Βρογχοσκόπηση, διαγνωστική

διαγνωστική βρογχοσκόπηση
  Υπάρχει πληθώρα ενδείξεων για την βρογχοσκόπηση. Η πλέον συνήθεις ενδείξεις είναι η βρογχοσκοπική σταδιοποίηση περιπτώσεως με υπόνοια βρογχογενούς καρκινώματος, η αξιολόγηση διάχυτης πνευμονοπάθειας, διηθήσεις επί ανοσοκατεσταλμένοπυ ασθενούς, αιμόπτυση και βήχας. Επιπλέον, βρογχοσκόπηση με διενέργεια BAL ή/και λήψη ξεσμάτων είναι χρήσιμη για τη διάγνωση της πνευμονίας κοινότητας ή ιδρυματισμένων ασθενών.

διαγνωστική βρογχοσκόπηση θεραπευτική βρογχοσκόπηση
βήχας, αιμόπτυση, συριγμός, stridor, ξένα σώματα, εγκαύματα αεραγωγών,  αιμόπτυση, ατελεκτασία, αφαίρεση ξένου σώματος,
παθολογική ακτινογραφία θώρακος νεοπλάσματα τραχειοβρογχικού δένδρου: βρογχοσκοπική αφαίρεση, θεραπείες laser, εφαρμογή argon, προώθηση καθετήρος με balloon τοπθέτηση διαστολέων (stents),
λοιμώξεις, διάχυτες πνευμονοπάθειες, νεοπλάσματα: βρογχογενή, μεταστάσεις, οισοφαγικοί και μεσοθωρακικοί όγκοι, ενδοθωρακικοίλεμφαδένες   βρογχοκυψελιδικές πλύσεις (πνευμονική κυψελιδική πρωτεΐνωση)
τραύματα θώρακος, παράλυση φωνητικών χορδών, βρογχοϋτπεζωκοτικό συρρίγγιο, τραχειοοισοφαγικό συρρίγγιο, βρογχοσκοπική παροχέτευση (πνευμονικά αποστήματα) μεσοθωρακικές ή βρογχογενείς κύστεις,
εκτίμηση ενδοτραχειακού σωλήνα, θέση και επιπλοκές, εκτίμηση αναστομώσεων αεραγωγών τραύματα του θώρακος
  τοποθέτηση ενδοτραχειακού σωλήνος

ενδείξεις. Οι Πνευμονολόγοι προτιμούν την  εύκαμπτη βρογχοσκόπηση, δηλαδή την εισαγωγή εύκαμπτου τηλεσκοπικού οργάνου ή κάμερας, υπό τοπική αναισθησία, με ξυλοκαΐνη, +/- ήπια καταστολή (π.χ., dormicum 10%), συνήθως, διαρινκώς, προς την τραχεία και τους μεγάλους και εμσομεγέθεις βρόγχους, ενώ οι Χειρουργοί, εν γένει, προτιμούν τη χρήσ άκαμπτου βρογχοσκοπίου, υπό γενική αναισθησία, προς καλύτερη διερεύνιση και διαχείριση επιπλοκών, ιδίως μεγάλης σιμορραγίας. 
α. υπόνοια ΠΚ. Ασθενείς με κεντρική μάζα<4 cm, που εξορμάται από έναν λοβαίο βρόγχο, είναι, γενικά, ευχερώς προσβάσιμη μέσω ενός εύκαμπτου βροχγοσκοπίου.
β. υπόνοια λοιμώξεως. Όπως η φυματίψωση σε ασθενείς που δνε μπορούν να δώσουν πτύελα, είναι ανοσοκατεσταλμένοι, με πυρετό, βήχα, υποξία και πρόσφατες μεταβολές στην ακτινογραφία θώρακος. Τα προκλητά πτύελα με υπέρτονο διάλυμα φυσιολογικού ορού είναι μια αποδοτική εναλλακτική μέθοδος.  
