περιεχόμενα | εισαγωγή|διαμονή σε υψόμετρο |φυσιολογία του υψομέτρου|εγκλιματισμός σε υψόμετρο| παθήσεις σχετιζόμενες με υψόμερο| --οξεία νόσος των ορέων| χρόνια νόσος των ορέων|υποξεία νόσος των ορέων| πνευμονικό οίδημα υψομέτρου| εγκεφαλικό οίδημα υψομέτρου|οξεία νόσος των ορέων | υποξεία νόσος των ορέων | χρόνια νόσος των ορέων | πνευμονικό οίδημα υψομέτρου | εγκεφαλικό οίδημα υψομέτρου | αιμορραγία αμφιβληστροειδούς |περιοδική αναπνοή|| αιμορραγία αμφιβληστροειδούς|περιοδική αναπνοή εξ υψομέτρου
οξεία πάθηση των ορέων, προκαλεί κεφαλαλγία, εξάντληση, αϋπνία και ανορεξία, αλλά, γενικά, είναι αυτοϊώμενη παθήση που υποχωρεί σε 2-3 ημέρες. [β] Το πνευμονικό οίδημα εξ υψομέτρου, είναι πολύ σοβαρότερη κατάσταση που χαρακτηρίζεται από σοβαρή δύσπνοια,, που μπορεί να απολήξει στην αποβολή, με το βήχα, αφρώδους αιματηρού υγρού. [γ] Η πνευμονική υπέρταση, η οποία συμβαίνει επί παραμονής σε υψόμετρο, λόγω της διαρκούς κυψελιδικής υποξίας, η οποία καταστρέφει μερικά τριχοειδή, πάθηση γνωστή και ως 'ανεπάρκεια τάσεως'. το εγλεφαλικό οίδημα εξ υψομέτρου είναι ασυνήθης, αλλά συχνά θανατηφόρος παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται με σύγχυση, αταξία, και, ενδεχομένως, κώμμα. Οι μόνομοι κάτοικοι σε υψόμετρα, σποραδικά, αναπτύσσουν χρόνια νόσο των ορέων, που χαρακτηρίζεται από σοβαρή πολυκυτταραιμία, και μια πλειάδα νευρολογικών συμπτωμάτων.
νόσος των ορέων
οξεία νόσος των ορέων
Η πάθηση αυτή προσβάλλει άτομα κατά την ανάβασή τους από το επίπεδο της θάλασσας σε υψόμετρο μεγαλύτερα των 2000 m, αλλά συνηθέστερα >3000m. Δεν ε΄χει συμφωνηθεί ακριβής ορισμός του συνδρόμου της οξείας νόσου των ορέων, αλλά περιλαμβάνει διάφορα συμπτώματα, που προέρχονται από την υποξαιμία.
Το συχνότερο σύμπτωμα είναι η κεφαλαλγία, ζάλη, η δύσπνοια, η εξάντληση, η αϋπνία, η ανορεξία και, σπανιότερα, η ναυτία. Συνήθως, τα συμπτώματα άρχονται 2-3 ώρες μετά τηνα νάβαση, και συχνά η πρώτη νύκτα είναι δυσάρεστη. Η κατάσταση υποστρέφεται και μετά παρέλευση 2-3 ημερών τα συμπτώματα εξαφανίζονται, εκτός, ίσως, από την αϋπνία. Η οξεία νόσος των ορέων υποστρέφεται ευχερώς, μετά την επσιτροφή στο επίπεδο της θάλασσας. Ο καλύτερος τρόπος μειώσεως της επιπτώσεως της νόσου των ορέων είναι η σταδιακή ανάβαση, κατά περίπου 300 m την ημέρα και η ανάπαυση κάθε 2-3 ημέρες αναβάσεως. Εν τούτοις, πολλά άτομα είναι ικανά για ταχύτερες αναβάσεις. Ένα από τα χαρακτηριστικά της νόσου είναι ότι ακόμη κια ια σύντομη ανάβαση μειώνει την επίπτωση της νόσου.
Η αιτιολογία της παθήσεως δεν έχειδιευκρινισθεί ενετελώς, αλλά στους εισφέροντες παράγοντες εντάσσεται η υποξία, ως ο πλέον αναπόφευτκος παράγοντας και ένα ήπιο εγκεφαλικό οίδημα, που αναπτύσσεται στις περιπτώσεις αυτές. Επισης, το κρύο, οι άνεμοι και η αυξημένη έκθεση στην ηλιακή ακτινονοβολία, παράγοντες δηλαδή έναντι των οποίων μπορούν να ληφθούν επαρκή μέτρα προστασίας, φαίνεται ότι, ίσως, εισφέρουν συμπηρωματικά. Μερικοί πιστεύουν όιτι η αναπνευστική αλκάλωση, επότοκη του υπεραερισμού, μπορεί εν μέρει να είναι υπεύθυνη των συμπτωμάτων, ιδιαίτερα εφόσον αυτά, όπως είναι γνωστό, υφίενται 2-3 ημέρες αργότερα, όταν και η αναπνευστική αλκάλωση αντιρροπιστεί από τους νεφρούς.
