Αναπνευστικοί Ήχοι

 

βλέπε:  φυσική εξέταση - ακρόαση

Ανάτυπο από το περιοδικό ΣΩΤΗΡΙΑ, των δημοσιεύσεών μας επί των αναπνευστικών ήχων.

 Ιστορικά, μόνο σε άμεση ακρόαση κατέφευγαν οι ιατροί, τοποθετώντας το αυτί του προ του στόματος ή της θωρακικής επιφάνειας του ασθενούς τους. Αργότερα, με την εισαγωγή του στηθοσκοπίου, επινοήθηκε η μέθοδος της έμμεσης ακροάσεως. |συριγμός|

 

 Οι αναπνευστικοί ήχοι παράγονται από ακουστές δονήσεις που δημιουργούνται στις εναλλασσόμενες περιοχές συμπιέσεως και εκτονώσεως του αέρα. Γενικά, ο ήχος περιγράφεται με βάση τα χαρακτηριστικά του, όπως η ένταση, η συχνότητα, η διάρκεια και η ποιότητα. Η συχνότητα εκφράζει τον αριθμό των δονήσεων στη μονάδα του χρόνου, σε κύκλους/sec και εκφράζεται σε Hertz (Hz).Ένας ήχος που παράγεται από μεγάλο αριθμό δονήσεων ερμηνεύεται στην κλινική πράξη ως συριγμός υψηλής συχνότητας. Αντίθετα, ήχοι, απότοκοι χαμηλών δονήσεων ανά μονάδα χρόνου ακούγονται ως ήχοι χαμηλής συχνότητας. 

 Η ιδιότητα της εντάσεως ενός ήχου είναι περισσότερο πολύπλοκη έννοια καθώς εξαρτάται από την παραγόμενη ενέργεια κατά την ανάπεμψη του ήχου, του μήκους κύματος των δονήσεων, την απόσταση που το κύμα διανύει και το υλικό δια του οποίου διαδίδεται. Αυτό εξηγεί γιατί μερικοί αναπνευστικοί ήχοι ακούγονται δυνατά, όπως δια μέσου πυκνωθέντος πνεύμονος και άλλοι μόλις υποσημαίνονται, όπως δια μέσου αεροπληθούς, λόγω εμφυσήματος, παρέγχυμα.

Η διάρκεια των δονήσεων καθορίζει εάν το αυτί του εξεταστή αντιλαμβάνεται τον ήχο για μεγαλύτερο ή μικρότερο διάστημα όπως επί παθολογικών εκπνευστικών συρριττόντων ήχων επί ασθενούς με ΧΑΠ. Η ποιότητα  του ήχου εξαρτάται από τις σχυνότητες των συστατικών του που τον συναποτελούν. Η ποιότητα επιτρέπει στον παρατηρητή να διακρίνει διαφορετικούς ήχους που παράγονται στον θώρακα όπως το αναπνευστικό ψιθύρισμα που παράγεται στις διαδρομές του αέρα δια μέσου φυσιολογικού παρεγχύματος, έναντι ψιθυρισμάτων που διαδίδονται μέσω πυκνωτικού παρεγχύματος (:βρογχική αναπνοή). 

  Η πλειονότητα των αναπνευστικών ήχων παράγονται υπό συχνότητα, τις οποίες το ανθρώπινο αυτί δεν είναι ικανό να αντιληφθεί. Το ανθρώπινο αυτί έχει μεγίστη ικανότητα ακουστικής αισθήσεως 1000-2000 Hz ενώ η πλειονότητα των αναπνευστικών ήχων είναι στοα φάσμα κάτω των 500  Hz.

Η ακρόαση των αναπνευστικών ήχων ως καθημερινή κλινική πράξη, χρονολογείται από την αρχαιότητα, όταν ο Ιπποκράτης, 400 π.Χ., εισήγαγε την άμεση ακρόαση,  θέτοντας το αυτί του προ του θωρακικού τοιχώματος τους ασθενούς του.

Ο Laennec διενεργών άμεση  (Αριστ) κι έμμεση (δεξιά) ακρόαση του θώρακος, μέσω του από τον ίδιο επινοηθέντος μονοωτικού (μονοαυλικού) ξύλινου στηθοσκοπίου του. 

