Κυάνωση

ΠΑΘΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ. Κυάνωση είναι η κυανή χροιά του δέρματος και των βλεννογόνων, που οφείλεται σε αυξημένη συγκέντρωση αναχθείσης αιμοσφαιρίνης|κεντρική κυάνωση|. Αν και μόνο 5g/ml αναχθείσης αιμοσφαιρίνης αρκούν, η συγκέντρωσή της για να παραχθεί κυάνωση ποικίλει ευρέως, από άτομο σε άτομο, όπως το πάχος του δέρματος και η χρώση του, το φως του περιβάλλοντος, και η μικροκυλκλοφορία του δέρματος. Η γλώσσα είναι κατάλληλο όργανο για την ευχερέστερη αναγνώριση κυανώσεως. Το λαβίο του αυτιού, οι επιπεφυκότες κι οι κοίτες των νυχιών είναι λιγότερο αξιόπιστες θέσεις για την αναγνώριση της κυανώσεως. .
Η παρουσία κυανώσεως, συνήθως, υποδηλώνει υποξία. Η κυάνωση μπορεί να είναι κεντρική ή περιφερική Η κεντρική κυάνωση είναι συνήθως το αποτέλεσμα αναχθείσης αιμοσφαιρίνης, ενώ η περιφερική κυάνωση, αποτέλεσμα περιορισμένης, περιφερικής κυκλοφορίας, που απολήγει σε μεγάλη απορρόφηση του οξυγόνου από τους περιφερικούς ιστούς ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ. Η αναγνώριση της κυανώσεως είναι κλινικό εύρημα |διαφορική διάγνωση|. 
========================
πίνακας 1. αίτια κυανώσεως
---------------------------------------------
Α. ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΥΑΝΩΣΗ
i. υποξαιμία
. μείωση του Fio2, υψόμετρο, υπαερισμός, διαταραχές V̇/Q̇. δεξιά προς αριστερά διαφυγή, καρδιοπάθειες, πνευμονική αρτηριοφλεβική επικοινωνία, πολλαπλές ενδοπνευμονικές εστίες διαφυγής.
ii παθολογική αιμοσφαιρίνη. μεθαιμοσφαιριναίμια, επίκτητη ή σύμφυτη. 
Η επίκτητη σουλφαιμοσφαιριναιμία, η καρβοαιμοσφαιριναιμία, ποιυ δεν αποτελεί αληθή κυάνωση, 
Η μειωμένη καρδιακή εξώθηση
τα ψυχρά άκρα,
η κακή διανομή του αίματος,
Η αρτηριακή ή φλεβική απόφραξη.
Β. ΠΕΡΙΦΕΡΙΚΗ ΚΥΑΝΩΣΗ
i. μειωμένη καρδιακή εξώθηση
κρύα άκρα,
παθολογική κατανομή αίματος
αρτηριακή ή φλεβική απόφραξη
========================

 

