Αντιμικροβιακοί παράγοντες

                       ΑΝΤΙΜΙΚΡΟΒΙΑΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ                      

 

import_contacts 
☛περιεχόμενα |εισαγωγή| αρχές θεραπείας με αντιβιοτικά| αντιμικροβιακά

φάρμακα| αντιμικροβιακά φάρμακα |αντίσταση| στρατηγική χρήσης αντιβιοτικών |το φαινόμενο της πιέσεως επιλογής |έλεγχος των λοιμώξεων |βιβλιογραφία |Στρατηγική χρήσεως αντιβιοτικών|β-λακτάμες| Κινολόνες |Μακρολίδες| Καρβαπενέμες |Mονοβακτάμες|Kαρβασεφερες| Aμινογλυκοσίδες |Λινκοζαμίδες| Γλυκοπεπτίδια|Tετρακυκλίνες | Ιμιδαζόλες
|Αντιμυκητιασικοί παράγοντες |τάξεις αντιβιοτικών| Αντιφυματικά φάρμακα |αντιμικροβιακά φάρμακα|

εισαγωγή Τα αντιμικροβιακά φάρμακα είναι φυσικές, ημισυνθετικές ή συνθετικές ουσίες με τις οποίες επιδιώκεται η εξουδετέρωση, αναστέλλοντας τον πολλαπλασιασμό μικροοργανισμών ή και καταστρέφοντάς τους. Τα αντιβιοτικά είναι ουσίες, που συχνά απομονώνονται από μικροοργανισμούς και χρησιμοποιούνται εναντίον άλλων μικροοργανισμών. Τα αντιμικροβιακά φάρμακα δεν είναι δρατικά έναντι ιών, επειδή προϋπόθεση για τη δράση τους είναι η ικανότητα του παθογόνου να έχει ίδιο μεταβολισμό, ενώ οι ιοί αποτελούν ενδοκυττάρια παράσιτα.
Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν απομονωθεί μεγάλη σειρά παθογόνων μικροοργανισμών, έναντι των οποίων έχουν επίσης, αναπτυχθεί σωρεία αντιμικροβιακών φαρμάκων. Ο σημαντικότερος παράγων της με αντιβιοτικά θεραπείας είναι η απομόνωση και η ταυτοποίηση του υπεύθυνου παθογόνου παράγοντα και η ευαισθησία/ανθεκτικότητά του. Σε μερικές περιπτώσεις, οι πληροφορίες αυτές είναι διαθέσιμες όταν πρόκειται να σχεδιαστεί μια αντιμικροβιακή θεραπεία, αλλά σε άλλες, τις περισσότερες, η υπόνοια ή εκτίμηση του υποκείμενου υπεύθνου αιτιολογικού παράγοντα της λοιμώξεως πρέπει να συμπερανθεί με αξιολόγηση των κλινικών και εργαστηριακών ευρημάτων, ώστε να εφαρμοστεί μια εμπειρική θεραπεία.
Ιδανικά, τα αντιβιοτικά πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνον σε περιπτώσεις μικροβιακής λοιμώξεως, όταν η εκρίζωση του μικροβίου συνεπάγεται την αποκατάσταση της υγείας. Εν τούτοις, στη διαχείριση των λοιμώξεων του αναπνευστικού συστήματος, χροηγούνται αντιβιοτικά σε εμπειρική βάση, ακόμη και πριν από την ταυτοποίηση του υπεύθυνου μικροβιακού παράγοντος.
Για την ορθή διαχείριση της θεραπεία των αναπνευστικών λοιμώξεων, απαιτείται: 
 • η επιβεβαίωση της διαγνώσεως, όσο το δυνατόν συντομότερα
 •ανασκόπιση της στρατηγικής χρήσης αντιβιοτικών, ανάλογα με την κλινική κατάσταση
 •χρήση του ειδικού αντιβιοτικού, εάν είναι δυνατό, βάσει της ταυτοποιήσεως του παθογόνου μικροοργανισμού
 •Έχει μεγάλη σημασία, για τη μείωση των πιθανοτήτων αναπτύξεως ανθεκτικότητας η ταχεία εκρίζωση των μικροβίων κι ο περιορισμός της ανθεκτικότητας των παθογόνων από τις περιοχές όπου αυτά εποικίζονται
.