 Με την άμεση μέθοδο ακροάσεως, περιγράφτηκαν ήχοι, όπως η πλευριτική τριβή, και οι παραγόμενοι ήχοι κατά την βίαιη μετακίνηση του σώματος ασθενών με πνευμονικό απόστημα (Ιπποκρατική σείσις),

Ως την εποχή του Rene Laennec (1781-1823), η ακρόαση των πνευμόνων και της καρδιάς διενεργείτο με την απόθεση του αυτιού του εξεταστή επί του θωρακικού τοιχώματος του εξεταζομένου. Η μέθοδος είχε κινδύνους μολύνσεως κι ευπρέπειας, γεγονός, που ώθησε τον Laennec να εισηγηθεί το ξύλινοι στηθοσκόπιό του, όταν το 1816 δημοσίευσε την περισπούδαστη διατριβή του.

Έκτοτε ή "τέχνη" της ακροάσεως βελτιώθηκε σημαντικά, με τις μελέτες επί των αναπνευστικών ήχων και με τη διάθεση συγχρόνων τύπων στηθοσκοπίου με διάφραγμα και κώδωνα για την καλύτερη ακρόαση των καρδιακών τόνων.Η ακρόαση των αναπνευστικών ήχων δεν διδάσκεται. Η εμπειρία αποκτάται με τη συνεχή άσκηση. Η ακρόαση διενεργείται με τον εξεταζόμενο σε όρθια/καθιστή θέση, σε ήσυχο χώρο, και η σύγκριση των ακουστικών ευρημάτων σε διάφορα βρογχοπνευμονικά τμήματα πρέπει να τελείται, τόσο κατά την εισπνοή, όσο και κατά την εκπνοή.  

 Η εισφορά της ακροάσεως του θώρακος είναι η σύγκριση της ποιότητας και της εντάσεως των παραγομένων σε κάθε πνευμονικό πεδίο ήχων και η προσπάθεια να επισημανθούν τυχόν πρόσθετοι ήχοι. Διατηρείται αμφιβολία κατά πόσον πρέπει να χρησιμοποιείται το διάφραγμα ή ο κώδων κατά την ακρόαση του θώρακος. Ο κώδων ενισχύει χαμηλής συχνότητας ήχους 40-115 Hz, κατά περίπου 10 db, και σημειώνεται ότι πρέπει να χρησιμοποιείται για την ακρόαση πάνω από τις ωμοπλάτες. Το διάφραγμα μειώνει χαμηλής συχνότητας ήχους και, καθώς ο κώδων ενισχύει τους χαμηλής συχνότητας ήχους, η χρήση της μεμβράνης φαίνεται ότι ευνοείται.

 αναπνευστικοί ήχοι (video)

Οι αναπνευστικοί ήχοι μπορούν, αδρά, να διακριθούν σε αναπνευστικούς ήχους και φωνητικούς ήχους.

φυσιολογικοί αναπνευστικό ψιθύρισμα, ΑΨ

 Παρ΄όλο ότι το ΑΨ είναι ο συνεχώς ακουόμενος ήχος, αποδεικτικό της υπαρξεως ζωής, οι παθοφυσιολόγοι εξακολουθούν να ερίζουν επί του μηχανισμού ηχογενέσεώς του. Ιστορικά πιστευόταν ότι παράγεται στις κυψελίδες και για το λόγο αυτό ονομαζόταν κυψελιδικό ψιθύρισμα (: vesicular sound, vesicle=κυψελίδα), που θεωρείται συνώνυμπο του φυσιολογικού ψιθυρίσματος.  Εν τούτοις, έχει διευκρινισθεί ότι η παθητική κίνηση του αέρος στις κυψελίδες (κίνηση Brown) δεν αποτελεί την ηχογενετική αιτία του ΑΨ. Πιστεύεται ότι η στροβιλώδης ροή στους λοβαίους και τμηματικούς βρόγχους προβάλει έναν φυσιολογικά καλύτερα αναγνωρίσιμο τόπο παραγωγής ήχων, αν και αυτό παραμένει ακόμη αμφισβητήσιμο. Στους περιφερικότερους βρόγχους σημειώνεται γραμμική ροή, η οποία είναι αθόρυβος. Οι φυσιολογικοί ήχοι παράγονται από στροβίλους, οι οποίοι διασπούν τη γραμμική ροή, στην περιοχή μεταξύ των τμηματικών βρόγχων και της 15ης γενεάς αεραγωγών. Έχει υποτεθεί ότι τα φυσιολογικά αυτά γεγονότα δίνουν αφορμή για 4 ειδικούς αναπνευστικούς ήχους, που θεωρούνται φυσιολογικοί όταν ακούγονται αθροιστικά με εξωτερικό μέσο (στηθοσκόπιο).

