το παρέγχυμα παραμένει φυσιολογικό, αλλά αποφράσσεται ο αντίστοιχος βρόγχος. Ο ήδη ενυπάρχων αέρας απορροφάται εντός ελαχίστου χρόνου, μετά την απόφραξη. Ο μηχανισμός συνδέεται με την παθητική διάχυση των αερίων προς το αίμα, που είναι ανάλογη της μερικής τους πιέσεως. Έτσι, απορροφάται Ο2, μέχρι να εξισορροπηθεί η μερική κυψελιδική με την πίεση στα πνευμονικά τριχοειδή. Ο χώρος του απορροφηθέντος Ο2 δεν επαναπληρούτια, δεδομένης της αποφράξεως, οπότε ο κυψελιδικός όγκος μειώνεται, αυξάνοντας της πυκνότητα και, άρα, τη μερική πίεση του Ν2. Ακολούθως, Ν2 διαχέεται προς τα τριχοειδή μέχρις εξισορροπήσεως των μερικών πιέσεων. Αφού απορροφηθεί Ν2, χωρίς να αντικατασταθεί από νέο αέρα, ο κυψελιδικός όγκος συρρικνώνεται περαιτέρω, αυξάνοντας την πυκνότητα και τη μερική πίεση του Ο2. Έτσι, η ατελεκτασία μπορεί να ολοκληρωθεί μέσα σε μερικά λεπτά. Στα πρώιμα στάδια, το αποφραχθέν βρογχοπνευμονικό τμήμα εξακολουθεί να αιματώνεται, οπότε παράγεται περιοχική διαταραχή αερισμού-αιματώσεως, προς την κατεύθυνση τοης διαφυγής αίματος και υποξαιμία. Αναπτύσσονται εκκρίσεις και συγκεντρώνονται αποπεπτωκότα κύτταρα, που καταλαμβάνουν χώρο στο ανάερο βρογχοπνευμονικό τμήμα, που εμποδίζουν την πλήρη σύμπτωση των τοιχωμάτων του. παράγεται αντιρροπιστική υπερδιάταση του παρακειμένου παρεγχύματος, που επιδινώνουν τις διαταραχές αερισμού-αιματώσεως προς την κατεύθυνση του νεκρού χώρου. Παρατηρείται παρέκκλιση του μεσοθωρακίου προς το πάσχον ημιθωράκιο, ανύψωση του ημιδιαφράγματος και χάλαση του θωρακικού τοιχώματος. Εάν το κώλυμμα αρθεί, η φλεγμνονή υποχωρεί και το βρογχοπνευμονικό τμήμα αποκαθίσταται. Αν, όμως, η απόφραξη παραταθεί, διατηρούνται συνθήκες φλεγμονής που απολήγουν σε τοπική ίνωση και βρογχεκτασίες.