Η παθοφυσιολογία του συνδρόμου έχει, εν μέρει, κατανοηθεί κι εξηγηθούν μερικά από τα συμπτώματα και σημεία, τα οποία, εν γένει εμπίπτουν σε δύο κατηγορίες:
[α] ελάσσονα: κόπωση, ''άδειο κεφάλι", αιμωδίες των άκρων, ναυτία, έμετοι, ανορεξία, κεφαλαλγία, αϋπνία, διαταραχές ύπνου, περιοδική αναπνοή. Τa συμπτωωματα αυτά είναι συνήθη, αναφύονται 6-12 ώρες μετά την ανάβαση, σε υψόμετρο 2400-3400 m, ταχείας αναβάσεως, όπου η βαρομετρική πίεση είναι 70 Kpa, η πίεση εισπνεόμενου αέρα 14.5 Kpa και μεσος κορεσμός, κατά την άιξη 89-90%. Τα περισσότερα από τα συμπτώματα αυτά οφείλονται στην υποκαπνική αναπνευσιτκή αλκάλωση και λύονται, μόλις οι νεφροί αρχίζουν να αντιρροπούν, με κατακράτηση [Η+] και απέκριση [HCO3-], επιστρέφοντας το pH προς το φυσιολογικό. Η αντιρρόπιση οδηγεί σε περαιτέρω υπεραερισμό, και την αύξηση του SaO2, που διευλκολύνει τη λύση των συμπτωμάτων που οφείλονται στηη υποξαιμία. Γο 'σενάριο' αυτό τείνει να είνια πλέον έκδηλο σε εκείνους με αυξημένη ευαισθησία στην υποξία (δηλαδή εκείνους που, στο επίπεδο της θάλασσας εμφανίζουν μεγαλύερη υποκαπνία κια αλκάλωση). Σημειώνεται, εν τούτοις, ότι τα συμπτώματα αυτά μπορεί να αποτελούν προειδοποίηση της εισβολής των μειζόνων συμπτωμάτων.
[β] μείζονα: οφείλονται στην υποξαιμία. και είναι σοβαρότερα, μπορούν να αναπτυχθούν ταχέως, και είναι συχνόερα σε εκείνους μεχαμηλότερη υποξική αγωγή.
Έχει επισημανθεί ένα γενετικό στοιχείο που συνδέεται με το γονίδιο ACE. Επί πνευμονικού οιδήματος υψομέτρου η υποξία οφείλεται σε ανομοιογενή πνευμονική αγγειοσύσπαση, αύξηση της πνευμονικής αρτηριακής πιέσεως, όπου μερικά πνευμονικά τριχοειδή δεν προστατεύονται και λαμβάνουν μεγάλη αναλογία της αυξήσεως της πιέσεως, οπότε σχηματίζουν ρωγμές, μέσω των οποίων διαρρέει στις κυψελίδες, πνευμονικό οίδημα, κια τριχοειδική βλάβη, που απολήγερι σε κυψελιδική αιμορραγία. από την οποία παράγεται κλινικά εμφανής συνδρομή, με δύσπνοια, βήχα, κυάνωση, αιματοβαφή πτύελα, και τρίζοντες.
Το εγκεφαλικό οίδημα μπορεί να είναι απότοκο αυξημένης εγκεφαλικής αιματικής ροής ή αυξημένης διαπερατότητας των τριχοειδών του εγεφάλου. -αποτέλεσμα της υποξίας. Ακόμη και το ελάχιστης παραγωγής εγκεφαλικό οίδημα μπορεί να είναι πρόξενος σημπτωμάτων, επειδή συνεπάγεται μεγάλη αύξηση της πιέσεως, λόγω του άκαμπτου του κρανίου. Σημειώνεται ότι στον εγκέφαλο επικρατούν αντιτιθέμενες δυνάμεις: μια τάση εγκεφαλικής αγγειοδιαστολής, λόγω της αρτηριακής υποξίας και μια τάση αγγειοσπάσμου, λόγω της υποκαπνίας. Εκδηλώνεται με αταξία, (πρώτο σύμπτωμα), σύγχυση, αποπροσανατολισμός, μεταβολές της συμπεριφοράς, σοβαρή κεφαλαλγίαμείωση του επιππέδου συνειδήσεως, οίδημα θηκής.Τόσο το πνευμονικό, όσο κια το εγκεφαλικό οίδημα υψομέτρου μπορεί να είναι θανατηφόρα.
Η νόσος των ορέων, στις περισσότερες των περιπτώσεων, δεν φαίνεται ότι απαιτεί θεραπεία, αν και η κεφαλαλγία φαίνεται να απαντά στην ασπιρίνη, ακεταμινοφαίνη ή ιμπουπροφαίνη. Η επίπτωσή της μπορεί να μειωθεί με τη λήψη ακεταζολαμίδης, ενός αναστολέως της καρβονικής ανυδράσης, σε δόση 250 mg Χ1 ή 2 Η. Μερικοί συνιστούν βραδυνή λήψη 125 mg, για τη μείωση του περιοδικού ύπνου. Ο τρόπος δράσεώς της είναι, προφανώς, η πρόκληση μεταβολικής οξεώσεως, που διεγείρει τον αερισμό. Το φάρμακο δεν στερείται περενεργειών, εν τούτοις, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται, παραισθησίες των δακτύλων των χεριών και των ποδιών., διούρηση, και δυσάρεστη γεύση. Η ακεταζολαμόδη είναι σουλφοναμίδη και, επομένως, μερικοί μποεί να εμφανίσουν εκδηλώσεις υπρευασιθησίας. Μια άλλη επιλογή ρίναι η χορήγηση δεξαμεθαζόνης, προς ανακούφιση από τα συμπτώματα της νόσου των ορέων,σε δόση 2mg/6-8 ώρες, αλλά δεν φαίνεται ότι έχει τα ίδια αποτελέσματα, όπως η ακεταζολαμίδη.
υποξεία νόσος των ορέων
Ο όρος είναι συγχυτικός και, ήδη καταβάλοονται προσπάθειες προσαρμογής του. Αναφέρεται σε δύο ξεχωριστές καταστάσεις.