αρχές θεραπείας με αντιβιοτικά  (βλ. Στρατηγική χρήσεως αντιβιοτικών) Στους διάφορους παράγοντες που λαμβάνονται υπ΄όψη προκειμένου να σχεδιαστεί μια θεραπεία με αντιβιοτικά περιλαμβάνεται η ευαιοσθησία του (των) παθογόνου (ων) μικροοργανισμών, η θέση της λοιμώξεως, η επάρκεια των αμυντικών μηχανισμών του ξενιστή, το φάσμα δραστικότητας του αντιβιοτικού η τοξικότητά του, η οδός χορηγήσεως και το κόστος του. Στους παράγοντες που καθορίζουν την απόδοση των αντιβιοτικών έιναι η πτωχή διείδυση (ανάγγειες περιοχές, βαλβίδες, οστά, ίσχαιμοι ιστοί), διαχωριστικοί ιστοί, όπως οι μήνιγγες, και η παρουσία ενδοκυττάριων οργανισμών, η παρεμπόδιση της παροχετεύσεως, τα ξένα σώματα, τα απσοτήματα (ισχαιμία, οξέωση, υποξία), οι συνδέουσες πρωτεΐνες και τα πυρηνικά οξέα και η παρουσία αποδομητικών ενζύμων.  Οι ενδεχόμενες αντεπιδράσεις μεταξύ παθογόνου μικροοργανισμού και φαρμάκου έχει, επίσης, σημασία στην έκβαση της θεραπείας. Στους υπόλοιπους παράγοντες που καθορίζουν την επιτυχή χρήση ενός εντιβιοτικού περιλαμβάνονται η αντίσταση στο αντιβιοτικό, το συνδυασμό αντιβιοτικών, και η φαρμακοκινητική του φαρμάκου στο στοχοποιούμενο όργανο.
Η ευαισθησία των παθογόνων μικροοργασνισμών μπορεί να ελεγχθεί με διάφορες δοκιμασίες. Μια από τις πλέον διαδεδομένες είναι η μέθοδος διαχύσεως σε δίσκο, εύχρηστη, φτηνή και παρέχει αποτελέσματα εντός 24-48 ωρών.
Επίσης, η ευαισθησία των μικροβίων στα διάφορα αντιβιοτικά μπορεί να ελεγχθεί με άλλες τεχνικές, όπως η διάχυση σε άγαρ και η μέθοδος με καλλιεργητικό ζωμό. Με τις μεθόδους αυτές μπορεί να επισημανθεί η μικρότερη συγκέντρωση του αντιβιοτικού που μπορεί να επμοδίσει την μικροβιακή ανάπτυξη 18-24 ώρες μετά την επώαση, μέτρηση που αναφέρεται ως minimum inhibitory concentration, MIC, ελάχιστη συγκέντρωση αναστολής). Γενικά, ένας μικροοργανισμός θεωρείται ευαίσθητος, όταν η MIC του είναι τουλάχιστον το 1/4 της μέγιστης συγκεντρώσεως του αντιμικροβιακού στον ορό.
H ελάχιστη μικροβιοκτόνος συγκέντρωη (MBC, minimal bactericidal concentration) μπορεί να προσδιοριστεί με μια μέθοδο μικροδιαλύσεως ή τη δοκιμασία της διαλύσεως σε μικροσωλήνα. ΠΟ προσδιορισμός του MBC αναγκαιοί σε περιορισμένο αριθμό κλινικών καταστάσεων, όπως η ενδοκαρδίτις ή σε μερικές περιπτώσεις οστεομυελίδιας.
