Φαρμακοεπάγωγη πνευμονική υπέρταση

Η πνευμονική υπέρταση είναι η κλασικότερη μορφή φαρμακοεπάγωγων βλαβών της πνευμονικής κυκλοφορίας. Στα φάρμακα που περιλαμβάνονται στην κατηγορία αυτή είναι τα παλαιά, αποσυρμένα, ήδη, φάρμακα για τη μείωση της ορέξεως, όπως το aminorex, και των νεοτέρων, όπως το fenfluraminedexfenfluramine που επίσης προκαλεί ΠΑΥ, με τρόπο, παρόμοι του παλαιότερου ανορεξιογόνου.  Ακρυλικές κόλλες, σημασμένες με λιοδόλη, που χρησιμοποιούνται για την απόφραξη εγκεφαλικών αρτηριοφλεβικών επικοινωνιών μπορεί να παομακρυνθούν και να συγκεντρωθούν στην πνευμονική κυκλοφορία. Η κατάσταση εκδηλώνεται με δύσπνοια, πλευρωδυνία, κια πληθώρα μικρών μεταλλικής χροιάς πολυκλαδικών σκιάσεων στην ακτινογραφία θώρακος. Ταμεθακρυλικά τσιμέντα που προωθούνται υπό πίεση για τη σταθεροποίηση των σπονδυλικών σωμάτων σε ασθενείς με επινέμηση από πολλαπλούν μυέλωμα, μεταστάσεις ή οστεοπενία, μπορεί να προκαλέσουν απόμακρες, μαζικές, απειλητικές για τη ζωή εμβνολές, δυνητικά θανατηφόρες.Η πνευμονική υπέρταση σε από μακρού χρήστες ουσιών, που χρησιμοποιούν ουσίες σε δισκία τα οποία διαλύονται για ενδοφλέβια χρήση, είναι απότοκη πνευμονικής αγγειοπάθειας σε αντίδραση στο ταλκ, ή το πυρίτιο που συγκεντρώνεται στα άπω πνευμονικά τριχοειδή.