[α] φυσιολογικός κυψελιδικός (vesicular) ήχος. Πρόκειται για λεπτούς ήχους, που έχουν μακρύτερη εισπνευστική παρά εκπνευστική φάση, και ακούγονται καλύτερα στην περιφέρεια του πνεύμονος. Είναι ο τύπος ΑΨ, που οι πρώιμοι ερευνητές θεωρούσαν ως παραγόμενο κατά την κίνηση του αέρος στις κυψελίδες, που ήδη γνωρίζουμε ότι δεν είναι ακριβές.

http://blogs.warwick.ac.uk/images/adamiqbal/2007/04/28/09ed2-21.gif?maxWidth=500εικόνα 1. στο κυψελιδικό ψιθύρισμα, η εισπνοή (ενεργητική) ακούγεται με μεγαλύτερη διάρκεια, και η εκπνοή αρχιζει αμέσως μετά το πέρας της εισπνοή και είναι μικρότερης διάρκειας. Αντίθετα, οι δύο φάσεις των βρογχικών ήχων είναι συμμετρικές και υπαρχει χάσμα ανάμεσα τους (video).

[β] βρογχικοί (bronchial) ήχοιΟι φυσιολογικοί, βρογχικοί ήχοι της αναπνοής είναι έντονοι και υψηλής συχνότητας. Έχουν επίσης εισπνευστική και εκπνευστική φάση, αλλά η εκπνευστική φάση είναι διαρκέστερη. Οι παρατηρητές διαφωνούν για τον καταλληλότερο τόπο ακροάσεως των ήχων αυτών, και μερικοί υπστηρίζουν ότι ακούγονται καλύτερα στη λαβή του στέρνου, ενώ άλλοι στην τραχεία και τον λάρυγγα. βλέπε: Βρογχική αναπνοή

[γ]βρογχοκυψελιδικοί ήχοι. Οι ήχοι αυτοί, επίσης διφασικοί, με τις δύο φάσεις σχεδόν ισομεγέθεις, και, όπως το όνομά τους υποδηλώνει, είναι  βρογχικής και κυψελιδικής προελεύσεως. Ακούγονται μπροστά, στο 1ο και 2ο μεσοπλεύριο διάστημα, ανάμεσα στις ωμοπλάτες, οπισθίως, και  σε κάθε πνευμονικό πεδίο, στους λεπτοφυείς και τα παιδιά. Οι παραγόμενοι ήχοι έχουν στροβιλώδη ποιότητα και ομοιάζουν με τον ήχο που παράγει ο αέρας, διερχόμενος από θύσανους αχύρων. 

[δ]τραχειακός ήχος. Οι τραχειακοί ήχοι είναι ισχυροί και υψηλής συχνόττηας. Ακούγονται με το στηθοσκόπιο επί της εξωθωρακικής μοίρας της τραχείας και, συνήθως, δεν αποτελούν αντικείμενο ακροαστικής παρατηρήσεως. Εάν ακουστούν, χαρακτηριστικά, όπως ο διερχόμενος αέρας από έναν σωλήνα.