Επί ενεπίπλεκτων λοιμώξεων ένα βακτηριοστατικό φάρμακο είνια, συνήθως αρκετό, επειδή η άμυνα του ξενιστή έχει την ικανότητα της εκριζώσεως του παθογόνουμ μικροβίου. Επί ενεπίπλεκτων περιπτώσεων πνευμονιοκοκκικής πνευμονίας οι σουλφοναμίδες έχουν την ικανόττηα να καταστείλουν την μικροβιακή ανάπτυξη, αλλά η καταστροφή του παθογόνου θα επιτευχθεί από τα μακροφάγα και τα πολυμορφοπύρηνα ουδετερόφιλα. Επομένως, το φάρμακο αυτό δεν είναι επαρκές σε ουδετεροπενικούς ασθενείς. Διάφοροι τύποι λοιμώξεων, όπως η μικροβιακή ενδοκαρδίτις και η μηνιγγίτις, χρειάζονται τη χορήγηση μικροβιοκτόνων φαρμάκων. Τα αντιβιοτικά που δεν διεισδύουν στα φαγοκύτταρα μπορούν να σκοτώσουν, εύκολα, ορισμένα παθογόνα όπως ο S. pneumoniae, ο S. pyogenes, ο S. aureus και διάφορα gram-αρνητικά μικρόβια.  Υποανασταλτικές συγκεντρώσεις  είναι ικανές βακτηριοστατικής δράσεως και η άμυνα του οργανισμού μπορεί να αναλάβει τα παρακάτω. Από την άλλη, όμως διάφορα μικρόβια, όπως το μυκοβακτηρίδιο της φυματιώσεως, η λεγεωνέλλα, η λιστέρια, η βρουκέλλα, και ο S. του τύφου, επιβιώνουν ενδοκυτταρίως, και επομένως, αντιβιοτικά που δεν εισδύουν στα κύτταρα, δεν μπορούν να εκριζώσουν τη λοίμωξη. Η λεγεωνέλλα της πνευμονίας ανθίσταται σε πολλές β-λακτάμες, λόγω της παρουσίας της β-λακταμάσης στον ενδοκυττάριο χώρο.
Πολλά αντιβιοτικά εμφανίζουν μεταθεραπευτικό αποτέλεσμα (post antibiotic effect) επί των βακτηριδίων. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και αν παραμένουν ζωντανά μικρόβια, μετά τη δράση του αντίστοιχου αντιβιοτικού,  δεν μπορούν να αρχίσουν να πολλαπλασιάζονται πάλι, για ωρισμένο αριθμό ωρών, μετά την έκθεσή τους σε συγκεντρώσεις πάνω από το επίπεδο MIC. Σχεδόν όλα τα αντιβιοτικά έχουν αυτή την ικανότητα με τους gram-θετικούς μικροοργανισμούς, αλλά μόνο μερικά επεκτείνουν τη δράση τους αυτή και έναντι των gram-αρνητικών, όπως οι αμινογλυκοσίδες και οι νεότερες κινολόνες. Τα μικρόβια, κατά την περίοδο της μεταθεραπευτικής εκθέσεως είναι πλέον ευάλλωτα από τα πολυμορφοπύρηνα ουδετερόφιλα.
αντίσταση
Η αντίσταση στα αντιβιοτικά, είναι ένα αρκούντως γνωστό, φυσικό,  φαινόμενο και έχει σοβαρές δυσμενείς συνέπειες στη δημόσια υγεία όταν, ιδίως, εμφανίζεται ιδιαίτερα διογκωμένο, λόγω της ανθρώπινης αδεξιότητας ή άγνοιας. Στην εποχή μας, η απειλή αναπτύξεως ανθεκτικών στελεχών στα διαθέσιμα αντιβιοτικά είναι τεράστια και αφορά ολόκληρη την υφήλιο και όχι μόνο αναπτυσσόμενες χώρες, λόγω της ευχερούς διακινήσεως φορέων ανθεκτικών λοιμώξεων, της διαδόσεως του AIDS και της άφρονης χρήσεως των διαθέσιμων αντιβιοτικών.Παρά την επίτευξη μεγάλης προόδου στη θεραπευτική των λοιμώξεων και της διαθέσεως μεγάλης σειράς αντιβιοτικών, ο κίνδυνος θανάτου είνβαι αυξημένος στις αναπτυγμένες χώρες λόγω λοιμώξεων από ανθεκτικά παθογόνα μικρόβια. Η βακτηριακή αντίσταση στα αντιμικροβιακά φάρμακα ασκεί σημαντική επίδραση στην απόδοση της επιτυχούς αντιμικροβιακής θεραπείας. Τα βακτηρίδια αναπτύσσουν αντίσταση έναντι των αντιβιοτικών με διάφορους μηχανισμούς. Η αντίσταση προκαλείται είτε μετά τροποποίηση ή μείωση της φυσιολογικής δραστηριότητας των ενζύμων, παρεμπόδιση της διεισδύσεως του αντιβιοτικού στο μικρόβιο ή καταστροφή ή αλλοίωση του ίδιου του αντιβιοτικού από το μικρόβιο. Η πλασμιδική αντίσταση στους αντιμικροβιακούς παράγοντες και, ιδίως, η προϋπάρχουσα αντίσταση, αποτελούν τους μείζονες λόγους, για τους οποίους παλαιά αντιβιοτικά έχουν πάψει να είναι αποτελεσματικά. Η ευρεία διάδοση των αντιβιοτικών είναι ένας πρόσθετος λόγος διαδόσεως της αντιστάσεως με τη διατήρηση ανθεκτικών μικροβίων.
