δύσπνοια 1ο

πίνακας 1. Αίτια δύσπνοιας
αναπνευστικό σύστημα καρδιαγγειακό σύστημα
οξεία χρόνια οξεία χρόνια
πνευμονική εμβολή ΧΑΠ οξύ πνευμονικό οίδημα χρόνια συμφορητική καρδιοπάθεια
παρόξυνση άσθματος χρόνια πνευμονική εμβολή καρκίνος   ισχαιμία μυοκαρδίου
παρόξυνση ΧΑΠ διάμεσες πνευμονοπάθειες άλλα αίτια δύσπνοιας
πνευμοθώρακας μεγάλη πλευριτική συλλογή
οξεία:
μεταβολική οξέωση
διαβητική οξέωση
ουραιμία
υπρβολική λήψη σαλικυλικών
ψυχογενής (υστερικός υπεραερισμός
χρόνια:
παχυσαρκία
βαριά αναιμία
πνευμονία  
Μορφές δύσπνοιας
ορθόπνοια
παροξυσμική νυκτερινή δύσπνοια
βλέπε: Παθολογικοί τύποι αναπνοής
αναπνοή Cheyne-Stokes
αναπονοή Kausmaul
αναπνοή Biot
διαχείριση της δύσπνοιας

Α. Kατά την αρχική εκτίμηση του ασθενούς με δύσπνοια, το ενδιαφέρον συγκεντρώνεται στο ιστορικό. Η οξεία δύσπνοια πρέπει να εκτιμηθεί ταχύτατα, ακόμη και στο Τμήμα Επειγόντων, αλλά η χρόνια δύσπνοια, μπορεί να αποτιμηθεί σταδιακά, ακόμη και σε εξωτερικό Ιατρείο. Στα σημεία που πρέπει να επικεντρωθεί η προσοχή είνια το κάπνισμα, και οι επαγγελματικές/περιβαλλοντικές εκθέσεις, τα συνοδά συμπτώματα, και οι παράγοντες που την πυροδοτούν. Οι λέξεις που χρησιμοποιούν οι ασθενείς μπορούν, επίσης, να αξιοποιηθούν για την διάγνωσή της, (π.χ., αίσθημα συσφίγξεως στο θώρακα, ανεπαρκής πρόσληψη αέρος, αδυναμία επαρκούς εκπνοής, κλπ), ακόμη και η περιοδικότητα του λόγου τους. Έτσι, ένας μακροπερίοδος λόγος (ο αριθμός των λέξεων μεταξύ δύο αναπνοών) μπορεί να είναι αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της εντάσεως της δύσπνοιας.
Β. Η φυσική εξλέταση θα εισφέρει στην επιλογή των περαιτέρω εργαστηριακών εξετάσεων που θα απαιτηθούν για τη διερεύνιση των αιτίων της δύσπνοιας. Στην παρατήρηση, περιλαμβάνεται η υιοθέτηση από τον ασθενή του τύπου της εκπνοής (με σφιγμένα χείλη), με τον οποίο πρπσθέτει εξωτερική αντίσταση προκειμένου να αποφύγει την ενδοπνευμονική πρώιμη σύγκλειση των κεντρικών αεραγωγών, που θα απέληγε σε πρώιμη διακοπή της εκπνοής και παγίδευση αέρος (EPP στους μεγάλους αεραγωγούς). Ο τύπος αυτός αναπνοής συνδυάζεται με αποφρακτικού τύπου πνευμονοπάθειες. Η αναπνοή Kausmaul $$$που συνήθως συνοδεύει καταστάσεις με σοβαρή μεταβολική οξέωση ή η αναπνοή Cheyne-Stokes, που συνήθως συνοδεύει τη συμφορητική καρδιοπάθεια. H αναγνώριση πληκτροδακτυλίας  εγείρει υποψίες για διάμεσο νόσημα, βρογχεκτασίες ή πνευμονικό καρκίνο. Από την καρδιολογική εξέταση, συλλέονται πληροφορίες συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας όπως S3, S4 και διάραση των σφαγιτίδων. Η εντόπιση μη μουσικών ήχων, συριγμού, ρόγχων είναι κρίσιμες κλείδες για τη διάγνωση της αιτιολογίας της δύσπνοιας.
Γ. Η πρώτη εργαστηριακή προσφυγή για τη διάγνωση της δύπσνοιας είνια, συνήθως η ακτινογραφία θώρακος. Η ακτινογραφία θώρακος μπορεί να αναδείξει ευρήματα συμβατά με συμφορητική καρδιοπάθεια, χρόνια αποφρακτική, διάμεση πνευμονοπάθεια, πλευριτική συλλογή ή μάζες που έχουν διαφύγει της κλινικής παρατηρήσεως. Η προσέγγιση της ακτινογραφίας θώρακος, γίνεται με βάση τον μνημονικό κανόνα: ABCDEFGHΙ (: τα 9 πρώτα γράμματα της αλφαβήτου. ( από τον αριθμό των συλλαβών: α.κτι.νο.γρα.φί.α .θώ.ρα.κος). Δ. Το συχνότερο αίτιο της δύσπνοιας είναι είναι οι καριακές παθήσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται, η συμφορητική καρδιοπάθεια, η ισχαιμία του μυοκαρδίου, οι αρρυθμίες, και οι αγγειοπάθειες. Οι διαφορετικές αυτές αιτίες μπορούν καλύτερα να διακριθούν με το ΗΚΓ, το υπερηχογράφημα και , προφανώς, με τις δοκιμασίες καρδιοπνευμονικής κοπώσεως, Η θεραπεία πρέπει να καθοδηγηθεί από την εξατομικευμένη διάγνωση.
Ε. στις μη πνευμονικές αιτίες της δύσπνοιας περιλαμβάνονται οι μεταβολικές διαταραχές, η αναιμία, και τα ψυχολογικά αίτια, όπως η ευερεθιστότητα, οι κρίσεις πανικού, και η κατάθλιψη. Δεν πρέπει να διαφεύγει, εν τούτοις, ότι οι ψυχολογικές καταστάσεις, ως αίτιο δύσπνοιας, αποτελούν διαγνώσεις εξ αποκλεισμού.
Στ. Σε ασθενείς με υποτιθέμενη πνευμονοπάθεια και φυσιολογική ακτινογραφία θώρακος, το επόμενο βήμα είνια, προφανώς, ο λειτουργικός έλεγχος αναπνοής. Αρχικά, διενεργείται σπιρομέτρηση που μπορεί να οδηγήσει στη διενέργεια περαιτέρω εξετάσεων από την πλειάδα λειτουργικού ελέγχου αναπνοής ή να εισφέρει στη διάγνωση αποφρακτικού, (FEV1/(F)VC<70%) ή περιοριστικού (μείωση πνευμονικών όγκων) τύπου μειώσεως της ικανότητας αερισμού, ως αίτιο της δύσπνοιας. Πρόσθετες εξετάσεις μπορεί να διευκρινίσουν εππι μέρους πνευμονοπάθειες, παθήσεις των μυών ή νευρομυϊκών συνάψεων ή του θωρακικού τοιχώματος. Το επόμενο βήμα, επί ασθενών με δύσπνοια και φυσιολογική ακτινογραφία και φυσιολογικές εξετάσεις λειτουργικού ελέγχου αναπνοής, είναι ο υπερηχοκαρδιογραφικός έλεγχος και η καρδιοπνευμονική κόπωση.
Ζ. Επί ασθενών με δύσπνοια και παθολογική ακτινογραφία θώρακος, συνήθως αναγκαιοί περαιτέρω απεικονιστικός έλεγχος, όπως η (HR)CT, με τον οποίο μπορεί να διευκρινιστεί η παρουσία διάμεσης ινώσεως, εμφυσήματος, πλευριτικής συλλογής, νεοπλάσματα, ή πνευμονική εμβολή. ΑΠό το σημείο αυτό, περαιτέρω έλεγχος καθοδηγείται με βάση τα ευρήματα από την CT.