φυσιολογικοί φωνητικοί ήχοι

 Οι φυσιολογικοί φωνητικοί ήχοι ακούγονται καλύτερα επί της τραχείας και τους μεγάλους αεραγωγούς και ασθενέστερα στην περιφέρεια. Όταν ο εξεταζόμενος ομιλεί, ο ήχος διαχέεται δια του θωρακικού τοιχώματος, και μπορεί να συλληφθεί ευχερώς με το στηθοσκόπιο, αν και δεν είναι ευχερής η διάκριση των εκφωνούμενων φθόγγων. Τη φυσιολογική ομιλία συνιστούν χαμηλής συχνότητας ήχοι που παράγονται κατά τις δονήσεις των φωνητικών χορδών και ενισχύονται από αντηχήσεις στο στόμα, τον φάρυγγα, και του παραρίνιους κόλπους. Χαμηλής συχνότητας ήχοι, μήκους κύματος μέχρι 200 Ηz μεταδίδονται ευχερώς, αλλά υψηλότερης συχνότητας ήχοι, όπως αυτοί που παράγονται από τα φωνήνετα, διηθούνται στους πνεύμονες. Αυτό εξηγεί γιατί είναι δύσκολο να αναγνωρισθούν με το στηθοσκόπιο οι λέξεις που εκφωνούνται και γιατί οι ψίθυροι δεν γίνονται καθόλου αντιληπτοί. 

παθολογικοί πνευμονικοί ήχοι

 Οι παθολογικοί πνευμονικοί ήχοι μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες. Ειδικότερα, διακρίνομε παθολογικά διαχεόμενους ήχους που παρομοίως όπως και οι πνευμονικοί ήχοι διακρίνονται σε παθολογικούς αναπνευστικούς ήχους και παθολογικούς φωνητικούς. Επιπλέον, όμως, διακρίνομε πρόσθετους ήχους. Οι παθολογικοί, πρόσθετοι ήχοι  ουδέποτε ακούγονται επί υγιούς πνεύμονος, και είναι ήχοι που επιπροστίθενται στο φυσιολογικό ΑΨ, παρουσία παθολογικής καταστάσεως.

[α] βρογχικοί αναπνευστικοί ήχοι, βρογχική αναπνοή. Οι βρογχικοί αναπνευστικοί ήχοι παράγονται όταν το πνευμονικό παρέγχυμα που παρεμβάλλεται μεταξύ των μεγάλων αεραγωγών και του θωρακικού τοιχώματος είναι ανάερο, λόγω πυκνώσεως. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η βρογχική αναπνοή που ακούγεται στο στάδιο της ηπατώσεως, επί πνευμονίας. Γενικώς, είναι ήχος ισχυρός, παρόμοιος του τραχειακού φυσιολογικού ΑΨ, και ακουστός και στις δύο φάσεις της αναπνοής, εισπνευστική και εκπνευστική. Παράγονται επειδή ο πυκνωθείς πνεύμονας επιτρέπει την ευχερέστερη μετάδοση του ήχου, συγκριτικά με την μετάδοση επί αεροπληθούς πνεύμονος. Εκτός της πυκνώσεως, η βρογχική αναπνοή μπορεί, επίσης, να ακουστεί και επί ατελεκτασίας και επί πνευμονικής ινώσεως εξελιγμένου σταδίου.

[β] μείωση ή κατάργηση του ΑΨ. Το ΑΨ μειώνεται ή καταργείται σε παθολογικές καταστάσεις, όπως η πλευριτική συλλογή, η  παχυπλευρίτιδα, σε καταστάσεις, δηλαδή, που υπάρχει μεγαλύτερη διήθηση του ήχου. Το ίδιο αποτέλεσμα παράγεται όταν η υπεζωκοτική κοιλότητα πληρωθεί με αέρα, όπως επί πνευμοθώρακος. Το σοβαρό πνευμονικό εμφύσημα οδηγεί τον πνεύμονα σε υπερέκπτυξη και παγίδευση αέρος, έετσι, ώσε το ΑΨ ακούγεται μειωμένο. Η πλήρης απόφραξη μεγάλων βρόγχων, επίσης, όπως και η υιοθέτηση τύπου αναπνοής, επιβαλλόμενου από τον πόνο, που απολήγει σε μείωση της κινητικότητας του ημιθωρακίου και κατάργηση της αναπνοής, συμβάλλουν στην μείωση/κατάργηση του ΑΨ. 

