Αναπνοή, εκούσια ρύθμιση

Η εκούσια ρύθμιση της αναπνοής καθοδηγείται από διακριτές ανατομικές περιοχές και ιδιαίτερες νευρικές οδούς, από το φλοιό, το διεγκέφαλο, την παρεγκεφαλίδα και τον υποθάλαμο που επιτρέπουν έλεγχο των αναπνευστικών μυών των ανωτέρων αναπνευστικών οδών(à793). Με τις ίνες αυτές προάγεται, επίσης, η συνεργασία με το κυκλοφορικό και θερμορυθμιστικό σύστημα. Τα ανώτερα κέντρα αναλαμβάνουν τη ρύθμιση της αναπνοής πχ., κατά την ομιλία, όπου, μέσα σε συγκεκριμένα όρια, μπορούν να επικρατήσουν επί της μεταβολικής (à210) και αυτόνομης ρυθμίσεως (à208) ή να αναλάβουν τον έλεγχο της αναπνοής επί πειραματικού αποκλεισμού των κατωτέρων κέντρων.

 Ο βαθμός, στον οποίο τα φλοιώδη κέντρα της αναπνοής υπεισέρχονται στη ρύθμιση του τύπου της αναπνοής και το συντονισμό των αναπνευστικών μυών, επί παθολογικών καταστάσεων, όπως πχ., η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, είναι ζήτημα που ευρίσκεται υπό μελέτη. Ωστόσο, υπάρχουν κλινικές ενδείξεις που προβάλλουν τη σπουδαιότητα του φλοιώδους κέντρου σε ασθενείς με χρόνιες πνευμονοπάθειες. Ασθενείς με ΧΑΠ, πχ, λαμβάνουν συχνά μια χαρακτηριστική θέση όταν κάθονται με κάμψη του κορμού προς τα εμπρός και προσήλωση των ανεσπασμένων ώμων. Η θέση αυτή βελτιώνει τη μηχανική αποτελεσματικότητα του διαφράγματος και των βοηθητικών εισπνευτικών μυών. Η σύγκλειση του στόματος, που υιοθετούν αυτόματα μερικοί ασθενείς, διευκολύνει την εκπνευστική (και εισπνευστική) ροή δια παροδικής απομακρύνσεως του ΕΡΡ (à   ). Τέλος, η δύσπνοια καταστέλλεται μετά χορήγηση οπιούχων, γεγονός με το οποίο ερμηνεύεται η παρατήρηση ότι οι αποφρακτικοί ασθενείς ανέχονται καλύτερα δοκιμασίες κοπώσεως, παρά τον αμετάβλητο βαθμό αναπνευστικής δυσλειτουργίας.