Αδενοσίνη

import_contactsΗ αδενοσίνη είναι νουκλεοτίδιο πουρίνης. Παράγεται σε υψηλές συγκεντρώσεις σε χρόνιες φλεγμονώδεις παθήσεις των αεραγωγών, που συνοδεύονται με υποξία και ενεργοποίηση κυττάρων της φλεγμονής. Ανιχνεύεται σε αυξημένα επίπεδα, στο BAL και στο συμπύκνωμα εκπνοής ασθενών με άσθμα, στο πλάσμα ατοπικών ασθενών και πειραματοζώων, μετά πρόκληση με αεριοαλλεργιογόνα. Η αδενοσίνη [α] ενισχύει την ενεργοποίηση των σιτευτικών κυττάρων, μετά δράση αλλεργιογόνου· [β] αυξάνεται σε χρόνιες φλεγμονώδεις διεργασίες των αεραγωγών, όπως επί άσθματος και ΧΑΠ, όπου εισφέρει στις προφλεγμονώδεις και ανοσοτροποποιητικές διεργασίες εισφέροντας στην έναρξη, διατήρηση και εξέλιξη των συνήθων φλεγμονωδών αντιδράσεων στους αεραγωγούς και, [γ] προκαλεί δοσοεξαρτώμενο βρογχόσπασμο σε ασθενείς με ΧΑΠ ή άσθμα. Οι κλινικές και πειραματικές αυτές πληροφορίες έχουν εντείνει την προσοχή στην ενδεχόμενη χρήση της αδενοσίνης στη διάγνωση των προαναφερομένων παθήσεων. Οι δράσεις αυτές προάγονται μέσω ενεργοποιήσεως ή αναστολής 4 υποτύπων υποδοχέων της αδενοσίνης. Η προοδευτική αύξηση των συγκεντρώσεών της σε πειραματόζωα με έλλειψη δεαμινάσης της αδενοσίνης, συνδέεται ισχυρά με αυξημένη επίπτωση πνευμονικής φλεγμονής, ιστικής ηωσινοφιλίας, βρογχικής υπεραντιδραστικότητας, μεταπλασίας του βλεννογόνου, ιστικής αναδιαμορφώσεως των αεραγωγών, και εμφυσηματοειδών παραμορφώσεων του πνευμονικού παρεγχύματος. Η πειραματική χορήγηση με εισπνοές απολήγει σε δοσοεξαρτώμενο βρογχόσπασμο σε άτομα με άσθμα, ΧΑΠ, ενώ δεν φαίνεται να έχει επίδραση σε φυσιολογικά άτομα. Μπορεί, έτσι, να χρησιμοποιηθεί διαγνωστικά, ως εναλλακτική μέθοδος της χορηγήσεως μεταχολίνης ή μανιτόλης. Η διπυριδαμόλη, ένας αναστολέας που διευκολύνει την πρόσληψη αδενοσίνης, μπορεί να προκαλέσει επιδείνωση χρόνιων φλεγμονωδών παθήσεων των αεραγωγών. Τέλος, η θεοφυλλίνη σε χαμηλές δόσεις, όντας ανταγωνιστής των υποδοχέων αδενοσίνης, αναστέλλει το βρογχόσπασμο επί ασθματικών ασθενών, δράση που δεν φαίνεται να προωθείται μέσω της αναστολής φωσφοδιεστεράσης.
☸Βιολογική δράση Πολλά από τα εμπλεκόμενα στις φλεγμονώδεις παθήσεις των αεραγωγών κύτταρα διαθέτουν υποδοχείς αδενοσίνης, όπως τα σιτευτικά κύτταρα, τα ηωσινόφιλα, τα λεμφοκύτταρα, τα μακροφάγα ή δομικά κύτταρα, όπως τα επιθηλιακά κύτταρα των αεραγωγών, τα λεία μυϊκά κύτταρα, οι ινοβλάστες,  τα ενδοθηλιακά κύτταρα. Τόσο οι Α1 υποδοχείς, όσο και οι Α2Α παίζουν σημαντικό ρόλο στην καρδιά, ρυθμίζοντας την κατανάλωση Ο2 από το μυοκάρδιο, και τη ροή αίματος στα στεφανιαία, ενώ ο Α2Α υποδοχέας επίσης έχει ευρύτερες αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες. Τόσο οι Α1, όσο και οι Α2Α υποδοχείς αναμιγνύονται στη ρύθμιση την κατανάλωση Ο2 και στη ροή αίματος δια των στεφανιαίων, ενώ οι Α2Α υποδοχείς ασκούν ευρείες αντιφλεγμονώδεις δράσεις. Στον εγκέφαλο, οι υποδοχείς Α1 και Α2Α ρυθμίζουν την απελευθέρωση νευροδιαβιβαστών, όπως η ντοπαμίνη και το γλουταμινικό οξύ, ενώ οι Α2Β και οι Α3, εντοπίζονται περιφερικότερα, και εμπλέκονται σε διαδικασίες φλεγμονής και ανοσοαπαντήσεων.

