Έναν αποδοτικό αντιρροπιστικό μηχανισμό αποτελεί, επίσης, η αναδιανομή της συστηματικής αιματικής ροής. Η ρύθμιση αυτή συνεπάγεται περαιτέρω ελάττωση της ήδη χαμηλής καρδιακής εξωθήσεως από τα νεφρικά και δερματικά αγγεία προς σημαντικότερες για την ομοιοστασία του οργανισμού περιοχές, όπως ο εγκέφαλος και τα στεφανιαία. Οι ρυθμίσεις αυτές διαμεσολαβούνται από τους γνωστούς νευροδιαβιβαστές και δεν εκδηλώνονται μόνο στις καταστάσεις αυξημένων κυκλοφορικών απαιτήσεων, όπως η άσκηση και άλλες υπερδυναμικές καταστάσεις αυξημένου μεταβολισμού, αλλά επίσης και κατά την ηρεμία.
Επί καρδιακής ανεπάρκειας οι αγγειακές αντιστάσεις είναι, συνήθως, αυξημένες, λόγω των αυξημένων συγκεντρώσεων των νευροδιαβιβαστών, όπως η νορεπινεφρίνη, στο αίμα και της διατάσεως των αγγειακών τοιχωμάτων, λόγω της κατακρατήσεως νερού και άλατος. Η κατάσταση οδηγεί σε μια γενικευμένη αδυναμία αγγειοδιαστολής, που μειώνει την ικανότητα αυξήσεως της παροχής οξυγόνου και διαχύσεως της θερμότητας σε περιπτώσεις καταβολής αυξημένου έργου. Έτσι, οι ασθενείς αυτοί είναι, συνήθως, ευαίσθητοι στις μεταβολές της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος και εμφανίζουν μειωμένη αντοχή στη σωματική κόπωση.
Η δεξιά καρδιακή ανεπάρκεια συνεπάγεται αυξημένη συστηματική φλεβική και τριχοειδική συμφόρηση και υπέρταση.
Κατακράτηση υγρών στον τρίτο χώρο (πχ. στα κάτω άκρα, στην περιτοναϊκή και υπεζωκοτική κοιλότητα).
Ανεπάρκεια της αριστεράς καρδιάς συνεπάγεται διάταση των πνευμονικών αρτηριών και υπέρταση. Αρχικά, η υπέρταση οδηγεί σε αύξηση της ροής στα άνω πνευμονικά πεδία, που δεν εξαρτώνται από τη βαρύτητα και φυσιολογικά δέχονται ελάχιστα ποσά αίματος ή δεν εμφανίζουν αιματική ροή. Η κατάσταση είναι ορατή ακτινολογικά ως "αναστροφή της ροής" (σημείο "κεράτων ελάφου"). Η εξέλιξη της αριστερής καρδιακής ανεπάρκειας συνεπάγεται περαιτέρω αύξηση της πιέσεως στις πνευμονικές φλέβες, που μπορεί να απολήξουν στην εγκατάσταση πνευμονικής συμφορήσεως και οιδήματος.