Η ταχύτητα με την οποία κινούνται τα σωματίδια προς το φάρυγγα καθορίζεται από πολύπλοκους και όχι καλά διευκρινισμένους μηχανισμούς και αφορούν στην επάρκεια της κινήσεως των κροσσών, στην αποτελεσματικότητά τους να μετακινούν τη βλέννη, καθώς και στις διακυμάνσεις της ποσότητας, της ποιότητας και των φυσικοχημικών χαρακτήρων των εκκρίσεων. Η απόδοση της βλεννοκροσσωτής καθάρσεως δεν βασίζεται μόνο στα ποιοτικά χαρακτηριστικά της βλέννης και στη σχέση της με τους κροσσούς, αλλ΄επίσης στο περικροσσωτό υγρό (à401), καθώς μεταβολές του πάχους της περικροσσωτής στιβάδας μπορεί να απολήξει σε διαταραχή της προοωθήσεως της βλέννης. Η φυσιολογική μεταγωγή ιόντων δια των επιθηλιακών κυττάρων διαδραματίζει σημαντικό ρόλο για την παραγωγή φυσιολογικής ποιότητας επιθηλιακής εκκρίσεως. Επί κυστικής ινώσεως, η μειωμένη απέκκριση Cl- και η αυξημένη απορρόφηση Να+ μπορεί να ευθύνονται για τη συγκέντρωση των εκκρίσεων στους αεραγωγούς. Οι μεσολαβητές της φλεγμονής ασκούν ανεξάρτητες επιδράσεις στην κινητικότητα των κροσσών και την ταχύτητα μεταγωγής της βλέννης. Έτσι, η ισταμίνη, πχ., αντίθετα με τις λευκοτριένες, αυξάνει την ταχύτητα μεταγωγής στον ανθρώπινο πνεύμονα και σε μερικά πειραματόζωα, αλλά ασκεί αμελητέα δράση στην κινητικότητα των κροσσών, την οποία επάγουν οι λευκοτριένες.
βλ.: εναπόθεση σωματιδίων στους πνεύμονες