συνθήκες αυτές, η αγοραία μεταμόρφωση της κοινωνίας καθίσταται αποκλειστικά υπόλογη για την αποσάθρωση της κοινωνικής συνοχής, τη διάρρηξη του κοινωνικού ιστού και την αποδόμηση των συστατικών του φέροντος οργανισμού της, της πολιτικής και της οικονομίας, τα οποία αντικαθιστά με ελαφριά υποκατάστατα, όπως η ανεκτικότητα και η κερδοφορία. Προσηλωμένη στην εμμένεια της κερδοσκοπίας, κατόρθωσε, δραστηριοποιούμενη παρασκηνιακά, μια και δεν την ενδιαφέρει η προβολή, να εγκαθιδρύσει ένα μοναδικό και γι αυτό ολοκληρωτικό καθεστώς που κατέλαβε τον ακάλυπτο πολιτικό χώρο. Και πράγματι, στο μέτρο που τα κεφάλαια κινούμενα ελεύθερα από χώρα σε χώρα καθίστανται κερδοσκοπικά, οι υπηρεσίες του δημόσιου τομέα παρακμάζουν, όπως της κοινωνικής πρόνοιας και των άλλων κοινωνικών υπηρεσιών οι μισθοί σταθεροποιούνται ή μειώνονται, ο χρόνος εργασίας αυξάνεται, οι συνθήκες εργασίας επιδεινώνονται, οι δείκτες της οικονομίας υποχωρούν. Σ΄αυτό το παρακμιακό οικονομικό περιβάλλον υποστρέφεται, επίσης, ως συνέπεια αλλά και σκοπιμότητα, και αποσαθρώνεται και το ηθικό πλέγμα της κοινωνικής συμβιώσεως. Η ευθανασία έρχεται ως "αναγκαιότητα" για την περιστολή εξόδων∙ εκείνων των ιδιωτικών και δημόσιων εξόδων που θα μπορούσαν να καταβληθούν και δεν καταβάλλονται για την περίθαλψη των χρονίως ασθενών, στους οποίους επετέθη ότι αφιερώθηκαν όλες οι εκπληκτικές πρόοδοι της ιατρικής και των συναφών επιστήμων.

Παρακολουθούμε, πράγματι, εμβρόντητοι ότι η κοινωνία μας κατακλύζεται από νέα ήθη, αντιλήψεις, συμπεριφορές, ιδεολογίες, που διαχέονται και υιοθετούνται λόγω της συγκυτιακής συναρμόσεως των μελών της κοινωνίας. Προοδευτικά, περισσότερες ιδέες, σκέψεις, συναισθήματα, πεποιθήσεις, υπάγονται, με τις κατάλληλες φιλοσοφικές προσαρμογές στη δικαιοδοσία του management. Προοδευτικά, όλα τελούν υπό διαχείριση, δηλαδή υπό χειραγώγηση. Από δω και πέρα, καθετί που ενέχει οποιουδήποτε μέτρου δυναμική επιδράσεως, οτιδήποτε διαμορφώνει συνέπειες, πρέπει να κινείται σε προβλέψιμους βαθμούς ελευθερίας· η κινητικότητά του τελεί κάτω από τον απόλυτο καθορισμό εξισώσεων προσομοιώσεων. Τίποτε δεν μπορεί να υπερπηδήσει τα ετεροκαθορισμένα όρια. Καμιά έκπληξη δεν απειλεί την ισορροπία του συστήματος. Από δω και πέρα, καθετί που ενέχει οποιουδήποτε μέτρου δυναμική επιδράσεως, οτιδήποτε διαμορφώνει συνέπειες, πρέπει να κινείται σε προβλέψιμους βαθμούς ελευθερίας. Η κοινωνία είναι απόλυτα θωρακισμένη όχι μόνο απέναντι σε επαναστατικές αλλαγές αλλά ακόμη και στους πιο εφήμερους αιφνιδιασμούς. Το σύνολο των επιλογών της είναι επιλογές επινοημένες όσο και επιβεβλημένες.

  Η επιστήμη και η τεχνολογία με τους φρενήρεις ρυθμούς εξελίξεώς της ώθησαν το σύγχρονο άνθρωπο να πιστεύει ότι είναι επί θύραις η οριστική απαλλαγή του ανθρώπου από τις αρρώστιες, ότι η ζωή μπορεί να γίνει αέναη και διηνεκής και ότι ο θάνατος έχει ήδη τεθεί στο μικροσκόπιο της ιατρικής ως ένα, σε προοδευτικά μεγαλύτερο βαθμό, αποφευκταίο ενδεχόμενο.

Ποιός –αλήθεια- είναι ο τρόπος με τον οποίο παριστάνεται ενορατικά στο σύγχρονο άνθρωπο η ζωή και ο θάνατος; Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, η αντιμετώπιση του θανάτου από τον άνθρωπο έχει αλλάξει πολύ. Μέχρι το Μεσαίωνα ο θάνατος ήταν αποδεκτός χωρίς φόβο. Ο θάνατος ούτε συντομεύονταν αλλά ούτε και παρατείνονταν. Ο θάνατος ήταν ένα κοινωνικό γεγονός και λάμβανε χώρα παρουσία της οικογένειας, των φίλων, των γειτόνων αλλά και των παιδιών. Και ο θνήσκων όχι μόνο γνώριζε αλλά και καθόριζε τη σχετική τελετουργία του θανάτου. Από το Μεσαίωνα και μέχρι το 1930 και δραστικότερα από τότε και μετά, η στάση των ανθρώπων απέναντι στο θάνατο άλλαξε και ο θάνατος από κάτι κοινό, φυσικό και αναμενόμενο, μεταβλήθηκε σε κάτι ντροπιαστικό, αδιανόητο και απαγορευμένο. Αρχίσαμε να λέμε ψέματα. Πρώτα-πρώτα λέγαμε ψέματα σε αυτόν που επρόκειτο να πεθάνει, θέλοντας να του κρύψουμε το γεγονός διότι τον λυπόμασταν, αλλά μετά αρχίσαμε να λέμε ψέματα όχι για τον θνήσκοντα, αλλά και για μας τους ίδιους, γιατί εμείς είχαμε ανάγκη να πιστέψουμε ότι δεν υπάρχει θάνατος. Ο θάνατος είναι άσχημος και αποφεύγουμε να βλέπουμε την ασχήμια του. Μακιγιάρουμε τους νεκρούς μας επειδή θέλουμε να κρύψουμε την ασχήμια του θανάτου. Η άνθρωποι δεν πεθαίνουν πια στο σπίτι τους αλλά στο νοσοκομείο ή στο γηροκομείο, μακρυά από τους οικείους τους, ανώνυμοι και μοιραίοι. Ο θάνατος παρουσία της οικογένειας δεν αποτελεί πλέον αποδεκτό γεγονός και το ζούμε όλοι μας κάθε μέρα και οι νοσοκομειακοί ιατροί σε κάθε εφημερία. Ηλικιωμένοι ασθενείς μεταφέρονται από τους συγγενείς τους στο Νοσοκομείο με παθήσεις τελικού σταδίου, γιατί δεν θέλουν να πεθάνουν στο σπίτι, δεν μπορούν να βλέπουν το θάνατο, κι έτσι ο θάνατος των ανθρώπων λαμβάνει χώρα στο θάλαμο του νοσοκομείου και πολύ συχνά με τον θνήσκοντα μόνο του.

Είναι γεγονός ότι ο σύγχρονος άνθρωπος "δεν πιστεύει πλέον ούτε σε μια μεταθανάτια επιβίωση, αλλά ούτε καν στην νίκη σε βάρος του θανάτου, εφόσον δεν βλέπει πια το θάνατο καθαρά μπροστά του, δε ζει πια ενώπιον του θανάτου". Η ενορατική βεβαιότητα, η πρακτική εμπειρία ότι κάποτε θα πεθάνει, απωθείται  από τον σύγχρονο άνθρωπο λόγω του τρόπου ζωής, των φροντίδων, της φρενήρους επιδιώξεως αποθησαυρίσεως πλούτου, μέσα στη χοάνη της αχαλίνωτης καταναλώσεως στην οποία έχει συστηματικά εγκλωβισθεί.

Ποιος αμφιβάλλει σήμερα ότι ο μόνος καθοριστικός παράγων για τη διάθεση πόρων είναι το μέτρο της προκαλούμενης διακύμανσης της κερδοφορίας, ακόμη και αν πρόκειται για θέματα υγείας ή και της ίδιας της ζωής; Ποιος αμφιβάλλει ότι η κερδοσκοπία και η ανάπτυξη είναι ανελέητα συγκρουόμενοι κόσμοι και ότι η κατίσχυση του ενός συνεπάγεται τον αφανισμό του άλλου; Η διευθύντρια οικονομικών υπηρεσιών ενός Νοσοκομείου θεωρούσε ισότιμη τη συμβολή των οικονομολόγων και των ιατρών στο Νοσοκομείο, υπενθυμίζοντας ότι "δει δη χρημάτων και άνευ τούτων ουδέν εστί γενέσθαι των δεόντων". Είναι άλλο όμως η διάθεση πόρων και άλλο η διαχείρισή τους, μάλιστα με αποκλειστική επιδίωξη την εξασφάλιση υπερκερδών και όσων αυτά επιβάλλουν. Ο εγωισμός των managers να πιστεύουν ότι αυτοί διαθέτουν τα χρήματα επειδή αυτοί τα διαχειρίζονται, προσηκόντως όπως διατείνονται, κατασπαταλώντας τα, όπως είναι η πεποίθηση άλλων, προκαλεί συνεχείς επιδεινώσεις στα συστήματα υγείας, τα οποία είναι οριστικά εγκλωβισμένα στις τυχαίες ή εσκεμμένες επιλογές τους, στα συχνά και ακατανόητα λάθη τους, τα οποία πληρώνει το κοινό, σε σκληρό νόμισμα, δηλαδή την "υποβάθμιση της υγείας του"  και για τα οποία ποτέ δεν απαιτούνται απολογίες, δεν τίθενται υπό έλεγχο και δεν  επιβάλλονται κυρώσεις.