[γ] σπηλαιώδες ΑΨ. Οι σπηλαιώδεις αναπνεσυτικοί ήχοι, είναι χαρακτηριστικοί ήχοι που ακούγονται διαμκοίλων σκευών, όπως όταν φυσάμε δια μιας ανοικτής φιάλης.Εχουν κάπποια δυσκολία να εντοπιστούν, αλλά περιγράφονται επί συνυπάρξεως μεγάλων κοιλοτήτων στους πνεύμονες, ή μεγάλους πνευμοθώρακες, συνοδευόμενους από βρογχοϋπεζωκοτικά συρρίγγια. 

παθολογικοί φωνητικοί ήχοι

[α] βρογχοφωνία. Βρογχοφωνία παράγεται όταν ο πνεύμονας μεταξύ της τραχείας και του στηθοσκοπίου είναι ανάερος και απολήγει σε μεγαλύτερες συχνότητες, όπως οι ήχοι των φωνηέντων, οι οποίοι συνήθως διηθούνται και καθίστανται ακουστοί. Οι ερευνητές ερίζουν εάν οι φώνηση μπορεί να αναγνωρισθεί, διαμέσου ενός πάσχοντος πνεύμονος (video).

[β] άφωνη στηθολαλιά. Παράγεται χωρίς την προϋπόθεση των δονήσεων των φωνητικών χορδών και οι ήχοι παράγονται α['π στροβιλώδη ροή μέσω της τραχείας, της γλωττίδας, και του φάρυγγος, κάτω από τόριο αναγνωρίσεως από το ανθρώπινο αυτί, με τη βοήθεια στηθοσκοπίου. Επί ανάερου πνεύμoνος ή πυκνώσεως, όπως στην πνευμονία, παράγονται ήχοι υψηλής συχνότητας από ψιθύρους που ακούγονται μέσω του στηθοσκοπίου (video). Το φσινόμρνο της ΄φωνης στηθολαλιάς παράγεται όταν ο ψίθυρος, καθίσταται ακουστός μέσω του στηθοσκοπίου, εάν τοποθετηθεί επί του πάσχοντος τμήματος του πνεύμονος (Κρικέλης, φυσική εξέταση και διάγνωση, Αθήνα 1969).

[γ] αιγοφωνία. Όπως επί βρογχοφωνίας και στηθολολιάς, παράγεται επί πνευμονικής πυκνώαεως, ανάερου πνεύμονος και πλευριτικής συλλογής, εάν συνυπάρχει ατελεκτασία και σύμπτωση του παρακείμενου πνεύμονος. Κλινικά, παράγετια όταν ο ασθενής προφέρει Ε που, μέσω του στηθοσκοπίου ακούγεται ως Α (video).

πρόσθετοι ήχοι (video)

 Οι πρόσθετοι ήχοι ακούγονται από τους πνεύμονες ή άλλα τμήματα του θώρακος, όπως η υπεζωκοτική κοιλότητα και το περικάρδιο. Η ονοματολογία τους είναι συγχυτική, καθώς υπάρχουν πολλές ταξινομήσεις και ορολογίες. Οι πρόσθετοι ήχοι εισήψθησαν από τον Laennec, ο οποίος επέλεξε τον όρο rales (:ρόγχοι) για τους πρόσθετους ήχους και τους ταξινόμησε σε 4 ομάδες: υγρός, βλεννώδης, ρεγχασμός (sonorous, ρεγχασμός) και συριγμικός (sibilant). Οι δύο πρώτοι κατεγράφησαν ως διακεκομμένοι, μη μουσικοί ήχοι, ενώ οι δύο δεύτεροι ως συνεχείς, μουσικοί. Αργότερα, οι Latham, Robertson και, αργότερα, ο Cooper εξαπλούστευσαν τη διάταξη των πρόσθετων ήχων, διακρίνοντας δύο κατηγορίες: [α] τους υγρούς, ασυνεχείς, μη μουσικους και, [β] τους ξηρούς, συνεχείς, μουσικούς.  

[α]ασυνεχείς, διακεκομμένοι πρόσθετοι ήχοι. τρίζοντες.

