Επιδημιολογία I

import_contacts |επιδημιολογία ΙΙ| Η αναγνώριση των κινδύνων που απειλούν τηυν υγεία και οι σχέσεις τους με την εν γένει ζωή, αποτελούν έναν ολοένα επιτεινούμενο προβληματισμό. Καθημερινά έρχονται στο φως της δημοσιότητας νέοι βλπτικοί παράγοντες, από τις μεταλλάξεις παλαιοτέρων ή τα προϊόντα της βιομηχανικής δραστηριότητας και της υποβαθμίσεως των χωροβιονομικών συνθηκών διαβιώσεως που απειλούν την υγεία μας, διατηρούν επιτακτικό το μέλημα εισαγωγής καλύτερων μέτρων προφυλάξεως και αποκαταστάσεως.
Ο όρος επιδημιολογία συντέθηκε από τις ελληνικές λέξεις 'επί' και δήμος' για να εκφράσει κάτι που επιπίπτει στο λαό, που προσβάλλει οργανωμένες κοινωνίες και ήταν σε χρήση από την αρχαία Ελλάδα, προΓαληνός, Έλληνας ιατροφιλόσοφος (129-230 μΧ). κειμένου να περιγράψουν τα χαρακτηριστικά της επιπτώσεως λοιμωδών, ιδίως, νοσημάτων, και απετέλεσε τη συλλογιστική βάση της σύγχρονης επιδημιολογίας.
Επιδημιολογία είναι η επιστήμη που εστιάζει στην ισχύ με την οποία εμφανίζονται οι νόσοι (γνωστής αιτιολογίας παθολογικές εκτροπές), οι παθήσεις (άγνωστης αιτιολογίας παθολλογικές καταστάσεις), οι κακώσεις και κάθε φύσεως απώλεια της υγείας, της ζωής ή της ευεξίας. Υπό την ευρεία της έννοια, η επιδημιολογία μελετά κάθε κοινωνικό φαινόμενο, που εισφέρει στη διαμόρφωση της συγκεκριμένης δομής και ποιότητας συλλογικότητας. Ο σκοπός της μεθοδικής συλλογής και δόκιμης επεξεργασίας των εν γένει αυτών 'παράξενων' αποκλίσεων είναι η αιτιολογική τους εξήγηση, που φέρνει νόημα των παρεκλίσεων που, έτσι, προσλαμβάνονται και, ακολούθως οδηγούν στη βελτίωση του ελέγχου τους.
Η ιστορία της επιδημιολογίας. Τόσο ο Ιπποκράτης (460-375 πΧ.), όσο κι ο Γαληνός  (129-201 μΧ), έδωσαν ώθηση στις αιτιολογικές συσχετίσεις των παθήσεων. Ιδιαίτερα ο Ιπποκράτης στο περί 'αέρων, υδάτων, τόπων' βιβλίο του περιγράφει με ενάργεια τη σχέση των παθολογικών εκτροπών με του "νόμους", δηλαδή τις έξεις, συνήθειες και εξαρτήσεις, που στον συγκεκριμένο 'χώρο' και 'χρόνο' συνδέονται αιτιολογικά με τις παθήσεις "οι χωροβιονομικές συνθήκες", όπως συνοπτικά τις αποκαλούμε στις ημέρες μας. μπορούσε να είχε συμβεί, παρ΄εκτός σε απότερο χρόνο. Μετά τον Ιπποκράτη, τον Γαληνό, τον Παράκελσο, ο Rαμαζίνι (1713) διαπίοστωσε πότι η σχετικά αυξημένη επίπτωση του καρκίνου του μαστού, μεταξύ των καλογραιών σχετιζόταν με την αποχή από τεκνοποίηση, ενω το 1775 ο Percival Pott,ήταν ο πρώτος που συνέταξε συγκριτική παρατήρηση με ποσοτικούς όρους. Αναγνώρισε, συγκεκριμένα ότι ο καρκίνος του οσχέου ήταν πολύ συχνή μεταξύ των καπνοδοχοκαθαριστές του Λονδίνου, και ότι το ποσοστό θανάτου τους λόγω αυτής της ασθένειας ήταν περισσότερο από 200 φορές μεγαλύτερη από εκείνη των άλλων εργαζομένων. Φυσικά, η εξέχουσα ανακοίνωση το 1853, του John Snow αναφορικά με την επιδημία χολέρας στο Λονδίνο, ο οποίος κατένειμε τα κρούσματα τοπογραφικά, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες υδροδοτήσεως και διαπίσρτωσε ότι τα κρούσματα χολέρας συνέρρεαν σε περιοχές όπου η ποιότητα του νερού ήταν ελειμματική. Από τα τέλη του 18ου αθώνα διάφορες πρόδρομες μορφές έπιδημιογραφικών 'συμβάντων' είχαν αρχίσει να συλλέγονται, ιδίως, από στρατιωτικές και εκκλησιοαστικές αρχές και να εκπονούνται οι πρώτοι πίνακες ζωής. Ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνος είχαν αρχίσει να εκπονούνται οι πρώτες επιδημιολογικές μελέτες, σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, όπου άρχισαν να παίρνουν συστηματικότερη μορφή μετά τις δημοσιεύσεις του W. Farr (1925). Ως ληξίαρχος Λονδίνου, ο ίδιος, άρχισε να ομαδοποιεί τις αιτίες θανάτου, που, μάλιστα, υιοθετήθηκαν από το Διεθνές Γραφείο Στατιστικής και απτελέσαν τις πρώιμες μοορφες το ICD's. Από κοινού με τον Snow, ίδρυσαν την πρώτη Στατιστική Εταιρεία, 1850, όπου υιοθέτησαν τον όρο επιδημιολογία' |πρώιμες επιδημιολογικές μελέτες| Εξ όσων είναι γνωστό, ο όρος επιδημιολογία εμφανίστηκε αρχικά στην ιατρική γραμματεία το 1802, στη Μαδρίτη, ενώ από τα τέλη του 19ου αιώνα, μέχρι τις αρχές του 2ου η επιδημιολογία περιοριζόταν στην μελέτη των λοιμωδών νοσημάτων, μέχρις ότου έλαβε το νόημα, υπό το οποίο κατανοείται τώρα.