Τα περισσότερα από τα σκευάσματα αδενοσίνης δρώντας επί των υποδοχέων, δεν είναι ιδιαίτερα εκλεκτικά, και χρησιμοποιήθηκαν για την ταχυκαρδία, ή ως κατασταλτικά. Τα παράγωγα της ξανθίνης, όπως η κοφεΐνη και η θεοφυλλίνη δρουν ως μη εκλεκτικοί αναστολείς των Α1 και Α2Α υποδοχέων της αδενοσίνης, τόσο στην καρδιά, όσο και στον εγκέφαλο, και, έτσι, ασκούν αντίθετες δράσεις, παράγοντας διεγερτικό αποτέλεσμα και ταχυκαρδία. Τα παράγωγα αυτά, επίσης δρώντα ως αναστολείς της φωσφοδιεστεράσης, παράγουν πρόσθετα αντιφλεγμονώδη αποτελέσματα.

⚙1. Αδενοσίνη και οξέωση. Η αδενοσίνη μεσολαβεί σε πληθώρα δράεωψν μέσω διεγέρσεως των A1, A2A, A2B και A3 υποδοχέων της, και κυρίως αναστέλλει τη νευροδιαβίβαση μέσω του υποδοχέως A1, στον εγκέφαλο. Έχει διχθεί ότι η οξέωση ασκεί ανασταλτική δράση στην νευρωνική δραστηριότητα στον εγκέφαλο κι έχει δειχθεί ότι χαμηλό εξωκυττάριο pH αναστέλλει τους διαύλους ΝΑ και Ca, και τους γλουταμικούς υποδοχείς (&). βλέπε: αναπνευστική οξέωση.

⚙2. ισχαιμία/υποξία. Είναι γνωστό ότι η ισχαιμία/υποξία προκαλεί την απελευθέρωση αδενοσίνης, που προκαλεί αγγειοδιαστολή και καταστολή της νευρωνικής διεγέρσεως, στο ΚΝΣ (&). Αλλά είναι, επίσης γνωστό, ότι η υπερκπανική οξέωση απλευθερώνει αδενοσίνη και προάγει την αγγειοδιαστολή μέσω της ενεργοποιήσεως των υποδοχέων A2A  τουλάχιστον στα στεφανιαία  και τα εγλκεφαλικά αγγεία μικρών πειραμτοζώων. Πρόσφαστα έχει γνωστεί (&) ότι η υπερκπανική οξέωση επάγει την απελευθέρωση αδενοσίνης και καταστέλλει τη νευρωνική δραστηριότητα.
εικόνα 1. επιδράσεις της υπερκαπνικής οξεώσεως στις απαντήσεις των νωτιαίων αντανακλαστικών επί νεογεννήτου ποντικού.
βλέπε: αδενοσίνη|Αδενοσίνη στις πνευμονοπάθειες | Αδενοσίνη: βιολογική δράση.
δεαμινάση της αδενοσίνης
Η δεαμινάση της αδενοσίνης είναι χρήσιμος δείκτης για τη διάγνωση της πλευριτικής συλλογής οφειλόμενης στη φυματίωση (&), αλλά έχει γνωστεί ότι οι συγκεντρώσεις αυξάνονται και στο 1/3 των ασθενών με μεσοθηλίωμα (&).| Η εμπλοκή της αδενοσίνης στην καταστολή των συνάψεων επί υπερκαπνίας.|
⚙ Η αδενοσίνη είναι ένας από τους σημαντικότερους νευροδιαβιβαστές στο ΚΝΣ, τόσο υπό φυσιολογικές, όσο και υπό παθολογικές καταστάσεις.  Στην απομονωμένη σπονδυλική στήλη, νεογεννήτων ποντικών in vitro, η οξεία υπερκαπνική οξέωση (pH 6.7) προκάλεσε αναστρε΄ψιμη καταστολή των ηλεκτρικά διεγερμένων αντανακλαστικών, που αναστρέφετο με χορήγηση 8-cyclopentlyl-1,3-dimethylxanthine - ενός εκλεκτικού Α1 υποδοχέως της αδενοσίνης. Η αδενοσίνη μεσολαβεί διάφορες λειτουργίες στο ΚΝΣ (&). Απελευθερώνεται με ποικιλία ερεθισμάτων, όπως οι υψηλές συγκεντρώσεις K+, η ηλεκτρική διέγερση, οι νευροδιαβιβαστές ()γλοτανινικό ο., ουσία Ρ, οπιούχα, σεροτονίνη και νοραδρεναλίνη), και η υποξία/ισχαιμία (&). Υπα΄ρχουν διαφορετικοί μηχανισμοί για την απελέυθέρωσητ ης αδενοσίνης σοτ ΚΝΣ κι έχει γνωστεί ότι η κασπαΐσίνη επάγει τη συγκέντρωση αδενοσίνης με ένα ασβσεστιο-εξαρτώμενο τρόπο, που καταστέλλεται από έναν αναστολέα της ecto-5′-nucleotidase, γεγονός που δηλώνει ότι η αποδόμηση της ΑΤΡ οφείλεται στη δράση του ενζύμου αυτού (&).|ρύθμιση των διαύλων Νa+|