Η ΠΑΥ χαρακτηρίζεται, όπως προαναφέρθηκε, από ιστική αναδιομόρφωση των τοιχωμάτων των πνευμονικών προτριχοειδικών αρτηριολίων με μεγάλη αύξηση των αγγειακών κυττάρων. Παρ΄όλο ότι η σχετική παθοφυσιολογία παραμένει άγνωστη, συγκεντρώνεται μεγάλος όγκος πληροφοριών επί του ρόλου της φλεγμονής στην ανάπτυξη ΠΑΥ, ιδιαίτερα εφόσον είναι γνωστό ότι η ΠΑΥ παρατηρείται, μεταξύ άλλων, σε παθήσεις με φλεγμονώδες παθολοφυσιολογικό υπόστρωμα, όπως οι παθήσεις του συνδετικού ιστού και δεν αποκλείεται ότι η θεραπεία του φλεγμονώδους υποστρώματος των παθήσεων αυτών να απολήγει σε βελτίωση της ΠΑΥ. Παλαιότερα πιστευόταν ότι η ΠΑΥ συνδεόταν αιτιοπαθογενετικά με την αγγειΐτιδα και έχει εκπονηθεί αριθμός κλινικών δοκιμών επί της δράσεως των αντιφλεγμονωδών φαρμάκων, όπως η κυκλοφωσφαμίδη στη θερπεία της ΠΥ. Η θεωρία αυτή έχει, εγκταλειφθεί, λόγω της αποτυχίας των προαναφερομένων κλινικών δοκιμών. Εν τούτοις, το ενδιαφέρον περί την φλεγμονώδη φύση της ΠΑΥ έχει αναζυπωρθεί καθώς αριθμός ερευνητικών εργαστηρίων έχει επανέλθει επί του θέματος (&). Κατ΄αρχήν, από ιστολογικά δείγματα ασθενών με ΠΑΥ έχει δειχθεί περιαγγειακή συγκέντρωση κυττάρων της φλεγμονής όπως τα μακροφάγα και τα δενδριτικά κύτταρα, Τ και λεμφοκύτταρα και ota;κά κύτταρα. Επιπλέον, αυξημένες  συγκεντρώσεις των κυκλοφορούντων κιτοκινών και χημοκινών συσχετίζονται με την δυσμενή κλινική έκβαση. Η φλεγμονώδης απάντηση μπορεί να ρυθμίζεται από την κατάσταση του υποδοχέα 2 της μορφογενετικής πρωτεΐνης των οστών (bone morphogenetic protein receptor type 2, BMPR II), που μπορεί να μεταβληθεί από διάφορες κιτοκίνες.
πνευμονική υπέρταση από φάρμακα
Υπάρχει η υποψία ότι κάποια από τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία άλλων καταστάσεων, μπορεί να προακέσουν πνευμονική υπέρταση. Από τα γνωστότερα απ΄αυτά είναι ανορεξιογόνα, που επιβαρύνονται με καρδιο- και πνευμονοπάθειες. Στις χώρες όπου έχουν αποσυρθεί παρατηρήθηκε, πράγματι μείωση της επιπτώσεως της ΠΥ. File:Dasatinib2DACS2.svgΈνα άλλο φάρμακο που έχει βρεθεί ότι ππροκαλεί προτριχοειδική ΠΥ είναι η δασατινίβη (&), ένας αναστολέας της τυροσίνης της κινάσης, που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της μυελογενούς λευχαιμίας και των εξελιγμένων μορφών καρκίνου του προστάτη. Η δυσμενής δράση της δασατινίβης είναι ενδιαφέρουσα, επειδή ένας άλλος, ομοίως, αναστολέας της τυροσίνης της κινάσης, η ιματινίβη, τελεί υπό τελικό κλινικό έλεγχο, για τη θεραπεία της πνευμονικής υπερτάσεως. ΠΑρατηρείται, δηλαδή το ενδιαφέρον φαινόμενο ότι φάρμακα από την ίδια φαρμακολογική τάξη μπορούν να προκαλούν και να θεραπεύουν την ίδια πάθηση.
ανεπάρκεια σιδήρου
Κλινικές παρατηρήσεις συσχετίζουν την ανεπάρκεια σιδήρου με πνευμονικές αρτηριοπάθειες. Φαίνεται ότι η επίπτωση της ανεπάρκειας σιδήρου είναι αυξημένη σε ασθενείς ιΠΑΥ (&) και η ανεπάρκεια σιδήρου είναι συνήθης επί ασθενών με ΠΑΥ, και καθορίζει τη βαρύτητα της παθήσεως και την έκβασή της. Ένας παράγων που μπορεί να εμπλέκεται είναι η αύξηση των συγκεντρώσεων επσιδίνης (hepcidin), τα οποία διαταράσσουν την απορρόφηση του σιδήρου από το έντερο. Στους ασθενείς με πνευμονική υπέρταση αναγνωρίζονται αυξημένα επίπεδα κυκλοφορούσης τρανσφερρίνης, γεγονός που πιστοποιεί την ανεπάρκεια σιδήρου. Προς το παρόν η σχέση μεταξύ της ανεπάρκειας σιδήρου και της βαρύτητας της ΠΑΥ δεν έχει κατανοηθεί και τελεί υπό εντατικό έλεγχο.
Ο ρόλος του συστήματος ρενίνης -αγγειοτασίνης- αλδοστερόνης στην παθοβιολογία της πνευμονικής αρτηριακής υπερτάσεως (2013 Grover Conference series).
Η πνευμονική αρτηριακή υπέρταση (ΠΑΥ) συνοδεύεται από παθολογική ιστική αναδιαμόρφωση των πνευμονικών αγγείων που συνεπάγεται αύξηση της πνευμονικής πιέσεως, των πνευμονικών αντιστάσεων, και, εν τέλει, δεξιά καρδιακή δυσλειτουργία. Υπάρχουν ενδείξεις ενεργοποιήσεως του συστήαμτος ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης που εισφέρουν στην καρδιοπνευμονική αναδιαμόρφωση που παρατηρείται επί ΠΑΥ. Αναγνωρίζονται αυξημένες συγκεντρώσεις αγγειοτασίνης και αλδοστερόνης που είναι ανάλογες των αιμοδυναμικών μεταβολών και της ιστικής αναδιαμορφώσεως των αγγείων.  Οι μεταβολές αυτές αναστέλλονται με θεραπεία με ανταγωνιστές των υποδοχέων αγγειοτασίνης  Σε κυτταρικό επίπεδο η αγγειοτασίνης και η αλδοαστερόνη ενετργοποιούν τα σήματα που εκπορεύονται κατά το ξειδωτικό stress που μειώνουν τις συγκεντρώσεις του βιοδιαθέσιμου νιτρικού οξειδίου, αυξάνουν τη φλεγμονή, και προάγουν τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό, την κυτταρική μετανάστευση την αναδιαμόρφωση του εξωκυττάριου δικτύου και την ίνωση. Κλινικά, η ενίσχυση της δραστηριόττηας της ρενίνης-αγγειοτασίνης και τα αυξημένα επίπεδα αλδοστερόνης που αναγνωρίζονται στους ασθενείς με ΠΑΥ, που αποκαλύπτουν ένα ρόλο για την αγγειοτασίνη και τους ανταγωνιστές των υποδοχέων των αλατοκορτικοειδών στη θεραπεία της ΠΑΥ.