Η αντίσταση που αναφύεται κλινικά, συνήθως οφείλεται είτε στην επιλογή των ανθεκτικών στελεχών στο περιβάλλον, είτε στην ανταλλαγή γενετικού υλικού μεταξύ των ειδών (πλασμίδιο). Κλινικώς, επικρατούν τα πλέον ανθεκτικά στελέχη, όπως έχει με σαφήνεια  δειχθεί από τη διαφορά μεταξύ των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων κι εκείνων της κοινότητας. Οι περισσότεροι μικροοργανισμοί καθίστανται ανθεκτικοί μέσω μεταβολών στο DNA, που ολοκληρώνεται με την διαμεσολάβηση ιών, όπως συμβαίνει με τον χρυσίζοντα σταφυλόκοκκο και άλλα gram-θετικά μικρόβια, ενώ τα gram-αρνητικά καθίστανται ανθεκτικά μέσω ζεύξεως, δια μεταφοράς του DNA του ενός στο άλλο. Η μεταφερόμενη μονάδα DNA, που ονομάζεται πλασμίδιο, διλπλασιάζεται σε κάθε διαίρεση του μικροβίου, όπως ακριβώς ένα χρωματόσωμα, και μπορεί να συμβεί στα πλαίσια ενός είδους μικροβίων, από στέλεχος σε στέλεχος ή και μεταξύ διαφορετικών ειδών. Η E. coli, π. χ., μπορεί να διασταυρωθεί με ψευδομονάδα, που με τη σειρά της μπορεί να διασταυρωθεί με εντεροβακτηριοειδή κλπ. Το διαταυρούμενο μέρος του DNA (πλασμίδιο), διπλασιάζεται σε κάθε μικροβιακή διαίρεση, ως γενετικό υλικό, όπως τα χρωματοσώματα. Η πραγματική μεταφορά της ανθεκτικότητας από έναν μικροοργανισμό σε άλλον δεν είναι πολύ συχνό φαινόμενο και δεν παρατηρείται σε περισσότερο του 1% του μικροβιακού πληθυσμού. Αλλά διαπιστώνεται στις λοιμώξεις του αναπνευστικού, στα εγκαύματα και, ενδεχομένως, στο έντερο. Το πλασμίδιο μπορεί να  εμπεριέχει ένα παράγοντα R (: resistance factor) και ένας μικροοργανισμός που εμπεριέχει τον παράγοντα αυτόν παράγει ένζυμα, τα οποία διασπούν ή αποδομούν τα αντιβιοτικά. Τα ειδικά ένζυμα μπορούν να αδρανοποιήσουν όλες τις πενικιλλίνες, τις κεφαλοσπορίνες, τις αμινογλυκοσίδες και την χλωραμφενικόλη.  Πράγματι, με την εισαγωγή κάθε νέου αντιβιοτικού, οι μικροοργανισμοί ευρίσκονται ενισχυμένοι με παράγοντες R, που διαμεσολαβούν τη σύνθεση των ενζύμων τους.
