Η αντιγονική ύλη πρέπει να είναι διαμερισμένη σε εισπνεόμενα σωματίδια, δηλαδή το κάθε σωματίδιο να έχει αεροδυναμική διάμετρο 1-5 μm. Αν και δεν είναι γνωστό το στοιχείο των υλικών αυτών που φέρουν την αντιγονική ιδιότητα, έχει αναγνωρισθεί ένας μεγάλος κατάλογος ξενοβιοτικών παραγόντων που ευθύνονται αιτιοπαθογενετικά για την πάθηση.
Σημειώνεται ότι η έκθεση στον υπεύθυνο ξενοβιοτικό παράγοντα δεν αρκεί για την εκδήλωση της παθήσεως, αλλά απαιτείται και σχετική ενδογενής προδιάθεση. Οι θερμόφιλοι ακτινομύκητες, αντιγόνα μυκήτων και λευκώματα πουλιών συγκαταλέγονται μεταξύ των κοινότερων αιτίων πνευμονίας εξ υπερευαισθησίας. Η συντριπτική πλειοψηφία των ατόμων που εκτίθενται στα αντιγόνα αυτά δεν αναπτύσσουν κλινική εικόνα συμβατή με πνευμονία εξ υπερευαισθησίας. Πράγματι, λιγότεροι από το 10% των εκτεθειμένων στον ακτινομύκητα προσβάλλονται από τη ’νόσο των γεωργών’. Οι ενδογενείς παράγοντες που επάγουν την ανάπτυξη της νόσου δεν έχουν προσδιορισθεί με ακρίβεια, αλλά είναι γνωστό ότι η νόσος δε σχετίζεται με αλλεργία ή απλότυπους HLA. Περιέργως, το κάπνισμα μπορεί να ασκεί προφυλακτική δράση απέναντι στην ανάπτυξη της πνευμονίας εξ υπερευαισθησίας, εφόσον οι πάσχοντες από την πάθηση είναι μη καπνιστές. Τα αίτια της αρνητικής συσχετίσεως δεν έχουν διευκρινισθεί, αλλά μπορεί να σχετίζονται με την ενεργοποίηση των κυψελιδικών μακροφάγων που επάγεται με το κάπνισμα, λόγω της οποίας διευκολύνεται η ταχύτερη και αποδοτικότερη απαγωγή των αντιγόνων από τους πνεύμονες.