Αντίθετα με τις διακηρύξεις της ιατρικής ηθικής, πρυτανεύει η επινοημένη γλώσσα της ιατρικής οικονομικής των managers, σύμφωνα με την οποία το κύριο καθήκον και η δεοντολογική υποχρέωση των ιατρών, ως "παραγωγών υγείας" μετακινήθηκε, από την περιοχή του "επ΄ωφελείη καμνόντων" (κεφ. 4, IV) για χάρη του ασθενούς, στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του κοινωνικού συνόλου και της εκλογίκευσης των δαπανών, που ουσιαστικά οδηγεί στην διακριτική διαμεταχείριση των ασθενών. Υπό τις αντιλήψεις αυτές εκλογικεύεται η τάση συγκρατήσεως των δαπανών για την περίθαλψη ανιάτων ασθενών ή ατόμων με οριστική αναπηρία σε βαθμό, ώστε να μην καταλήγουν να  απορροφούν οικονομικούς πόρους και η υποχρέωση της πολιτείας να εξαντλείται στην αποζημίωση μιας κυμαινόμενης διάρκειας νοσηλείας και την χορήγηση, στη συνέχεια, ενός επιδόματος ανικανότητας (βλ κεφ 12, VIII). Κατά τις ιπποκρατικές αντιλήψεις ασκήσεως της ιατρικής, πρώτιστο ενδιαφέρον του ιατρού είναι το συμφέρον του ασθενούς και όχι η "ευημερία" της κοινωνίας. Όπως σε άλλες σελίδες της μελέτης αυτής σημειώνεται, οι περικοπές των δαπανών αφορούν, ιδίως ή για την ώρα αποκλειστικά, καταναλώσεις προς χάρη των ανιάτως πασχόντων, οι οποίοι, αποστερούμενοι νοσηλευτικής υποστηρίξεως, οδηγούνται στη συντόμευση της ζωής τους ή την επιδείνωση της ποιότητας της ζωής που τους απομένει. Η επιλογή των ανιάτως πασχόντων προς αποκλεισμό από τις ιατρικές υπηρεσίες υψηλού κόστους οφείλεται στο γεγονός ότι τα άτομα αυτά διαθέτουν μηδενική πιστωτική αξία, επειδή ουδέποτε πλέον αναμένεται να επανέλθουν στη συνήθη καταναλωτική και παραγωγική δραστηριότητα, ώστε να αποσβέσουν το κόστος της νοσηλείας τους με προσφορά εργασίας ή κατανάλωση αγαθών. 

Απέναντι σε αυτές τις μεταβολές η ιπποκρατική ιατρική στέκεται σθεναρά αντίθετη. Ο Ευρωπαϊκός Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας, που εγκρίθηκε από τους εκπροσώπους των Ιατρικών Συλλόγων και ισχύει παράλληλα με τους Εθνικούς Κώδικες Δεοντολογίας δέχτηκε μανιώδη κριτική και δριμύ κατηγορητήριο από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σχετικά με την αθέτηση της υποχρεώσεως από μέρους των ιατρών να περιορίσουν το κόστος της παροχής υπηρεσιών και αγαθών υγείας. Πραγματικά, το άρθρο 10 του Ευρωπαϊκού Κώδικα ενθαρρύνει τους ιατρούς να θέτουν στη διάθεση των ασθενών τους κάθε νέο επιστημονικό-ιατρικό μέσο, που θα διευκολύνει τη διάγνωση της παθήσεώς τους και θα προάγει τη θεραπεία τους. Αναρωτιέται κανείς γιατί κρίνονται οι ιατροί που, πράγματι, χωρίς ενδοιασμό, διαθέτουν την υψηλή τεχνολογία, για χάρη των ασθενών τους, κατά ουσιαστική ενθάρρυνση του Ευρωπαϊκού Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας και ποια απάντηση δίνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο εύλογο ερώτημα: "για ποιους προορίζεται η υψηλή ιατρική τεχνολογία, αν όχι για τους ασθενείς, ανεξάρτητα οικονομικής επιφάνειας;". Σε ό,τι αφορά την έκφραση συμπαράστασης προς τον ασθενή που διανύει τελικό στάδιο ανίατης παθήσεως, τα καθήκοντα του ιατρού πρέπει να περιορίζονται στην ανακούφιση του ασθενή από τον σωματικό και ψυχικό πόνο, απότοκο του σωματικού αποσχηματισμού του, λόγω της μηχανικής και ιατρικής εξαρτήσεως από συσκευές υποστηρίξεως οργανικών λειτουργιών και στην κατάλληλη φροντίδα που θα καταστήσει το τελικό στάδιο υποφερτό.   

     

 

V

Στη μακραίωνη διαδρομή του το ανθρώπινο γένος διδάχτηκε πολλά, ξέχασε, όμως και πολλά. Διέγραψε κάμποσα· αλλοίωσε, συσκότισε, παράφρασε, κακοφόρμησε τα περισσότερα αποσκoπώντας στην ποδηγέτηση της ύλης, του χώρου, του χρόνου, στην απόλυτη επικράτηση της τεχνολογίας, με την οποία επεδίωξε τη βελτίωση της κατασκευής και διάθεσης των πραγμάτων, την οργάνωση της εργασίας και, ήδη την αποκρυπτογράφηση της φύτρας της ζωής και την ευχερή παρέμβαση και εσκεμμένη τροποποίηση όλων των εκδηλώσεών της. Το δημοκρατικό δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως, επί του οποίου ερείδονται πχ., τα βασικότερα επιχειρήματα υπέρ της νομιμοποιήσεως της ευθανασίας,  ασκείται με αναγνώριση του δικαιώματος της ελεύθερης εκφοράς γνώμης, της απρόσκοπτης διακινήσεως των ιδεών και της ανεμπόδιστης φυσικής κινήσεως των ατόμων. Το δικαίωμα αυτό προστατεύεται από την πολιτεία αδιάκριτα και ισότιμα για κάθε άτομο της κοινωνίας, ανεξάρτητα φυλετικών, θρησκευτικών ή άλλων ιδιαιτεροτήτων και πολιτικών πεποιθήσεων. Σ΄ αυτή την ιδιότυπη δικτατορία του υπερφιλευθερισμού, όμως, τα άτομα στο συγκυτιακό τους περίβλημα στο οποίο έχουν εγκλωβιστεί αποστερούνται της δυνατότητας να έχουν γνώμη, όχι επειδή φιμώνονται, όπως στις αναχρονιστικές δικτατορίες, αλλά ελευθέρως διακινούμενοι στον αχανή κόσμο της εικονικής πραγματικότητας έχουν απολέσει την αξιολογητική τους δυνατότητα, την λογική ιεράρχηση και διαβάθμιση της σημασίας των δεδομένων που τους παρέχονται. Έχουν  αποστερηθεί τις αναγκαίες κλείδες με τη βοήθεια των οποίων θα μπορούσε ένας σκεπτόμενος άνθρωπος να συναρμόσει μια ασφαλή πρόταση. Έχουν χάσει τον προσανατολισμό τους και σιωπούν όχι επειδή δεν γνωρίζουν, αλλά, αντίθετα, επειδή γνωρίζουν τόσα πολλά, "ως κεράμους και πλίνθους ατάκτως ερρημμένους".

O σύγχρονος άνθρωπος κατακλύζεται από ένα σχεδόν αποδομητικό καταιγισμό πληροφορίας. Δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα που να μην το πληροφορείται ή να μην έχει την ευχερή δυνατότητα να το πληροφορηθεί [180] Όχι όμως και τίποτα, γιατί εν τέλει ο τρομακτικός όγκος των διαθέσιμων πληροφοριών υπολείπεται σημαντικά του όγκου των δυναμένων να του γνωστοποιηθούν. Από το 1970, μετά την εισαγωγή των ηλεκτρονικών υπολογιστών, τη συμβολή τους στην χαρτογράφηση του γονιδιώματος και την κατασκευή βιολογικών μικροτσίπς, ενεργοποιήθηκε ένα ακάθεκτο παλιρροιακό κύμα, ένα πολιτισμικό "τσουνάμι", που έπληξε με τέτοια ορμή τον πολιτισμό, καθώς  απαίτησε δεσποτικά και μάλλον πέτυχε τον εκ βάθρων επαναπροσδιορισμό και αναπροσανατολισμό της ατομικής και κοινωνικής μας ύπαρξης. Το κέντρο δράσεως μετακινήθηκε από το τρισδιάστατο καρτεσιανό πλαίσιο της γνώριμής μας πραγματικότητας, "του εόντος" δηλαδή "μέσα στο χώρο, το χρόνο και το νόμο", στην αχανή κοιλάδα των υπολογιστικών δικτύων και των ηλεκτρονικών μέσων, με τα νεόδμητα εικονικά περιβάλλοντα, τις προσομοιωμένες πραγματικότητες και τα πνευματοϋλικά υβρίδια, στην οποία κανοναρχεί και κυβερνά η πληροφορία, όχι ως γνώση που εμπλουτίζει την εμπειρία μας και συγκεκριμενοποιεί την ευθύνη μας, αλλά ως ενημέρωση, με ριζοσπαστική δύναμη που μας αναδιαμορφώνει οριστικά, που παρεισδύει και ασαφοποιεί τη διάκριση ανάμεσα στη σκέψη και στα πράγματα, στο στοχασμό και στην κατασκευή, στο πνεύμα και στην ύλη, προς όφελος των πραγμάτων, της κατασκευής και της ύλης. Έτσι, η κοινωνία μας είναι μια κοινωνία της συγχυσμένης γνώσης και της παρασυρμένης γνώμης, για τον απλό λόγο ότι τα όρια του πνευματικού και ανθρώπινου έχουν συναιρεθεί με τα όρια του μηχανικού και μη ανθρώπινου.

Η μεγάλη οικονομική αξία της πληροφορίας έγκειται στην εμπορικότητα της επιρροής της, που την καθιστά πεδίο στο οποίο μαίνονται συγκρούσεις μυθικής αξίας συμφερόντων. Η ασυμμετρία της πληροφορήσεως, η αποσπασματική και κατακερματισμένη γνώση, ως [καθ]οριστική ασαφοποίηση του καθαρού λόγου, είναι ο πρώτος παράγων που καθιστά τον άνθρωπο ανήμπορο να διατυπώσει την ορθή γνώμη, με βάση δεδομένα αρδευόμενα απ΄αυτήν. Ο δεύτερος παράγων αφορά την μεταπήδησή του ανθρώπου από την αναζήτηση της γνώσης (ως βιωματικής αντίληψης της πραγματικότητας που θα τον βοηθούσε αποφασιστικά ως προαπαιτούμενο να αρθρώσει τη γνώμη του), στην επεξεργασία της εικονικής, της δυνητικής εκδοχής της, με βάση τα "συμφερόμε­να" του κυβερνοχώρου μέσω της πληροφορίας, η οποία έχει φυγόκεντρες τάσεις, φευγαλέους χαρακτήρες και ροπές ακαριαίας διελεύσεως προ του αισθητηριακού του πεδίου. Οι εκπληκτικές ταχύτητες με τις οποίες διαδίδονται οι πληροφορίες, πλέον, ως ενημέρωση υπάρξεως μιας γνώσης, ως εικονική θέαση της γνώσης και όχι ως γνώση καθαυτή, η απόκτηση της οποίας θα απαιτούσε την προσωπική ολική εμπλοκή (λογική, συναισθηματική, βιωματική αλλά και σωματική, όπως ήθελε ο Σωκράτης και διευκρινίζει ο Τσιαντής-212) του ανθρώπου, καθώς επίσης και η απειρία των πηγών προέλευσής της, η όλο γρηγορότερη προσφορά και συσσώρευση πληροφοριών που επισυμβαίνει στην εποχή μας, η οποία αποστερήθηκε κάθε μηχανισμού ελέγχου αφότου κατέρρευσαν οι άμυνες της, συνεπάγεται μια υπερ-πληροφόρηση, ταυτόσημη ουσιαστικά με την παρα-πληροφόρηση του "τεχνοπωλίου", που ισοδυναμεί στην πράξη με την αδυναμία κάθε ενημερώσεως.