γ. υπόνοια διάμεσης πνευμονοπάθειεας. Η διαβρογχική βιοψία μπορεί να αποδώσει επαρκές βιοπτικό δείγμα για διάγνωση π.χ., σαρκοειδώσεως, Γενικά, υπάρχει μικρός αριθμός διάμεσων πνευμονοπαθειών, η διάγνωση των οποίων μπορεί να γίνει με διαβρογχικά βιοπτικά δείγματα και, όχι σπάνια, υπα΄ρχει ανάγκη κατφυγ΄ςη στην βιοψία ανοικτού πνεύμονος. 
δ. αφαίρεση ξένου σώματος. Εάν έχει εγκλωβιστεί σε κεντρικότερους βρόγχους.
θεραπευτικές ενδείξεις. όπως η απόφραξη κεντρικού βρόγχου, η απόφραξη από βύσματα πτυέλων, που έχει προκαλέσει ατελεκτασία. Μπορεί, επίση,ς να χρησιμοποιηθεί για την θεραπευτική αντιμετώπιση εμφυσήματος ως μέθοδος μειώσεως πνευμονικού όγκου ή, στο άσθμα, για διενέργεια θερμοπλαστικής.
σχετικές αντενδείξεις. Εάν ο ασθενεής έχει κορεσμό <90%  με αναπνοή αέρα δωματίου, ή PaO2 <59 mmHg, ο κίνδυνος σοβαρής υποξαιμίας, κατά την βρογχοσκόπησ, και ιδίως κατά τις αναρροφήσεις (ίδιες παρατηρήσεις) αυξάνεται. FEV1<40%. διαταραχές πήξεως, ιδίως συγκέντρωση αιμοπεταλίων <50000/mm3, ουραιμία, πνευμονική υπέρταση, ηπατοπάθειες, ανοσοκαταστολή που προδιαθέτει σε αιμορραγική διάθεση, SVCO. Πρόσφατο έμφραγμα του μυοκαρδίου, εφόσον μποεί να απολήξει σε ισχαιμία του μυοκαρδίου, κατά τη διάρκεια της βρογχοσκοπήσεως. Οπότε η βρογχοσκόπησ αναβάλλεται επί 4-6 ενδομάδες.
κίνδυνοι. Η ελυκαμπτυ βρογχοσκόπησ είναι μια ασφαλής τεχνική, με θνητότητα <0.01-0.04% και μείζονες επιπλοκές 0.08-0.12%. Στις επιπλοκές της αναφέρονται αναπνευστική καταστολή, πνευμονία, πνευμοθώρακας, απόφραξη των αεραγωγών, λαρυγγόσπασμος, καρδιοαναπνευστική παύση, αρυυξμίες, πνευμονικό οίδημα, επεισόδια από το πνευμονογαστρικό, πυρετός, ιδίως νεά από διενέργεια BAL, σηψαιμία, αιμορραία, ναυτία και έμετος.  
αιμορραγία και βρογχοσκόπηση. Αιμορραγία παρατηρείται σε ποσοστό 0.7% και οφείλεται σε μηχανική κάκωση, προκαλούμενη από το βρογχοσκόπιο, τις αναρροφήσεις, τη λήψη ξεσμάτων, γη βιοψία, αλλά είναι συχνόερη επί διαβρογχικής βιοψίας, (1.6-4.4%). Ασθενείς με κακοήθεια, ανοσοκαταστολή, ή ουραιμία, έχουν αυξημένη τάση αιμορραγίας. Εάν η αιμορραγία δεν αναχαιτιστεί αυτόματα, το βρογχσοσκόπιο προωθείται ώστε να ταμονάρει το αιμοραγούντα τμηματικό βρόγχο, Διενεργείται ελάχιστη αναρρόφηση, ώσε να αποτραπεί ο σχηματισμός θρόμβου. χορηγείται 2 ml διαλύματος 1:10000 αρεναλίνη που χορηγείται με΄σω του βρογχοσκοπίου όσο το φυνατόν πλησιέστερα στη θε΄ση της αιμορραγίας, μέχρις ότου διακοπεί. Μπορεί, επίσης, να χρησιμοποιηθεί παγωμένος φυσιολογικός ορός. Εάν συμβεί μαζική αιμορραγία, ο ασθενεής πρέπει να τεθεί σε πλάγια κατακεκλιμμένη θέση, προς προστασία του άλλου πνεύμονος, και επιχειρείται η προώθηση αγγειακού καθετήρος προς ταμονάρισμα της αιμορραγούσης περιοχής. Επί επιμονής της αιμορραγίας πρέπει να ζητηθεί άμεση θωρακοχειρορυγική βοήθεια.