η

Η Δύσπνοια είναι, συχνά, το σοβαρότερο σύμπτωμα επί παθήσεων του αναπνευστικού ή και εξωπνευμονικών παθολογικών καταστάσεων, όπως οι καρδιοπάθειες και οι αναιμίες. Πρόκειται για υποκειμενική αίσθηση 'ανεπαρκούς αναπνοής", που μπορεί να είναι δυσάρεστη ή απότοκη παθολογικής συνειδητοποιήσεως της αναπνοής, που σε φυσιολογικές συνθήκες διατρέχει ασυνείδητα. Είναι αποτέλεσμα αυξήσεως του έργου αναπνοής, ή όταν διεγείρονται τα κέντρα της αναπνοής, στον προμήκη ή οι ειδικοί υποδοχείς που είναι εγκατεσπαρμένοι σε ολόκληορ το αναπνευστικό σύστημα, αλλά και σε εξωπνευμονικά όργανα. Οι υποδοχείς ευρίσκονται στις ανώτερες αναπνευστικές οδούς, στον κυψελιδικό και διάμεσο χώρο (υποδοχείς J) στους αεραγωγούς, τους αναπνευστικούς μύες, και το θωρακικό τοίχωμα. Γενικά, είναι δύσκολή η διάκριση μεταξύ πνευμονικής ή καρδιακής προελεύσεως της δύσπνοιας.

βιβλιογραφία

1. American Thoracic Society. Dyspnea. Mechanisms, assessment, and
management: a consensus statement. Am J Respir Crit Care Med
1999;159:321.
2. Braunwald E, Fauci AS, Kasper DL, et al, eds. Harrison’s Principles
of Internal Medicine, 15th ed. New York: McGraw-Hill, 2001.
3. Michelson E, Hollrah S. Evaluation of the patient with shortness of
breath: an evidence-based approach. Emerg Med Clin North Am
1999;17:221.