Κατά τον Σωκράτη, η γνώση δεν αποτελεί απλώς την κατοχή ενός ορισμού αλλά ταυτόχρονα τη βίωση του περιεχομένου του. Η γνώση πχ., της φιλανθρωπίας, δε σημαίνει απλά νοητική πληροφορία κι ενημέρωση του όρου "φιλανθρωπία", που θα εξαντλούσε τις απαιτήσεις του κυβερνοχώρου, αλλά την πρακτική εφαρμογή της ουσίας της φιλανθρωπίας στην καθημερινή πρακτική του καθενός, ως νόημα συνθετικό του νοήματος της ζωής του. Έτσι, η γνώση δεν είναι απλά και μόνο υπόθεση "ενημέρωσης" αλλά κάτι βαθύτερο. Η ποθητή σωτηρία δεν έρχεται μέσα από την πληροφορία, αλλά μέσα από την βιωμένη εμπειρία της, δηλαδή την αναγωγή της σε γνώση, μέσω και δια μέσου της οποίας μπορούν μόνο να παραχθούν αποτελέσματα. Με την χομπσιανή αυτή έννοια, οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν πια∙ απλώς πληροφορούνται. Η γνώση δεν είναι μόνο στίγμα, ένα bit στην ακατάσχετη ροή της πληροφορίας, αλλά αναδύεται ως συναισθηματικό και βουλητικό χαρακτηριστικό κι έχει διαπλαστική και παιδαγωγική σημασία, εκδηλούμενη ως τροποποίηση της κοινωνικής μας συμπεριφοράς.

Η πληροφορία δεν συνιστά βίωση ούτε αρτιώνει εμπειρία και δεν αποτελεί υπόστρωμα ή υλικό συλλογισμού και εκφοράς νοητικής προτάσεως. Δεν είναι καθαυτή πραγματικότητα, αλλά είναι η τεχνητή προσομοίωσή της. Ταυτόχρονα όμως υπάρχει και ισχύει και, συνεπώς, ικανοποιεί τις προϋποθέσεις του ορισμού της, αφού κινείται σε μια βαθμίδα που διαισθανόμαστε ότι υπάρχει, αλλά ούτε υποπίπτει στις αισθήσεις μας ούτε αντιστοιχεί με κάτι στους συμβολισμούς μας. Όμως αντικαθιστώντας τη γνώση με την πληροφόρηση, ο άνθρωπος έχασε την βιωματική του επικοινωνία με τον εαυτό του, τους άλλους και τη φύση και μεταβλήθηκε σε παθητικό, χωρίς δυνατότητα παρεμβάσεως, παρατηρητή των τεκταινομένων στην οθόνη του· όχι της πραγματικότητάς του στην οποία συμμετέχει με όρους συναλλαγής και διαδράσεως, αλλά στο άϋλο, ανέγγικτο και άθικτο ομοίωμά της, στο εικονικό εκμαγείο της, στο ηλεκτρονικό της είδωλο.

Ο άνθρωπος έχει ελεύθερη και ανεμπόδιστη πρόσβαση στην εικονική πραγματικότητα, ενώ έχει απομακρυνθεί από την πραγματική του πραγματικότητα, με την ενδελεχή εντρύφηση της οποίας θα μπορούσε όχι μόνο να ερμηνεύσει τον κόσμο, αλλά και να τον βελτιώσει. Αφού, όπως πολλοί φιλόσοφοι υποστηρίζουν, σκοπός του ανθρώπου είναι η νοητική, η πνευματική του τελείωση, η τελειοποίησή του στην αρετή, τη γνώση και  την αναγνώριση και ιεράρχηση των αξιών, εγκλωβισμένος στον καταιγισμό της στείρας πληροφορίας που συνεπάγεται πλήρη απώλεια κριτηρίων, παράκαμψη αξιολογητικών μεθόδων, απουσία δικαιολογήσεων των προτεινομένων τάσεων, καθίσταται ανήμπορος να εκφέρει γνώμη, σε βαθμό που τελικά έχασε την ελευθερία του και το αληθινό του πρόσωπο. Γιατί η γνώμη του είναι εκείνη που καθορίζει το αληθινό του πρόσωπο και τα όρια της επικράτειάς του. Όμως αυτή τη φορά, η αδυναμία να εκφέρει γνώμη δεν οφείλεται σε κάποια εξωτερική βία που τον φιμώνει, αλλά στη βαταριστική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει.  Όλα αυτά οδηγούν στην ακαταμάχητη επικράτηση ενός αλαζονο-χαυνο-φλύαρου ‘υπερφιλελευ­θερισμού’, που δεν διστάζει ανάμεσα στις χρήσεις βίας και στις χρήσεις πειθούς, καθιστάμενος έτσι δήμιος της συλλογικής και ατομικής ελευθερίας.

Είναι αλήθεια ότι, με τη βοήθεια της πληροφορικής, η μόρφωση, η επικοινωνία, η μετάδοση γνώσεων και η ενημέρωση –ιδίως αυτή- καθίστανται τεχνικά ευχερέστερες, αλλά, άλλο τόσο είναι αλήθεια ότι δι αυτών των οδών διοχετεύεται τεχνηέντως και χωρίς να διακρίνεται η προέλευσή της, κάθε εμπρόθετη ιδέα, κάθε σκόπιμη παραπλάνηση, κάθε λογής προπαγάνδα. Κι από την άλλη πλευρά, η πρόσβαση στους μηχανισμούς ενημερώσεως προσφέρονται σαν ένα προνόμιο, παρεχόμενο αλλού ευχερέστερα και αλλού δυσχερέστερα, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία παραμένει ερμητικά αποκλεισμένη από τους "δρόμους της σοφίας" που γι αυτούς παραμένουν απρόσιτοι, αβέβαιοι, ακόμη και επισφαλείς. Όπου παρέχεται, παρέχεται ενδεχομένως ατελώς, αλλά όχι και χωρίς σκληρά ανταλλάγματα. Η πολλών ταχυτήτων παροχή πληροφορίας η οποία δεν υπαγορεύεται από συγκεκριμένους λόγους, είναι μια μείζων αδικία, μια επινοημένη διάκριση, μεταξύ των ευνοημένων από την ιθύνουσα τάξη και των άλλων, των καταδικασμένων σε χαμηλόβαθμες καταρτίσεις βοηθών, που θα παραχωρηθούν ως φτηνό εργατικό δυναμικό, επιδοτούμενο σε επιχειρήσεις οι οποίες θα τους απολύσουν μόλις εξαντληθεί η επιδότηση. Η διαχείριση, έτσι, της διάδοσης της πληροφορίας φτάνει με τον τρόπο αυτό στο απόγειο της δημοκρατικής έκπτωσης και η σύγχρονη κοινωνία, χαρακτηρισμένη, ήδη, ως κοινωνία της πληροφορίας, επιδίδεται στη θέσπιση άκαμπτων ιεραρχιών, εκκολπώνοντας υπάρξεις που έχουν, ήδη, κριθεί, ως "χαμηλής διαφοροποιήσεως" κι έχουν αποκλεισθεί από τους περισσότερους τομείς δράσεων.

Ο σύγχρονος άνθρωπος γαλουχήθηκε στο αφαιρετικό περιβάλλον των κόμικς (βλέπε το "μασκότ" των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004), των εικονογραφημένων, των φωτοσυνθέσεων,  της τηλεοράσεως που έκανε τα επτά διακριτά χρώματα της ίριδας συνάρτηση της υπολογιστικής δύναμης των κομπιούτερς, των πρόχειρων συνθέσεων των "γκράφιτι" που δεν αντανακλούν παρά μόνο την οριστική αποσύνθεση της συνοχής του. Η κοινωνία μας διήλθε πολλές φάσεις που έχουν καταχωρηθεί ως επαναστάσεις ή ανατρεπτικά κύματα. Μέσα απ΄αυτές τις επαναστατικές μεταμορφώσεις αναδύθηκε ο homo sapiens των μεγάλων επινοήσεων, των εκπληκτικών επιτευγμάτων, ο οποίος, όμως, αν και διάνυσε έτη φωτός τεχνολογικών κατακτήσεων μέσα σε λίγες μόνο δεκαετίες, παραμένει το ίδιο εμβρόντητος και περισσότερο αμήχανος: αντίθετα με ό,τι πίστευε ο Leibniz, τα μυστικά της φύσης είναι, τελικά, ανεξάντλητα. Στη γενετική μηχανική, βλέπουμε πχ., την πιο θεαματική εισβολή του μηχανικού στην σφαίρα του υποκειμενικού, εφόσον αυτή κατέστη ήδη ικανή να μεταφέρει ένα ευρύ φάσμα δεδομένων του εαυτού μας στα εργαστήρια των τεχνητών επεμβάσεων και να πετυχαίνει τώρα την πιστή αναπαραγωγή τους (βλέπε πχ., κλωνοποίηση) και, αργότερα, την κατά παραγγελία αναδόμησή τους.

Μέσα στο πνεύμα της σύγχρονης τεχνολογίας διαφαίνεται μια μορφή επιστημονικού φονταμενταλισμού, ότι η επιστήμη είναι παντοδύναμη, ότι έχει όλες τις απαντήσεις. Ο βιομηχανισμός, με τη διάθεση πακτωλού προϊόντων, την εκρηκτική επέκταση των συγκοινωνιακών δικτύων, μέσω των οποίων διευκολύνθηκε η τρομακτική εξάπλωση του παγκόσμιου εμπορίου, προσκόμισε την ελπίδα στην κοινωνία ότι "ήρθε η ώρα" της πανανθρώπινης ευμάρειας, της αποκαταστάσεως της ειρηνικής συμβιώσεως, της κατισχύσεως των ηθών της ανθρωπιάς, του πολιτισμού, της συνοχής, της πρυτανείας της δημόσιας ανιδιοτέλειας και της εκτοπίσεως του κακού. Οι ελπίδες αυτές διαψεύσθηκαν. Ό,τι συνέβη, ως συνέπεια της θρησκευτικής προσήλωσης στην αγορά, είναι η μετατροπή του ανθρώπου σε παθητικό παρατηρητή και άβουλο ενεργούμενο ή σε άφρονα εθελοντή της βίας, καθώς ο ορθολογισμός κατακερματίστηκε σε ανταγωνιστικές μεταξύ τους εκδοχές του ανθρώπινου αγαθού και της ανθρώπινης προόδου. Κι αυτό για ένα και μόνο απλό και διάφανο λόγο: η ανθρωπότητα εκτροχιάζοντας την ευαγγελιζόμενη από το Διαφωτισμό προσπάθεια για ευημερία, έδωσε πολύ μεγαλύτερη σημασία στην επαύξηση των εμπράγματων πολιτισμικών αγαθών και αγνόησε την υποχρέωσή της για τον "εξευγενισμό των ηθών", τονίζοντας την υλιστική άποψη του πολιτισμού. Επικέντρωσε τις προσπάθειές της στην άρση της ένδειας και της ανεπάρκειας των τεχνικών μέσων, στην παραγωγή και διάθεση προϊόντων και παραμέλησε το καθήκον της να εμπλουτίσει τον άνθρωπο με το κατάλληλο πλέγμα ηθικών αξιών, να τον αναδείξει ως μια βαρυσήμαντη μοναδικότητα, ως μια επώνυμη ατομικότητα που στα πλαίσια μιας κοινωνίας πραγματικής συνοχής θα συναντούσε το νόημα και το χρέος της ζωής του.