διάγνωση και σταδιοποίηση του βρογχογενούς καρκινώματος 
  Η βρογχοσκόπηση είναι η λιγότερο παρεμβατική μέθοδος διαγνώσεως ενδοβρογχικών όγκων. Αν και η διαγνωστική της αξία είναι περιορισμένη για τις μονήρεις παρεγχυματικές βλάβες, οι βελτιώσεις που έχουν επιτευχθεί στη διερεύνηση με συγκερασμένς τεχνικές, όπως με τη βοήθεια ακτινοσκοπικοπικού ελέγχου (CT) ή ηλεκτρομαγνητική καθοδήγηση, έχουν επιτύχει βελτίωση της διαγνωστικής αξίας της βρογχοσκοπήσεως στην προσέγγιση περιφερικών όγκων. 
Η βρογχοσκοπική αξιολόγηση ασθενών με πιθανό νεόπλασμα καθοδηγείται από τα κλινικά συμπτώματα και τα επεικονιστικά ευρήματα.  Η βρογχοσκόπηση μπορεί να είναι εξέταση εκλογής, καθώς έχει την ικανότητα της διαγνώσεως και, ταυτόχρονα, της σταδιοποιήσεως. Συγκεκριμένα, εάν ένας ασθενής πρπσέρχεται με μάζα στον αριστερό κάτω λοβό, και δεξιά παρασγερνικό λεμφαδένα (4R), η κατάλληλη διαγνωστική διαχείριση θα ήαν η διενέργεια βιοοψίας (TBNA) στον λεμνφαδένα, αρχικά, και, στη συνέχεια, στον αριστερό κάτω λοβό, καθώς, η θετική TBNA θα σταδιοποιούσε τον ασθενή ως ΙΙΙβ, με την κατάλληλη προσαρμογή του θεραπευτικού σχεδίου. Εάν είχε προηγηθεί η βιοψία της παρεγχυματικής βλάβης, θα μπορούσε να επιμολύνει τον αυλό του βρογχοσκοπίου, με αποτέλεσμα την μετατροπή της ΤΒΝΑ σε ψευδώς θετική, αποκλείοντας τον ασθενή από χειρουργική θεραπεία.
Υπάρχουν διάφορα εργαλεία λήψεως βιοπτικού δείγματος, όπως η λαβίδα βιοψίας, τα ξέσματα, οι βρογχικές εκπλύσεις και η TBNA. Μει λαβίδες ηλεκτροκαυτηριασμού μπορεί να παραληφθεούν έξοχα βιοπτικά δείγματα για ιστολογική εξέταση. Η επιλογή της μεθόδου λήψεως διαγνωστικού υλικού εξαρτάται, κατά βάση, από την εντόπιση της βλάβης, αν και υπάρχουν βιβλιογραφικά δεδομένα, που ευνοούν τον συνδυασμό μέσων, έναντι της χρήσεως μιας μόνο μεθόδου λήψεως βιοπτικών δειγμάτων. Η ενδοβρογχική δια βελόνης αναρρόφηση πρέπει να διενεργείται σε όλες τις οραστές βλάβες, καθώς η χρήση της σε συνδυασμό με συμβατικές τεχνικές συνδέεται με βελτίωση της διαγνωστικής αξίας της βρογχοσκοπήσεως.