[α] Η μια προσβάλλει νεαρούς ενήλικες που διαβιούν για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε ιδιαίτερα μεγάλα υψόμετρα. Το αντιπροσωπευτικότερο απραδειγμα είναι οι Ινδοί στρατιώτες που διμένουν σε υψόμετρο 6000 m για αρκετοπυς μήνες. Η πάθηση εκδηλώνεται με δύσπνοια και εξαρτώμενο από τη βαρύτητα οίδημα, που συνοδεύεται από βήχα, ακόμη και από στηθάγχη πρσοπάθειας. Κατά την εξέταση εμφανίζουν σημεία δεξιάς καρδιακής υπερτροφίας, και η κατάσταση θεωρείται ότι οφείλεται στη δεξιά καρδιακή ανεπάρκεια, ως αποτέλεσαμ της σοβαρής πνευμονικής υπερτάσεως, από μακρού χρονολογουμένης. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι οι αγελάδες που τρέφοντσι σε μεγάλα υψόμετρα αναπτύσσουν μια παρόμοια κατάσταση, γνωστή ως νόςο Brisket, που ονομάζεται έτσι, επειδή το οίδημα είναι εμφανές στους μαλακούς ιστους του λαιμού.
[β] η άλλη ομάδα ασθενών με υποξελια νλοσο των ορεών είναι νήπια, που διαβιούν σε μεγάλα υψόμετρα και αναπτύσσουν σοβαρό σλύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας, κυάνωση, και συμοφρητική καρδιακή ανεπάρκεια. Είναι πάλι ενδιαφέρον να τονιστεί, ότι στο Θιβέτ, σπάνια, τα νήπια προσβάλλονται από υποξεία κορφή νόσου των ορεών. Και στην δεύτερη περίπτωση, ο υποκείμενος παθογενετικός παρα΄γοντας θεωρείται η δεξιά καρδιακή ανεπάρκεια, ως αποτέλεσαμ σοβαρής πνευμονικής υπερτάσεως.χρόνια νόσος των ορέων
Η παθολογική αυτή κατάσταση προσβάλλει μόνιμους κατοίκους περιοχών σε μεγάλα υψόμετρα. Η κατάσταση χαρακτηρίζεται από πολυκυτταραιμία, με πολύ υψηλό αιματοκρίτη, που πλησιάζει την τιμή του 70-80%, κυάνωση και νευρολογικά συμπτώματα όπως η κεφαλαλγία, η εξάνλτηση, η αϋπνία, και οι μεταβολές της διαθέσεως.
Η θεραπεία είναι δυσχερής. Οι ασθενείς βελτιώνονται, με την κάθοδό τους σε χαμηλότερο υψόμετρο, αν ξαι αυτό δεν είναι πάντα εφικτό, για οικονομικούς λόγους. Η θεραπευτική φλεβοτομία επιφέρει προσωρινή ανακούφιση αλλά η πολυκυτταραιμία επιστρέφει. Μέτρια βελτίωση επιτυγχάνεται με διεγερτικά της αναπνοής, όπως η οξεική μεδροξυπφογεσγερόνη, ενόψει του γεγονός ότι μερικοί ορεσίβιοι αναπτύσσουνυποαερισμό. Αξίζει να σημειωθεί μια ενδιαφέρουσα διακύμανση, καθώς ενώ στις Άνδεις είναι σχετικά συχνή, στο Θιβέτ είναι σπάνια. Μερικοί γενετιστές το αποδίδουν στην καλύφερη γενετική προσαρμογή στου Θιβετιανούς (>10 χιλιάδες χρόνια), παρ΄ό,τι τους ορεσίβιους που διαβιούν στις Άνδεις.
πνευμονικό οίδημα εξ υψομέτρου
Ενώ η νόσος των ορέων είναι -στο πλείστον των περιπτώσεων-αυτοϊάσιμη, το πνευμονικό οίδημα υψομέτρου είναι σοβαρή κατάσταση, δυνητικά θανατηφόρα, που η επίπτωσή της (:1-2%) εξαρτάται από το ρυθμό αναβάσεως. Εάν, όμως, η ταχύττηα αναβάσεως αυξηθεί, ανάλογα αυξάνεται και η επίπτωση του πνευμονικού οιδήματος υψομέτρου, μέχρι 10%. Η κατάσταση εκδηλώνεται, τυπικά, 1-2 ημέρες μετά την ανάβαση, αλλά εάν δεν εκδηλωθεί, την πρώτη εβδομάδα, συνήθως ματαιώνεται, οριστικά, εκτός εάν το άτομο προχωρήσε σε μεγαλύτερο ύψος. Μια μορφή πνευμονικού οιδήματος εξ υψομέτρου αναγνωρίζεται σε μόνιμους κάτοικους υψομέτρων, που ταξιδεύουν, προσωρινά, σε χαμηλότερα υψόμετρα, μια κατάσταση γνωστή ως $ ανάδρομο πνευμονικό οίδημα εξ υψομέτρου (:reascent high-altitude pulmonary edema).Η αναγνώριση των υποψηφίων να προσβληθούν δεν είναι ευχερής, αλλά εκείνοι που είχαν ένα επεισόδιο στο παρελθόν, οι πάσχοντες από λοίμωξη των ανώτερων αναπνευστικών οδών και όσοι έχουν ήδη εμφανίσει συμπτώματα νόσου των ορέων είναι επηρρεπέστεροι να υποστούν επεισόδιο πνευμονικού οιδήματος εξ υψομέτρου (&, &).
