☸Mελέτες φαλάγγων (cohort studies). Οι μελέτες φαλάγγων, όπως και ελεγχόμενες κατά περίπτωση μελέτες, αποσκοπούν στην ανίχνερυση του αιτίου που προκσαλεί την παθολογική εκτροπή. Οι μελέτες φαλάγγων είναι από τις αρχαιότερες μεθόδους αναζητήσεως των αιτιών, που, επίσης, ονομάστηκαν 'προοπτικές μελέτες', επειδή, κατ΄αυτές, η παρακολούθηση αρχίζει απ΄το σημείο εισαγωγής του ατόμου στη μελέτη και τελειώνει σε προκαθορισμένο μελλοντικό σημείο. Ο αριθμός των εισαχθέντων στη μελέτη ατόμων, οι φάλαγγες, χωρίζονται σε δύο ομάδες, σ΄εκείνους που έχουν εκτεθεί στον παράγοντα κινδύνου και σ΄εκείνους που δεν έχουν εκτεθεί. Ο παράγων κινδύνου είναι η έκθεση η υποτιθέμενη έκθεση στην οποία, αποτελεί πρόξενο μιας συγκεκριμένης παθήσεως. Στην έναρξη της μελέτης, τα άτομα της μελέτης έχουν μεταξύ τους παρόμοια χαρακτηριστικά και δεν εμφανίζουν κλινικοεργαστηριακά ευρήματα, συμβατά με την πάθηση που διερευνάται. Όλα τα 'άτομα παρακολουθούνται για προκαθορισμένο διάστημσ και οι συλλεγόμενες πληροφορίες συλλέγονται και αναλύονται προκειμένου να επιβεβαιωθεί ποοία άτομα, τόσο μεταξύ των εκτεθειμένων, όσο και μεταξύ των μη-εκτεθειμένων εμφανίζουν την πάθηση. Εάν σημειωθούν περισσότερες περιπτώσεις νοσήσεως στην ομάδα των εκτεθειμένων, παρ΄ό,τι στην ομάδα των μη-εκτεθειμένων, θα μπορούσε να εξαχθεί το συμπέρασμα γιοα την αιτιοολογική σχέση της εκθέσεως με την πάθηση. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, οι μελέτες φαλάγγων ολοκληρώνονται στα εξής στάδια:
☸ Mελέτη ελεγχόμενη ανά περίπτωση (case control study). Συγκριτική μελέτη παρατηρήσεως στις οποίες ο ερευνητής επιλέγει άτομα με την πάθηση, τους οποίους αντιστοιχεί με άλλους που δεν έχουν την εμπειρία της παθήσεως, και ακολούθως αξιολογεί δεδομένα προηγούμενης εκθέσεως σε πιθανά αίτια. Η εισφορά των ελεγχόμενων ανά περίπτωση μελετών είναι η εκτίμηση, κατά πόσον η παρελθούσα έκεθση σε παράγοντες κινδύνου, μεταξύ πασχόντων είναι συγκρίσιμη με τη νοσηρότητα ατόμων που δεν έχουν εκτεθεί στον εν λόγω κίνδυνο. Με τη σύγκριση αυτή, μπορεί να καταστεί μεφιοκτή η διαπίστωση, εάν η έκθεση σ΄έναν παράγοντα κινδύνου μπορεί να προκαλέσει την πάθηση που ερευνάται όπως και να ερευνηθεί η ενδεχόμενη ενδοσχέση τους. Η εκπόνηησ των μελετών ανά περίπτωση είναι ευχερέστερη, συγκριτικά με τις μελέτες φαλάγγων, αν και εόιναι εκτεθειμένες σε αριθμός μεροληψιών, καθώς οι μελέτες ανά περίπτωση είναι αναδρομικές, εν αντιθέσει με τις μελέτες φαλάγγων, που είναι προοπτικές
☸ Τυχαιοποιημένες μελέτες (randomized studies). Ενώ οι μελέτες φάλάγγων και οι κατά περίπτωση μελέτες αποσκοπούν στην αναγνώριση της αιτιολογίας των παθήσεων, οι τυχαιοποιημένες μελέτες σχεδιάζονται προκειμένου να αξιολογηθεί η απόδοση μιας συγκεκριμένης παρεμβάσεως για τη θεραπεία τους, έναντι ΄μη θερπαέιας ή εναλλακτικής, άλλης. Οι μελέτες αυτές ονομάζονται, επίσης, συγκριτικές, πειραματικές μελέτες ή κλινικές δοκιμές. Σχηματίζονται ομάδες ασθενών, που επιλέγονται τυχαία, οι οποίοι, ακολούθως, διαχωρίζονται σε υποομάδες και δέχονται την υπό μελέτη παρέμβαση. Η μέθοδος χρησιμοποιείται, επίσης, προκειμένου να διερευνηυθεί η απόδοση εφαρμογής μιας προφυλκακτικής ή προληπτικής μεθόδους που χρησιμοποιήθηκε.