βιοψίες πνεύμονος
Οι ενδοβρογχικές και διαβρογχικές βιοψίες πνεύμονος  είναι γενικά, μικρών δαστάσεων, εστιακές, και περιρισμένης ικανότητας στην απροχή διαγνωστικής τεκμηριώσεως, ιδιαίτερα, επί ΔΠ, όπου οι βλάβες κυμαίνονται σε παρακείμενες περιοχές, Εν τούτοις, διενεργούνται ακόμη και σε εξωγερικούς ασθενείς, και μπορεί να αποβούν διαγνωστικές, συνδυαζόμενες, με τα κυτταρολογικά και ιστοχημικά τους αποτελέσματα, στο πλαίσιο της κλινικοεργαστηριακής φυσιογνωμίας της παθήσεως. βρογχοκυψελιδικές εκπλύσεις
διαβρογχική βιοψία
Η διαβρογχική βιοψία, η λήψη ξεσμάτων και η TBNA μπορούν, επίσης, να διενεργηθούν επί περιφεριών βλαβών. Η διαγνωστική αξία των βρογχοκυψειδικών εκπλύσεων για όγκους περιφερικής εντοπίσεως κυμαίνεται από 4-68%. Χωις εξελιγμένες μεθόδους καθοδηγήσεως (βλέπε επόμενα) η διαγνωστική αξία της διαβρογχικής βιοψίας κυμαίνεται από 49-77%, ενώ η διαγνωστική αξία των ξεσμάτων κυμαίνεται από 26-57%. Η διαγνωστική αξία του συνδυασμού και των 3 τεχνικών  ανέρχεται στο 68%. Η  ΤΒΝΑ των περιφερικών οζιδίων έχει μεγαλύερη διαγνωστική αξία, συγκριτικά με άλλες τεχνικές λήψεως βιοπτικού υλικού και πρέπει να χρησιμοποιούνται σε περιφερικές βλάβες, καθώς, επίσης, σε λεμφαδένες του μεσοθωρακίου και των πυλών.   
Παρά την TBNA, που έχουν εισαχθεί πριν από περίπου 25 χρόνια, παραμένει μια υποχρησιμοποιούμενη τεχνική, με σχεδόν μόλις το 12% των Πνευμονολόγων δηλώνουν τη συστηματική της χρήση, για τη διάγνωση και τη σταδιοποίηση του βρογχογενούς ακρκινώματος, Η τεχνική, εν τούτοις, είναι ανεκτίμητα χρήσιμη και μπορεί να ματαιώσει περαιτέρω παρεμβατικές επεμβάσεις στο 29% των ασθενών. Η διαγνωστική της αξία εξασρτάται από τον τύπο του όγκου (μικροκυτταρικός όγκος>μη μικτοκυτταρικού>λέμφωμα), το μέγεθος και την ετόπιση του λεμφαδένος. 
  Η χρήση της CT ακτινοσκοπήσεως (τρισδιάστατη εικόνα), για την καθοδήγηση της TBNA και της διαβρογχικής βιοψίας, έχει σημαντικά πλεονεκτήματα έναντι της κλασικής ακτινοσκοπήσεως (δυσδιάστατη εικόνα). Με την κλασική ακτινοσκόπηση, ο ασθενής ή η πηγή πρέπει να περιστέφεται προκειμένου να επιβεβαιωθεί ότι η λαβίδα βιοψίας δεν είναι πριν ή μετά τον στόχο της, Με την CT-ακτινοσκόπηση παρέχεται η δυνατότητα τρισδιάστατης απεικονίσεως του στόχου, σε πραγματικό χρόνο και την διαπίστωση της κατάλληλης ή ακατάλληλης θέσεως της βιοψίας. Η διαγνωστική αξία της υπό CT διενεργούμενης TBNA είναι 88%  κι έτσι περιλαμβάνονται ασθενείς, οι οποίοι, πρηγούμενα, υφίσταντο μη διαγνωστική βρογχοσκόπηση, με κλασική TBNA.