Ο ρόλος του συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης στην ιστική αγγειακή αναδιαμόρφωση και τη φλεγμονή. Κλινική ανασκόπηση

$Η αντίληψη της παθογένειας της υπερτάσεως, ως επακόλουθου μεταβολής των αιμοδυναμικών παραμέτρων, έχει μεταβληθεί και, ήδη, αναγνωρίζεται ότι ότι εμπλέκονται πολλοί παράγοντες στην ανάπτυξη των υπερτασικών αγγειοπαθειών. Το σύστημα ρενίνμης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης φαίνεται να είναιθ από τα πλέον σημαντικά, καθώς η αγγειοτασίνη ΙΙ, ο σημαντικότερος πεπτιδικός παράγων του συστήαμτος, έχει σημαντικές επιδράσεις στην δομή, την ανάπτυξη και  την ιστική ίνωση και αποτελεί τον κύριο ρυθμιστή της ιστικής αναδιαμορφώσεως και της φλεγμονής. Συγκρίματα αντιδραστικών ενώσεων οξυγόνου και το δίκτυο σημάτων που εκπορεύονται διαμεσολαβούν της αγγειοτασίνης ΙΙ και τους αρμόδιους κυτταρικούς μηχανισμούς που επα΄γουν τη φλεγμονή. Η εμπλοκή της αλδοστερόνης στην ιστική αναδιαμόρρωση των τοιχωμάτων των αγγείων και του κυοκαρδίου έχουν ήδη τεθεί στο ικροσκόπιο της εντατικής έρευνας, ενώ θεραπείες που αναστέλλουν τις παθολογικές επιδράσεις του συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης έχουν δειχθεί ότι περιορίζουν τις βλαπτικές επιδράσεις επι υπερτάσεως και μειώνουν την νοσηρότητα και θνητότητα από καρδιοαγγειοπάθειες.

Η κατανόηση των μοριακών και κυτταρικών μηχανισμών που εμπλέκονται στην πρώιμη ανάπτυξη των μαγγειακών μεταβολών επί υπερτάσεως μπορεί να οδηγήσει στο σχεδιασμό στοχευμένων θεραπειών και στη βελτίωση των εκβάσεων.

Η ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΦΛΕΒΟ- ΑΠΟΦΡΑΚΤΙΚΗ ΝΟΣΟΣ είναι σπάνια κατάσταση άγνωστης αιτιολογίας και χαρακτηρίζεται από ινώδη απόφραξη των πνευμονικών φλεβιδίων που οδηγούν στην ανάτπυξη πνευμονικήςυπερτάσεως. Εκδηλωνεται με προδευτικά επιδεινούμενη δύσπνοιακαι στην ακτινογραφία θώρακος αναγνωρίζεται με σχηματισμό γραμμών Kerley Β, απουσία μεγαλοκαρδίας. Η πνευμονική φλεβοαποφρακτική νόσος παρατηρείται επί διαφόρων κυτταροτοξικών φαρμάκων ή ακτινοθεραπειών, ή στα πλάισια μεταμοσχεύσεως μυελού των οστών. Η πρόγνωησ είναι πολύ επιφυλακτική. Η τοποθέτηση σιλικόνης στους ομοφυλόφιλους για λόγους μεγεθύνσεως του στήθους, ή μετατροοής του σχληαμτος του σώματος, μπορεί να απολήξουν σε βλάβες των πνευμονικών αγγείων, που εκδηλώνονται ως πνευμονικά διηθήματα και διάχυτη κυψελιδική αιμορραγία. Η Bevacizumab είναι αναστολέας της αγγειογενέσεως που στοχεύει στα ενδοθηλιακά κύτταρα των πνευμονικών τριχοειδών. Μπορεί να σημειωθεί σοβαρή αιμόπτυση, απειλητική για τη ζωή, σε άτομα με κεντρικές =κοιλωματώδεις βλάβες ή βλάβες που έχουν υποστεί εκσκαφή, κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Το φάρμακο αυτό φαίνεται ως εάν να εμποδίζει τα πνευμονικά ενδοθήλια να ανανήψουν μετά την χημειοθεραπεία. 
|πνευμονική υπέρταση επί αριστερής καρδιακής νόσου|