Η ηθική, από φρόνημα έγινε μια αυξομειούμενη λίστα κανόνων καλής συμπεριφοράς όπου το επουσιώδες συγκεντρώνει το αμέριστο ενδιαφέρον της κοινωνίας, ενώ το ουσιώδες παρακάμπτεται επιδεικτικά. Το αγαθό, ως τρόπος του "ευ ζειν" τείνει να καταστεί μια ψευδο-έννοια ή, έστω, μια συναισθηματική περιγραφή καταστάσεων, ατόμων ή προτάσεων [9]. Ο σύγχρονος κόσμος, χάνοντας το ενδιαφέρον του για τη μετά θάνατο ζωή, πεισθείς για την ανυπαρξία του Θεού και για την χωρίς εκείνον διεκδίκηση μιας χοϊκής, εκκοσμικευμένης ευδαιμονίας, απεμπολώντας την υποχρέωσή του να διάγει ενάρετο βίο, ασκούμενος για την αντιμετώπιση του θανάτου και την ημέρα της τελικής κρίσεως, κατελήφθη από τη φρενίτιδα του πλουτισμού. Η φρενήρης συσσώρευση εμπράγματων αγαθών τον ώθησε στο να δώσει στο κάθε τι μια αγοραία υπόσταση, γνωρίζοντας σχεδόν ότι οφείλει να καταστεί ένα εργαλείο του κέρδους, αλλιώς θα χαθεί μαζί με τη ζωή του, μια ζωή που από νήπιο έμαθε να την κερδίζει και όχι να τη ζει.  Με απλά λόγια κατέστη αδύνατο να ιδωθεί ο άνθρωπος κάτι περισσότερο από έρμαιο του ατομικού του συμφέροντος, να ιδωθεί ως φορέας του οράματος ενός ενεργά οργανωμένου ανιδιοτελούς συνασπισμού που ονομάζουμε "κοινό καλό". Η βεβιασμένη  επίδοσή του στην επινόηση εργαλείων και την οργάνωση της εργασίας κατέληξε στην εκρηκτική παραγωγή κατασκευών και προϊόντων.

Όπως είχε αποφανθεί ο Αναξιμένης [201] και επιβεβαίωσε ο Μαρξ, "η ποσοτική συσσώρευση συνεπάγεται και ποιοτική αλλαγή", η συσσώρευση των προϊόντων επέβαλε την αναδιατύπωση ευρείας σειράς θέσμιων και την αναδιαμόρφωση της κοινωνίας, διευρύνοντας την απορροφητικότητά της, ώστε να καταναλώνεται αμέσως οτιδήποτε παράγεται. Με απλά λόγια, η προοπτική της προόδου υποβιβάστηκε στην κατίσχυση της αγοράς που κατέστησε το κάθε τι ανώνυμο, απρόσωπο και δυνητικά επικίνδυνο, έναντι του οποίου πρέπει, επίσης, να προμηθευτεί καλύψεις. Σ΄αυτόν τον νεοπαγή τύπο ανθρώπου, που συναινεί, αδιαφορεί ή φοβάται, ακόμη και ο θάνατος φαντάζει ένας απρόβλεπτος αιφνιδιασμός – ένας δυνητικός κίνδυνος, έναντι του οποίου δε σκέφτεται παρά να αγοράσει κάλυψη, με τον ίδιο τρόπο που επιχειρεί καλύψεις έναντι άλλων δυνητικών κινδύνων, όπως η πυρκαγιά, οι πλημμύρες, το τροχαίο ατύχημα, η ασθένεια, οι επαγγελματικές αβλεψίες, την έλευση των οποίων προσπερνάει με αποζημιώσεις.  Αυτός ο τύπος ανθρώπου δεν αναγνωρίζει το θάνατο για τον εαυτό του, τον διαπιστώνει μόνο τυχαία στους άλλους, ως λειτουργική εκτροπή ή μηχανική βλάβη. Ο άνθρωπος έχει παύσει να ορίζεται πλέον ως ένα "είναι – προς – θάνατο" και βαθμιαία κατανοεί ότι θα πεθάνει βίαια εξαιτίας κάποιου άλλου. Ο θάνατος για τον άνθρωπο της αγοράς είναι ένα ατύχημα, το οποίο θα μπορούσε να είχε προβλεφτεί και έναντι του οποίου μπορεί να καλυφθεί∙ έχει τεκμαρτή αξία. Ένα ατύχημα που συμβαίνει πάντα στους άλλους. Και μόνο για τους άλλους, συμβαίνει μια μόνο φορά και στον εαυτό του.

 

  

VI

Στη φρενήρη αυτή διαδρομή, η αγορά αξίωσε και, σε μεγάλο βαθμό, επέτυχε μια συνολική ανατροπή, μια ρήξη, προκειμένου να επιβάλει το μοντέλο της και στην καρδιά αυτού του μοντέλου ευρίσκεται η ιδέα του συμφέροντος, η απληστία του κέρδους και η άρνηση της ανιδιοτέλειας. Αναποδογυρίστηκε το κάθε τι: η κοινωνική ηθική, ως κανόνες ειρηνικής συνυπάρξεως και συνεργασίας, η αισθητική, ως κανόνες αναδείξεως του ωραίου και η πολιτική, ως κανόνες οριοθετήσεως των κοινωνικών πραγματοποιήσεων, το άβατο της φύσεως και, επίσης τα λεξιλόγια. Όλα φαίνονται να αποκτούν ένα νέο νόημα. Όπως έχει και από άλλους παρατηρηθεί [133], καλλιεργείται και διαδίδεται ένα επινοημένο λεξιλόγιο που αποδίδει σκοπιμότερα μια ιδεολογική γλώσσα που έτεινε στην αλλοίωση της  συλλογικής συνειδήσεως, δηλαδή στο να δώσει εσφαλμένη εικόνα των σχέσεων των πολιτών με την απόλυτα ποδηγετημένη από την αγορά πολιτεία. Νέοι όροι που εξυπηρετούν την ιδιοτελέστερη διάθεση των οικονομικών πόρων "εφευρίσκονται" για τη δημιουργία "νέων δικαιωμάτων", όπως π.χ., του θανάτου, ο οποίος από απροϋπόθετη υποχρέωση κάθε έμβιου όντος, εμφανίζεται στη σύγχρονη κοινωνία ως δικαίωμα διεκδικούμενο από, και ιδίως απ΄αυτούς, τους πάσχοντες από ανίατη νόσο σε τελικό στάδιο.

Είναι αλήθεια ότι τα λεξιλόγια αποτυπώνουν με ακρίβεια τη δομή του κοινωνικού πεδίου και τα όντως τεκταινόμενα μεταξύ των ανθρώπων. Επομένως, το νόημα κάθε λέξης δεν είναι στατικό και αμετάβλητο, αλλά μεταβάλλεται ανάλογα με την εποχή ή τις πνευματικές εκδηλώσεις για τις ανάγκες των οποίων χρησιμοποιείται. Η αναμόρφωση των λεξιλογίων, ο εμπλουτισμός τους με διεστραμμένους όρους, οι οποίοι είχαν ως αίτιο και ταυτόχρονα ως αποτέλεσμα τη μεταστροφή των προτύπων διανόησης που προωθούν οι διακανονισμένες επιδιώξεις της νέας τάξης: Τα χρησιμοποιούμενα λεξιλόγια δεν περιγράφουν πια, παρά κόσμους ανταλ­λα­κτι­κής δράσης και ανάγουν κάθε εκδήλωση της ζωής σε διεργασίες που συναντώνται στα εργοτάξια, στα γραφεία, στα εμπορικά καταστήματα. Αποκαλύπτουν με ολοένα λιγότερη επιφύλαξη την εργαλειακή τους αποστολή, ως μέρη της δομήσεως του κοινωνικού κόσμου μέσα στον οποίο οι άνθρωποι βιώνουν τις εμπειρίες τους και όχι ως κλειδιά για την περιγραφή της αντικειμενικής πραγματικότητας.

Πολλές από τις κοινότυπες φράσεις είναι διφορούμενες ή αμφίβολες και η ασαφής επιφανειακή γλωσσική δομή τους κρύβει την σκοπούμενη επιδίωξη να καθίστανται ιδιαίτερα συγχυτικές και παραπαλανητικές κατά την εν τω βάθει επεξεργασία τους. Η προοδευτικά εκδηλούμενη ανεπάρκεια περιγραφής των ηθικών αναζητήσεων του ανθρώπου συνεπάγεται την άμβλυνση των αναζητήσεων και όχι –ατυχώς- την ενίσχυση των λεξιλογίων. Τέτοια φαινόμενα γλωσσικής διαστροφής έλκουν την καταγωγή τους στις συνέπειες της βιομηχανικής επαναστάσεως, όπως στην ίδια εποχή μεταλλάσσεται σε ανικανοποίητη βουλημία και η εγγενής τάση του ανθρώπου να συντηρεί και να βελτιώνει την ιδιοκτησία του. Αρχικά συγκροτήθηκε μια "πεπαιδεύμενη γλώσσα που σκέφτεται και γράφει για τον εαυτό της", όπως παρατήρησε ο Shiller, προς χρήση των ποιητών, καλών ή κακών [42]. Στη συνέχεια όμως αυτή η γλώσσα διαφοροποιήθηκε σε μια επιτηδευμένη γλώσσα σε βαθμό, ώστε να διευκολύνει την προώθηση των αγοραίων επιδιώξεων του σύγχρονου ανθρώπου προκειμένου να επιτευχθούν καλύτερες ανταλλακτικές επιδόσεις. Οι ετερορυθμισμένοι εκφραστικοί τρόποι συμβάλλουν με τη σειρά τους στην ομοιογενειοποίηση των ατομικών ιδιαιτεροτήτων και, ταυτόχρονα, συσκοτίζουν την πρόθεση του συστήματος να εννοεί το κάθε τι ως υπάρχον μέσα στον κόσμο μόνο στο μέτρο που είναι δεκτικό διαχειριστικής παρεμβάσεως, δηλαδή να αναγνωρίζει μόνο διεργασίες που αφορούν στην προώθηση τρόπων κατασκευής και διαθέσεως των πραγμάτων και οργανώσεως της εργασίας. Η καταλυτική δράση των λεξιλογίων στη διαμόρφωση των κοινωνιών έκανε τον Foucault [45] να συντάξει την εκπληκτικής οξυδέρκειας φράση, σύμφωνα με την οποία "είναι η γλώσσα που κατασκευάζει τους ανθρώπους που τη χρησιμοποιούν και, επομένως, ο άνθρωπος διαμορφώνεται με αυτόν ή εκείνο τον τρόπο, ανάλογα με τα λεξιλόγια που του προσφέρονται". Η θέση αυτή είναι μια θέση εντελώς αντίθετη με την κοινή, μέχρι τώρα, αντίληψη σύμφωνα με την οποία είναι οι άνθρωποι που κατασκευάζουν τα λεξιλόγια που χρησιμοποιούν. Για κάθε ιδεολογικό δίλημμα υπάρχει ένα διαθέσιμο σύνολο προτάσεων και εκφράσεων που χρησιμοποιούνται μονότονα. Με την αποδοχή κάποιου απ΄ αυτά τα κλισε το άτομο γίνεται ιδιαίτερο υποκείμενο με συγκεκριμένη ιδεολογία, ρόλο και αυτο-αντίληψη.