αίτιο. Κατ΄αρχάς πρέπει να ορίσομε με την  μέγιστη δυνατή ακρίβεια 'τι είναι αίτιο', που για τους σκοπούς της αναλύσεώς μας, αναγνωρίζομε ως αίτιο μιας συγκεκριμένης εκτροπής υγείας, ως ένα συμβάν, επεισόδιο, κατάσταση ή χαρακτηριστικό που προηγήθηκε και που είναι απαραίτητο για την εμφάνιση της συγκεκριμένης φάσεως της παθήσεως, την στιγμή που αυτή αναδύεται, με την παραδοχή ότι άλλες κατάστάσεις δεν επεμβαίινουν. Με άλλα λόγια το αίτιο ενός 'συμβάντος' είναι ένα 'συμβάν' που προηγήθηκε, χωρίς το οποίο το συμβάν της παθήσεως δεν θα μπορούσε να εχε συμβεί ή όχι. Η σχέση της αρχέτυπης κατανοήσεως της επιπτώσεως μιας παθολογικής καταστάσεως σε ομάδες πληθυσμού με κοινά χαρακτηριστικά (φύλο, φυλή, γεωγραφική εντόπιση κλπ) παραδίδεται από την αρχαία ελληνική, λατινική και αιγυπτιακή γραμματεία. ☛ Ο ορισμός συτός συνεπάγεται ότι κανένα ειδικό γεγονός, κατάσταση ή χαρακτηριστικό είναι αρκετό και από μόνο του ικανό να προκαλέσει πάθηση. Επομένως, ένας παρόμοιος ορισμός δεν απολήγει στην  περιγραφή της αιτιολογίας μιας παθήσεως καθόλης, αλλά όνο σε επιμέρους συστατικά της  Π.χ., ο καπνός των τσιγάρων είναι αίτιο καρκίνου του πνεύμονος, αλλά από μόνο του δεν είναι επαρκές για την αιτιολογική περιγραφή της παθήσεως κια χρειάζεται να πλαισιωθεί από άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά, σχετιζόμενα με το είδος του καπνού το προϊόν που καταναλώνεται κατά το κάπνισμα, τον ατομικό τρόπο καπνίσματος, την ηλικία ενάρξεως, τη συχνότητα εισπνοής και τη διάρκεια της έξεως αυτής. Επιπλέον, ανεξάρτητα με την ακρίβεια του ορισμού που συντάχθηκε, ώστε κύριος στόχος είναι να εντοπιστούν οι επιρρεπείς καπνιστές, πράγμα που ισοδυναμεί με το ερώτημα: ποιά άλλα συστατικά στοιχεία πρέπει να συντρέξουν, ταυτόχρονα με το κάπνισμα, ώστε να προκληθεί η πάθηση. Ενόσω παραμένουν αδιευκρίνστοι αιτιολογικοί παράγοντες θα πρέπει να δεχτούμε αντίτοιχο κίνδυνο για όλους εκείνους, που έχουν ταυτοποιηθεί για κοινές άλλες ατιολογικές συνιστώσες. Π.χ., λέγεται ότι οι βαρείς καπνιστέςς είναι εκτεθειμένοι σ΄έναν κίνδυνο 10%, εφ΄όρου ζωής, ναπροσβληθιούν από καρκίνο του πνεύμονος. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι, όσοι είναι βαρείς καπνιστές έχουν πιθανότητα 10% να προσβληθούν από καρκίνο του πνεύμονος, ως εάν, η έκβαση, ανεξάρτητα με το κάπνισμα ήταν απλώς ζήτημα τυχαιότητας. Ή για να το πούμε με άλλες λέξεις: Ποιοί 10% από τους βαρείς καπνιστές θα προσβληθούν τελικά; |επιδημιολογία του καπνίσματος|
Η γεωγραφική επιδημιολογία, δηλαδή η επισήμανση των κρουσμάτων της υπό μελέτη παθολογικής εκτροπής, εμφανίστηκε, επίσης, κατά τον 19ο αιώνα.
Η επιδημιολογική αναζήτηση 'αιτίου-αιτιατού' ολοκληρώνεται σε τρία διαδοχικά στάδια:
❶ η στατιστική συσχέτιση μεταξύ ενός ερμηνευτικού χαρακτηριστικού -έκθεση στον λοιμογόνο παράγοντα- και της εκβάσεως, δηλαδή της παρουσίας της παθήσεως.
❷ Ακολούθως, επιχειρείται η συγκρότηση μιας υποθετικής βιολογικής ερμηνείας της σχέσεως, της οποίας η αλήθεια επιβεβαιώνεται ή απορρίπτεται με επακόλουθες μελέτες.
❸ εφόσον έχει αναγνωριστεί μια αξιόπιστη σχέση 'αιτίου-αιτιατού', ελέγχετα εάν η μεταβολή ή η αποδυνάμωση του αιτιολογικού παράγοντα συνεπάγεται την επικύρωση ή την απόρριψη της συγκροτηθείσης σχέσεως, η οποία έτσι μόνο, επικυρώνεται.