ενδοβρογχικοί υπέρηχοι
 Οι ενδοβρογχικκοί υπέρηχοι, 20 mHz, εισφέρουν σημαντικά στη βελτίωση της διαγνωστικής αξίας της TBNA. Οι ανιχνευτήρες τους μπορούν να προωθούνται από τον αυλό του βρογχοσκοπίου, διαμέτρου 2.8 mm κι έχουν την ικανόττηα να αναγνωρίζουν υποκείμενους μεσοθωρακικούς ή πυλαίους λεμφαδένες. Όπως η βρογχοσκόπηση μέσω της CT-ακρτινοσκοπήσεως, η EBUS βλτιώνει τη διαγνωστική αξία της TBNA και μπορεί να διακρίνει την επινέμηση του τοιχώματος ένός βρόγχου, από την απλή επαφή του παρακείμενου όγκου. Επίσης, μπορεί να προβλέψει την ιστολογία ενός μονήρους όγκου από την υπερηχογραφική του μορφολογία (βλέπε: υπέρηχοβρογχοσκόπηση). αυτοφθορίζουσα βρογχοσκόπηση
Είναι μια, σχετικά καινούργια, μέθοδος, με προοδευτικά αυξανόμενη δημοφιλία, που χρησιμοποιείται για την πρώιμη διάγνωση του βρογχογενούς καρκίνου των κενρικών βρόγχων. όταν εκτίθενται στο φώς, στο φάσμα του κυανού-ιώδους (400-450 nm) οι φυσιολογικοί αεραγωγοί φαίνονται φθορίζοντες πράσινοι. Καθώς η υποβλεννογόνια διαταραχή μετσαπίπτει από το φυσιολογικό στη μεταπλασία, στη δυσπλασία, στο καρκίνομα in situ, συμβαίνει μια προοδευτική απ΄ώλεια του πράσινου αυτοφθορισμού, προς μια ερυθρόφαιη εμφάνιση του τοιχώματος του αεραγωγού. Σε πολλές εργασίες έχει δειχθεί ότι η χρήση αυτοφθορισμού αυξάνει την διακριτική ικανότητα σγαπρώιμα στάδια καρκινογενέσεως, Χ6, περίπου φορές, συγκειτικά με την βρογχοσκόπηση λευκού φωτός. Εν τούτοις, η πλήρης συμβολή της βρογχοσκοπήσεως φθορισμού δεν φαίνεται ότι έχει, ακόμη, πλήρως, αξιολογηθεί (βλέπε: βρογχοσκόπηση φθορισμού, πρώιμη διάγνωση με βρογχοσκόπηση αυτοφθορισμού).
διάχυτες παρεγχυματικές πνευμονοπάθειες
Υπό τον όρο αυτόν, περιγράφεται μια ευρύτατη ομάδα λοιμωδών, φλεγμονωδών, και ινωτικών πνευμονοπαθειών που προσβάλλουν το διάμεσο χώρο, τις κυψελίδες, τους βρόγχους και τα αγγεία του ραχειοβρογχικού δένδρου και του παρεγχύματος. Για τη διαγνωστική προσέγγισή τους χρησιμοποιούνται γεχνικές, όπως οι βρογχοκυψελιδικές εκπλύσεις ( BAL), τα βρογχικά ξέσματα, η διαβρογχική βιοψία, ενδεχομένως, η ενδοβρογχική βιοψία, και η TNBA. Παρ΄όλο ότι χαρακτηρίζεται από χαμηλή νοσηρότητα, η διαβρογχική βιοψία πρέπει να διενεργείται όταν τα αποτελέσματά της αναμένεται να τροποποιήσουν το θεραπευτικό σχέδιο. Στις παθήσεις, στις οποίες η δοαβρογχική βιοψία αναμένεται να αποβεί διαγνωστική ή έχει δειχθεί ότι βελτιώνει δραστικά την πιθανότητα διαγνώσεως, συγκριτικά με λιγότερο παρεμβατικές μεθόδους, συμπεριλαμβάνονται καταχωρούνται στον επόμενο πίνακα. 

