αδενοκαρκίνωμα -συχνότητα

 Στις ΗΠΑ το αδενοκαρκίνωμα παριστάνει το συχνότερο ιστολογικό τύπο, καθώς αναγνωρίζεται στο 40% περίπου των περιπτώσεων με βρογχογενές καρκίνωμα. Για πάνω από 20 χρόνια, η επίπτωση του πρωτοπαθούς βρογογενούς αδενοκαρινώματος συνεχίζει να αυξάνεται (). Τα επιδημιολογικά και ιστολογικά δεδομένα, φαίνεται ότι προοδευτικά, μεταβάλλονται, ιδίως αναφορικά με την μεταβαλλόμενη επίπτωση της καπνιστικής συνήθειας (). Το κάπνισμα συνδέεται, ιδίως, με το εκ πλακωδών επιθηλίων και το μικροκυτταρικό, ενώ το αδενοκαρκίνωμα συχνά εντοπίζεται σε γυναίκες μη καπνίστριες. Η αναλογία περιπτώσεων καρκίνου του πνεύμονος συνδεόμενη με το κάπνισμα πενταπλασιάζεται, σε μια επιδημιολογική μελέτη παρατηρήσεως(), στην οποία το αδενοκαρκίνωμα κυμάνθηκε μεταξύ 14-85%, επί γυναικών. Αναγνωρίζονται μεγάλες διαφορές επί των χαρακτηριστικών μη καπνιστριών με βρογχογενές καρκίνωμα, συμπεριλαμβανομένου του αδενοκαρκινώματος ().

Ποσοστό της υπεροχής αυτής πρέπει να αποδοθεί στη βελτίωση των μεθόδων ταυτοποιήσεως με τη βοήθεια ιστοχημικών χρώσεων, λόγω της οποίας μικρότερη αναλογία όγκων ταυτοποιούνται πλέον ως αδιαφοροποίητοι μεγαλοκυτταρικοί όγκοι. Στην Ευρώπη και την Ιαπωνία, καταλαμβάνει τη δεύτερη (ή τρίτη) θέση, από πλευράς συχνότητας (15-20%). Η συχνότητά του μεταξύ των δύο φύλων εμφανίζει, επίσης, σημαντικές διαφορές (9/49: άνδρες/γυναίκες). Οι κατά φύλο διαφορές της ειδικής συχνότητας φαίνεται ότι ευθύνονται για την παρατηρούμενη διακύμανση μεταξύ των διαφόρων κέντρων, παρόλο που πρόσφατες μελέτες διαπιστώνουν μια αναστροφή της σειράς συχνότητας σε βάρος του μικροκυτταρικού. Πρόσφατα διαπιστώσαμε ότι το αδενοκαρκίνωμα ήταν συχνότερο (36.15%) του μικροκυτταρικού (11.8%). Μερικοί πιστεύουν ότι το αδενοκαρκίνωμα έχει αντικαταστήσει το επιδερμοειδές, ως ο συχνότερος κυτταρικός τύπος, εφόσον κατά τα τελευταία 20 χρόνια οι διορθωμένοι ως προς την ηλικία δείκτες της επιπτώσεως των ιστολογικών τύπων του καρκίνου του πνεύμονος έχουν δείξει αύξηση κατά 30% και η αύξηση αυτή συγκεντρώθηκε περισσότερο μεταξύ των γυναικών (70% της αυξήσεως), παρά μεταξύ των ανδρών (17% της συνολικής αυξήσεως). Από πλευράς ιστολογικών τύπων, από την αύξηση αυτή ευνοήθηκε ο ΜΚΠ (60%) και το αδενοκαρκίνωμα (60%, επίσης). Οι επιδερμοειδείς όγκοι "επωφελήθηκαν" μόνο κατά 14%. Επακόλουθο της επιδημιολογικής ανακατανομής των τύπων είναι η αναδιάταξή τους ως εξής:

Α. αδενοκαρκίνωμα,

Β. επιδερμοειδείς όγκοι,

Γ.  ΜΚΠ και,

Δ. μεγαλοκυτταρικοί όγκοι.

Μια παρόμοια αναστροφή θα είχε πέρα από το επιδημιολογικό και ενδιαφέρον από πλευράς οργανώσεως υγειονομικών υπηρεσιών, εφόσον είναι γνωστή η υψηλή ευαισθησία της ακτινογραφίας θώρακος στην ανίχνευση αδενοκαρκινώματος, σε αντίθεση με την υψηλή ευαισθησία της κυτταρολογικής εξετάσεως πτυέλων στην ανίχνευση του επιδερμοειδούς. Λόγω της περιφερικής τους εντοπίσεως (σχεδόν ποτέ δεν καταλαμβάνουν λοβαίους ή τμηματικούς βρόγχους) μικρό μόνο ποσοστό (12%) αναγνωρίζονται στη βρογχοσκόπηση ή στη βιοψία βρογχικού επιθηλίου και είναι συνήθως σιωπηροί μέχρι να λάβουν ικανό, ακτινολογικά, ορατό μέγεθος.