πίνακας 1. παθοφυσιολογικές μεταβολές επί υψομέτρου υψόμετρο, m<
μεταβολές | |
1500-2500 | αύξηση αερισμού, |
2500-3500 | νόσος των ορέων (: κεφσλαλγία, κόπωση, πολυκυταιμία, αύξηση της πυκνότητας των τριχοειδών σε μερικούς ιστούς |
|
Aπό τα σημαντικότερα συμπτώματα, η ταχύπνοια, η ταχυκαρδία, η δύσπνοια, η ορθόπνοια, ο βήχας (ξηρός, αρχικά, ακολουθείται από παραγωγικό, με αποβολή αφρώδους/αιματηρού υγρού) και η μείωση της αντοχής στην άσκηση. Μπορεί να αναγνωρισθεί χαμηλός πυρετός, ενώ εντοπίζονται μη μουσικοί ήχοι στι βάσεις των πνευμόνων. Μερικές φορές ο ασθενής έχει τη συνείδηση της πλημμυρίσεως των πνευμόνων του με υγρό, λόγω της θορυβώδους αναπνοής.
Η παθογένεια της παθήσεως απετέλεσε έντονο ερευνητικό προβληματισμό, καθώς η αριστερή καρδιακή ανεπάρκεια μποφεί να αποκλεισθεί, επειδή ο καρδιακός καθετηριασμός αποβαίνει αρνητικός (φυσιολογική πίεση ενσφηνώσεως). Αναγνωρίζεται σημαντική πνευμονική υπέρταση, της οποία η παθογένεια, γενικά, έχει ως εξής: Οι επιρρεπείς τείνουν να εμφανίζουν δραστική αντανακλαστική υποξική πνευμονική αγγειοσύσπαση και συνήθως ιδιαίτερα υψηλή πνευμονική, αρτηριακή πίεση, πριν την εγκατάσταση του πνευμονικού οιδήματος. Η συστολική πίεση της πνευμονικής αρτηρίας εμφανίζεται ιδιαίτερα υψηλή, 144 mmHg (συήθως 60-80, με φυσιολογική τιμή 20 mmHg). Η άσκηση σε μεγάλο υψόμετρο θεωρείται δοκιμασία προκλήσεως, επειδή αυξάνει την πνευμονική αρτηριακή πίεση. Η χορήγηση αγγειοδιαστασλτικών φαρμάκων, όπως η νιφεδιπίνη, είναι χρήσιμη, τόσο για την νπρόληψη, όσο και για τη θεραπεία της πνευμονικής υπερτάσεως.
Από τον έλεγχο του βρογχοκυψελιδικού εκπλύματος, δαπιστώνεται ότι το κυψελιδικό υγρό εμπλουτίζεται από μεγαλομοριακές πρωτεΐνες, και κύτταρα και, επομένως, το παραγόμενο πνευμονικό οίδημα είναι τύπου αυξημένης διαπερατότητας. Το κυψελιδικό υρός, επίσης, περιέχει δείκτες της φλεγμονής (1-2 ημέρες μετά την εγκατάσταση του πνευμονικού οιδήματος και όχι από την πρώτη εγκατάστασή του). Αναγνωρίζονται διαταραχές της πηκτικόττηας του αίματος, και, αργότερα, στη διαδορμή της παθήσεως, διαπιστώνοντσαι ευρήματα ενεργοποιήσεως των αιμοπεταλίων. Η απουσαί φλεγμονώδους αντιδράσεως, θέει την υπόνοια μηχανικής βλάβης.
Η παθογενετική ερμηνεία βασίζεται στην παρουσία ανομοιογενούς πνευμονικής αγγειοσυσπάσεως, που απολήγει σε αύξηση των πνευμονικών πιέσεων. Είναι, γενικά, γνωστό, ότι η κατανομή λείων μυικών ινών των πνευμονικών τριχοειδών στους υγιείς ενήλικες έχει χαρακτηριστικά ανομοιογένειας, με αποτέλεσμα την αδυναμια προκλήσεως αγγειοσυσπάσεως στα μικρά αυτά πνευμονικά αγγεία ή η παραγόμενη αγγειοσύσπααη είναι πολύ ασθενής, ώστε να προακλέσουν μεγάλες αντιστάσεις και ικανή αύξηση της πιέσεως.. Η μεγάλη πίεση σε μερικά πνευμονικά τριχοειδή σημαίνει ότι η τάση που δέχονται τα αγγεία αυτά είναι ιδιαίτερα μεγάλη, ώστε τα αγγεία αυτά υφίστανται υπερδομικές μεταβολές. Οι τάσεις είναι ιδιαίτερα μεγάλες επειδή ο κυψελιδοαιματικός φραγμός είναι ιδίατερα λεπτός, καθώς το πάχος του δεν υποερβαίνει το 0.2-0.4 μm. Ενόσω η τάση είναι αντιστρόφως ανάλογη του πάχους του τοιχώματος, είναι αντιληπτός ο τρόπος με τον οποίο η ανάδρομη πίεση στα τριχοειδή καθίσταται ιδιαίτερα μεγάλη.