Στην πράξη, αυτά τα τρία σημαντικά βήματα συνυφαίνονται με μια υπόθεση που διατυπώνεται με τη συμβολή περιγραφικών, ερμηνευτικών ή αναλυτικών μελετών και, εφόσον είναι εφικτό την αξιολόγηση μέσω πειραματικών μελέτων της αποδόσεως της παρεμβάσεως. Έτσι, διακρίνονται ποικιλία επιδημιολογικών μελετών που καταχωρούνται σον επόμενο πίνακα 1.

 

 

 

 

 

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 1.τύποι επιδημιολογικών μελετών (εντός παρενθέσεως η εναλλακτιική ονομασία τους)
☞Μελέτες παρατηρήσεως, observational: Οικολογικές, ecological [συσχετιστικές, correlational], ταυτοχρονικές, cross-sectional [μελέτες επιπτώσεως, prevalence survey], ελεγχόμενες ανά περίπτωση, case control [αντιστοιχισμένες, case referent] μελέτες φαλάγγων, cohort studies [μελέτες κοόρτης (αδόκιμη μετάφραση!), παρακολουθήσεως, follow up].
☞Πειραματικές, experimental [μελέτες διερευνίσεως, intervention studies: κλινικές μελέτες κοινότητας community studies, κλινικές μελέτες πεδίου, field trials, τυχαιοποιημένες, ελεγχόμενες μελέτες [randomised control trials], κλινικές μελέτες
----------------
Οι πιό πάνω καταχωρούμενες μελέτες διαθέτουν ένα μηχανισμό προστασίας από την [παρείσφρυση συγχυτικών παραγόντων, όπως η τυχαιοποίηση, η αντιστοίχιση και η στρωματική ανάλυση.

Οι κλινικές μελέτες περιλαμβάνονται στον πίνακα, αν και, πρακτικά δεν ανήκουν στις επιδημιολογικές μελέτες, Οι κλινικές μελέτες διακρίνονται από τις υπόλοιπες λόγω μεθοδολογικών ιδιαιτεροτήτων και εμπορικού ενδιαφέροντος [Wolfgang Ahrens, Iris Pigeot Handbook of epidemiology 2009].

