β-λακτάμες

                      β-ΛΑΚΤΑΜΕΣ ΑΝΑΦΥΛΑΞΙΑ ΑΓΓΕΙΟΟΙΔΗΜΑ                        

import_contactsH ομάδα αυτή περιλαμβάνει ουσίες οι οποίες στο μόριό τους περιέχουν τον πυρήνα της β-λακτάμης. Tα μέλη της ομάδας είναι: α) Oι πενικιλλίνες, το μόριο των οποίων πλην του τετραμελούς δακτυλίου της β-λακτάμης περιλαμβανει και τον πενταμελή δακτύλιο της θειαζολιδίνης, β) Oι κεφαλοσπορίνες με το β-λακταμικό και τον εξαμελή δακτύλιο της διυδροθειαζίνης, γ) Oι μονομπακτάμες, οι οποίες στον βασικό τους πυρήνα περιέχουν μόνο τον δακτύλιο της β-λακτάμης, και δ) οι καρμπαπενέμες στις οποίες ανήκει η ιμιπενέμη και η μεροπενέμη.
  Tρόπος δράσεως: Όλα τα αντιβιοτικά της β-λακτάμης αναστέλλουν την βιοσύνθεση του κυτταρικού τοιχώματος των μικροβίων συνδεόμενες με ειδικούς υποδοχείς, τις πενικιλλινοδεσμευτικές πρωτεΐνες (PBPs), οι οποίες εδράζονται στο κυτταρικό τοίχωμα.
ευρέως φάσματος πενικιλλίνες
παρενέργειες
Πενικιλλίνη G
αντισταφυλοκοκκικές πενικιλλίνες
Αμπικιλλίνη
Αμπικιλλίνη και σουλβακτάμη
Αμοξικιλλίνη
Αμοξικιλλίνη και κλαβουλανικό οξύ
αντιψευδομοναδικές πενικιλλίνες
Πιπεραακιλλίνη και ταζοβακτάμη
Κλινδαμυκίνη
κεφαλοσπορίνες

ευρέως φάσματος πενικιλλίνες

Στις ανθεκτικές στη β-λακταμάση πενικιλλίνη όπως οι  αντιψευδομοναδικές περιλαμβάνονται η αμπικιλλίνη, η Πιπερακιλλίνη και ταζοβακτάμη, η μεζλοκιλλίνη, η καρβενικιλλίνη, η αμοξικιλλίνη, και η τικαρσιλίνη. Όλες οι πενικιλλίνες, εκτός των ημισυνθετικών, των ανθεκτικών στην πενικιλλινάση αντισταφυλοκοκκικών, υδορλύονται από το ένζυμο β-λακταμάση, και δεν είναι δραστικές έναντι παθογόνων που παράγουν παρόμοια ένζυμα. Η πενικιλλίνη G είναι δραστική έναντι σταφυλοκκόκων που παράγουν μηβήτα-λακταμάση, του βακίλλου του άνθρακος, των εντεροκόκκων, του μηνιγγιτιδικόκκου,  του ακτινομύκητος, της σπειροχαίτης, κλωστριριδίων, και gram-uetik;vn στελεχών. Οι πενικιλλίνες είναι ευαίσυθητες στα παθογόνα που παράγουν β-λακταμάση. Στις πενικιλλίνες που ανθίστανται συμπεριλαμβάνονται η μεθκιλλίνη, η ναφκιλλίνη, και διάφορα ισοχαζιλυκέ ςπενικιλλίνες, όπως η οξακυλλίνη, η κλοξακυλίνη, και η δικλοξακυλλίνη. Οι κλινικές ενδείξεις για πενικιλλίνες ανθεκτικές στη β-λακταμάση είναι κατ΄αρχήν, βέβαια, οι παράγοντες β-λακταμάση σταφυλόκοκκοι, οι στρεπτόκοκκοι και οι πνευμονιόκοκκοι. 

παρενέργειες των πενικιλλινών

Οι παρενέργειες των πενικιλλινών συγκεφαλαιώνονται στον πίνακα 1.