Σε μια απλή τυφλή, τυχαιοποιημένη μελέτη οι ασθενείς δεν γνωρίζουν ποιά θεραπεία λαμβάνουν, που έχει ιδιαίτερη σημασία, επάν η έκβαση έχει υποκειμενικούς χαρακτήρες, όπως ο πόνος, η δύπνοια, η ευρεθιστότητα κλπ. Σε κλινικές δοκιμές νέων φρμάκων, αυτό πετυχαίνεται με την πρακτική της χορηγήσεως σε μια ομάδα των ασθενών, εικονικό φάρμακο (placebo). Αντίθετα σε μια διπλή, τυφλή τυχαιοποιημένη μελέτη τόσο ο ασθενής, όσο και ο ερευνητής ιατρός δεν γνωρίζουν ποιά θεραπεία λαμβάνει. Με τον τρόπο αυτό αίρονται πιθανές μεροληψίς (bias). Ο σχεδιασσμός τους ως 'τυφλών' των μελετών αυτών αποσκοπείσ στο να αποτραπεί η παρείσφρυση υποκειμενικών επιδράσεων, ιδίως εάν μελετώνται εκβάσεις, όπως ο πόνος η δύσπνοια, η ευερεθιστότητα κλπ. Στις μελέτες φαρμάκων, αυτό μπορεί να επιτευχθεί με τη χορήγηση στη μια από τις δύο ομάδες ασθενών εικονικό φάρμακο.
☸Σχετικός κίνδυνος). Τα αποτελέσματα μιας τυχαιοποιημένης, ελεγχόμενης κλινικής δοκιμής, παρέχονται, συνήθως, ως σχετικός κίνδυνος.Παριστά τον κίνδυνο ν α εμφανίσει την πάθηση μια υποομάδα ατόμων από ένα σύνολο που είναι εκτεθειμένοι στον κίνδυνο, εν σχέσει με ένα σύνολο ατόμων που δεν είναι εκτεθειμένοι στον ίδιο κίνδυνο. Παρίσταται ως RR (rr) και υπολογίζεται ως ο λόγος της επιπτώσεως στην ομάδα των εκτεθειμένων προς την επίπτωση στην ομάδα των μη εκτεθειμένων, Με αναφορά στον πίνακα 2, μπορεί να υπολογιστεί ως: [α/(α+β)]/[c(c+d)] .
Ο σχετικός κίνδυνος είναι ο απόλυτος κίνδυνος στην ομάδα των θεραπευομένων ασθενών δια του απόλυτου κινδύνου, στην ομάδα των ασθενών που λαμβάνουν εικονικό φάρμακο (και αντιστρόφως). Άλλος τρόπος με τον οποίο μπορούν να παρουσιαστούν τα αποτελέσματα της μελέτης είναι μέσω της εκτιμήτριας του αριθμού εκείνων, όσων χρειάζονται θεραπεία (: number needed to treat, NNT). Η παράμετρος αυτή ενσωματώνει όχι μόνο τον σχετικό κίνδυνο, αλλ΄έπίσης κσαι το απόλυτο κίνδυνο των δύο ομάδων που έχουν ενταχθεί στην έρευνα και υπολογίζεται με το αντιστροφο της μειώσεως του απόλυτου κινδύνου. Εκφράζει πόσα άτομα χρειάζονται θεραπεία με το Α, συγκριτικά με το Β προκειμένου να αποτραπεί μια ακόμη έκβαση. Π.χ., ας υποθέσουμε ότι 2000 άτομα με ήπια υπέρταση τυχαιοποιούνται στις ομάδες θεραπείας ή εικονικού φαρμάκου. Στο τέλος του χρόνου, 4 άτομα στην ομάδα placebo παρουσάζουν ΑΕΕ, ΄3εναντι 2 από την ομάδα θεραπείας. Ο σχετικός κλίνδυνος της ομάδας των θεραπευομένων είναι 0.5. Επομένως, η θεραπεία παρέχει 50% μείωση των επιπλοκών της υπερτάσεως Εν το'υτοις, ο ΝΝΤ στο παράδειγμα αυτό, είναι 500· 500 άτομα, δηλαδή, πρέπει να λάβουν τη θεραπεία για 1 χρόμνο, και να εκεθούν στον κίνδνο από τη θεραπεία κατ΄αυτή, έτσι, ώστε να ωφεληθεί 1 άτομο. Ο ΝΝΤ, προφανώς είναι ειδικότερος δείκτης για την κλινική πράξη, αν και επικρατεί η συνήθεια μεταξύ των θεραπευτών οι οποίοι τροποποιούν την πρακτική τους με την εκτίμηση του σχετικού κινδύνου.