Τα "ανασπώμενα" γονίδια (: jumbing genes) είναι ένας άλλος μηχανισμός αυξημένης αντιστάσεως των μικροβίων στα αντιβιοτικά. Γενετικό υλικό (DNA) που εισφέρει αντίσταση στα αντιβιοτικά μπορεί να μετακινηθεί μεταξύ των πλασμιδίων και των χρωματοσωμάτων. Εάν εγκατασταθεί στο πλασμίδιο, η επίκτητη αντίσταση μπορεί να μεταφερθεί σε άλλα στελέχη. Σε μερικές περιπτώσεις, μεταβολές στο μέγεθος της πορίνης μπορεί να εγκαταστήσει ανθεκτικότητα, φαινόμενο που ιδίως αναγνωρίζεται με την ιμιπενέμη.
Η αντίσταση στα αντιβιοτικά διαφόρων τύπων λοιμώξεων κοινότητας, όπως, ιδίως, οι στρεπτοκοκκικές λοιμώξεις, η πνευμονίας, ο τυφοειδής πυρετός, κλπ., ή, η στον ίδιο ή μεγαλύτερο βαθμό, οι  νοσοκομειακές λοιμώξεις όπως, ιθδίως,κ οι ανθεκτικοί στην μεθκιλλίνη στρεπτόκοκκοι, οι ανθεκτικοί στη βανκομυκίνη ενερόκοκκοι, οι με΄σης ανθεκτικότηας στην βανκομυκίνη και τα ευρέως φάσματος αντιβιοτικά του S. aureus,  έχει καταστεί πρώτου μεγέθους παγκόσμιο πρόβλημα υγείας, με οικονομικές και κοινωνικές προεκτάσεις  σε ολόκληρο τον κόσμο. Το διαρκώς διευρυνόμενο φάσμα των παθογόνων που εκκρίνουν β-λακταμάση και των gram-αρνητικών που παράγουν ένζυμα, προκαλούν αύξηση της νοσοκομειακής νοσηλείας, αύξηση του κόστους νοσηλείας, και, επομένως, αύξηση της δαπάνης σε εποχή ένδειας κοινωνικών πόρων, Το πρόβλημα είναι ακόμη οξύτερο στις αναπτυσσόμενες χώρες, καθώς η οικονομική επιβάρυνση έχει δυσμενέστερες συνέπειες, αλλά επίσης, αύξηση της καθόλης νοσηρότητας, θνητότητας, αλλά και του έμμεσου κόστους (απώλεια ημερών εργασίας, συναισθηματικό κόστος). Διάφοροι παράγοντες υπεισέρχονται στην αύξηση των ανθεκτικών στελεχών στην κοινότητα στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπως η βαρύτητα της νόσου, ο συχνωτισμός των πληθυσμών που διευκολύνει τη μετάδοση, τα ελλειπή μέτρα υγιεινής, και, κυρίως, η ακατάλληλη χρήση των διαθέσιμων φαρμάκων, που περαιτέρω επιδεινώνεται με την πώληση των αντιβιοτικών στην ελεύθερη αγορά, χωρίς την προϋπόθεση κατάλληλης συνταγογραφήσεως, αλλά και η περιορισμένη διαθεσιμότητά τους. Οι παράγοντες αυτοί επιδεινώνονται σε συνθήκες ελεγχόμενης συνταγογραφήσεως. Περιπτώσεις, στις οποίες η υπερσυντaγογράφηση ή η κατάχρηση των αντιβιοτικών είναι πολλές στην καθημερινή κλινική πράξη, αλλά θεωρούμε ότι, συχνότερες είναι οι περιπτώσεις ιογενών λοιμώξεων ανωτέρων και κατωτέρων αεροφορών οδών ή περιπτώσεις αυτοϊώμενων λοιμώξεων, ακατάλληλη προφυλακτική χρήση αντιβιοτικών, σφάλματα στην αρχική επιλογή, στην οδό και τη διάρκεια χορηγήσεως και ακατάλληλος συνδυασμός αντιβιοτικών. Εντοπίζεται