Μικροβιοκτόναφάμακα, έναντι gram θεικών κόκκων και βακτηρίων και gram αρνητικών κόκκων. Ανήκουν στις β- λακτάμες, όπως οι πενικιλλίνες, με τις οποίες έχουν διασταυρούμενες αντιδράσεις
- κεφαλοσπορίνες 1ης γενεάς. εδώ συγκαταλέγονται: η κεφαδροξίλη, η κεφαζολίνη, η κεφαπιρίνη, η κεφραδίνη
-
Κεφαλοσπορίνες 2ης γενεάς. στην ομάδα αυτή συγκαταλέγονται: η κεφακλόρη (cecloe), η κεφαμανδόλη (mandokef), η κεφατριζίνη, η κεφοτιξίνη (mefoxil), η κεφορανίδη (radacef), η κεφουροξίμη (ZINACEF/Glaxo Wellcome: dr.pd.inj 250 mg/ vial x 1,750 mg/vial x 1, 1193, 1500 mg/ vial x 1), η κεφουροξίμη αξετίλη (ZINADOL/Glaxo Wellcome: f.c.tab 250 mg x 8, gra.or.sus 125 mg/5 ml x 100 ml), η κεφπροζίλη (PROCEF/Bristol Myers Squibb: f.c.tab 250 mg x 12, 500 mg x 8, pd.ora.sus 250 mg/5 ml x 60 ml)
-
-
κεφαλεξίνη
απορροφάται ακλώς από το στόμα, με χαμηλή πρωτεϊνική δέσμευση. Δεν αδρανοποιείται στο ήπαρ. Η συνήθης δόση στους εν΄λικες είναι 0.25 g-1 g κάθε 6 ώρες. Ο χρόνος ημιζωής της είναι 1 ώρα, με φυσιολογική νεφρική απέκκριση, και περίπου 20 ώρες, σε ασθενείς με ολιγουρία. Στις, σπάνιες, παρενέργειές της συγκταλέγεται το εξ΄νθημα και η ηωσινοφιλία.
σεφαδροξίλη
Έχει όμοιο φάσμα, χρόνο ημιζωής και παρενέργειες όπως η σφαλεξίνη, αλλά η δόση της είναι 1-2 g /Η που μπορεί να επιμερισθρεί σε δύο δόσεις, για καλύερη συμμόρφωση.
Είναι δρατικό έναντι gram-θετικούς στρεπ΄τοκοκκους, σταφυλόκκοκους, Ε. coli, και P. mirabillis και κλεμσιέλα. Χορηγείτι ενδοφλεβίως, σε δόση 0.5-2.0 g/4ωρο-6ωρο, αλλά σε σοβαρές λοιμώξεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν αυξημένς3 δόσεις σε 12ωρες χορηγήσεις. Ο φυσιολογικός χρόνος ημιζωής της είναι 0.5 ώρες, αλλά αυξάνεται σε 3-8 σε ασθενείς με ολιγουρία. Στα μειονεκτήματα του φαρμάκου συγκαταλέγεται η ανάγκη να χορηγείται συχνά, επειδή αποακετυλιώνονται σε αδρανέστερες μορφές, από το ήπαρ και δεν είναι δραστικόστις μηνιγικκες λοιμώξεις. Στις παρτενέργει'ες τπου συμπεριλαμβάνονται η φλεβίτις, πόνος στη θέση ενέσεως, εξάνθημα, ηωσινοφιλία, λευκοπενία, αύξηση των τρανσαμινασών, ενώ, σπανιότερα, είναι νεφροτοξικό φάρμακο.
Το φάρμακο αδρανοποιείται στο ήπαρ, αλλά, κατά τ΄αλλα, είναι συγκρίσιμο με την
σεφαλοθίνη.
Έχει αρόμοι φάσμα, όπως εκείνο της σεφαλοθίνης, αλλά πλέον παρατεταμένους χρόνους παραμονής στον ορό, εξασφαλίζει πολύ υψηλές συγκεντρώσεις στον ορό, κι επομένως, η χορληγησή της μπορεί να αραιωθεί. Εμφνίζει υψηλή συνδεσιμότητα με τις πρωτε:ινες και μπορεί να χρησιμοποοιηεί προφυλακτικώς.