Όπως έχει δειχθεί σε πειραματικές διατάξεις, οι υπερδομικές μεταβολές στα πνευμονικά τριχοειδή, επί πνευμονικού οιδήματος εξ υψομέτρου, παρατηρούνται όταν οι πιέσεις αυξηθούν σημαντικά, αν και δεν χρειάζεται να λάβουν μέτρο, όπως εκείνο που απαντάται επί πνευμονικού οιδήματος εξ υψομέτρου. Στις υπερδομικλες μεταβολές περιλαμβάνονται: [α] διάσπαση του ενδοθηλιακού χιτώνος των αγγείων, [β] διάσπαση του εποθηλιακού ιχτώνος των κυψλιδικών τιχωμάτων, και, [γ] σε μερικές περιπτώσεις, όλων των χιτώνων του τοιχώματος. Αποτέλεσμα των μεταβολών αυτών είναι η διαρροή πλούσιου σε πρωτεΐνες -μεγάλου μοριακού βάρους- υγρού στο διάμεσο και κυψελιδικό χώρο. Επιπλέον, η έκθεση της βασικής μεμβράνης των ενδοθηλίων προκαλεί προσκόλληση των αιμοπεταλίων, που μπορεί να ευθύνεται για τις διαταραχές πηκτικότητας και των φλεγμονωδών αντιδράσεων, που παρατηρούνται στην εξέλιξη της καταστάσεως. Η βλάβη στα τρχοειδή ονομάζεται 'stress failure (: ανεπάρκεια τάσεως), επειδή είναι απότοκες δράσεως πολύ υψηλών πιέσεων στο τοίχωμά τους. Η αλληλουχία των παθογενετικών μεταβολών φαίνεται στο σχήμα 1.
Όπως το πνευμονικό οίδημα αναπτύσσεται συνήθως 2-4 ημέρες μετά την ανάβαση ή ματαιώνεται οριστικά. Η ενδεχόμενη ματαίωση αποδίδεται στην προηγηθείσα ιστική -αρτηριακή- αναδιαμόρφωση, που έλαβε χώρα, επ΄ αφορμή προεγενέστερης εκθέσεως σε υψόμετρο, όπως έχει δχιεθεί σε πειραματικές διατάξεις, επί ζώων εκτεθέντων σε συνθήκες κυψελιδικής υποξίας. Η ισιτική αναδιαμόρφση προκαλεί αύξηση των λείων μυικών ινών των μικρών πνευμονικών αρτηριολίων, που αποτελεί προσαρμοστικό μηχανισμό, διότι άλλως, τα πνευμονικά αγγεία θα τελούσαν υπό μεγάλο κίνδυνο. Μια σχετική εξήγηση δίνεται με αναφορά στο φαινόμενο του ανάδρομου πνευμονικού οιδήματος, που αναφέρθηκε ενωρίτερα. Στην περίπτωση αυτή, η αφθονία της μυικής μάζας στα μικρά πνευμονικά αρτηριόλια στους κατοίκους σε μεγάλα υψόμετρα υφίστανται υποστροφή, κατά την κατάβαση σε χαμηλόερα ύψόμετρα, γεγονός που τα καθιστά επηρρεπή για πνευμονικό οίδημα, στην νέα ανάβαση.
Οι παθογενετικοι μηχανισμοί που παρουσάστηκαν παραπάνω, είναι συμβατοί με την αναχαίτιση και τη θερσαπεία της καταστάσεως. ΟΙ αναβάτες πρέπει να ανέφρχονται το υψόμεγρο σταδιακά, ώστε να παρέχουν χρόνο προσαρμογής του πνευμονικού αγγειακού τους δικτύου, ενώ πρέπει να αποφεύγοντσι οι ακραίες σωματικές ακσήσεις ιδιαίτερα, αμέσως μετά την ανάβαση, καθώς αποτελούν παράγοντα κινδύνου αυξλήσεως της πνευμονικής πιέσεως. Τα αγγειοδιασταλτικά των πνευμονικών αγγείων, όπως οι αναστολείς διαύλων ασβεστίου, όπως η νιφεδιπίνη, χορηγούμενη προφυλακτικά, μειώνει την επίπτωση του πνευμονικού οιδήματος υψομέτρου. Η νιφεδιπίνη αίρει τα συμπτώματα, σε δόση, περίπου 20 mg της μορφής της βραδείας αποδεσμεύσεως, Χ3-4 Η. Άλλοι αγγειοδιασταλτικοί παράγοντες, όπως το νιτρικό οξύ, Η χορήγηση οξυγόνου αποσκοπεί στην άρση της κυψελιδικήςνυποξίας, που αποτελεί τον πυροδοτικό αίτιο της παθολογικής καταστάσεως. Η καλύτερη θεραπεία, ασφαλώς, είναι η αποφυγή εκθέσεως σε υψόμετρο και η απομάκρυνση από το υπεύθυνο περιβάλλον, όσο το δυνατό συντομότερα.
Η προφυλακτική χορήγηση νιφεδιπίνης αναστέλλει την εκσημασμένη πνευμονική υπέρταση των επιρρεπών στο οίδημα υψομέτρου. κι έτσι προφυλάσσει από την ανάπτυξή του.