⚙ στατιστικές μέθοδοι στην επιδημιολογία  Η στατιστική επιστήμη πλαισιώνει οποιαδήποτε εμπερική επιδημιολογική μελέτη, σε όλες τις φάσεις της, αποσκοπώντας να καταστήσει τα συμπεράσματα από έναν περιορισμό αριθμό παρατηρήσεων, ως κανόνα που διέπει τη συμπεριφορά ολόκληρου του πληθυσμού, από τον οποίο ελήφθη το δείγμα. Γενικά, διακρίνομε 2 μεγάλες κατηγορίες στατιστικής προσεγγίσεως: Η περιγραφική και η αναλυτική στατιστική.
                    ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ  
Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνεται: η επίπτωση (: ο αριθμός των νέων περιπτώσεων σε συγκεκριμένο χρόνο, τόπο φυλετική διάκριση, επάγγελμα κλπ χαρακτηριστικά), ο επιπολασμός (: δηλαδή το σύνολο των περιπτώσεων που εντοπίζονται στην ομάδα πληβθυσμολύ ή σε όλο τον πληθυσμό, όπως δηλώνεται), η συχνότητα (: το σύνολο των περιπτώσεων, εν γένει), η θνητότητα ( ο αριθμός των θανάτων μεταξύ των πασχόντων από μια παθολογική νεκτροπή, στη διάρκεια ενός ορισθέντος χρονικού διστήματος, συνήθως έτους) και η θνησιμότητα (: ο αριθμός των θανάτων από μια πάθηση που καταγράφονται στο γενικό  γενικό πληθυσμό ή σε ορσμένη ομάδα αυτού).
Όλοι οι παραπάνω δείκτες περιγρφικής στατιστικής αποτελούν αδρές ενδείξεις επιδημιολογικής κινήσεως, που χρησιμεύουν για αδρή εκτίμηση της κινητικότητας ενός επιδημιολογικού φαινομένου και για την μεταξύ ομάδων πληθυσμό σύγκρισή τους.
➤Στην περιγραφική στατιστική ανήκουν δύο τεχνικές, που αποσκοπούν στο να καταστήσουν τις ειδικές μετρήσεις κινήσεων για την εξαγωγή ακριβέστερων πρακτικότερων αποτελεσμάτων, ώστε να καταστούν συγκρίσιμες μεταξύ διασφορετικών υποομάδων. Ειδικότερα, πρόκειται για την προτυποποίηση των διακυμάνσεων (standardised rate). Με τη μεθοδολογία αυτή 'ρυθμίζονται' οι οφειλόμενες στην ηλικία, το φύλο, τη φυλή, τις εθνικές, χωροβιονομικές, κοινωνικές, επαγγελματικές ή οικονομικές ιδιαιτερότητες, αν και οι διαφορές στην ηλικία και το φύλο είναι που συνήθως εξομαλύνονται στους πληθυσμούς και καθίσταναται συγκρίσιμες μεταξύ τους. Η προτυποποίηση διακρίνεται στην άμεση ή την έμμεση
➤➤άμεση προτυποποίηση. Στην τεχνική αυτή το επιδημιολογικό δεδομένο (π.χ., η νοσηρότητα) πολλαπλασιάζεται με την αναλογία της  κάθε υποομάδας του πληθυσμού αναφοράς (πχ., ανά δεκαετία ηλικιών), οπότε παράγεται ο αναμενόμενος αριθμός νοσήσεων, θανάτων κκλπ., που έχουν σημειωθεί στον πρότυπο πληθυσμό, ως συνόλου. 
➤➤➤έμμεση προτυποποίηση. Η μέθοδος αυτή είναι δημοφιλέστερη, επειδή απ[οδίδει σταθερότερα αποτελέσματα, συγκριτικά με την προηγούμενη, ιδιαίτερα εάν πρόκεται για μικρούς πληθυσμούς αναφοράς. Ο αριθμός που προκύπτει με εφαρμογή στην ειδική, καθ΄ομάδςες ηλικιών θνητότητα, π.χ., ονομάζεται προτυποποιημένη θνησιμότητα,  Standardized moertality rates, SMR και ισούται με τη διόρθωση των παραγματικών θανάτων ως πρός τους αναμενόμενους. [παρατηρηθέντες θάνατοι Χ 100/αναμενόμενοι θάνατοι]. Τα όρια αξιοπιστίας του SMR υπολογίζεται με τον τύπο:  SMR±s.e. , όπου s.e. =(√Ο /E)X100, όπου Ο=η παρατηρηθείσα τιμή και, Ε=η αναμενόμενη.
⚙ έλεγχος ποιοτικών χαρακτηριστικών. Διατίθενται πολλές μέθοδοι για τη σύγκριοη ποιοτικών χαρακτηριστικών μιας προσβολής ατόμων που έχουν εκτεθεί σ΄έναν παράγοντα κινδύνου, που τους κατέστησε επιρρεπeίς στην πάθηση, σε σχέση με εκείνους που δεν είχαν επιβαρυνθεί με τον παράγοντα κινδύνου. Π.χ., εάν υποθέσουμε ότι ο κπαπισμα είνα παράγοντας κινδύνου για την ισχαιμική καρδιοπάθεια, πόσες περισσότερες περιπτώσεις ισχαιμικής καρδιοπάθειας καταγράφονται μεταξύ των καπνιστών.