⚙Οι καρδιοπροστατευτικές επιδράσεις της αδενοσίνης, που αρχικά αναγνωρίστηκαν το 1929 (!) εμπλέκονται τόσο οι υποδοχείς Α1, όσο και οι υποδοχείς Α2, των ενδοθηλίων κυττάρων και των λείων μυικών ινών των αγγείων. στη μείωση της αγωγής και τον κοιλιακό αυτοματισμό, την αγγειοδιαστολή των στεφανιαίων και την άμβλυνση της δράσεως των κατεχολαμινών. 
Η ιδιαίτερη κλινική της χρησιμότητα είναι στη διάγνωση κια θεραπεία της ταχυαρρυθμίας και είναι ανεκτίμητης σημασίας η συμβολή της θεραποεία της υπερκοιλιακής ταχυκαρδίας ιδιαίτερα εκείνης που συνδυάζεται με σύνδρομο WPW|σύνδρομο W-P-W | σύνδρομο W-PW. με μέσο χρόνο ολοκληρώσεως της ταχυκαρδίας τα 30 sec. Γενικά δεν έχει επίδραση στην κοιλιακή ταχυκαρδία, εκτός κι αν επάγεται από κατεχολαμίνεδς αλλά δεν φαίνεται να έχιε επίδραση στην κολπική μαρμαρυγή και τον κολπικό πτερυγισμό. 
Οι επιδράσεις ανταγωνίζονται από την θεοφυλλίνη και την διπυριδαμόλη, ν κια μπορεί να χρησιμοποιηθεί, χωρίς μεταβολή παρουσία άλλων καρδιολογικών φαρμάκων, ή ηπατικής ή νεφρικής νόσου. ¨εχει δυνητική χρησιμότητα στις ηλεκτροφυσιολογικές μελέτες στις καρδιακές δοκιμασίες κοπώσεως και στην εκτίμηση των εφεδρειών της στεφανιαίας κυκλοφορίας, αλλά δεν εισφέρει σημαντικά στην ισχαιμία των στεφανιαίων. Ενόσω ο χρόνος ημιζωωής της είναι μόνον 10 sec.,μ χορηγείται ως ταχεία IV έγχυση 3-6 mg, αλλά μιά δεύτερη ώση μπορεί να χορηγηθεί 1-3 λεπτά, αρότερα, εάν παραστεί ανάγκη. Κατά τη χρήση της μπορεί να προκληθούν αναγνωρίσιμες και δυσάρεστες παρενέργειες, όπως ερυθρότης προσώπου εφίδρωση, κεφαλαλγία, ναυτία, βρογχόσπασμος σε ασθενείς με άσθμα  και προκάρδιο άλγος, που ομοιάζει με στηθάγχη, αλλά δεν είναι, στην πραγματικόττηα, ισχαιμικής αιτιολογίας.