Κυψελιδικό οίδημα εξ υψομέτρου. Ο μηχανισμός με τον οποίο αναπτύσσεται πνευμονικό οίδημα σε άτομα που αναρριχώνται σε μεγάλα υψόμετρα κατανοούνται καλύτερα, προοδευτικά και., φαίνεται ότι εμπλέκονται τόσο υδροστατικές δυνάμεις, όσο και παράγοντες διαπερατότητας. Η υποκείμενη διαταρχή στα άτομα που είναι επηρρεπείς να αναπτύξουν πνευμονικό οίδημα εξ υψομέτρου και βιώνουν επανειλημμένα επεισόδια με επαναλαμβανόμενες εκθέσεις είναι η απότομη αύξηση της πνευμονικής αρτηριακής πιέσεως σε απάντηση στην υποξία, που αυξάνεται περαιτέρω με την άσκηση. Τα επηρρεπή άτομα μπορεί να βιώνουν μόνο περιορισμένη αύξηση της πνευμονικής πίεσεως,σε απάντηση ασκήσεως στο απίπεδο της θάλασσας, αλλά σε απάντηση του υπξιαμικού ερεθίσματος εξ υψομέτρου, εμφανίζουν Χ3 ή Χ4 υψηλότερη Ppa από εκείνη που εμφανίζουν οι μάρτυρες. Σε υψόμετρο, >3000m η Ppa μπορεί να ανέλθει απότομα, σε απάντηση στην κυψελιδική υποξία, κια να αυξηθεί ακόμη περισσότερο με την άσκηση, που είναι συνήθης, σε δραστηριότητες αναρριχήσεως. Συμπτωματικό πνευμονικό οίδημα αναπτύσσεται σε δια΄στημα πλέον του 24ώρου, ή σε διάστημα λίγων ημερών, αλλά σπάνια εμφανίζεται μετά την 5η ημέρα. Έχει πραγματοποιηθεί περιορισμένος αριθμός εξετάσεων σε συνθήκες υψομέτρου, από τις οποίες προκύπτει σημαντική αύξηση της συστολικής πνευμονιικής αρτηριακή πιέσεως σε επίπεδο 80-100 mmHg, αλλά συνήθως, φυσιολογική πίεση πνευμονικής αρτηριακής συγκλείσεως. Παρ΄όλο ότι αναφαίνονται υψηλές υδροστατικές πιέσεις, δεν πρόκειται για τυπικού καρδιογενούς πνευμονικού οιδήματος, με αύξηση της πιέσεως στον αριστερό κόλπο, που αντανακλάται στο πνευμονικό αγγειακό δίκτυο. Η θέση της υποξικής πνευμονικής αγγειοσύσπάσεως είναι στις μικρές πνευμονικές αρτηρίες και τα αρτηριόλια, παρ΄όλο ότι ανανγνωρίζεται, επιπλέον, βαθμός φλεβοσυσπάσεως. που θα μπορούσε να εισφέρει στην αύξηση της πιέσεως στο επίπεδο των τριχοειδών. Μπορεί να υπαρχει ετερογένεια στην κατανομή των αντιστάσεων με την οποία το αίμα εκτρέπεται σε αρτηριόλια χαμηλής αντιστάσεως αυξάνοντας την τοπική πίεση στην μικροαγγείωση, ικανής να προκαλέσει εμβαλωματικές θέσεις πνευμονικού οιδήματος, που φαίνεται τυπικά, στις ακτινογραφίες, ατόμων με πνευμονικό οίδημα εξ υψομέτρου. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι αναρριχητές με πνευμονικό οίδημα εξ υψομέτρου, που υποβλήθηκαν σε BAL, έδειξαν πλούσιο σε πρωτεΐνες βρογχοκυψελιδικό έκπλυμα, που είναι συμβατό με αύξηση της διαπερατότητας, αλλά και ερυθροκύτταρα, που αποδεικνύουν περαιτέρω απώλεια της λειτουργίας στεγανότητας των μικραγγείων. Επειδή, όμως δεν αναγνωρίστηκαν πολυμορφοπύρηνα ή βιοδείκτες της φλεγμονής, παρά σε πολύ μικρές ποσότητες, και εμφανίζονται αργότερα στην πορεία της παθήσεως, φαίνεται ότι το οίδημα εξ υψομέτρου δεν είναι φλεγμονώδους αιτιολογίας αύξηση της διαπερατότητας. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί με αύξηση της υδροστατικής τάσεως στους πόρους ή, σε πειρσσότερο σοβαρές περιπτώσεις, με την ρήξη των επιθηλιακών, ενδοθηλιακών χιτώνων ή της βασικής μεμβράνης, όπως έχει δειχθεί σε πειραματικές διατάξεις. Παρ΄όλο ότι οι κυτταρικοί μηχανισμοί, ως υπεύθυνοι της αγγειακής αποκρίσεως δέ έχουν, ακόμη πλήρως κατανοηθεί, έχει, ήδη συντεθεί ένα ενδιαφέρον παθογενετικό σενάριο, αναφορικά με την παθοφυσιολογία του πνευμονικού οιδήματος εξ υψομέτρου.
εγκεφαλικό οίδημα εξ υψομέτρου
Πρόκειται για σπάνια, αλλά συχνά θανατηφόρο συνέπεια εκθέσεως σε υψόμετρο. Συνήθως συνοδεύει την νόσο των ορέων, με επίποτωση 1-2% των ατόμων που εκτίθενται σε υψόμετρα 4500 m και πλέον, και πολλοί πιστεύουν ότι πρόκειται για την κατάληξη των απότοκων υψομέτρου παθολογικών εκτροπών. Ως πρώτη εκδήλωση είνια η κεφαλαλγία, που παριστά σύμπτωμα και της νόσου των ορέων. Η αταξία ή διανοητική σύγχυση και οι μετανολές της συναισθηματικής καταστάσεως αποτελούν ενείξεις προσβολής. Τελικά, οι ασθενείς περιπέφτουν σε κωματώδη κατάσταση, την οποία ακολουθεί ο θάναοτς. Κατά τη φυσική εξέταση αναγνωρίζεται αταξία, οίδημα θηλής, και εστιακά νευρολογικά συμπτώματα που αφορούν τα κρανιακά νεύρα. Σποραδικά, περιγράφεται ημιπάρεση.