➤Στους πλέον δημοφιλείς δείκτες συγκαταλέγονται: ο απόλυτος κίνδυnος, ο σχετικός κίνδυνος, o χαρακτηριστικός κίνδυνος, ο πληθυσμιακός χαρακτηριστικός κίνδυνος, και ο αριθμός των απαιτούντων θεραπεία. 

Συνήθως καασκευάζεται ένας δίπτυχος πίνακας , που είναι χρήσιμος 

πίνακας 2. δίπτυχος πίνακας

 

Η νόσος παρούσα

 

NAI

OXI

 

Η νόσος απούσα

NAI

a

b

a+b

OXI

c

d

c+d

 

ΣΥΝΟΛΟ

a+c

b+d

a+b+c+d

για τον υπολογισμό ορισμένων μερικών δεικτών, όπως:
⚫πόσα άτομα έχουν την υπο μελέτη πάθηση (a+c)
⚫πόσα άτομα δεν έχουν την πάθηση (b+d),
⚫πόσα εκτίθενται στον ειδικό παράγοντα κινδύνου  (a+b)
⚫πόσοι δεν είναι εκτεθειμένοι στον παράγοντα κινδύνου(c+d)
⚫πόσοι έχουν τη νόσο και είναι εκτεθειμένοι στον παράγοντα κινδύνου (a)
⚫πόσοι δεν έχουν την πάθηση, αν και είναι εκτεθειμένοι στον παράγοντα κινδύνου (b)
⚫πόσοι έχουν τη νόσο, αλλά δεν είναι εκτεθειμένοι στον κίνδυνο (c)
⚫πόσοι δεν έχουν τη νόσο και ούτε είναι εκτεθειμένοι στον κίνδυνο (d)
⚫συνολικός αριθμός των ατόμων της μελέτης (a+b+c+d ).
⁂ απόλυτος κίνδυνος   Είναι η πιθανότητα κάποιου νάχει τη νόσο: [ο αριθμός των πασχόντων μεταξύ των εκτεθειμένων/αριθμός των εκτεθειμένων].
⁂ σχετικός  κίνδυνος|σχετικός κίνδυνος|
⁂ σχετικός  συμπληρωματικός κίνδυνοςΕίναι ο λόγος των προσβολών σ΄ένα πληθυσμό που εκτίθεται στον κλίνδυνο προς το λόγο των μη -προσβολών στον ίδιο πληθυσμό. Στις ελεγχόμενες ανά περίπτωση μελέτες  μπορεί να εντοπιστούν περιπτώσεις ατόμων σ΄ένα πληθυσμό εκτεθειμένων, που έχουν ήδη προσβληθεί, αλλά και 'άτομα που δεν έχουν προσβληθεί, παρ΄όλο ότι είναι εκτεθειμένα στον  ίδιο κίνδυνο. Ατυχώς, ο αριθμός των εκτεθειμένων ατόμων στον κίνδυνο μιας παθήσεως που ουδέποτε τελικά προσβάλλονται, γεγονός, βεβαιωτικό της αντιπροσωπευτικότητας του δείγματος. Στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο λόγος του σχετικού συμπληρωματικού κινδύνου , που ερμηνεύεται με τον ίδιο τρόπο, όπως και ο σχετικός κίνδυνος.  Αντιστοιχεί, δηλαδή με τον αριθμό προσβολών στο σύνολο των εκθέσεων προς των αριθμό των μη προσβολών στον ίδιο πληθυσμό. Με αναφορά στον δίπτυχο πίνακα, ο ΣΣΚ εκφράζεται από τη σχέση [a/c] / [b/d] 