Έτσι, τα χρησιμοποιούμενα λεξιλόγια κατηγοριοποιούν τα άτομα ως συντηρητικούς, φιλελεύθερους ή μαρξιστές, θύματα, υποστηρικτές ή αντιπάλους της εξουσίας, ακτιβιστές ή θεατές και, βέβαια, υπέρ ή κατά των ηθικών καινοτομιών που προτείνει η αγοραία μεταμόρφωση της σύγχρονης κοινωνίας. Εκείνοι που επιλέγουν μια θέση υπέρ της ευθανασίας, για παράδειγμα, ή κατά της μονιμοποιήσεως της εργασίας κατασκευάζουν ένα κόσμο, στον οποίο το κέρδος και η κατανάλωση αποτελούν τις μοναδικές παραμέτρους διακρίσεων και ανισοτήτων, ενώ όλες οι άλλες παραδοσιακές διαφορές δεν συνιστούν παρά μόνο επικοινωνιακές αντιπαραθέσεις, που δεν ακουμπάνε τις διατάξεις της τρέχουσας πολιτικής καταστάσεως και της κυρίαρχης ιδεολογίας που υπερασπίζεται τα συμφέροντά τους. Γι αυτούς, κάθε άτομο που δεν παράγει και, κυρίως, δεν καταναλώνει παραγκωνίζεται από την αγοραία κοινωνία ως αδρανές φορτίο και περιθωριοποείται ή αποτελεί δυνητική υποψηφιότητα ευθανασίας, καθώς συνιστά μια εμβιότητα αποψιλωμένη αναγνωρίσιμων χαρακτηριστικών.  

Αναφέρουμε μερικά παραδείγματα καθημερινών εκφράσεων: "μου την έδωσε" που σημαίνει με εξόργισε. "μου την έφερες" που σημαίνει με εξαπάτησες, "τα πήρα στο κρανίο" που σημαίνει έχω θυμώσει πολύ. "πάω (κάτι) με χίλια" που σημαίνει ότι επιθυμώ (κάτι) πολύ, "και γαμώ+ουσιαστικό" που εκφράζει μεγάλο θαυμασμό για το ουσιαστικό. "μου τη βίδωσε" που σημαίνει μου είναι πολύ ελκυστικό, έχω καταστεί εξαρτημένος κλπ. Όλες αυτές οι εκφράσεις είναι εκφράσεις τεχνολογικής/καταναλωτικής δραστηριότητας και αντικαθιστούν αισθήματα θαυμασμού, αγάπης, συμπόνιας, που έτσι, χάνουν τη σημασία τους, καθώς επικυριαρχούνται μόνο, πλέον, από την ανταλλακτική τους αξία. Προοδευτικά ο σύγχρονος άνθρωπος συμπεριφέρεται σαν (παραγωγική ή καταναλωτική) μηχανή∙ οι διαπροσωπικές του σχέσεις γίνονται απροκάλυπτα ανταλλακτικές και ο ίδιος αυτοαναγνωρίζεται με όρους μηχανολογίας ή εμπορίου.

Η αναδιαμόρφωση της γλώσσας επιχειρείται προς την κατεύθυνση, λ.χ., να γίνει πιο ευσύνοπτη και αποτελεσματική η διαφημιστική τέχνη: Λίγα, απλά λόγια με διευκρινισμένο και ενιαία αποδεκτό σημαινόμενο που να εντίθεται στο εικαστικό μέρος της διαφήμισης χωρίς να το καθιστά δυσδιάκριτο. Βέβαια, κάθε άλλο παρά η διαφήμιση αποτελεί τον βασικό λόγο της μεταποιήσεως των λεξιλογίων: καθώς η συμπεριφορά των ανθρώπων ωθείται προς την κατεύθυνση να αποβούν αποδοτικότερες παραγωγικές μηχανές και συστηματικότερα καταναλωτικά χωνευτήρια της όποιας παραγωγής, το λεξιλόγιο ολοένα περισσότερο μεταλλάσσεται, έτσι, ώστε να καταστεί δοκιμότερο προς την εξυπηρέτηση των στόχων αυτών.

Αυτή η καταιγιστική μεταποίηση των πραγμάτων απαιτείται προκειμένου να αναπεριγραφούν, ώστε να καταστούν εισαγώγιμα στο υπό διαμόρφωση σύστημα. Από την επικαιρότητα θα διάλεγα καινοτόμους όρους, μ΄ εύγλωττες συνέπειες. Έτσι, ο όρος "ελεύθερη αγορά" δεν σημαίνει κάτι άλλο, παρά ασύδοτη αγορά, αγορά χωρίς όρια κέρδους· ο όρος "εγκλήματα πολέμου" διαγράφτηκε από τα ανθρώπινα λεξιλόγια, και αντικαταστάθηκε από τον πιο καθησυχαστικό, αλλά αποπροσανατολιστικό και συγχυτικό όρο "παράπλευρες απώλειες", όπως ονομάζουν τώρα τη σφαγή των αμάχων. Από δω και πέρα, ο ιατρός δεν θα λέγεται έτσι, αλλά "παραγωγός υγείας, health producer" και εφ΄ όσον, τελικά, -όπως δεν αποκλείεται- νομιμοποιηθεί η ενεργητική ευθανασία ή η ιατρική συνδρομή στην αυτοκτονία, μπορεί να εξειδικεύεται ως  "πάροχος θανάτου", σε μια πλήρη ανατροπή κάθε έννοιας Λόγου. Γιατί ο Λόγος, ως αιτία, έχει πάψει από καιρό να είναι "εν αρχή" κι έχει αντικατασταθεί από τον "εν κατακλείδι" λόγο, ως σκοπό ή σκοπιμότητα. Και η υγεία, δεν θα είναι πλέον ότι ξέρουμε ότι είναι, στην αποκρυσταλλωμένη της αντίθεση με την αρρώστια αλλά ένα αγοραίο, καταναλωτικό αγαθό, εισηγμένο ισότιμα στις εξισώσεις "κόστους-κατανάλωσης-κέρδους" και μπορεί μόνο να διατεθεί σε εκείνους που έχουν τη δυνατότητα να καταβάλουν το υπέρογκο κόστος του. Έτσι, ο όρος "ασθενής" έχει ήδη καταργηθεί από τα ιατρικά εγχειρίδια με τον εμπρόθετα επινοημένο όρο "καταναλωτής υγείας", δηλαδή καταναλωτής του εμπορεύσιμου αγαθού "υγεία". Αλλά με τις αναπεριγραφές αυτές, το ενδιαφέρον της Ιατρικής μετατοπίζεται προς τους υγιείς επιδιώκοντας, με μεθόδους ενισχυτικής ιατρικής, να τους καταστήσει υγιέστερους, περισσότερο άρειους, μακροβιότερους και αποδοτικότερους. Οι παραγωγοί υγείας στέκουν αμήχανοι προ του σε τελικά στάδια ευρισκόμενου ασθενούς, που στις περισσότερες των περιπτώσεων είναι, βέβαια, δημιούργημά τους, καθώς ό,τι τους απέμεινε να προσφέρουν είναι εκτεχνικευμένες δράσεις. Μετά την κατάρρευση των τεχνολογικών μεθόδων ή την εξάντληση των οικονομικών αποθεμάτων του ασθενούς ή της οικογενείας του, η βιοιατρική αποσύρεται, αποστασιοποιείται, καθώς στα ράφια της σύγχρονης ιατρικής δεν θα βρείτε πλέον παρηγορητική αλληλεγγύη και τις προδιαγραφές του ιατρικού έργου δεν κανοναρχούν τα ιπποκρατικά θέσφατα.  Υπό τις περιστάσεις αυτές, τροποποιήθηκε και το περιεχόμενο του όρου ευθανασία, έτσι, που από τον ήρεμο, ευγενή και ευτυχισμένο θάνατο, κατά την κλασική του έννοια, νοείται τώρα ο ετεροκαθορισμένος θάνατος ατόμων που βιώνουν τα βάσανα και τους περιορισμένους μιας ανίατης σωματοψυχικής παθήσεως και που δε συνδράμουν τις σύγχρονες επιδιώξεις της αέναης παραγωγής και ακατάληκτης καταναλώσεως. Κατά τα ανωτέρω, διακρίνεται μια σαφής διάσταση μεταξύ του κλασικού περιεχομένου του όρου και του αλλοιωμένου νοήματος υπό το οποίο χρησιμοποιείται στα σύγχρονα λεξιλόγια. Μια διαφορά που εκρήγνυται στα μάτια του παρατηρητή, καθώς στην αρχαιοελληνική εκδοχή της η ευθανασία δεν είναι κάτι άλλο παρά η υπαρξιακή συνέχεια του "ευ ζείν", ενώ, στη σύγχρονη κοινωνία, είναι η χωρίς όρους παράδοση του ατόμου και κάθε ενδείξεως ζωής σε ετεροκαθορισμένες αυθεντίες, διαμορφωμένες στα στρατηγεία της παγκοσμιοποιού­μενης κοινωνίας μας.

 Όπως επιχειρείται ο έλεγχος των γεννήσεων, η χειραγώγηση της εκπαιδεύσεως, η διαχείριση της εργασίας, η επιλογή της κάθε φορά "πιο συμφέρουσας εκδοχής" του αγαθού και της ανθρώπινης προόδου, έτσι, αποσκοπείται και η ποδηγέτηση του θανάτου, καθώς άλλοτε αποτρέπεται, και υπάρχουν μέσα γι αυτό, και άλλοτε επισπεύδεται, με την επιλογή της ευθανασίας. Τόσο κατά την αρχαιοελληνική αντίληψη της ευθανασίας, όσο και κατά τη σύγχρονη εκδοχή της, το αίτημα για ευθανασία έχει κατ' ουσία ως περιεχόμενο την επιθυμία για έναν καλό θάνατο: ένα εύηρο, ανεμπόδιστο ταξίδι στο "επέκεινα". Άλλο αν αυτό το "έπέκεινα" εδράζεται κάπου στο κάπου ή στο πουθενά, ανάλογα με τις μεταφυσικές τοποθετήσεις του καθενός. Αλλ΄ ενώ, υπό την αρχαιοελληνική αντίληψη το ταξίδι αυτό είναι αυθόρμητο ή, έστω, αφορμάται μόνο από την φυσιολογική ή βίαιη εξάντληση των ζωτικών εφεδρειών, που καθορίζει και τον τρόπο του ως ενιαίο, κι έχει να κάνει με την κατά τη διάρκεια της ζωής κατάλληλη προετοιμασία του, που καθορίζει και την ανιδιοτέλεια του σκοπού του, στην, υπό τη σύγχρονη εκδοχή της, ευθανασία είναι "επιδιωγμένο", όπως η θυσία και η αυτοκτονία, χρονικά ετεροκαθορισμένο με ποικίλλοντα τρόπο και ιδιοτελή σκοπό.