☸ Στατιστικό σφάλμα τύπου Ι και ΙΙ. ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΠΝΕΥΜΟΝΟΛΟΓΙΑΣ Οι εργασίες που περιέχουν περιορισμένο αριθμό παρατηρήσεων μπορεί να οδηγήσουν σε εσφαλμένα αποτελέσματα, ενόσω είναι εκτεθειμένες σε σφάλμα τύπου Ι. Το σφάλμα τύπου Ι αναδείχνεται όταν από τη μελέτη προκύπτει ότι οι δύο θεραπείες είναι διαφορετικές, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Εάν μια κλινική δοκιμή επαναληφθεί 20 φορές, σε μια απ΄αυτές, κατά τύχη, θα αναδειχθεί στατιστικά σημαντική διαφορά, δστο επίεπδο του 5%. Η διαφορά αυτή συμβαίνει κατά τύχη, αλλά εάν τα αποτελέσματα αυτής ακριβώς της μελέτης θεωρηθούν αποδεκτά, θα δοθεί η μεροληπτική εντύπωση ότι η υπό έλεγχο θεραπεία είναι έγκυρη, ενώ, στην παραγματικότητα δεν είναι.
Το σφάλμα τύπου ΙΙ εμφυλοχωρεί όταν από τη μελέτη συμπεραίνεται ότι οι 2 ομάδες της μελέτης δεν είναι διαφορετικές, ενώ στην πραγματικότητα είναι. Στην περίπτωση αυτή, η διαφορά τους δεν πρόκειται να επισημανθεί, εκτός κι αν εκπονηθεί μια μελέτη με ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό παρατηρήσεων. - σφάλμα τύπου ΙΙ. Εκτός κι αν υπάρχει πραγματική διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων το μέγεθος της διαφοράς τους είναι μικρό και, ενδεχομένως, κλινικά αμελητέο. Επομένως, συχνά το σφάλαμ τύπου ΙΙ δεν θεωρείται πόσο σοβαρό είναι το σφάλμα τύπου Ι.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω, κτά το σχεδιασμό μιας κλινικής μελέτης πρέπει να ληφθούν μέτρα ώστε τα σφάλματα τύπου ΙΙ και Ι να αποφευχθούν. Το μέγεθος του δείγματος που θια απιτηεθί για την εκπόνηση μιας αξιοόπιστης κλινικής μελέτης καθορίζεται από:
|προκατάληψη, μεροληψία | συγχυτικοί παράγοντες |
☸ Τυχαία και Συστηματικά σφάλματα - μεροληψία. Είναι σχεδόν βέβαιο, ότι σε κάθε επιδημιολογική μελέτη οι τιμές που χαρακτηρίζουν το υπό μελέτη φαινόμενο είναι, λιγότερο ή περισσότερο, των αληθινών τιμών, π.,χ την\ς επιπτώεωε ή του κινδύνου προσβολής από μια πάθηση. Η διαφορά αυτή ονομάζεται σφάλμα της μελέτης και μπορεί να είναι είτε τυχαίο ή συστηματικό σφάλμα. Τα τυχαία σφάλματα συμβαίνουν σποραδικά, αλλά δεν έχουν συγκεκριμένη φυσιογνωμία. ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΠΝΕΥΜΟΝΟΛΟΓΙΑΣ Αντίθετα, τα συστηματικά σφάλματα είναι ομοιόμορφα . Στα χαρακτηριστικά μιας μελέτης, στην οποία έχουν εμφυλοχωρήσει συστηματικά σφάλματα συγκαταλέγεται ένα φαινόμενο, γνωστό ως μεροληψία, bias. Η μεροληψία είναι ανεπιθύμητο ιδίωμα του σχεδιασμού μιας επιδημιολογικής μελέτης,που τείνει να παράξει αποτελέσματα, διαφορετικά από τις πραγματικές τιμές που χαρακτηρίζουν τον υπό μελέτη πληθυσμό. Μεροληψία μπορφεί να εμφυλοχωρήσει σε κάθε τύπο επιδημιολογικής μελέτης και, συνήθως, είναι αποκύημα λαθών κατά τον σχεδιασμό και την εκπόνηση της μελέτης. Σε μερικές περιπτώσεις, η μεροληψία μπορεί να καταστήσει τα αποτελέσματα της στατιστικής αναλύσεως εντελώς αναξιόπιστα. Είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αποφευχθεί η παρείσφρυση συστηματικών σφαλμάτων και μεροληψίας σε μια μελέτη., αν και μπορούν να περιοριστούν προβλήματα με την ανίχνευση και την απαλλαγή της μελέτης από σφάλματα και μεροληψίες, όσο το δυνατόν νωρίτερα, εάν είναι δυνατόν, ήδη από το στάδιο του σχεδιασμού της μελέτης. Εάν ανιχνευτεί σε μεταγενέστερο στάδιο, οι συνέπειες των μεροληψιών μπορούν, συνήθως, αλλά όχι πάντα να περιοριστούν, κατά το στάδιο της αναλύσεως των αποτελεσμάτων της μελέτης.•
Σφάλματα στη ανάλυση των δεδομένων συνεπάγονται την παρείσφρυση μεροληψίας και, κατά παρόμοιο τρόπο, πρέπει να εντοπιστούν και να περιοριστούν. Οι βασικότεροι τύποι μεροληψίας είναι η μεροληψία επιλογή και η μεροληψία πληροφορίας.