                       AΝΑΛΥΤΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ 
Ο κίνδυνος προέρχεται από την παρείσφρυση σφαλμάτων τύπου ΙΙ (:εάν δηλαδή τα συμπεράσματα από τη μελέτη περιορισμένου αριθμού παρατηρήσεων μπορούν να προβληθούν σε ολόκληρο τον πληθυσμό, από τον οποίο προέρχονται οι παρατηρήσεις) ή τύπου Ι (δηλαδή σφάλματα που σχετίζονται με το μέγεθος του δείγματος).
Μελέτες, σχεδιασμένες να περιγράψουν τις διακυμάνσεις την κατανομή υπαρκτών μεταβλητών, που χρησιμοποιούνται για την ανάδυση περαιτέρω φάσματος υποθέσεων ορίζονται συχνά, ως μελέτες περιγραφικής επιδημιολογίας. Οι αναλυτικές μελέτες εξετάζουν τη σχέση μεταξύ ενός παράγοντος κινδύνου και και του αποτελέσματος που επιφέρει, εαν συμβεί ό,τι απειλεί. Επομένως, αξιολογείται με σταστικές δοκιμασίες αληθούς ή ψευδούς υποθέσεως. Τυπικά, στην κατηγορία αυτή, εντάσσονται οι δύο κύριοι τύποι επιδημιολογικών μελετών, ο ελεγχόμενες ανά περίπτωση και οι μελέτες φαλάγγων. Εν τούτοις, σαφής διαχωρισμός μεταξύ των περιγραφικών και αναλυτικών επιδημιολογικών μελετών δεν είναι δυνατόν να υπάρξει.
Για την αποφυγή, κατά το δυνατό, ποαρεισφρύσεως συγχυτικών παραγόντων, χρησιμοποιούνται οι επόμενες τεχνικές: (ΠΙΝΑΚΑΣ 2)

Τυχαιοποίηση: τεχνική με την οποία εξασφαλίζεται ότι η επιλογή του δείγματος είναι απόλυτα τυχαία. 
Αντιστοίχιση: Τεχνικη με την οποία εξασφαλίζεται αντιστοίχιση, περίπτωση, κατά περίπτωση με μάρτυρες με τα ίδια χαρακτηριστικά. Π.χ. στη μελέτη για την επίδραση της υψηλής καταναλώσεως οινμοπνέυματος στη στεφανιαία νόσο, οι πάσχοντες αντιστοιχούνται με υγιείς καπνιστές.
στρωματική ανάλυση . Με την τεχνική αυτή, η ανάλυση δεν περιλαμβάνει όλους τουης ασθενείς σωρηδόν, αλλά τους διακρίνει σε υποομάδες,  με ειδικά χαρακτηριστικά, όπως το φύλο, η ηλικία, καπνιστές, μη καπνιστές.