VII

Το αρχιμήδειο σημείο από το οποίο εκκινώντας μπορούμε να κατανοήσουμε τη στάση της κοινωνίας έναντι ζητημάτων, όπως αυτό της ευθανασίας, είναι το γεγονός ότι ζούμε υποτελείς στην απρόσωπη δυναστεία της αγοράς. Η κοινωνική μας αναγνώριση είναι συνάρτηση δύο μόνο μεταβλητών: του βαθμού αποδόσεως στην παραγωγική διαδικασία και της εντάσεως της καταναλώσεως. Για την αγοραία μετάλλαξη της σύγχρονης κοινωνίας, ο άνθρωπος δεν συνιστά παρά ένα «συνεπτυγμένο μηχανισμό» χρήσιμο εφόσον παράγει ή καταναλώνει και εντελώς άχρηστο εάν η ηλικιακή του φόρτιση ή η εκτροπή της υγείας του τον καθιστά ανίκανο για περαιτέρω παραγωγή και βουλημική κατανάλωση. Η αξία αυτού του ανθρώπου συνεχώς ελαττώνεται, με την μείωση της παραγωγικής και καταναλωτικής του αποδόσεως, μέχρι την περιθωριοποίησή του όταν γεράσει ή πρώιμα αρρωστήσει. Αυτές οι νέες τάσεις για το αέναο κέρδος, τον ακατάληκτο μόχθο, την ατέρμονη, χωρίς νόημα "πρόοδο" ευθύνονται για τη γενική μεταβολή της στάσης του σύγχρονου ανθρώπου απέναντι στη ζωή, την αρρώστια, το θάνατο. Μετά απ΄αυτή την εξειδίκευση της ζωής, ως ευκαιρία για φρενήρη παραγωγή και ακατάληκτη κατανάλωση, μετά απ΄ αυτή την εξαπλούστευση του θανάτου, ως απλού ατυχήματος, ή αστοχίας της μεθόδου αποτροπής του, δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε γιατί οι αυτοκτονίες υπερβαίνουν κάθε χρόνο κατά πολύ των αριθμό των ανθρωποκτονιών ούτε γιατί αυξάνονται κάθε χρόνο τα αιτήματα ευθανασίας και η ροπή της κοινωνίας προς αποδοχή των διαφόρων μορφών της. Η προσπάθεια να εξαφανιστεί το πρόβλημα του θανάτου, περιορίζοντας στο ελάχιστο τη σημασία του, είναι καταδικασμένη να είναι μόνο μια αλλοτριωτική φυγή από την πραγματικότητα, έτσι, που η επιλογή του θανάτου, τελικά, φαντάζει ως  υπεραναπλήρωση της αποτυχίας για την κατάργησή του. Και βέβαια κάθε προσπάθεια απαλλαγής του ανθρώπου από την προς το θάνατο μοίρα του, κάθε προσπάθεια να αποφύγει την προς τον θάνατο πορεία του είναι ουτοπική και χιμαιρική, μιας και το αλεξιθάνατο δεν έχει ακόμη και ούτε πρόκειται να εφευρεθεί. Αυτός, ο σύγχρονος άνθρωπος, ο οποίος καθίσταται λύκος για τον ίδιο του τον εαυτό, συνεργάτης με τους λύκους των οποίων αποτελεί λεία, αυτός, ο ίδιος, διατυπώνει τον καλύτερο ορισμό για την ευθανασία.

Καθώς ο άνθρωπος έχασε τη συλλογικότητά του, την ομαδικότητά του, καθώς δεν είναι πια παρά μόνο ο εαυτός του, ένας εαυτός αποκλειστικά αναφερόμενος στον μεγάλο αδελφό, έχασε επίσης την ελευθερία του. Γιατί κανένας άνθρωπος μόνος του δεν είναι και δεν μπορεί να είναι ελεύθερος. Καθώς κάθε ελευθερία είναι σχέση ταυτόχρονης αναμέτρησης και δημιουργίας, με τον εαυτό μας, με τους άλλους, και με τη Φύση [191], καμιά ελευθερία δεν είναι έμφυτη, δεν απορρέει και δεν είναι δυνατό να απορρέει αποκλειστικά από την ατομικότητα του ανθρώπου. Μόνος του ο άνθρωπος, όπως είναι ο μετασύγχρονος άνθρωπος, το μόνο που μπορεί να είναι, είναι ένας μακρόβιος μελλοθά­νατος. Ένας ιδιόμορφος και αβάσταχτος ατομικισμός [114] έχει ήδη απλωθεί και διαποτίζει τις βαθύτερες ιδιότητες του σύγχρονου ατόμου, που προοδευτικά χάνει το συλλογικό, οικουμενικό του πρόσωπο και αναδιπλώνεται στον εαυτό του. Επειδή καθορίζεται από το κοινωνικό του εγώ, δηλαδή από την εικόνα που άλλοι έχουν σχηματίσει για τον εαυτό του και ο ίδιος επιδίδεται σ΄ έναν ανελέητο αγώνα να ταυτιστεί μ΄αυτόν τον ετεροκαθορισμένο εαυτό, ν΄ αποδειχθεί συνεπής στο σχήμα που του έχει προσδοθεί, χάνει, επίσης, την ατομικότητά του. Συντρίβεται απροστάτευτος μέσα στις συμπληγάδες του φυσικού και του ηθικού κακού που περίσσεψαν στις μέρες μας.

Η φύση που είχε περίτεχνα σχεδιαστεί, ως ευνοϊκό για την διαιώνιση και εξέλιξή του, εστράφη εναντίον του ανθρώπου επειδή ο εκείνος ξεπερνώντας τις ανοχές της, αλλού επεδίωξε την αλλοτρίωσή της, και αλλού την κατανάλωσε μέχρι το βαθμό της πλήρους εξαντλήσεως, παύοντας να παραμένει υπάκουος και υπόχρεος απέναντί της. Αλλά η φύση εξακολουθεί να επιβάλλει τη δική της νομοτέλεια, να γυρίζει το δικό της χρονόμετρο, να αρνείται πεισματικά στην απαίτηση του ανθρώπου να του παραδοθεί, δημιουργεί ένα περιβάλλον αφιλόξενο, συμβαλλόμενη με τη κοινωνική απάθεια, την περιστολή στον εαυτό, τη συνειδητοποίηση της αδυναμίας, την προσβολή από άπειρες αρρώστιες, παλιές που δεν ξεριζώθηκαν και καινούργιες, για τις οποίες δεν βρέθηκε θεραπεία, τα χτυπήματα της ειμαρμένης, τα αντιαισθητικά γεράματα και, προ παντός, το θάνατο∙ αυτή η μοιραία κατάληξη και τελικός στόχος, ο τερματισμός του ταξιδιού, ο έσχατος και συγκεντρωτικός σκοπός της ζωής μας. Από την άλλη μεριά είναι η θέαση του ηθικού κακού. Είναι η βίωση της αδικίας μέσα στην κοινότητα, το θηριώδες που ο καθένας κρύβει μέσα του και που αναδύεται σαν το επιτρέψουν οι περιστάσεις, ας πούμε με την απόκτηση προνομίων ή μιας εξουσίας, είναι τότε που εξαίρεται η σκλήρυνση του αισθητηριακού του δείκτη και γίνεται αδυσώπητα σκληρός. Είναι, ακόμη τα προβλήματα και οι έγνοιες της καθημερινότητας που κατασταίνουν τον εγκέφαλο μας μεταλλικό μηχανισμό εντελώς ορισμένης δράσης.

Οι άνθρωποι της αγοραίας κοινωνίας έχασαν τη μοναδικότητά τους και ορίζονται, πλέον,  με βάση τις πλέον ολιγάριθμες ιδιότητες για να μπορεί το σύστημα να παραμένει ‘ενεργό’ και να εκτελεί υπολογισμούς με παραμέτρους υπό προκαθορισμένα όρια μεταβολών. Το σύστημα λαμβάνει υπ΄ όψη του μόνο εσκεμμένες παραμέτρους, με προκαθορισμένους βαθμούς ελευθερίας, δηλαδή παραμέτρους που προβλέπονται στις εξισώσεις με τις οποίες προσομοιώνεται. Όλες οι άλλες τυχόν ιδιαιτερότητες του ατόμου εκπίπτουν, απορρίπτονται, τίθενται εντός παρενθέσεως, όπως εντός παρενθέσεως τίθενται όλοι οι πατροπαράδοτοι κανόνες για το πως και προς τι οφείλει να ζήσει. Το άτομο, στο βαθμό που εμπλέκεται στο υπό διαμόρφωση μοντέλο, συρρικνώνεται στο ελάχιστο: Αντικαθίσταται από το μέγιστο κοινό διαιρέτη του και η κοινωνία πλέον δεν αποτελείται από αυτόνομες, συμμορφωμένες με κοινά αποδεκτούς κανόνες δικαίου, προσωπικότητες, αλλά από στρογγυλοποιημένα πηλίκα, χωρίς υπόλοιπα. Η προσωπικότητα του ανθρώπου δεν χρειάζεται στο σύστημα και μάλιστα ενοχλεί. Πετιέται σαν απόρριμμα μόλις η οργάνωση και η εκπαίδευση απομονώσουν μέσα του τη χρήσιμη λειτουργία που τις ενδιαφέρει. Τα ειδοποιά χαρακτηριστικά τους αμβλύνονται ή καταργούνται, προς χάρη ευρύτερων ομαδοποιήσεων. Άλλη μια φορά το πνεύμα και το συναίσθημα τελούν υπό διωγμό. Είναι εκτός νόμου. Αυτή τη φορά, όμως με τη συναίνεση του ίδιου του σύγχρονου ανθρώπου. Η ανθρώπινη κοινωνία έχει πάψει να σχεδιάζει την πορεία της· απλώς την ακολουθεί. Δεν πραγματοποιεί το πεπρωμένο της· το υφίσταται. Δε γράφει την ιστορία της· την παρακολουθεί από τις παρυφές της. Όπως ακριβώς η κατασκευή των πραγμάτων δεν είχε ανάγκη από απαραβίαστες αξίες, παρά το μόνο που με εμμένεια ζητούσε ήταν μια αδιαφόριστη αρχική ύλη που να διασφαλίζει μια σταθερή τεχνική συμπεριφορά, έτσι και η ορθολογικά επινοημένη κοινωνία συγκροτεί το σύστημα θεσμών της από έναν άνθρωπο συρρικνωμένο στη στοιχειώδη του φύση, δηλαδή στις φυτικές του μόνο λειτουργίες, -που θα εξυπηρετούσαν και καλύτερα την καταναλωτική του αποστολή- και ως εκ τούτου αρνείται ή αγνοεί κάθε αυθεντία ή νομιμότητα που δεν έχει να επικαλεστεί κάτι άλλο παρά το παλαιόθεν γεγονός τις καθοδηγητικής της συνεισφοράς. Η θέαση του προσαρμοσμένου ανθρώπου ως εφαρμοσμένου τύπου συμπεριφοράς προκαλεί τα ίδια συναισθήματα μελαγχολίας, που προκαλούν τα λιοντάρια κι οι γηπααετοί στα κλουβιά των ζωολογικών κήπων: Εξ όσων γνωρίζουμε κανένα από τα αρπαχτικά αυτά δεν αυτοκτόνησε, παρ΄ό,τι είναι τραγουδισμένοι συμβολισμοί ελευθερίας και αυτονομίας[3]. Κατέστησαν τα ακραιφνή παραδείγματα προσομοιώσεως του σύγχρονου ανθρώπου που δεν βιώνει τη ζωή του, αλλά βιώνεται ανώνυμα στην προκείμενη ευκαιρία, που του δόθηκε ως αόριστη ζωικότητα. Ναι! Η επωνυμία, που καταλύει τη ζωικότητα σε ζωή, και η ελευθερία που δίνει στη ζωή τοποχρονικές συνιστώσες και την αναγορεύει σε βίο, χάνονται μέσα και δια μέσου της παρακμής του Λόγου υπάρξεως. Χάνονται μαζί με την απώλεια της ατομικής ετερότητας, όταν ο Λόγος υπάρξεως υποστρέφεται στην εξυπηρέτηση μιας ετεροκαθορισμένης σκοπιμότητας καταναλώσεως των αποθεμάτων της όποιας παραγωγής.  Κι ενώ η αγοραία μεταμόρφωση της κοινωνίας έχει ήδη συντελέσει στην κατάργηση ποιοτήτων, όπως της αυτονομίας και της αυτοδιαθέσεως, καταστώντας τον άνθρωπο άβουλο ενεργούμενο, των όποιων επιδιώξεών της, κηρύσσει την ευθανασία ως την κορυφαία εκδήλωση του αυτοπροσδιορισμού του.