Συγχυτικοί παράγοντες. Ως συγχυτικούς παράγοντες θεωρούνται παράγοντες που επηρεάζουν την έκβαση μιας παθολογικής εκτροπή ή τον κίνδυνο εμφανίσεώς της, άλλοι, πέραν απότους θιεωρούμενους στη μελέτη. Eπομένως, για να χαρακτηριστεί ένας παράγοντας ως συγχυτικός,πρέπει νε εμπλέκεται με την έκθεση και να είναι ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου για την υπό μελέτη πάθηση. Π.χ., σε μια μελέτη παρατηρήσεως αναζητείται η συμβολή της μεγάλης καταναλώσεως οινοπνεύματος στην επίπτωση της στεφαναιαίας νόσου, το κάπνισμα είναι συχγυτικός απράγοντας, επειδή συνήθως συνυπάρχει με την υψηλή κατανάλωση οινοπνεύματος, ενώ, ταυτόχρονα, αποτελεί, από μόνο του αιτιολογικό παράγοντα στεφανιαίας νόσου.
Ο καλύτερρος τρόπος για να αποφευχθεί η παρείσφρυση συγχυτικών παραγόντων είναι η εκόπνηση μελετών παρατηρήσεως στις οποίες έχουν προβλεφθεί προστατευτικές κλείδες, όπως η τυχαιοποίηση, η αντιστοίχιση και και η στρωματική ανάλυση.
Κοινωνική επιδημιολογία. Η κοινωνική επιδημιολογία είναι ο κλάδος της επιδημιολογίας που, ειδικότερα, ασχολείται μετην κοινωνική κατανομή και τις εκτιμήτριες της υγείας. Πιστεύεται εν γένει ότι οι παθήσεις, ως αποτέλεσμα εμπλοκής της γενετικής προδιαθέσεως, της εκθέσεως σε προκλητικούς παράγοντες και της τυχαιότητας,
⧉ΠΡΟΛΗΨΗ.
➤πρωτογενής πρόληψη. Στην πρωτογενή πρόληψη εντάσσονται δράσεις, κατευθυνόμενες στην άρση ή εξουδετέρωση του παραγόντων που ενέχονται με την υπό μελέτη πάθηση. Σ΄αυτήν περιλαμβάνοντα ο έλεγχος του περιβάλλοντος η ανοσοποίηση, η προαγωγή της υγείας, και η εκπαίδευση. Ο Δ. Τριχόπουλος στο κλασικό του σύγγραμμα 'Επιδημιολογία" αναφέρει ότι ο καλύτερος τρόπος πρωτογενούς προλήψεως είναι η γενετική τροποποίηση, αλλά από τεχνικής απόψεως, αυτό είναι ανέφικτο και από ηθικής, ανεπίτρεπτο.
➤δευτερογενής πρόληψη. Με τη στρατηγική αυτή επιδιώκεται η ανίχνευση παθθολογικών εκτροπών στο προσυμπτωματικό τους στάδιο ή κατά το δυνατόν νωρίτερα, ώστε να εφαρμοστούν μέθοδοι θεραπείας η αναστολή της εξελίξεως. Τα προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου, υποστηριζόμενα από δραστικές θεραπευτικές παρεμβάσεως είναι τα καλύτερα παραδείγματα της δευτερογενούς προλήψεως.
➤τριτογενής πρόληψη. Αφορά την ανικανότητα λόγω βλάβης, σε άτομα με ενεργό πα΄θηση με τη μείωση των ακόμηβ ενεργών παραγόντων κινδύνου, όπως π.χ., το κάπνισμα και εμτην εφαρμογή μεθόδων αποκαταστάσεως ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΠΝΕΥΜΟΝΟΛΟΓΙΑΣ