☸ Ταυτοχρονικές [συγχρονικές] μελέτες μπορεί να σχεδιαστεί έτσι, ώστε να ερευνήσει τις σχέσεις πολλαπλών εκθέσεων με τη νόσο/πάθηση κι επομένως, μπορεί ευστοχότερα να οριστεί ως περιγραφική παρά αναλυτική μελέτη. Ειδικότερα, μια ταυτοχρονική μελέτη είναι περιγραφική, εάν επιχειρεί να διακρίνει την κατάσταση υγείας των μελών μιας κοινότητας, αλλά είναι αναλυτική όταν επιχειρείται η ανάλυση ενός οξέος επεισοδίου υγείας  με μια πρόσφατη έκθεση [π.χ, το επεισόδιο ατμοσφαιρικής ρυπάνσεως και θανάτων από βρογχίτιδα, στο Λονδίνο το 1956]. Οι ταυτοχρονικές μελέτες παρέχουν χρήσιμα δεδομένα επί του επιπολασμού των εκτροπών υγείας, χρήσιμα για τους σχεδιαστές συστημάτων υγείας. Τα δεδομένα επιπτώσεως του παράγοντος κινδύνοου είναι επίσης χρήσιμα για το σχεδιασμό μιας αναλυτικής μελέτης, και, ειδικότερα, τον καθορισμό του μεγέθους δείγματος. Ο σχεδιασμός αυτός είναι ιδιαίτερα χρήσιμος για την διερεύνιση οξέων επιδράσεων αν κι 'έχει σημαντικές αποκλίσεις σε σχέση με τις διαχρονικές μελέτες, επειδή η παροσωρινή σχέση μεταξύ παράγοντος κινδύνου και αποτελέσματος συνήθως δεν μπορεί να εντοπιστεί με ακρίβεια, εκτός από αμετάβλητες παραμέτρους, όπως οι ομάδες αίματος. Επιπλέον, δεν μπορεί να εκτιμήσει την επίπτωση μιας χρόνιας παθήσεως.
☸ Προσυμπτωματικός έλεγχος . Ταυτοποίηση ατόμων ποου έχουν την πάθιηση, αλλά προςώρας δεν εμφανίζουν συμπτώματα |προσυμπτωματικός έλεγχος|
☸ Διαχρονικές -προοπτικές, μελέτες . Ενώ οι ανά περίπτωση ελεγχόμενες μελέτες, θεωρούνται αναδρομικές μελέτες, οι μελέτες φαλάγγων είναι, κατά μια έννοια, διαχρoνικές -προοπτικές- μελέτες. Οι σχολιαζόμενες μελέτες, διακρίνονται ιδίως από τον τρόπο συλλογής των παρτηρήσεων: Ειδικότερα, εάν τα δεδομένα συλλέγονται προοπτικώς, συνήθως παρέχουν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την αιτιώδη συνάφεια συγκριτικά με τις ταυτοχρονικές, επειδή είναι λιγότερο εκτεθειμένες στο φαινόμενο της 'ανάστροφης αιτιολογίας', επειδή τα συλλεγόμενα δεδομένα συγκεντρώνονται, ήδη, πριν από την εμφάνιση της παθήσεως. Στην τυπική τους εκδοχή, οι μελέτες αυτές είναι μελέτες φαλάγγων, σε αντίθεση με τις αναδρομικές μελέτες (retrospective), δηλαδή τις ελεγχόμενες ανά περίπτωση μελέτες, κατά τις οποίες συγκεντρώνμονται πληροφορίες προηγηθείσης εκθέσεως , από νοσούντα και μη νοσούντα άτομα.
Aπλές ή διπλές, τυφλές, τυχαιοποιημένες μελέτες. |τυχαιοποιημένες μελέτες|
☸ Mελέτη ελεγχόμενη ανά περίπτωση (case control study)  |μελέτες ελεγχόμενες ανά περίπτωση|. 
☸Mελέτες φαλάγγων (cohort studies)  .Τα αποτελέσματα μιας τυχαιοποιημένης, ελεγχόμενης κλινικής δοκιμής, παρέχονται, συνήθως, ως σχετικός κίνδυνος |σχετικός κίνδυνος| βλ.||μελέτες φαλάγγων -cohort studies||
☸ καθορισμός μεγέθους δείγματος Οι μελέτες με μικρό αριθμό παρατηρήσεων μπορεί να οδηγήουν σε λανθασμένα αποτελέσματα,  εφόσον είναι ανοικτές στην παρείσφρυση σφάλματος τύπου Ι. Η τυχαία επιλογή του δείγματος είναι πρώτιστης σημασίας, για την εκπόνηση μιας επιδημιολογικής μελέτης, ώστε να καταστεί αντιπροσωπευτική του υπό μελέτη πληθυσμού και να αποφευχθούν παρεισφρύσεις μεροληψίας |τυχαία ή συστηματικά σφάλματα - μεροληψία|. Σ΄ένα τυχαίο δείγμα, κάθε άτομο του πληθυσμού έχει ίσες πιθανότητες επιλογής. 
☸ Στατιστικό σφάλμα τύπου Ι και ΙΙ. |στατιστικό σφάλμα Ι, ΙΙ|
☸ Συστηματικές ανασκοπήσεις. |συστηματικές ανασκοπήσεις| βιβλιογραφικές ανασκοπήσεις|
Ιατρική βασισμένη σε ενδείξεις
☸Κλινική Ιατρική και επιδημιολογία
Η δομική σχέση της κλινικής ιατρικής με την επιδημιολογία βασίζεται στην πεποίθηση ότι η "ατυχία" ενός προσώπου να προσβληθεί από μια πάθηση, νόσο ή να επιβαρυνθεί από ένα σύνδρομο δεν οφείλεται στην τυχαιότητα, αλλά σ΄ένα ειδικό, ακριβώς προσδιοριζόμενο και αναχαιτιζόμενο συνδυασμό συνθηκών, προσωπικών επιλογών ή/και γενετικών χαρακτηριστικών.Μπορεί, από τα προηγούμενα να έχει παρατηρηθεί ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές στην κατανόηση της παθολογικής εκτροπής μεταξύ κλινικού Ιατρού και επιδημιολόγου, που θα ήταν σκόπιμο να επισημανθούν. Το βασικό μέλημα του ιατρού είναι  η εντόπιση της παθολογικής εκτροπής (παθήσεως, νόσου, συνδρόμου) ενώ ο επιδημιολόγος ενδιαφέρεται για τους τρόπους επιπτώσεως και τη διάρκεια του επιπολασμού της παθήσεως, αλλά, και ιδίως αυτά, για την εντόπιση των ατόμων σ΄αυτήν περισσότερο από την άλλη κοινότητα, εποχή, ποιές χωροβιονομικές συνθήκες ευνοούν ή, αντίθετα, εμποδίζουν τη διασπορά της και να εισηγηθεί μεθόδους θεραπείας κατ΄άτομο ή εκριζώσεως/ αναχαιτίσεως. Προκειμένου να απαντηθούν τα ερωτήματα αυτά είναι αναγκαίο να συγκριθούν ομάδες πληθυσμού, αναζητώντας παράγοντεες που διακρίνουν τους επιρρεπείς στην πάθηση από εκείνους που εμφανίζουν επαρκή αντίσταση.

