Στους περισσότερους ασθενείς, η διάγνωση της μετακτινικής πνευμονίας προσεγγίζεται στη βάση των χαρακτηριστικών κλινικοεργαστηριακών ευρημάτων, που σχετίζονται χρονικά με την ολοκλήρωση ενός προγράμματος ακτινοθεραπείας. Εν τούτοις, μερικές φορές, όπου και άλλα νοσήματα υπεισέρχονται στη διαφοροδιαγνωστική λίστα, όπως η λοίμωξη, η υποτροπή της νεοπλασίας, η επαγομένη από φάρμακα πνευμονοπάθεια και η πνευμονική εμβολή, μπορεί να απαιτηθεί η λήψη βιοπτικού δείγματος προς τεκμηρίωση της διαγνώσεως. Στις περιπτώσεις αυτές, η διαβρογχική βιοψία από το εμπλεγμένο βρογχοπνευμονικό τμήμα αποτελεί την ολιγότερο επεμβατική μέθοδο δειγματοληψίας. Η βιοψία ανοικτού πνεύμονος δεν είναι αναγκαία.
Τα ακτινολογικά ευρήματα της μετακτινικής πνευμονίτιδας συνήθως εμφανίζονται 1-3 μήνες μετά την εφαρμογή της ακτινοβολίας και, συνήθως, προηγούνται της εγκαταστάσεως των συμπτωμάτων. Ειδοποιό χαρακτηριστικό της μετακτινικής πνευμονίτιδας είναι ο περιορισμός των ακτινολογικών ευρημάτων στην εκτεθείσα περιοχή. Επομένως, ο προσδιορισμός του πεδίου ακτινοβολίας είναι προϋπόθεση για την ακριβή αποτίμηση των ακτινολογικών βλαβών. Αρχικά, η περιοχή εμφανίζει τον τύπο της "ground glass" σκιάσεως, με απώλεια παρεγχυματικής αναγνωρίσεως. Αργότερα, η διήθηση μπορεί να εξελιχθεί σε οζώδη ή κυψελιδική. Σε βαρειές περιπτώσεις διαπιστώνεται έντονη σκίαση με διαγραφή αεροβρογχογράμματος, ενώ μπορεί να διαπιστωθούν ευρήματα υπεζωκοτικής συλλογής ή περικαρδίτιδος, αλλά δεν αναγνωρίζεται διόγκωση των περιοχικών ή πυλαίων λεμφαδένων. Δεν εντοπίζεται, επίσης, σπηλαιοποίηση, εκτός και εάν έχει προηγηθεί νέκρωση του ακτινοβοληθέντος όγκου. Τα ακτινογραφικά ευρήματα της πνευμονίτιδας αντικαθιστούν σύντομα ευρήματα, συμβατά με εντοπισμένη πνευμονική ίνωση. Η εξέλιξη διαρκεί επί 1-2 χρόνια και μετά παραμένει σταθερή. Κατά την εκπνοή, το ακτινοβοληθέν τμήμα καθίσταται πυκνότερο και διακρίνεται εντονότερα από τον παρακείμενο, αεροπληθή πνεύμονα. Μερικές φορές στο προσβληθέν τμήμα διακρίνονται κυστοειδείς βλάβες και βρογχεκτασικές αλλοιώσεις. Επί εκτεταμένης απώλειας πνευμονικού όγκου, η απόκλιση της τραχείας και του μεσοθωρακίου συνευρίσκονται με την άνωση του ημιδιαφράγματος.
a. Λειτουργικός έλεγχος αναπνοής
Ο βαθμός εκπτώσεως της αναπνευστικής λειτουργίας συσχετίζεται ισχυρά με την έκταση των προκληθεισών βλαβών. Επί περιορισμένης βλάβης, οι πνευμονικοί όγκοι και η ανταλλαγή αερίων στους πνεύμονες παραμένουν αναλλοίωτοι, αλλά επί περισσότερο εκτεταμένης προσβολής, η καμπύλη ροής-όγκου εμφανίζει τύπο περιοριστικής ελαττώσεως της ικανότητας αερισμού, με ελάττωση των πνευμονικών όγκων και η DLCO είναι σταθερά ελαττωμένη. Από την ΑΑΑΑ διαπιστώνεται ήπια-προς-σοβαρή υποξαιμία και υποκαπνία. Η εμφάνιση υπερκαπνίας είναι δηλωτική βαρειάς διαταραχής και, συνήθως, προαγγέλλει τελικά στάδια της παθήσεως.