Οξεοβασική ισορροπία, διαταραχές, απλές

Επί αμιγούς διαταραχής, μπορούμε να θεωρήσουμε τους επόμενους ορισμούς:

Α. μεταβολική οξέωση

Ονομάζεται η διαταραχή, κατά την οποία ελαττώνεται πρωτογενώς, ο μεταβολικός παράγοντας της οξεοβασικής ισορροπίας, δηλαδή η συγκέντρωση των διττανθρακικών (HCO3̄) και προκαλεί έλλειμμα βάσεως (ΒΕ < 0), με αποτέλεσμα πτώση του pH. Μπορεί να προκληθεί είτε από ελάττωση της συγκεντρώσεως των HCO3̄, όπως συμβαίνει επί διαρροϊκών συνδρόμων, ή κατά την εξουδετέρωση ενός μη διττανθρακικού οξέος, όπως το γαλακτικό οξύ ή το σουλφουρικό οξύ

 H2SO4+2NaHCO3àNaSO4+2H2CO3àNaSO4+2CO2+2H2O.

Η ελάττωση του pH διεγείρει την αναπνοή προς αντιρροπιστική ελάττωση της PaCO2.

Β. μεταβολική αλκάλωση

Ονομάζεται η διαταραχή, κατά την οποία αυξάνεται πρωτογενώς ο μεταβολικός παράγοντας της οξεοβασικής ισορροπίας, δηλαδή η συγκέντρωση των διττανθρακικών και προκαλεί αύξηση της περίσσειας βάσεως (ΒΕ>0), με αποτέλεσμα αύξηση της τιμής του pH (ή ελάττωση της συγκεντρώσεως των Η+). Η ανωμαλία αυτή οφείλεται ή σε προσθήκη HCO3̄ ή, συνηθέστερα, σε απώλεια  H+, πχ., επί εμέτων ή χορηγήσεως διουρητικών. Η αναπνευστική απάντηση συνίσταται σε ελάττωση του αερισμού και αύξηση της ㎩CO2  (à878).

C. αναπνευστική οξέωση

Οφείλεται στην ελάττωση του δραστικού κυψελιδικού αερισμού, που συνεπάγεται ελάττωση της αποβολής CO2 από τους πνεύμονες και αύξηση της εξωκυττάριας PCO2 (υπερκαπνία). Η νεφρική αντιρρόπιση συνίσταται στην ενίσχυση της αποβολής H+, που συνεπάγεται αύξηση των HCO3̄ του πλάσματος. Μπορούν να παρατηρηθούν δύο διαφορετικοί τύποι οξεοβασικής διαταραχής:

i. οξεία αναπνευστική οξέωση

Διακρίνεται από τη δραστική ελάττωση του pH.

ii. χρονία αναπνευστική οξέωση

Το pH διατηρείται σε ικανοποιητικό επίπεδο (παραμένοντας, πάντως, όξινο) μέσω της αντιρροπιστικής ενεργοποιήσεως των νεφρών.

D. αναπνευστική αλκάλωση

Ονομάζεται ο πρωτογενής κυψελιδικός υπεραερισμός, ㎩CO2<40 mmHg (υποκαπνία), με αποτέλεσμα μείωση της εξωκυττάριας PCO2 και αύξηση της τιμής του pH. Η αντιρροπιστική προσαρμογή συνίσταται στη μείωση της νεφρικής απεκκρίσεως Η+, που απολήγει σε απώλεια HCO3̄ με τα ούρα και στην ανάλογη ελάττωση της συγκεντρώσεως των HCO3̄ στο αίμα.