looks_oneΓια έναν Κλινικό, η διάγνωση είναι οδηγός για το σχεδιασμό της θεραπείας. Επομένως, η διαγνωστική ακρίβεια, που απαιτείται, σχετίζεται με τη διάθεση των ειδικών θεραπείών που διατίθενται και πρέπει να εφαρμοστούν, μέσα στα πλαίσια της Ιπποκρατικής επιταγής "ωφελέειν ή μη βλάπτειν ". Ο κλινικός ενδιαφέρεται για τη φυσική ιστορία της παθήσεως, σε κάθε ασθενή, χωριστά, για λόγους προγνώσεως και εκβάσεως που διαβαθμίζει ως "άριστη", "καλή", "στάσιμη", "επιδείνωση", καθώς είναι ανώφελο για τον ίδιο και τον ασθενή του η έκφραση της προγνώσεως με βάση μαθηματικούς τύπους, καθώς είναι ανώφελη γι αυτούς ή και ακατανόητη η επίκριση ότι ο ασθενής έχει 10.9% πιθανότητες 5ετούς επιβιώσεως, ελεύθερος συμπτωμάτων., αν και μερικές φορές, ο Ιτρός καλείται να δώσει μια πρόβλεψη επιβιώσεως, π.χ., μεταξύ 1 και 3 ετών, .   
looks_two Για έναν επιδημιολόγο, η διάγνωση έχει διαφορετική σημασία, εφόσον αποτελεί έναν τρόπο ομαδοποιήσεως των προσώπων, με σκοπό τη σύγκριση των ομάδων που τις αποτελούν. η ομαδοποίηβση αυτή είναι κρίσιμης σημασίας για την κατανόηση των αιτίων της παθήσεως και τη συγκρότηση υποδείξεων αναχαιτίσεως. Σε επιδημιολογικές μελέτες, ακρίβεια είναι χρήσιμη και αναγκαία, επειδή μπορεί να εισφέρει στην ταυτοποίηση παραμ΄πετρων που έχουν σημαντυική επίδραση στην έκβαση. Π.χ., μπορεί να έχει ενδιαφέρον να παπαντηθεί γιατί σε μια ομάδα η 5ετής επιβίωση, ελέυθερη συμπτωμάτων είναι 10.9%, ε΄νω σε μια άλλη με σχεδόν παρόμοιες συνθήκες είναι 25%.

 Βιβλιογραφία
1. Wilson JMG and Jungner G (1968) Principles and Practice of Screening for Disease . Public Health Paper Number 34. World Health Organization, Geneva.
2. Altman DG (1991) Practical Statistics for Medical Research . Chapman & Hall, London.
3. Sackett DL, Richardson WS, Rosenberg W et al. (1997) Evidence-Based Medicine: how to practise and teach EBM . Churchill Livingstone, Edinburgh.
4. Armitage P, Matthews JNS and Berry G (2001) Statistical Methods in Medical Research (4e). Blackwell Scienti®c Publications, Oxford. 5. Bland M (2000) An Introduction to Medical Statistics (3e). Oxford University Press, Oxford.
6. Department of Public Health and Epidemiology (1999) Epidemiological Methods 1999 . Department of Public Health and Epidemiology, University of Birmingham, Birmingham.
7. Lilienfeld DE and Stolley PD (1994) Foundations of Epidemiology (3e). Oxford University Press, Oxford.
8. UK National Screening Committee (2000) Second Report of the UK National Screening Committee . Department of Health, London (also available at http://www.nsc.nhs.uk).