Για διαγνωστικές εξετάσεις δαπανάται ένα μεγάλο μέρος των πόρων κάθε Συστήματος Υγείας. Εάν μέρος από τις παραγγελόμενες εξετάσεις είναι περιττές, υπερβολικές ή δεν αποφέρουν τα προσσδοκώμενα στη διαχείριση των ασεθνών, τότε, είναι λογικό να σκεφτεί κανείς ότι οι Ιατροί πρέπει να επανεξετάσουν τη μεθοδολογία με την οποία καταφεύγουν στη βοήθεια παρακλινικού ελέγχου. Η καταφυγή σε παραγγελία πληθώρας διαγνωστικών εξετάσεωνόχι μόνο αυξάνει το κόστος διαγνώσεως και θεραπείας σε τεράστια μεγέθη, ούτε μόνο υποχρεώνει τον ασθενή σε πρόσθετη οικονομική και συναισθηματική επιβάρυνση και ταλαιπωρίες, αλλά επιπλέον, προκαλεί καιπεραιτέρω σύγχυση στο έτσι κι αλλιώς, δυσχερές παλυπαραγοντικό διαγνωστικό έργο. Κι αυτό λόγω της φύσεως των διαγνωστικών δοκιμασιών, που πρέπει να ερμηνεύονται με όρους όπως η ακρίβεια, η ευαισθησία, η ειδικότητα και η θετική και αρνητική διαγνωστική αξία. Οι ιδιότητες αυτές που χαρακτηρίζουν το διαγνωστικό έλεγχο, εν γένει, αναδεικνύουν την πιθανολογική φύση των διαγνώσεων, ένεκα της οποίας η Ιατρική ανάγεται στην τέχνη της διαχειρίσεως αβεβαιοτήτων.