Η παθογένεια του εγκεφαλικού οιδήματος εξ υψομέτρου έχει τύχει εντστικής έρευνας, με πτωχά, μέχρι τώρα, αποτελέσματα, εκτός από το εύρημα του εγκεφαλικού οιδήματος, με οιδηματικές και αποπλατυσμένες έλικες, κατά τη νεκροψία. Από τον έλεγχο μέσω MRI, αναγνωρίοζνται σημεία Τ2, στη λευκή ουσία, συμβατά με πνευμονικό οίδημα. Δεν είναι γνωστά τα αίτια προκλήσεως του εγκεφαλικιού οιδήματος, αν και η αύξηση της αιματικής ροής μπορεί να είναι γενεσιουργός παράγοντας. Όπως αναφέρθηκε προηγούμενα, αναγνωρίζεται εκτεταμένη εγκεφαλική και αμφιβληστροειδική αγγειοδιαστολή και αύξηση της αγγειακής διαπερατότητας του αιματοεγκεφαλικού φραγμού, απότοκη της αρτηριακής υποξαιμίας, ως αποτέλεσμα αναβάσεως, ιδίως, ταχείας, χωρίς χρόνο προσαρμογής, σε μεγάλα υψόμετρα. Είναι, επίσης πιθανό, ότι υπεισέρχεται αύξηση της διαπερατόττηας, του αιματεγκεφαλικού φραγμού.
Η καλύτερη αντιμετώπιση είναι η απομάκρυνση του ασθενούς, το συντομότερο δυνατό, από το μεγάλο υψόμετρο. Το μέτρο αυτό, από κοινού με την χορήγηση οξυγόνου, στις περισσότερες των περιπτώσεων, είναι ικανό να επιφέρει βελτίωση της καταστάσεως. Η δεξαμεθαζόνη είναι, επίσης, ανεκτίμητη, σε δόση αρχικά 8 mg που ακολουθείται από 4 mg Χ4 Η. Μερικές φορές, η ταχεία κατάβαση σε χαμηλότερο υψόμετρο δεν είναι επιτευκτή. Στις περιπτώσεις αυτές, χρησιμοποιούνται φορητοι ασκοί υπερβαρικού οξυγόνου, όπως ο ασκός Gamow. Ο ασθενής τοποθετείται μέσα στον ασκό και η πίεση ρυθμίζεται με ποδοκίνητη αντλία. Η μέθοδος προσομοιάζει την κάθοδο σε χαμηλότερο υψόμετρο. Η συσκευή Gamow χρησιμοποιείται για τη θεραπεία του ονευμονικού οιδήματος εξ υψομέτρου, επίσης.
αμφιβληστροειδική αιμορραγία
Η κατάσταση αναγνωρίζεται σε μέλη αναρηχηικών ομάδων που ανεβαίνουν σε υψόμετρα > 5000 m. Η αιμορραγία μπορεί να διακριθεί με οφθαλμοσκόπηση αν και συνλήθως δεν προκαλεί διαταραχές οράσεως. Η εικόνα αποκαθίσταται με την επιστροφή στομεπίεπδομτης θάλασσας.
περιοδική αναπνοή
Σε υγιά άτομα, η υποβαρική υποξία (λόγω υψομέτρου>2000m) μπορεί να εισάγει περιοδική αναπνοή, με στοιχεία κεντρικής άπνοιας/υπόπνοιας. Η αναπνευστικήα στάθεια συνδέεται μ΄ενίσχυση της χημοευαισθησίας (Ηιγη ψοντρολλερ γαιν) που ευνοεί την τάση αναπνευστικής υπερβολής κια υπεραερισμού με μείωση των εφεδρειών CO2, δηλαδή η ευπνοϊκή μερική πίεση προσεγγίζει το 'κατώφλι άπνοιας" που προάγει την άπνοια, κατά την διάρκεια μικρών αναπνευστικών μεταβολών". Στα συμπτώματα περιλαμβάνονται παροξυσμική δύσπνοιακαι πτωχή ποιότητα ύπνου. Σε μερικά άτομα, η περιοδική αναπνοή εξ υψομέτρου συνοδεύεται με οξεία νόσο των ορέων, που χαρακτηρίζεται από κεφαλαλία, αϋπνία, ανορεξία, εξάνλτηση, και, σε σοβαρότερες μορφές του, αταξία και μεταβολή της συνειδήσεως. Η διάγνωση τγης περιοδικής αναπνοής εξ υψομέτρου βασίζεται στην κλινική παρατήρηση, στις κατάλληλες συνθήκες, και τη παλμική οξυμετρία, ή, ακόμη και σε πλέον πολύπλοκες μελέτες ύπνου. Συνήθως, δεν αναγκαιοί θεραπεία, αλλά μπορεί να διορθωθεί με την κατάβαση σε χαμηλότερο ύψος, ή τη χορήγηση συμπληρωματικού οξυγόνου ή ακεταζολαμίδης, η οποία, είναι, επίσης δραστική έναντίον της νόσου των ορέων. |η αναπνοή Cheyne-Stoke συνδεόμενη με υψόμετρο| αναπνοή Cheyne-Stokes| Το 1/5 των κατοίκων σε υψόμετρα ~2300-2400 m βιώνουν περιοδική αναπνοή. Τα άτομα αυτά έχουν μευ ψηλότερη ευαισθησία στον υπεαραρισμό και την αναπνευσιτκή αλκάλωση, ως υποκείμενου μηχανισμού της περιοδικής τους αναπνοής. Επειδή η κατάσταση αυτή επάγει τη μεγαλύτερη δυνατή αναπνευστική αλκάλωση (απότοκη υποαερισμού εκ του υψομέτρου). Κατά τον ύπνο, η αναπνευστική αλκάλωση προκαλεί μείωση του αερισμού, υποξαιμία. Επιπλέον, η τάση αφυπνίσεως με την επακόλουθη επιπλέον υποξαιμία μπορεί να αυξηθεί τόσο πολύ, ώστε, επιτρέπει μεγάλες αυξήσεις στον αερισμό, κατά την αφύπνιση, και, περαιτέρω αύξηση των διαταραχών ύπνου. Καθώς οι νεφροί εκκρίνουν το επιπλέον |αναπνοή Cheyne-Stoke και υψόμετρο|
