β-ΛΑΚΤΑΜΕΣ ΑΝΑΦΥΛΑΞΙΑ ΑΓΓΕΙΟΟΙΔΗΜΑ
Στις ανθεκτικές στη β-λακταμάση πενικιλλίνη όπως οι αντιψευδομοναδικές περιλαμβάνονται η αμπικιλλίνη, η Πιπερακιλλίνη και ταζοβακτάμη, η μεζλοκιλλίνη, η καρβενικιλλίνη, η αμοξικιλλίνη, και η τικαρσιλίνη. Όλες οι πενικιλλίνες, εκτός των ημισυνθετικών, των ανθεκτικών στην πενικιλλινάση αντισταφυλοκοκκικών, υδορλύονται από το ένζυμο β-λακταμάση, και δεν είναι δραστικές έναντι παθογόνων που παράγουν παρόμοια ένζυμα. Η πενικιλλίνη G είναι δραστική έναντι σταφυλοκκόκων που παράγουν μηβήτα-λακταμάση, του βακίλλου του άνθρακος, των εντεροκόκκων, του μηνιγγιτιδικόκκου, του ακτινομύκητος, της σπειροχαίτης, κλωστριριδίων, και gram-uetik;vn στελεχών. Οι πενικιλλίνες είναι ευαίσυθητες στα παθογόνα που παράγουν β-λακταμάση. Στις πενικιλλίνες που ανθίστανται συμπεριλαμβάνονται η μεθκιλλίνη, η ναφκιλλίνη, και διάφορα ισοχαζιλυκέ ςπενικιλλίνες, όπως η οξακυλλίνη, η κλοξακυλίνη, και η δικλοξακυλλίνη. Οι κλινικές ενδείξεις για πενικιλλίνες ανθεκτικές στη β-λακταμάση είναι κατ΄αρχήν, βέβαια, οι παράγοντες β-λακταμάση σταφυλόκοκκοι, οι στρεπτόκοκκοι και οι πνευμονιόκοκκοι.
Οι παρενέργειες των πενικιλλινών συγκεφαλαιώνονται στον πίνακα 1.
κοινές για όλες τις πενικιλλίνες |
αλλεργικές αντιδράσεις, σπάνια αναφυλακτικές
δερματικά εξανθήματα
διάρροια
νευρομυϊκή ευερεθιστότητα, όπως σπασμοί, ανάλογα με τη δόση και επί εδάφους νεφρικής ανεπάρκειας.
αιματολογικές διαταραχές, όπως αναιμία και ουδετεροπενία
πυρετός επαγόμενος από το αντιβιοτικό
νεφροπάθεια ως συστατικό ορονοσίας ή διαμέσου νεφρίτιδας
|
κοινές στους επόμενους παράγοντες - αμπικιλλίνη |
δερματικά εξανθήματα, διάρροια, ψευδομεμβραβώδης κολίτις |
κοινές στους επόμενους παράγοντες - καρβενικιλλίνη, τικαρσιλλίνη |
υποκαλιαιμική αλκάλωση, υπερφόρτιση άλατος, δυσλειτορυγία αιμοπεταλίων |
κοινές στους επόμενους παράγοντες - μεθκιλλίνη |
διάμεση νεφρίτις, αναιμία, ουδετεροπενία, κοκκιοπενία |
κοινές στους επόμενους παράγοντες - ναφσιλλίνη |
θρομβοφλεβίτις, αύξηση της SGOT |
κοινές στους επόμενους παράγοντες - οξακιλλίνη |
αύξηση της SGOT ουδετεροπενία |
κοινές στους επόμενους παράγοντες - καλιούχος πενικιλλίνη G |
υπερκαλιαιμία και αρρυθμίες, επί ενδοφλεβίων χορηγήσεων, ιδίως, ταχέων, επί νεφρικής ανεπάρκειας |
☛Αγγειοίδημα Το κληρονομικό αγγειοίδημα, ΑΚ, οφείλεται σε ανεπάρκεια του αναστολέως C1, που είναι πρωτεάση της σερίνης, όπως πολλοί ενεργοποιημένοι παράγοντες πήξεως. Πρόκειται για αυτοσωμική επικρατούσα διαταραχή που προσβάλλει τους ετεροζυγώτες. Εμφανίζονται με μειωμένη συγκέντρωση αναστολέως C1. Αρχικά, περιγράφηκε από τον Ossler 1888 (εισηγητού της διαγνωστικήβς μεθόδου, μέσω μειζόνων και ελασσόνων κροτηρίων) , αν και η ανεποάρκεια του υπεύθυνου ενζύμου αναγνωρίστηκε μόλις το 1963.
☛&: Παρόμοια κατάσταση μπορεί, σποραδικά, να εμφανιστεί και ως επίκτητη διαταραχή, γενικά, σε συνδυασμό με λεμφοπαραγωγικές κακοήθεις παθήσεις. Η απουσία του ενζύμου θεωρείται ότι προάγει την αγγειακή διαπερατότητα