πίνακας 2. ενδείξεις διαβρογχικής βιοψίας
λεμφαγγειακή καρκινωμάτωση, σαρκοείδωση, απόρριψη μοσχεύματος πνεύμονος, πνευμονίτιδα εξ υπερευαισθησίας, και, σπανιότερα, μυκητιάσεις

Η συνολική διαγνωστική αξία της διαβρογχικής βιοψίας στην κατηγορία αυτή παθήσεων εξαρτάται από τη διερευνούμενη παθολογική οντότητα. Π.χ., η διαγνωστική αξία της διαβρογχικής δια βελόνης αναρροφήσεως για τη σαρκοείδωση πλησιάζει το 90% αλλά είναι σημαντικά χαμηλόερη για ασθενελις με αγγειΐτιδα ή κρυπτογενή οργανούμενη πνευμονία. 
  Πέρα από την διαγνωστική τεκμηρίωση επί λοιμώξεων ή καρκίνου, τα αποτελέσματα του BAL διευκολύνουν τον περιορισμό της διαφοροδιαγνωστικής λίστας. Η επικράτηση των λεμφοκυττάρων είναι δηλωτική σαρκοειδώσεως, βηριλλιώσεως ή άλλης κοκκιωματώδους παθήσεως, ενώ η επικράτηση ουδετεροφίλων προσιδιάζει με βακτηριακή λοίμωξη, αμιάντωση ή συνήθη διάμεση πνευμονία. Τα ηωσινόφιλα επικρατούν στο BAL ασθενών με ηωσινοφιλική πνευμονία, υπερηωσινοφιλικά σύνδρομα ή σύνδρομο Churg-Strauss. Το BAL ασθενών με πρωτοπαθή κυψελιδική πρωτεΐνωση έχει χαρακτηριστικά γαλακτώδη ή υποκίτρινη χριά, τα μακροφάγα είναι έμφορτα PAS-θετικής ουσίας και εμφανίζονται πεταλειδή σωμάτια υπό το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο.
-λοιμώδη νοσήματα
α. πνευμονία κοινότητας.  Ο ρόλςο της βρογχοσκοποίησεως στην πνευμονία κοινότητας παραμένει αμφιλεγόμενος. Μεγαλύτερη διαγνωστική αξία έχει η λήψη ξεσμάτων με προστατευμένη βούρτσα και βρογχοκυψελιδικών εκπλύσεων για μικροβιολογικές εξετάσεις, και η άμεση αποστολή για ποσοτική καλλιέργεια, με κατώφλι 104 CFU (:colony forming units) για το BAL και 103 CFU για την προστατευμένη βούρτσα. Πέραν της παροχής μικροβιολογικής διαγνώσεως, μια άλλη ένδειξη της βρογχοσκοπήσεως  σε ασθενείς με πνευμονία κοινότητας είναι ο αποκλεισμός μιας ενδοβρογχικής αποφράξεως. Προφανώς έχει κριτική σημασία η αποφυγή επιμολύνσεως από το ανώτερο αναπνευστικό σύστημα, κατά τη διενέρεγεια της βρογχοσκοπήσεως, σε ασθενείς με πνευμονία, που εξασφαλίζεται με την ελαχιστοποίηση των αναρροφήσεων και την ελαχιστοποίηση των ενσταλλάξεων ξυλοκαΐνης, καθώς οι εκκρίσεις στον αυλό του βρογχοσκοπίου θα διαρεύσουν πίσω στους αεραγωγούς και η υψηλή συγκέντρωση ξυλοκαΐνης μπορεί να είναι βακτηριοστατική.
-πνευμονία των ιδρυματισμένων και των διασωληνωμένων ασθενών
  Πρόσφατα η ATS και η Αμερικανική Λοιμωξιολογική έταιρεία έχουν ανασκοπήσει λεπτομερώς τα ζητήματα αυτά κι έχουν προβεί σε σχετικές υποδείξεις, όπως τη λήψη υλικού πριν την έναρξη χορηγήσεως αντινβιοτικών, τη χρήση ημιποσοτικής ή ποσοστικής καλλιέργειας, και τη χρήση των αρνητικών δεδομένων καλλιέργειας προς διακοπη των αντιβιοτικών, στους ασθενείς που δεν έχουν υποστεί μεταβολές του αντιβιοτικού τους σχήματος κατά τις τελευταίδες 72 ώρες.
-ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς
  Η πρώιμη διάγνωση και έγκαιρη έναρξη θεραπείας με κατάλληλα αντιβιοτικά αποτελεί τη βάση της επιτυχημένης θεραπείας στους ανασοκατεσταλμένους ασθενείς με πνευμονία. Επιπροσθέτως είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι πληθώρα παθολογικών καταστάσεων μπορεί να εκδηλώνονται με τα ίδια συμπτώματα, όπως πυρετός, βήχας, δύσπνια, και εικόνα διηθήσεως στις απεικονιστικές εξετάσεις. Η βρογχοσκόπηση είναι άριστη μέθοδος αξιολογήσεως των ασθενών αυτών, καθώς λιγότερο επεμβατικές εξετάσεις μπορεί να απολήξουν στην απώλεια της διαγνώσεως, σε ποσοστό περίπου 30% και η πρωιμότερη διάγνωση μπορεί να μειώσει τη θνητότητα. 
Η BAL είναι η πλέον κοινή βρογχοσκοπική διαγνωστική τεχνική, σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς, με συνολική διαγνωστική αξία 60-70%. Σε συγκριτικές μελέτες έχει δειχθεί ότι η ευαισθησία των τραχειοβρογχικών εκπλύσεων είναι συγκρίσιμη αν και η συνδυασμένη χρήση των τεχνικών αυτών αυξάνει την διαγνωστική αξία. Τα αποτελέσματα του BAL έχει δειχθεί ότι μπορεί να μετατρέψουν της διαχείριση του ασθενούς σε ποσοστό 84% των περιπτώσεων. Ακόμη και οι ανοσοκατατεσταλμένοι ασθενείς, η βρογχοσκόπηση με BAL παραμένει μια ασφαλής τεχνική. Η λήψη ξεσμάτων και ενδοβρογχικής βιοψίας, συνδυάζονται, εν τούτοις, με μεγαλύτερη επίπτωση αιμορραγίας σε ασθενείς που είναι θρομβοκυτοπενικοί. Το πρότυπο της ιστικής διαγνλώσεως παραμένει, ασφαλώς, η ανοικτή βοψία πνεύμονος, που μπορεί να επιτύχει διάγνωση στο 62% των περιπτώσεων και απολήγει σε αύξηση της επιβιώσεως. δεν υπάρχουν δεδομένα ότι η βρογχοσκόπηση μειώνει τη θνητότητα στην κατηγορία αυτή ασθενών.
-αιμόπτυση
  η αιμόπτυση μπορεί να οφείλεται σε πληθώρα παθολογικών καταστάσεων, όπως λοιμώδεις, φλεγμονώδεις, αγγειακές, και νεοπλασματικές παθήσεις. Η διαγνωστική αξια της βρογχοσκοπήσεως είναι περιορισμένη σε περιπτώσεις 'αφανών' όγκων που εκδηλώνονται με αιμόπτυση, αλλά ο συνδυασμός της CT βελτιώνει την απόδοσή της, ενώ χρησιμεύει και ως 'δρομοδείκτης' για τη βρογχοσκόπηση. Παρ΄όλο ότι ο ακριβής χρόνος, μετά την έναρξη της αιμοπτύσεως, για τη διενέργεια της βρογχοσκοπήσεως δεν έχει συμφωνηθεί, είναι πιθανότερο να οδηγήσει στον εντοπισμό της εστίας της αιμορραγίας, εάν  διενεργθεί το πρώτο 48ωρο από την έναρξή της. Στις ενδείξεις της βρογχοσκοπήσεως επί αιμοπτύσεως περιλαμβάνεται το φύλο (άνδρες), η ηλικία (>40 ετών) και το καπνιστικό ιστορικό (>40 pyears).