πληθώρα αιτιολογιών εσφλαμένων χορηγήσεων αντιβιοτικών, που επηρεάζουν την λήψη αποφάσεως, όπως η ανασφάλεια των θεραπόντων, οι προσδοκίες των ασθενών, η επιθετική προώθηση της αγοράς αντιβιοτικών από τις φαρμακευτικές εταιρείες, η έλλειψη συμφωνημένων πρωτοκόλλων και οδηγιών από τους ιατρικούς φορείς αναφορικά με τη στρατηγική χρήσεως αντιβιοτικών, η επίοδραση πρόσφατων κλινικών δοκιμών,  αλλά κια σπανιότερα, έλλειψη επαρκούς γνώσεως περί των θεραπευτικών χειρισμών'
έλεγχος των λοιμώξεων   Εάν κάθε λοίμωξη αντιμετωπίζεται σύμφωνα με τους κανόνες της θεραπευτικής τέχνης;, η ανάπτυξη αντιστάσεων μπορεί να αποφευχθεί ή, τουλάχιστον, να επιβραδυνθεί. ΙΣτορικώς, έχουν προταθεί διάφροι τρόποιθ χορηγήσεως αντιβιοτικών υπό όρους αποφυγής αναπτύξεως αντιστάσεως. [α] Μια προσέγγιση είναι η χρησιμοποίηση ενός νέου ισχυρότερου αντιβιοτικού σε περιπτπώσεις όπου έχει επισημανθεί αντίσταση έναντι ενός παλαιότερου αντιβιοτικού. Εντούτοις, η υπερχρησιμοποίηση ή η ακατάλληλη χρήση των νέων αντιμικορβιακών παραγόντων οδηγεί σε ανάπτυξη αντιστάσεως προς το νέο παράγοντα. [β] Μια άλλη προσέγγιση είναι η συνέχιση χορηγήσεως του παλιότερου  αντιμικροβιακού παράγοντος, παρά τη διάθεση νέου και οιωνεί ισχυρότερου, ως πρώτης γραμμής εκλογής, σε μια προσπάθεια να διατηρηθεί η αποδοτικότητα του νέου φαρμάκου προς διάθεση σε περιπτώσεις λοιμώξεων από πολυανθεκτικά μικρόβια. Εν τούτοις, όσο η αντίσταση συνεχίζει να αυξάνεται στο παλαιότερα αντιβιοτικά, στο ίδιο βαθμό αυξάνονται οι δυσμενείς εκβάσεις και η αύξηση του κόστους νοσηλείας. Οι προσπάθειες να υπερκερασθεί η ανάπτυξη αντιστάσεων εκτείνονται από την αποδοχή κανόνων ορθής χρήσεως αντιβιοτικών την εφαρμογή αποδοτικού νοσοκομειακού προγράμματος ελέγχου λοιμώξεων, και επίταση της έρευνας στον τομέα της ανακαλύψεως νέων αντιμικροβιακών μορίων. Η επιβολή νόμων προκειμένου να περισταλεί η υπερκατανάλωση αντιβιοτικών μπορεί να απολήξει στον περιορισμό της χρήσεώς του στην κοινότητα. [γ] Μια εναλλακτική προσέγγιση είναι η χρήση συνδυασμών, αλλά το ενδιαφέρον έχει, πρόσφτα, επικεντωθείσ τη κυκλική χρήση των αντιβιοτικών και σε πολλές κλινικές δοκιμές έχει επισημανθεί η ωφελιμόττηητα από την τακτική αυτή, αν και επισημαίνεται ότι η μέθοδος μπορεί μόνο να εφαρμοστεί στη βάση συνεχών αντιμικροβιακών ελέγχων. Η κατάλληλη χρήση αντιβιοτικού είναι ένα αυτούσιο συστατικό στο πρόγραμμα περιορισμού της αντιστάσεως και της διασποράς ανθεκτικών στελεχών, σε κλινικές διατάξεις -ο εντοπισμός της κατάλληλης μεθόδου μπορεί να αποδιεκνύεται ιδιαίτερα δύσκολο εγχείρημα. Παρά την