περιγράφονται ως εκρηκτικοί, διακεκομμένοι μη μουσικοί ρόγχοι. Ο Laenec τους παρομοίασε με τον ήχο που παράγεται όταν ψήνεται το αλάτι ή ως τον ήχο που παράγει το τρίψιμο μιας τρίχας μποστά από  το αυτί. Κλασικά, πιστευόταν ότι παράγονται από τις αναδεύσεις εκκρίσεων στον αυλό των αεραγωγών. Πράγματι, παρόμοιοι ήχοι παράγονται όταν υπάρχουν άφθονες εκκρίσεις, όπως επί κυστικής ινώσεως. Εν τούτοις επί καταστάσεων, όπως η πνευμονική ίνωση όπου η παραγωγή πτυέλων είναι ελάχιστη, ο παραπάνω ορισμός δεν μπορεί να ευσταθεί.

 Στις καταστάσεις αυτές, οι τρίζοντες παράγονται όταν επιτυγχάνεται εκρηκτική εξισορρόπιση του αέρα μεταξύ δύο τμημάτων του πνεύμονος, όταν μια παθολογικά κλεισμένη κυψελίδα, διανοίγεται απότομα. Κατά τη διάρκεια της αρχικής φάσεως της εισπνοής, όπου ο ινωτικός πνεύμονας είναι σε πλήρη σύμπτυξη, πολλοί περιφερικοί αεραγωγοί παραμένουν κλειστοί. Με την εισπνευστική έκτπυξη του πνεύμονος και την επακόλουθη αύξηση της πιέσεως ελαστικής επαναφοράς, οι κλειστοί αεραγωγοί αιφνίδια διανοίγονται, όταν η πίεση υπερβεί ένα όριο, παράγοντας ένα χαρακτηριστικό ήχο, τον τρίζοντα ήχο. 

Ταυτόχρονη καταγραφή τριζόντων ήχων εισπνευστικών (2) και εκπνευστικών (1). ταχύτητος ροής, πνευμνικού όγκου και διαπνευ,μονικής πιέσεως. Διαπιστώνεται ότι ο ήχος παράγεται ακριβώς στις ίδιες φυσιολογικές συνθήκες, σε κάθε κύκλο αναπνοής (από τη μελέτη που εμφανίζεται στην προμετωπίδα του λήμματος).

Οι τρίζοντες ήχοι υποδιαιρούνται περαιτέρω σε διάφορους υπότυπους. 

[α1] πρώιμοι τρίζοντες. Παράγονται σε ασθενείς με σοβαρή αποφρακτική πνευμονοπάθεια, όπως οι βρογχεκτασίες. Τείνουν να παράγονται στους κεντρικότερους και μεγαλύτερους αεραγωγούς και, συνήθως, ακούγονται στους κάτω λοβούς, ως κατακερματισένοι ήχοι χαμηλής συχνότητας, πουδεν μεταβάλονται με το βήχα ή την αλλαγή θέσεως του σώματος.  Ο τύπος αυτός παρατηρείται στο άσθμα και τη ΧΑΠ.

[α2] όψιμοι εισπνευστικοί τρίζοντες. Χαρακτηρίζουν ασθενείς με περιοριστικά σύνδρομα, όπως η πνευμονική ίνωση και το διάμεσο πνευμονικό οίδημα. Οι ήχοι αυτοί είναι πολυαριθμότεροι, παρ΄ό,τι οι πρώϊμοί τρίζοντες, διακυμαίνονται με την αλλαγή θέσεως και ακούγονται κυρίως στις βάσεις. 

Ο ήχος, συνήθως παράγεται κατά την εξέλιξη της εισπνοής και καθίσταται πρόδηλος στο τέλος της εισπνοής. 

Όψιμοι τρίζοντες ακούγονται, επίσης, σε καταστάσεις, στις οποίες υπάρχει καθυστέρηση στη διάνοιξη των μικρών αεραγωγών, όπως στην λυόμενη λοβώδη πνευμονία. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εισπνευστικοί τρίζοντες ακούγονται, ακόμη σε καταστάσεις αριστερής κοιλιακής ανεπάρκειας.