 Η εκτίμηση της παρουσίας ή του βαθμού της κυανώσεως εξαρτάται από τη χρωματική αντίληψη του εξεταστού, αλλά επηρεάζεται από το φως και το χρώμα του περιβάλλοντος και, κυρίως, το χρώμα του δέρματος του εξεταζομένου. Στους σκουρόχρωμους ασθενείς, η κυάνωση μπορεί να αποκαλυφθεί μόνο με επισκόπηση της κοίτης των νυχιών ή των βλεννογόνων. Έτσι, η έλλειψη κυανώσεως δεν αποκλείει την υποξία, αλλά η παρουσία της την επιβεβαιώνει.
Επί κλινικής υποψίας δεν υπάρχει αξιόπιστη μέθοδος εκτιμήσεως της οξυγονώσεως του αίματος, εκτός της λήψεως αρτηριακού δείγματος και την ανάλυση αερίων αρτηριακού αίματος, ΑΑΑΑ. Η πνευματική εγρήγορση, ο σφυγμός, ο τύπος αναπνοής, και πλήθος άλλων σημείων είναι αναξιόπιστοι δείκτες οξυγονώσεως. Οι ιατροί που ασκούσαν κλινική εργασία πριν την εποχή της ΑΑΑΑ έπρεπε να είχαν εκπαιδευτεί στη ”διαίσθηση” επί της οξυγονώσεως του ασθενούς τους. Με εξαίρεση την έκδηλη κυάνωση, η διαίσθηση τους οδηγούσε συχνότερα στη λάθος παρά στην ορθή εκτίμηση. Όπως δείχθηκε από τον Comroe (1947), ακόμη και η εκτίμηση της κυανώσεως είναι αναξιόπιστη, καθώς μεγάλο μέρος αυτής αλλοιώνεται από το χρώμα του ασθενούς, το διαθέσιμο φώς και την ποικιλότητα μεταξύ των παρατηρητών. Επίσης, καθως η κυάνωση δεν εμφανίζεται πριν αποκορεσθούν 5 gm Hb/100 ml αίματος, στα τριχοειδή του δέρματος, οι αναιμικοί ασθενείς μπορεί να μην φαίνονται ποτέ κυανωτικοί, ακόμη και εάν είναι βαρειά υποξαιμικοί.
Η παροχή Ο2 στους ιστούς εξαρτάται από την επαρκή συγκέντρωση της Hb (περιεκτικόττηα Ο2 στο αίμα) . επομένως, ιστική υποξία μπορεί να συμβεί ακόμη και με φυσιολογική ΡaO2, επί μειωμένης κυκλοφορίας. Η κυάνωση είναι το κλασικό σημείο της ιστικής υποξίας |κεντρική| κυάνωση|περιφερική κυάνωση|
ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ. Η ΑΑΑΑ θα επιβεβαιώσει την παρουσία υποξαιμίας κια βη με΄τρηση του Ht θα επιβεβαθώσει την ενδεχόμενη παρουσία αναιμίας, ή πολυκαιταραιμία, κι μια ακτινογραφία θώρακος κι ένα ΗΛΚΓ είναι, επίση,ς χρήσιμα διαφοροδιαγνωστικά εργαλεία. Η ψευδικυάνωσηπρέπει να νθεωρηθεί σε οποιονδήποτε ασυμπτωματικό ασθενή, αλλά είναι διάγνωση εξ αποκλεισμού. Οφείλεται σε υπέρχρωση το δέρματος που έχει λάβει χροιά, και οφείελται σε έκθεση βαρεών μετάλλων, όπως σίδηορ, χρυσό, μόλυβδο ή άργυρο ή διάφορα φάρμακα, όπως οι φαινοθειαζίδες, η μινοκυκλίνη, η αμιοδαρόνη, η χλωροκίνη. Η μεθαιμοσφαιριναιμία, η ανθρακυλοαιμοσφαιριναιμία, κια άλλες επίτκητες αιμοσφαιρινοπάθιες,, αν κια σπάνιες, μπορεί πρέπει να θεωρηθούν σε διάφορες κλινικές καταστάσεις. η μεθαιμοσφαιρινοπάθειες κάνουν το αίμα να φαίνεται σκολτόχρουν που δεν μετατρέπεται σε ερυθρό όταν εκτίθεται στον αέρα. Στην ανθρακυλοαιμοσφαιρνοπάθεια, το αίμα προσλαμβ'άνει χροιά ροδαλή-ωχρή, Είναι σημαντικό να αναγνωρίζονται τα αίτια αυτά κυανώσεως, επειδή θεραπεύονται ευχερώς και ταχέως.
βιβλιογραφία
1. Scano G, Ambrosion N: Pathophysiology of dyspnea. Lung 180:131, 2002.
2. Sharma OP: Symptoms and signs in pulmonary medicine: Old observations and new interpretations. Dis Mon 41:577, 1995.
3. American Thoracic Society: Dyspnea. Mechanism, assess- ment and management: A consensus statement. Am J Respir Care Med 159:321, 1999.
4. Morgan WC, Hodge HL: Diagnostic evaluation of dyspnea. Am Fam Physician 15:711, 1998.
5. McCullough PA, Nowak RM, McCord J, et al: B-type natri- uretic peptide and clinical judgment in emergency diagnosis of heart failure: Analysis from Breathing Not Properly (BNP) Multinational Study. Circulation 106:416, 2002.
6. Thomas JR, von Gunten CF: Clinical management of dysp- nea. Lancet Oncol 3:223, 2002.
7. Usen S, Webert M: Clinical signs of hypoxemia in children with acute lower respiratory infection: Indicators for oxygen therapy. Int J Tuberc Lung Dis 5:505, 2001.
8. Pasterknap H, Kraman SS, Wodicka GR: Respiratory sounds: Advances beyond the stethoscope. Am J Respir Crit Care Med 156:974, 1997.