πίνακας 1. παρενέργειες πενικιλλινών
κοινές για όλες τις πενικιλλίνες
αλλεργικές αντιδράσεις, σπάνια αναφυλακτικές
δερματικά εξανθήματα
διάρροια
νευρομυϊκή ευερεθιστότητα, όπως σπασμοί, ανάλογα με τη δόση και επί εδάφους νεφρικής ανεπάρκειας.
αιματολογικές διαταραχές, όπως αναιμία και ουδετεροπενία
πυρετός επαγόμενος από το αντιβιοτικό
νεφροπάθεια ως συστατικό ορονοσίας ή διαμέσου νεφρίτιδας
κοινές στους επόμενους παράγοντες - αμπικιλλίνη
δερματικά εξανθήματα, διάρροια, ψευδομεμβραβώδης κολίτις
κοινές στους επόμενους παράγοντες - καρβενικιλλίνη, τικαρσιλλίνη
υποκαλιαιμική αλκάλωση, υπερφόρτιση άλατος, δυσλειτορυγία αιμοπεταλίων
κοινές στους επόμενους παράγοντες - μεθκιλλίνη
διάμεση νεφρίτις, αναιμία, ουδετεροπενία, κοκκιοπενία
κοινές στους επόμενους παράγοντες - ναφσιλλίνη
θρομβοφλεβίτις, αύξηση της SGOT
κοινές στους επόμενους παράγοντες - οξακιλλίνη
αύξηση της SGOT ουδετεροπενία
κοινές στους επόμενους παράγοντες - καλιούχος πενικιλλίνη G
υπερκαλιαιμία και αρρυθμίες, επί ενδοφλεβίων χορηγήσεων, ιδίως, ταχέων, επί νεφρικής ανεπάρκειας
Στις μειονεξίες της πενικιλλίνης G περιλαμβάνονται οι αντιδράσεις υπερευαισθησίας (που μπορεί να είναι απειλητικές για τη ζωή) , η ευαισθησία τους στις β-λακταμάσες (πενικιλλινάσες),  ο σχετικά βραδύς χρόνος δράσεως,  η επιρρέπεια στην οξέωση (όχι όλες) και η αδυναμία τους έναντι grma-αρνητικών παθογόνων. Οι αναφυλακτικές αντιδράσεις απρατηρούνται σπάνια, ~1-5 ανά 10000 εφαρμογές και διαμεσολαβούνται από την IgE, που μπορεί να συνοδεύοπνται, αλλά όχι απαραίτητα από ιστορικό αλλεργίας στην πενικιλλίνη, και αποβαίνουν θανατηφόρες σε ποσσοτό ~10% των περιπτώσεων. Αν και είναι δύσκολο να εκτιμηθεί η διασταυρούμενη αντίδραση μεταξύ μορφών πενικιλλίνης, κατανοείται ότι η υπερευιασθησλια σε μια μορφή καθιστά βέβαιη την υπερευαισθησλία σε όλες τις μορφές της ομάδας αυτής αντιβιοτικών. Στις συνηθέστερες αντιδράσεις υπερευαιθσίας (επίπτωση 0,7-10 %)  περιλαμβάνονται: βλατιδώδες εξάνθημα, κνίδωση, πυρετός, βρογχόσπασμος, αγγειΐτις, ορονοσία, αποφολιδωτική δερματίτιδα, σύνδρομο Stevens - Jones (τοξική επιδερμική νεκρόλυση -βλέπε φωτο), αναφυλαξία. Το σύνδρομο Stevens-Jones -αναγνωρίστηκε το 1992- είναι απειλητική για τη ζStevens-johnson-syndrome.jpgωή δερματολογική κατάσταση, κατά την οποία το δέρμα αποχωρίζεται της επιδερμίδας, μετά κυτταρική νέκρωση [απόπτωση κερατινοκυττάρων]. Οφείλεται σε φαρμακευτικές αντιδράσεις ή λοίμωξη.
Από τις σοβαρότερες αντιδράσεις υπερευαισθησίας, το αγγειοίδημα και η αναφυλαξία. Το αγγειοίδημα συνίσταται από έκδηλο και απειλητικό οίδημα των χειλέων, της γλώσσης, του προσώπου και των περιοφθαλμικών περιοχών. Η αναφυλαξία συνιστά άμεσο κίνδυνο για τον ασθενή. και μπορεί να εκδηλωθεί ως αιφνίδια, πολυ σοβαρή υπόταση και θάνατο.
 

☛Αγγειοίδημα Το κληρονομικό αγγειοίδημα, ΑΚ,  οφείλεται σε ανεπάρκεια του αναστολέως C1, που είναι πρωτεάση της σερίνης, όπως πολλοί ενεργοποιημένοι παράγοντες πήξεως. Πρόκειται για αυτοσωμική επικρατούσα διαταραχή που προσβάλλει τους ετεροζυγώτες. Εμφανίζονται με μειωμένη συγκέντρωση αναστολέως C1. Αρχικά, περιγράφηκε από τον Ossler 1888 (εισηγητού της διαγνωστικήβς μεθόδου, μέσω μειζόνων και ελασσόνων κροτηρίων) , αν και η ανεποάρκεια του υπεύθυνου ενζύμου αναγνωρίστηκε μόλις το 1963.
☛&: Παρόμοια κατάσταση μπορεί, σποραδικά, να εμφανιστεί και ως επίκτητη διαταραχή, γενικά, σε συνδυασμό με λεμφοπαραγωγικές κακοήθεις παθήσεις. Η απουσία του ενζύμου θεωρείται ότι προάγει την αγγειακή διαπερατότητα