Εναλλακτικά, οι υγροί, μη μουσικοί, διακεκομμένοι πρόσθετοι ήχοι διακρίνονται περαιτέρω σε αδρούς και λεπτούς τρίζοντες (video).

[α3] αδροί τρίζοντες (video), ακούγονται στην αρχή της εκπνοής και είναι χαρακτηριστικοί βρογχεκτασιών

[α4] οι λεπτοί τρίζοντες ακούγονται επί πνευμονικού οιδήματος, πνευμονικής ινώσεως και πνευμονίας. Είναι εισπνευστικοί ήχοι.

[b] συνεχείς, μουσικοί, πρόσθετοι ήχοι. Συρρίττοντες (video) |συριγμός|

Ο ορισμός των συνεχών ήχων, και η περιγραφική τους σχέση με τους ρόγχους, είναι επίσης αντικείμενο διαχρονικών σκιαμαχιών. Γενικά, ως συριγμός, εννοείται ο ήχος που ακούγεται με άμεση ακρόαση προ του στόματος ή από απόσταση, ενώ μουσικός ρόγχος είναι ο εκπνευστικός ήχος που ακούγεται με έμμεση ακρόαση (μέσω του θωρακικού τοιχώματος και του στηθοσκοπίου). Μερικές φορές,  ο όρος συριγμός χρησιμοποιείται αδιάκριτα για την περιγραφή μουσικού εκπνευστικού φαινομένου, παρατηρούμενου είτε με άμεση ή έμμεση ακρόαση. Ο συριγμός έχει καλά αφορισμένη συχνότητα, που τον καθιστά εύληπτο στο ανθρώπινο αυτί και του δίνει μουσικούς χαρακτήρες. Ο μουσικός του χαρακτήρας καθορίζεται από το φάσμα των συχνοτήτων, που τον συνθέτουν και από τη χαμηλότερη (βασική) συχνότητα που καθορίζουν το φάσμα του. 

 Ο μηχανισμός ηχογενέσεως τους είναι επίσης, αντικείμενο διαφωνιών, αν και φαίνεται  ότι παράγονται από δονήσεις, παρόμοιες με τις παραγόμενες από τον διερχόμενο αυλό, μέσω πνευστού οργάνου. 

Οι συρρίττοντες ήχοι υποδιαρούνται σε υποκατηγορίες:

[β1] μονοφωνικοί συρίττοντες. Παριστούν έναν μουσικό τόνο σταθερής συχνότητας. Παράγεται από τον αέρα που διέρχεται με μεγάλη ταχύτητα διαμέσουν στενού αυλού. Η στένωση προκαλείται από ατελή απόφραξη μείζονος λοβαίου ή τμηματικού βρόγχου, λόγω, συνήθως, ενδοβρογχικής αναπτύξεως νεοπλάσματος ή εισροφήσεως ξένου σώματος.  Επίσης, μπορεί σποραδικά να εμφανιστούν επί άσθματος. Στην περίπτωση αυτή, διάχυτη απόφραξη των αεραγωγών, οφειλόμενη σε σπασμό ή οιδήματος (&) του βλεννογόνου δίνουν αφορμή για τη γένεση ισχυρής εντάσεως εκπνευστικών και εισπνευστικών συρριττόντων ήχων.  Ένας ασυνήθης τύπος μονοφωνικού συρρίττοντος ήχου παράγεται από αεραγωγούς, που διαπερνούν ατελεκτασικές περιοχές και αποτελούνται από μια σειρά βραχέων συρριττόντων ήχων, με τη δική τους συχνότητα και ένταση. Ακούγονται μόνο στην εισπνοή, γεγονός που τους διαφοροποιεί από εκείνους που ακούγονται στο άσθμα. Συνήθως ακούγονται επί πνευμονικής ινώσεως.

[β2] πολυφωνικοί συρίττοντες. συντίθενται από διάφορες νότες, και, γενικά, ακούγονται στην εκπνοή. Παράγονται από στνενωση των μεγάλων βρόγχων και συνήθως ακούγονται κατά την εκπνοής, επί άσθματος ή XΑΠ, αν και μπορεί ναπαραχθούν από οποιοδήποτε υγιές άτομο, κατά την βαθειά εκπνοή.