Η εκβιομηχανισμένη κοινωνία μετέτρεψε τον άνθρωπο σε ανδρείκελο ακατάληκτου μόχθου, τον έθεσε σε μια ξέφρενη τροχιά παραγωγής και κατανάλωσης, τον έσπρωξε στην μανιώδη επιδίωξη μιας ατέρμονης προόδου, της οποίας το νόημα άλλο δεν είναι παρά μόνο αυτή η ίδια διεκδίκηση της προόδου: η πρόοδος έγινε αυτοσκοπός και κατέλυσε την ελευθερία σε ελεύθερο χρόνο, την ανθρωπιά σε φιλανθρωπική πρωτοβουλία τη φιλαλληλία σε εθελοντισμό και την ευτυχία σε κατανάλωση αγαθών. Με λίγα λόγια το κάθε τι πήρε μια αγοραία υπόσταση, έγινε ένα ανταλλακτικό αντικείμενο, του οποίου η αξία καθίσταται αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων. Έτσι, διακανονισμένος ο σύγχρονος άνθρωπος, συντριμμένος στις σύγχρονες συμπληγάδες της νεωτερικότητάς του, επιτρέπει στην εξουσία και τους ηρακλείς της να στερεώνουν και να συντηρούν τα προνόμιά τους. Ο σύγχρονος άνθρωπος, ανάγωγος, αποστερούμενος των ξεχωριστών ιδιοτήτων που το αναδεικνύουν ως πρόσωπο και μοναδικότητα, παραδίδεται πίσω στην κοιτασματική κατάσταση της ορμέμφυτης φυγής ή επίθεσης και βρίσκεται πάλι, τώρα μπορεί πλέον και οριστικά, "γυμνός τε και ανυπόδητος και άστρωτος και άοπλος" [171] όχι πλέον απέναντι στο εχθρικό φυσικό περιβάλλον, που κατάφερε να καθυποτάξει, αλλά απέναντι σ΄ ένα κόσμο άυλων δυναστεύσεων, αόρατων δεσμεύσεων, ανεπαρκής βουλητικά και εξαρτημένος βουλημικά. Μετά τον αποσχηματισμό του και εγκλωβισμένος στο συγκυτιακό του πλέγμα, έχει μετατραπεί σ΄ένα ιοντικά φορτισμένο σωματίδιο άμορφης ύλης: δεν εμπεριέχει πλέον τις ιδιότητες του υλικού από το οποίο προέρχεται. Πιστεύει ότι διατηρεί  τη δυνατότητα φυσικής κινήσεως, επειδή τα όριά του έχουν καταστεί αόρατα και δεν διακρίνει ότι του έχει ήδη αφαιρεθεί το κυριαρχικό του δικαίωμα να γεννιέται ως αυτόνομη γονική επιλογή, να διαμορφώνει απρόσκοπτα το σχέδιο ζωής, με το οποίο επιθυμεί να διεκδικήσει συνεργασίες στην κοινωνία που ανήκει και ότι, ήδη, υποστρέφεται περαιτέρω σ΄ένα ον με απόλυτα ετεροκαθορισμένο όριο επιβιώσεως.  

 

 

VIII

Δεν είμαι σίγουρος ότι χωρίς τις καταιγιστικές ανακατατάξεις που επέφεραν οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, ιδίως ο δεύτερος, με τις εκατόμβες των θυμάτων και την εξοικείωση του θανάτου, σαν ένα γεγονός που μπορεί να εκληφθεί ως εγχείρημα μεταξίωσης όλων των αξιών που κορυφώνεται σε μια νέα αρχή αξιοθεσίας, τη βούληση της δύναμης (Wille zur Macht) και η ψυχροπολεμική μακρά περίοδος που επακολούθησε, με την αποσάθρωση κάθε συστήματος αξιών, που επέτρεψαν τους πειραματισμούς με ακραία εγχειρήματα έξω από τα "εσκαμμένα" για να διαπιστωθούν τα τεράστια αποθέματα ανοχής που περικλείει μέσα της η κοινωνία, θα μπορούσε ποτέ η "νέα τάξη πραγμάτων" να φτάσει σε τέτοιο επίπεδο επιτυχίας.

Η ανθρωπότητα, εξαντλημένη από τη φρίκη των δύο πολέμων χαλάρωσε την επαγρύπνησή της. Τρομαγμένη από τις πρόσφατες εμπειρίες της, έστρεψε την προσοχή της στην θωράκισή της για την αποτροπή νέων ενδεχομένων παγκόσμιου ολοκαυτώματος, δεν αντιλήφθηκε έγκαιρα ότι η ένοπλη σύρραξη έτεινε να εγκαταλειφθεί ως μέθοδος επιβολής της  θελήσεως των δυνατών, ανεξάρτητα με την υπογραφή Διακηρύξεων Ειρήνης και βρέθηκε σε μια ακαθόριστης προελεύσεως χρηματοοικονομική ομηρία, που τις επιβλήθηκε από την νομισματική και οικονομική ολιγαρχία. Δεν προαισθάνθηκε τον αντίκτυπο των νέων τεχνολογιών, οι οποίες αμέσως κατέστησαν αντικείμενα ιδιοποιήσεως των ιδιωτικών επιχειρήσεων που τις διέθεσαν μέσω των προθηκών τους, αποκομίζοντας υπερκέρδη, αν και προήρχοντο από ερευνητικά κέντρα χρηματοδοτούμενα από το δημόσιο τομέα, όπως επισημαίνει ο Νόαμ Τσόμσκι. Αυτή η τεράστιας εκτάσεως υφαρπαγή και εκμετάλλευση λαϊκού πλούτου, έδωσαν στον ιδιωτικό τομέα το τεράστιο μέγεθός του και εξέθρεψαν την αλαζονεία και την κυνικότητά του. Οι νέες τεχνολογίες εν τούτοις, δεν εφευρέθηκαν για να γεμίσουν τα ράφια του ελεύθερου εμπορίου και να ευνοήσουν την κερδοσκοπία, αλλά για να συμβάλλουν στην προσέγγιση του οράματος μιας ευτυχισμένης ζωής.

Οι δημοκρατίες υπάρχουν, βέβαια, άλλα δεν έχουν ακόμη εκπληρώσει όλες τους τις υποσχέσεις. Από τη μια πλευρά ενδυναμώνονται μεταγγιζόμενες αφοσίωση από τον λαό, που προσπαθεί να τις επεκτείνει και από την άλλη ισχαιμούν αιμορραγώντας από τα πλήγματα, αδρά ή λεπτεπίλεπτα, αλλά καίρια, που τις καταφέρνει η οικονομική ολιγαρχία. Η δημοκρατία είναι συνυφασμένη με την αντίρρηση. Ζεί, γαλουχείται και ανδρώνεται μέσα στις ζυμώσεις των αμφισβητήσεων. Στις δημοκρατίες, η εξουσία προτείνει και ο λαός επιφυλάσσεται, καλοπροαίρετα ίσως, όμως παραμένει άγρυπνος και επιφυλακτικός. Ο σύγχρονος κόσμος των οικονομικών συσσωρεύσεων, της αγοραίας απορρυθμίσεως της οικονομίας και των "κατασκευασμένων συναινέσεων" αποσκοπεί στην οικοδόμηση μιας φιλοθεάμονος δημοκρατίας, που παρατηρεί τα επισυμβαίνοντα επί σκηνής, αλλά δεν επεμβαίνει. Ενημερώνεται, αλλά δεν παίρνει μέρος, έστω κι αν υφίσταται το τελικό αποτέλεσμα των σκηνικών δράσεων. Σ΄αυτούς του νεόκοπους τύπους δημοκρατίας, το κράτος είναι αναγκαίο, όσο ποτέ πριν και ασυνήθως βαθύ.

Οι νεόκοποι τύποι της δημοκρατίας του κυνισμού ή της Εταιρικής Εμποροκρατίας, όπως την είπαν, δεν συνιστούν παρά ένα μίγμα παρακμιακού καπιταλισμού και καταρρεύσαντος σοσιαλισμού που τείνουν να το εμφανίσουν περίπου ως το "αριστούργημα" της νέας αντίληψης διακυβερνήσεως, μέσω ενός "τρίτου δρόμου", ο οποίος χαράζεται ανάμεσα σ΄ένα πελώριο κράτος, στο οποίο ανατίθεται η συντήρηση της συγκυτιακής δομής της κοινωνίας για το μαζικό έλεγχό της και την συλλήβδην χειραγώγηση του λαού, αλλά και για να κάνει όλη τη "βρώμικη δουλειά" προκειμένου η κοινωνία να αναλαμβάνει συλλογικά το κόστος και τους κινδύνους των ιδιωτικών επενδυτικών πρωτοβουλιών κα σε ένα πελώριο ιδιωτικό τομέα, που είναι στα χέρια αυταρχικών οργανώσεων, που συγκεντρώνουν τεράστια ισχύ συμπηγνύοντας συγχωνεύσεις και πειθαναγκάζοντας τους λαούς σε επινοημένα πρότυπα ζωής ασφυκτικού ελέγχου. Ο σύγχρονος άνθρωπος, εγκλωβισμένος στον ηθικό του αποπροσανατολισμό και στην διηνεκή και ακαταπόνητη επιθυμία του για κατανάλωση, μια επιθυμία που ανακόπτει μόνο ο θάνατος, σ΄ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζει η σύγχυση των ιδεών, η περιφρόνηση της γνώσης, αναρωτιέμαι πόσες δυσκολίες θα παρουσίαζε η παροχή συναινέσεως για την ενεργητική ευθανασία.