θεραπεία Στους παράγοντες κινδύνου συγκαταλέγεται η ταχύτητα αναβάσεως. Η ανάβαση δεν πρέπει να υερβαίνει τα 300 m την ημε΄ρα και να υπαρχει διακοπή, ανα τριήμερο. Η έλασσον μορφή της νόσου των ορεών αναμένεται να λυθεί αυτόματα, μετά μερικές ημέρες παραμονής με απλή συμπτωματική αγωγή, όπως παυσίπονα, και άφθονη ενυδάτωση. Εν τούτοις, για την προφύλαξη περιλαμβάνεται ή την πρώιμη θεραπεία των συμπτωμάτων, χορηγείται ακεταζολαμίδη (&), που είναι πολύ δραστική, καθώς επάγει μικρή μεταβολική οξέωση, με την κατακράτηση [Η+] στα άπω εσπειραμένα σωληνάρια, και προετοιμάζει το άτομο να ανεχτεί μεγαλύτερα επίπεδα υπεραερισμού και υποκαπνίας, σε απάντηση της υποξίας, λόγω του χαμηλού ειπσνεόμενου μίγματος οξυγόνου. χωρίς να αναπτυχθεί η συνήθης αναπνευστική αλκάλωση. Συνιστάται όταν η ανάβαση σε πάνω από 2500 m είναι αναπόφευκτη και χορηγείται σε δόση 500 mg (βραδείας αποδεσμεύσεως) για 2 ημέρες πριν την ανάβαση, δόση, η οποία φαίνεται επαρκής στους περισσότερους ή ως δόση θεραπείας μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων. Από τις συνηθέστερες επιπλοκές είναι είναι οι αναστρέψιμες αιμωδίες των άκρων, Η τιμαζεπάμη έχει δειχθεί ότι μειώνει την περιοδική αναπνοή, κατά τη διάρκεια του ύπνου (μειώνοντας τις αφυπνίσεις, που εισφέρουν στην περιοδικότητα). Ο καλύερος προγνβστικός απράγοντας για την προσβολή από τη νόσο των ορέων είναι η ύπαρξη προηγούμενου επεισοδίου, αν κια μμπορεί να προβλεφθεί με εξτάσεις στο επίπεδο της θάλασας, ελεγχόντας την υποξαιμική απάντηση, παρ΄όλο ότι η σχετική δοκιμασία δεν έχει πλήρως αναδειχθεί. Η αντιμετώπιση σοβαρότεων περιπτώσεων, που τείνουν αν αναφανούν σε ταχύτερες αναβάσεις σε μεγαλύτερα υψόμετρο >4000 m, η εμφάνιση πνευμονικού και εγκεφαλικού οιδήματος είναι επείγουσες καταστάσεις για τη σωτηρία του ασθενούς. Στις περιπτώσεις αυτές, επιχειρείται η αύξηση του εισπνεόμενου μίγματοςοξυγόνου, με την ταχεία κατάβαση ή τη χορήγηση υπερβαρικού οξυγόνου, με τη χρήση φορητού θαλάμου υπερβαρικού οξυγόνου όπως ο ασκός Gamow. Επί πνευμονικού οιδήματος, ο ασθενής τίθεται σε καθιστή θέση, κια διαητείται ζεστός, Χορηγείται νιφεδιπίνη !20 mg/4ωρο και δόση φορτίσεως 10mg υπογλωσσίως, για τη μείωση της ΠΑΠ. η ακεταζολαμίδη, επίσης, μειώνει την ΠΑΠ και αυξάνει τον πνευμονικό αερισμό, επάγοντας μικρού βαθμού μεταβολικής οξεώσεως (κατακράτηση [Η+]). Επί εγκεφαλικού οιδήματος, χορηγείται δεξαμεθαζόνη 4 mg Χ 6 ημερησίως και δόση φορτίσεως 8 μg. για τη μείωση του εγκεφαλικού οιδήματος. Η βελτίωση είναι, επίσης, ταχεία μετά την αύξηση τoυ εισπνεόμενου μίγματος οξυγόνου. Η προφύλαξη από τη νόσο των ορέων είναι αμφιχβητήσιμη. αν και η κλιμακωτή, σταδιακή ανάβαση και η προληπτική λήψη ακεταζολαμίδης είναι μέτρα κρίσιμης σημασίας, αλλά κια η νιφεδοιπίνη χρησιμοποιείται από μερικούς, ιδιαίτερα, εάν υπάρχει από το ιστορικό προηγούμενο επεισόδιο.
οξεία νόσος εξ υψομέτρου. Τα περισσότερα άτομα που προσβάλλονται από νόσο εξ υψομέτρου, εμφανίζουν οξεία νόσο των ορεών και αντιμετωπίζονται, πρωτίστως με κατάβαση στο επίπεδο της θάλασσας και, δευτερευόντως με χορήγηση μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών, όπως η ακεταμινοφαίνη (&), ή η ασπιρίνη, για την κεφαλαλγία, κια αντιεμετικά για τη ναυτία (&). [2017]