 Ενίοτε διαπιστώνεται παράδοξη απουσία εκπνευστικών συρριττόντων επί σοβαρού άσθματος ή ΧΑΠ. Π.χ., επί σοβαρού άσθματος, οι αντιστάσεις εκπνευστικής ροής είναι πολύ υψηλές και η δυναμική συμπίεση των αεραγωγών μεταφέρεται  από τους κεντρικούς αεραγωγούς προς τους περιφερικούς, την πρώιμη συγκλεισή τους και την παγίδευση αέρος. Μετά ένα συγκεκριμένο σημείο (το σημείο ίσης πιέσεως eual pressure point, EPP) ο όγκος αέρος που διέρχεται από κάθε έναν ξεχωριστό βρόγχο είναι τόσο  μικρός, ώστε η πρόκληση δονήσεων και παραγωγής ήχου είναι αδύνατη. 

[β3] συριγμός, stridor. Αποτελεί παραλλαγή μουσικού εισπνευστικού/εκπνευστικού ήχου σταθερής συχνότητας και είναι δαοφορετικός από τον μονοφωνικό ήχο, κυρίως ως προς την έντασή του. Παράγεται λόγω επιταχύνσεως του αέρος δια μέσου εστενωμένου αυλού ιδίως των ανώτερων αναπνευστικών οδών, κυρίως της τραχείας ή του λάρυγγος, ώστε ο μηχανισμός ηχογενέσεως είναι ανάλογος με εκείνον στα πνευστά όργανα. Με την επιδείνωση της καταστάσεως που οδηγεί σε απόφραξη, ο συριγμός μπορεί να επεκταθεί και στην εκπνοή, όπως συμβαίνει επί εισροφήσεως ξένου σώματος ή ενδοβρογχικής αναπτύξεως όγκου. Στον πίνακα καταχωρούνται τα συνηθέστερα σύνδρομα, στα οποία εντοπίζεται.

πλευριτική τριβή (video)

 Συνήθως, ο σπλαγχνικός υπεζωκός διολισθαίνει επί τους τοιχωματικού, αθορύβως, κατά τις αναπνευστικές κινήσεις, αλλά αυτό δεν ισχύει, επί φλεγμονής του υπεζωκότος, όταν επαλείφεται από ινώδες εξίδρωμα ή υφίσταται πάχυνση οποιασδήποτε αιτιολογίας. Στις περιπτώσεις αυτές, μπορεί να παραχθούν ποικιλία ήχων, ακουστών κατά την ακρόαση, αλλά συχνότερα ακούγεται ήχος τριβής, που είναι ήχος μη μουσικός και ομοιάζει με τους τρίζοντες, αν και ακούγονται στην εισπνοή και, με την αντίθετη αλληλουχία, στην εκπνοή. Αν δηλαδή ακούγεται στο τέλος της εισπνοής, ακούγεται πάλι στην αρχή της εκπνοής. Ο ήχος τριβής  ενέχει δυσκολίες εντοπισμού και μπορεί να συγχέεται με τρίζοντες, εκτός από το γεγονός ότι πιθανόν μένουν αμετάβλητοι με το βήχα.

διάφοροι πρόσθετοι ήχοι

σημείο Hammans. Πρόκειται για έναν μη μουσικό αδρό ήχο που συμπίτπει με τη συστολή και συχνά ακούγεται στην προκάρδιο χώρα, επί πνευμομεσοπνευμονίου, όπως επί ασθενών με κακωση του θώρακος. Ο ήχος παράγεςται από αέρα που έχει διευσδύσει μεταξύ του τοιχωματικού και περισπλάγχνιου πετάλου του περικαρδίου και παράγεται κατά τη στιγμή της μυοκαρδιακής συσπάσεως. Παρόμοιος ήχος μπορεί να παραχθεί επί πνευμοθώρακος τουα αριστερού ημιθωρακίου, όταν η καρδιά και οι πνεύμονες διαχωρίζονται από ένα λεπτό στρώμα αέρος.

ακρόαση καρδιάς

Mnemonics For Nursing - Different Nursing Assessment