Κλινδαμυκίνη

Ημισυνθετικό αντιβιοτικό, με βάση τη λινκομυκίνη, που προέρχεται μετά αντικατάσταση του 7(R)-υδροξυλιο-μάδας από 7(S) χλωρο-ομάδα. Αναστέλλει τη μικροβιακή ανάπτυξη, πιθανόν παγιδεύοντας τη διάσταση του tRNAαπό τα ριβοσωμάτια, προκαλώντας αναστολή της συνθέσεως εξαρτημένων από RNA πρωτεϊνών. Απάγεται από το ήπαρ και τους νεφρούς, διαχέεται ευχερώς σε όλους τους ιστούς, αλλά δεν διαπερνά τον εγκεφαλονωτιαίο φραγμό.

Διατίθεται παρεντερικώς και από του στόματος. Η από του στόματος (υδροχλωρική κλινδαμυκίνη) απορροφάται σχεδόν πλήρως, ανεξάρτητα με τη λήψη τροφής, εξασφαλίζοντας υψηλά και σταθερά επίπεδα στον ορό, για διάστημα τουλάχιστον 6 ωρών, μετά την από του στόματος χορήγηση. Είναι δραστική έναντι αεροβίων και αναεροβίων στρεπτοκόκκων (εκτός εντεροκοκκών).

Χορηγείται σε δόση 600mg ΙV/8ωρο και συνεχίζεται με 300 mgperOs/6ωρο. Σε απειλητικές για τη ζωή λοιμώξεις, χορηγείται μέχρι 4800mg/Η.  Στις σημαντικότερες ανεπιθύμητες δράσεις της συγκαταλέγεται η παράταση της αναστολής νευρομυϊκών συνάψεων, μετά τουβοκουραρίνης ή πανκουρόνιου. Η ερυθρομυκίνη μπορεί να ανταγωνίζεται τη δράση της κλινδαμυκίνης, ενώ τα αντιδιαρροϊκά φάρμακα μπορεί να καθυστερούν την απορρόφησή της.