Στη διάρκεια του 20ου αιώνα επιτελέστηκε μια ανατροπή. Μια ανατροπή που κάνει πολλούς να νοσταλγούν τον 19ο αιώνα, πριν από την κατίσχυση του οικονομικού αμοραλισμού, που αποδόμησε αναγκαία παραδοσιακά ερείσματα χωρίς τα οποία καμιά φιλοσοφική υπόδειξη για τον δέοντα τρόπο ζωής δεν μπορεί να παρασχεθεί αυθεντικά. Ατυχώς ο 20ος αιώνας δεν μπορεί να περηφανεύεται ότι έδωσε καλύτερη προοπτική στη δημοκρατία, απ΄ ό,τι ο προηγούμενος αιώνας, και μερικά βήματα που  μπορεί να έγιναν προς τα εμπρός, εξουδετερώθηκαν αμέσως από άλλα προς τα πίσω. Και ο 21ος ξεκίνησε συγχυσμένος και πορεύεται συγχυτικός. Το δημοκρατικό σύστημα είναι το χειρότερο, αλλά το καλύτερο, απ΄ όλα τ΄ άλλα, είπε σε μια κοινοβουλευτική συζήτηση ο Τσόρτσιλ. Αν η ρήση του αυτή είναι σε τέτοιο βαθμό σιβυλλική, ώστε να καταντάει ακατανόητη, αν είναι τόσο ακατανόητη ώστε να εκτιμάται ως ατυχής, παραμένει προς διερεύνηση∙ αλλά άλλο τόσο παραμένει προς διερεύνηση το πρωταρχικό ερώτημα, αν πράγματι έχουμε θωρακίσει επαρκώς τους δημοκρατικούς μας θεσμούς, από εχθρικές επιθέσεις κι επιβουλές, λόγω των οποίων, η δημοκρατία από κάτι το απερίγραπτα ελκυστικό τείνει να γίνει κάτι το απωθητικά προβληματικό. Κι αυτό επειδή η δημοκρατία στις ημέρες μας τείνει να είναι κάτι το οριστικά αδικημένο. Γιατί στο τέλος-τέλος δουλειά της δημοκρατίας είναι να παίρνει στα χέρια της την ανθρώπινη στέρηση, την ανέχεια, το αδιέξοδο, τη δυσφορία, την ένδεια, να τα δουλεύει και να τα επιστρέφει πάλι στους ανθρώπους ως ισότιμα κατανεμημένη επάρκεια, ευπορία, διέξοδο, ευφορία, ευημερία. Η δημοκρατία αρρωσταίνει όταν τη βάζουν να υπερασπίζεται τον πλούτο ή να ελεεινολογεί τη φτώχεια, γιατί και τα δύο τη μολύνουν στον ίδιο βαθμό και ούτε μπορεί να ακμάζει ως κώδικας συνεννοήσεως, συναινέσεως, συνεργασίας και συμβιώσεως, ενόσω εξακολουθεί να θεωρείται σύστημα οικονομικής διαιτησίας.  

"Απέναντι στην βιασύνη, την ευκολία, την εσωτερική απογύμνωση, τον οίστρο της ρηχής ανανέωσης, τη σκληρότητα και την υπεροψία των νεόπλουτων και την αλαζονεία των ημιμαθών, τη συσπείρωση της ανεπάρκειας και τη διάταση της φαυλότητας, την καταξίωση του δοκισισοφισμού και την απαξίωση της σοφίας, στέκεται η συγκράτηση, η ανήσυχη φρονιμάδα, η μέλληση, η περισυλλογή, η φλογερή αμφιβολία, ή άχαρη προνόηση, η αρχοντιά που ξεφτίζει, το μελαγχολικό βλέμμα της γεροντικής πείρας, η δυσοίωνη υποψία για την κοινή μοίρα νικητών και ηττημένων" [171]. “Nottre histoire est noble et tragique· comme le masque d un tyran”, έγραφε ο Απωλιναίρ.

Όταν, όπως βλέπουμε, η εξουσία ως δύναμη, στην οποία ο άνθρωπος εμπιστεύτηκε τη ζωή του, στρατεύτηκε στις τάξεις της ως υπήκοος με την προσδοκία ότι θα σώσει τη ζωή του, δεν έχει κανένα αποτέλεσμα, με συνέπεια τον κλονισμό της μέχρι τώρα τυφλής εμπιστοσύνης του ανθρώπου σ΄αυτήν προκύπτει ένα καταστροφικό κενό, έναντι του οποίου ο άνθρωπος δεν έχει να αντιπαραβάλει πλέον τίποτε άλλο εκτός από το, ως άτομο, να ανακαλύψει μέσα στην ελευθερία του το αυθεντικό Είναι και το θεμέλιο των αποφάσεών του. Πρέπει να αναλάβει δράση, να μεριμνήσει για την επίτευξη μιας σύμπνοιας, να συνεννοηθεί για να καλλιεργήσει ένα γόνιμο υπόστρωμα επί του οποίου θα ευδοκιμήσει η αλληλεγγύη, η αμοιβαία εμπιστοσύνη, η συναδέλφωση. Πρέπει να σταθεί εγρήγορος και κριτικά απέναντι στα συμβαίνοντα γύρο του. Να θυμηθεί: "Εφόσον κανείς δεν μας ανέθεσε να εκπονήσουμε απαρέγκλιτα προγράμματα για το μέλλον, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι η ασυμβίβαστη κριτική εκτίμηση των δρώμενων γύρο μας. Ασυμβίβαστη με την έννοια ότι η κριτική μας δεν φοβάται ούτε τα αποτελέσματά της ούτε τη σύγκρουση μαζί της". Πρέπει να αφυπνισθεί η κοινή γνώμη ώριμη, γνωστική, ενημερωμένη και αποφασιστική, να αποκτήσει αυτοπεποίθηση και να αναλάβει το ρόλο για τον οποίο εξάλλου προορίζεται, να βγει από την αφάνεια, την παθητική συγκατάθεση, την αδιαφορία ή το πλέγμα του φόβου μέσα στο οποίο έχει επί χρόνια πολλά αραχνιάσει και να πάρει τις υποθέσεις στα χέρια της, επειδή απ΄ αυτήν μόνο προσδοκάται η εκδήλωση μιας τελεσφόρας αντίστασης. Να θέσει σε επικήρυξη το επικυρωμένο από τις κυβερνήσεις συγκυτιακό σύστημα εγκλωβισμού και κατασκευής συναινέσεων, να απαιτήσει φορτικά από το ισχύον πολιτικό σύστημα, όποιο κι αν είναι σε κάθε χώρα, να λάβει θέση απέναντι σε αυτήν την ακήρυκτη δικτατορία που έχει καταργήσει σιωπηλά τις δημοκρατικές διαδικασίες, καταστώντας τις τυπολατρικές φιέστες, κι έχει αντικαταστήσει την αιρετή και υπόχρεη απολογίας εξουσία με διεθνείς ή τοπικούς οργανισμούς, που βάλανε τις κυβερνήσεις σε θέσεις υπαγωγής, ώστε να ακολουθούν όλες την ίδια γραμμή: εκείνη της ικανοποιήσεως κατ΄ απόλυτη προτεραιότητα των συμφερόντων της οικονομικής ολιγαρχίας, των συμφερόντων των κερδοσκόπων και των μισθωτών επιτελών τους, παρακάμπτοντας την ετυμηγορία των λαών. Πρέπει στη βάση ενός αμοραλιστικά θεμελιωμένου κράτους να βρει τις κατάλληλες διεξόδους ηθικής παλινόρθωσης του πολίτη. Να ξαναγίνει ο κόσμος εκείνος που έπρεπε να είναι. Επειδή, με το να αποφεύγουμε την ηθική αξιολόγηση προς όφελος της υλικής σκοπιμότητας, να παραβλέπουμε τις συνέπειες επί της ανθρώπινης συνέχειας προκειμένου να εμπλουτίσουμε περαιτέρω το ευμήχανο παρόν μας, εκθέτουμε την ανθρωπότητα, τους εαυτούς μας και το περιβάλλον που μας φιλοξενεί σε έναν βέβαιο κίνδυνο: τον κίνδυνο του οριστικού αφανισμού.

Πρέπει να πείσουμε την πολιτική επιστήμη και τη φιλοσοφία να αναλάβει δράση, να οργανώσει άμυνες, ανατροπές, ανασχεδιασμούς, κατεδαφίσεις και επανοικοδομήσεις, να μιλήσει όχι για κάποια συγκυριακά μέτρα που πρέπει να λάβουμε για να κάνουμε την αιρετή μεν, αλλά ήδη ανέλεγκτη και ανεξελέγκτως δρώσα εξουσία περισσότερο συγκαταβατική, μεγαλόθυμη και αποφασιστικά υπόλογη, αλλά για τα ενδεχόμενο και τις προοπτικές να την αντικαταστήσουμε, στο μεγαλύτερο που θα μπορέσουμε βαθμό, με μια άλλη μορφή ανέκαθεν νοσταλγημένης συνυπάρξεως: την πραγματική συναίνεση. Να αντικαταστήσουμε τη βία με τη πειθώ· την ασυνείδητη με την ενσυνείδητη πειθαρχία. Αλλιώς είναι σαν να παραδεχόμαστε ότι ο πολιτισμός μας εξακολουθεί να παραμένει φυλακισμένος στη σοφία των μυθιστορημάτων [181], ότι ο λόγος έχει εξαντλήσει όλα του τα επιχειρήματα, ότι έχουμε πια οριστικά εγκλωβιστεί σε μια πρωτόγνωρη φρίκη: τη φρίκη του να είσαι οικονομικός, κοινωνικός και πολιτιστικός μετανάστης στην κάθε χώρα σου. Τη φρίκη του να πρέπει κάθε απόφαση που προάγει τη διανθρώπινη σχέση να την ελπίζεις μόνο στο μέτρο που κάποιοι κερδίζουν και να την αποτιμάς ανάλογα με τα οικονομικά ωφελήματα που θα επιφέρει σ΄αυτούς. Αν αυτή τη διηνεκή ελπίδα και προσμονή ήθελε να επαληθεύσει ο Πλάτωνας, ας τον ευγνωμονούμε για την πετυχημένη του προσπάθεια να αρθεί [και να μας άρει] πάνω από το υλικό και ευμετάβλητο· πέρα από το φθαρτό και το εύθραυστο, σε μια πραγματικότητα απτή αλλά άθικτη: στην πραγματικότητα των καθαρών ιδεών. Μόνο έτσι, η γέρικη, εσπερινή και οιδίπους κοινωνία μας, άλλη μια φορά, θα προστρέξει κούτσα-κούτσα, για λύτρωση στη γενναιόδωρη βασιλεύουσα, που θα την υποδεχθεί με τρόπο αρμόζοντα στην ιστορία και τις καταβολές της. Στο κάτω-κάτω τι νόημα θα είχαν όλοι αυτοί οι μακραίωνοι αγώνες, των οποίων είμαστε νόμιμοι κληρονόμοι και νομείς, να αφαιρεθεί η εξουσία από τους επί γης αυτόκλητους εκπροσώπους του Θεού και του βασιληά, αν πρόκειται τώρα να την καταλάβουν απροσχημάτιστα ομάδες συμφερόντων, επειδή αυτές επιχειρούν, ίσως επιτυχημένα, να πείσουν ότι έχουν τη γνώση και τις μεθόδους, που θα μας οδηγήσουν στην ευτυχία, τον ορισμό της οποίας τροποποιούν με εκπλήσσουσα ευχέρεια, ανάλογα με τα διάφορα αγοραία προβλήματα στιγμής.

 

[1] με αυτά ακριβώς τα λόγια περιγράφει ο J.S. Mill [92] το σύγχρονο άνθρωπο της εποχής του, στο περίφημο δοκίμιό του On Liberty (1859).

[2] Ιπποκράτης: Περί Αέρων, υδάτων, Τόπων, κεφ, 16,23

[3] Αντίθετα, άλλα έμβια όντα, διαβιούντα στο φυσικό περιβάλλον τους επιλέγουν την αυτοκαταστροφή όταν η εξυπηρέτηση του προορισμού τους δοκιμάζεται από την εξάντληση των φυσικών τους εφεδρειών.