αδενοσίνη στις πνευμονοπάθειες.    Η αδενοσίνη μπορεί να διαδραματίζει κριτικό ρόλο στην παθογένεια των χρόνιων φλεγμονωδών παθήσεων των αεραγωγών, όπως το άσθμα, η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, καθώς έχει γνωσθεί ότι υπάρχουν αυξημένες συγκεντρώσεις αδενοσίνης σε χρονίως φλεγμαίνοντες αεραγωγούς, όπως φαίνεται από αναλύσεις BAL  και στο εκπνευστικό συμπύκνωμα ασθενών με άσθμα. Οι συγκεντρώσεις αδενοσίνης αυξάνονται στο πλάσμα, μετά έκθεση σε αλλεργιογόνα, και κατά τη διάρκεια πειραματικής παροξύνσεως ασθματικών συμπτωμάτων, απόρροια ασκήσεως σε ευαισθητοποιημένα άτομα. Οι αυξημένες συγκεντρώσεις αδενοσίνης μπορεί να υποδηλώνουν ότι η νουκλεοσίδη αυτή ρυθμίζει φάσεις της οξείας και χρόνιας φλεγμονής των αεραγωγών. Υψηλά επίπεδα αδενοσίνης συνδέονται με συγκεντρώσεις ηωσινοφίλων, και  ενεργοποιημένων μακροφάγων, στους αεραγωγούς, αποκοκκιώσεις σιτευτικών κυττάρων, μεταπλασία βλεννωδών κυττάρων και εμφυσηματοειδείς αλλοιώσεις του πνευμονικού παρεγχύματος.

Στο σχεδιάγραμμα απεικονίζεται ο ρόλος της αδενοσίνης στους αεραγωγούς, με ή χωρίς φλεγμονή. Σε υγιείς αεραγωγούς, Οι συγκεντρώσεις της εξωκυττάριας αδενοσίνης είναι χαμηλές, και ενεργοποιεί τους υψηλής συγγένειας υποδοχείς Α1 και Α2Α που ενεργοποιούν προστατευτικούς μμηχανισμούς. Η φλεγμονή συνοδέυεται από αθρόα αύξηση συγκέντρωση της αδενοσίνης και ενεργοποίηση των χαμηλής συγγένειας υποδοχέων, Α3 και Α2Β που ενεργοποιούν περαιτέρω και παροξύνουν τις φλεγμονώδεις διεργασίες (). βλέπε: τριφωσφορική αδενοσίνη.
Παρ΄όλα αυτά, σε σχετικά πειράματα δεν αναγνωρίσθηκαν τυπικές μορφές άσθματος, καθώς δεν παρατηρήθηκε απόπτωση επιθηλίων, υποεπιθηλιακή ίνωση, και υπερτροφία των μυών και των υποβλεννογόνιων αδένων. Η χορήγηση αδενοσίνης είναι γνωστό ότι προκαλεί δοσοεξαρτώμενο βρογχόσπασμο, σε άτομα με άσθμα και ΧΑΠ, αν και δεν έχει αποτέλεσμα στην εγκάρσια διάμετρο των αεραγωγών φυσιολογικών ατόμων. Ο εξ αδενοσίνης βρογχόσπασμος φαίνεται ότι σχετίζεται με την απελευθέρωση προσχηματισμένων και κατ΄επίκλιση παραγομένων μεσολαβητών της φλεγμονής, από τα σιτευτικά κύτταρα, τα οποία η αδενοσίνη έχει την ικανότητα να ενεργοποιεί. Έχει προταθεί δοκιμασία βρογχικής προκλήσεως με αδενοσίνη, που είναι θετική επί ασθενών με άσθμα ή ΧΑΠ. Συγκριτικά με άλλους δείκτες φλεγμονής, η παρακολούθηση της απαντητικότητας των αεραγωγών στην εισπνεόμενη αδενοσίνη φαίνεται ότι έχει την  εκλεκτική ικανότητα να προάγει αλλοιώσεις στη φλεγμονή των αεραγωγών, και φαίνεται ότι είναι χρήσιμη κατά τις δοκιμασίες εκτιμήσεως της αποδόσεως θεραπευτικών σχημάτων με εισπνεόμενα στεροειδή. Επειδή η απάντηση των αεραγωγών στην εισπνεόμενη αδενοσίνη είναι πολύ ευαίσθητη στις δράσεις των εισπνεόμενων στεροειδών, και είναι καλός δείκτης της δραστηριότητας της παθήσεως, η βρογχική πρόκληση με αδενοσίνη έχει προταθεί ως κατάλληλος και ακριβής βιοδείκτης για τη διαχείριση της κορτικοειδοθεραπείας επί άσθματος, και τον εντοπισμό της κατάλληλης δοσολογίας ικανής να αποκαταστήσει πλήρη έλεγχο της φλεγμονής των αεραγωγών.

 Βιβλιογραφία
McCallion K, Harkin DW, Gardiner KR. Role of adenosine in immunomodulation: review of the literature. Crit Care Med 2004; 32 : 273.
Belardinelli L, Linden J, Berne RM. Τhe cardiac effects of adenosine. Prog Cardiovasc Dis 1989; 167 : 1186.
Cronstein BN. Adenosine, an endogenous anti-inflammatory agent. J Appl Physiol 1994; 76 : 5.