επίτευξη ομοφωνίας μεταξύ κυβερνητικών αρχών και επαγγελματικών οργανώσεων, σε πολλά Νοσοκομεία εκρεμεί το ζήτημα της εγκαθιδρύσεως πολιτικής περιορισμού των ανθεκτικών στελεχών και των μεθόδων ελέγχου της συνταγογραφήσεως αντιβιοτικών. Ο περιορισμός της διασποράς των ανθεκτικών παθογόνων σρα Νοσοκομεία περιλαμβάνει τον περιοπρισμό χρήσης τους και την υιοθέτηση κανόνων υγιεινής που να τηρούνται απαρέγκλητα. Η αλόγιστη χρήση των αντιμικροβιακών φαρμάκων για κάθε εμπύρετο νόσημα, ή για την προφύλαξη του ασθενούς από ενδεχόμενο κίνδυνο ευκαιριακής λοιμώξεως, είναι ο λόγος του παράοξου φαινόμενου που αντιμετωπίζουμε σήμερα, της διαθέσεως δηλαδή ευρυτάτης ποικιλίας νατιβιοτικών, τα περισσότερα των οποίων, εν τούτοις, είναι σε άλλοτε άλλο βαθμό, ανανεργή έναντι άλλοτε άλλων παθογόνων μικροοργανισμών. Χαρακτηριστικό παρ΄ςδειγμα, ο σταφυλόκοκκος, που ένω μερικά μόλις χρόνια προν ήταν ευαίσθητος ακόμη και στην πενικιλλίνη, ήδη έχει καταστεί ανθεκτικός σε μεγάλη ποικιλία αντιβιοτικών. Η ανθιεκτικότητα των gram αρνητικών κόκκων είναι επίσης, έναν άλλο δυσάρεστο παράδειγμα, του οποίοιυ η χώρα μας εμφανίζεται με ταξύ των πρώτων από τις αναπτυγμένες χώρες. Φαίνεται ότι η αύξηση της αντοχής βαίνει παράλληλα με την αύξηση της καταναλώσεως. Μετρήσεις έχουν δείξει ότι στη χώρα μας, τουλάχιστον οι κεφαλοσπορίνες, έχει σημειωθεί τεράστια κατανάλωση.
Έτσι, με την εντατική κατανάλωση ενός αντιβιοτικού παρατηρείται το (⇒) φαινόμενο της πιέσεως επιλογής, κατά το οποίο, βαθμιαία εξαφανίοζνται από την κοινότητα τα ευαίσθητα στελέχη ενός παθογόνου μικροοργανισμού και επικρατούν τα ανθεκτικά.
Στους λόγους της καταχρήσεως αντιβιοτικών συμπεριλαμβάνονται:
[α] η εδραιωμένη πεποίθηση του ασθενούς ότι ακόμη κια για το κοινό κρυολόγημα χρειάζεται αντιβίωση, που, όχι σπάνια, προμηθεύεται μόνος του, από ένα φαρμακείο.
[β] Τα φαρμακεία διαθέτουν ό,τι τους ζητήσει ο πελάτης τους, ακόμη και υπό έλεγχο αντιβιοτικά, και δεν συμμορφώνονται με τις αρχές χρήσεως αντιβιοτικών. Η Πολιτεία για λόγους διαχειρίσεως των συντεχνιών, αμελεί να ελέγχει τους Φαρμακοποιούς που αντικαθιστούν το θεραπευτικό με το φαρμακευτικό έργο.
[γ] η ιατροπεπιδημική πεποίθηση των ΙΑτρών ότι πρέπει να 'καλύπτουν ' τους ασθενείς τους για ενδεχόμενη μικροβιακή λοίμωξη στα πλαίσια θεραπείας για άλλη πάθηση.
τάξεις αντιβιοτικών φαρμάκων.
β-λακτάμες
. Συχνά παρατηρείται σύγχυση, αναφορικά με τις τάξεις των ανιβιοτικών ειδικότερα σε ό,τι αφορά τις β-λακτάμες. Αντιβιοτικό της τάξεως 
εγκυμοσύνη και χρήση αντιβιοτικών  |εγκυμοσύνη και χρήση αντιβιοτικών|