Η υγεία και οι εκτροπές της

© Γ.Α.Μ. υγεία αρρώστια

Η κατανόηση της έννοιας της εκτροπής της υγείας έχει κρίσιμη σημασία όχι μόνο για προληπτικούς, διαγνωστικούς, θεραπευτικούς λόγους, ούτε μόνο για ηθικούς ή θεωρητικούς (φιλοσοφικούς), αλλά και επειδή συνδράμει στην περιγραφή και την ερμηνεία των ευρημάτων που οδηγούν τη σύμπραξη για την ανάληψη θετικών ή παράλειψη αρνητικών ενεργειών προς άρση της ανεπιθύμητης καταστάσεως.

Η Ιατρική προοδευτικά αποκτά μεγαλύτερη βιοτεχνολογική δύναμη. Για την προστασία των ασθενών, των Ιατρών και της κοινωνίας από την κατάχρηση της αποκτούμενης δυνάμεως, είναι απόλυτα αναγκαίο να να οριοθετηθεί με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο η πραγματική αποστολή  της Ιατρικής, στη βάση πλήρως αποσαφηνισμένων ορισμών των θεμελιωδών παραγόντων που τη χαρατηρίζουν, όπως η υγεία, η πάθηση, η νόσος, η εκτροπή της υγείας, η αρρώστεια.     

Στη πλαίσια της ιατρικής φιλοσοφίας και βιοηθικής παρατηρείται, ακόμη, διάσταση απόψεων αναφορικά με τους όρους βέλτιστης περιγραφής της υγείας σε αντιδιαστολή με την πάθηση / νόσο, διάσταση που έχει κρίσιμη σημασία για την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος, τους ασφαλιστικούς οργανισμούς κλπ., όπως και για την περιγραφή των λειτουργιών και της φιλοσοφικής ερμηνείας της σωματικής και ψυχικής ευεξίας στις βιοιατρικές επιστήμες και θεωρίες της ιατρικής ηθικής. Μερικοί αμφισβητούνσχετική σημασία των ζητημάτων στον τομέα της γενετικής και βιοτεχνολογίας, είτε επειδή νομίζουν ότι τα προβλήματα είναι προσωρινά ή επειδή δίνουν προτεραιότητα σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κοινωνικής δικαιοσύνης στον τομέα της υγείας (&).
⛯ Ειδικότερα,  στην Ιατρική γραμματεία απαντούν τρεις κύριοι προσανατολισμοί: Οι φυσιολογιστές (Naturalists) επιμένουν στους ελεύθερους ποσοτικών προσδιορισμών ορισμούς, στη βάση επιστημονικών θεωριών· οι κανονιστικοί (normativists) πιστεύουν, αντίθετα, ότι οι χρήσεις των όρων υγεία και αρρώστια  βασίζονται σε ποσοτικές μεταβλητές, καθώς βασίζονται στις κανονιστικές δομές της υγείας και κινούνται σε φαινομενολογικά, ερμηνευτικά πλαίσια (&),  ενώ, οι υβριδικές θεωρίες, δέχονται στοιχεία από τις δύο προηγούμενες θεωρίες (&, &, &), χωρίς ουσιώδη και οριστικά αποτελέσματα. Στη βιοστατιστική θεωρία του φυσιολογιστή Christopher Boorse, τα κύρια συστατικά της οποίας είναι η στατιστική κανονικότητα και η φυσιολογική βιολογική λειτουργία.
Η ζωή που εκπληρώνει το νόημά της είναι η κατάσταση, κατά την οποία το άτομο έχει την ικανότητα να επικοινωνεί με τον εαυτό του, τους άλλους και τη φύση, να επηρεάζεται (από) και να επηρεάζει το περιβάλλον του, ώστε υγεία είναι η δυνατότητά του να αντλεί ευχαρίστηση από την επικοινωνία αυτή. Διασταλτικά, νόσος είναι η προσωρινή ή μόνιμη απώλεια της ικανότητας αυτής· η έκθεσή του στην άντληση δυσαρεσκειών. 
Οφείλεται, επιπλέον, να συγκεκριμενοποιηθεί η έννοια της 'φυσιολογικής λειτουργίας', με αναφορά σε οργανισμούς παρόμοιου λειτουργικού σχεδιασμού. Σημειώνεται ότι δεν μπορεί να νοηθεί απώλεια του ενός χωρίς, ταυτόχρονα στον ίδιο ή άλλο βαθμό, απώλεια των άλλων συντελεστών. Η παρατήρηση αυτή, έκανε τον Φρόϋντ να συντάξει μια συναρπαστική πρόταση: "επειδή προκαλεί ρήξη του προστατευτικού κελύφους του 'έγώ΄, γι αυτόν και μόνο το λόγο, κάθε σωματική αρρώστεια αποτελεί ταυτόχρονα και μια ψυχική διαταραχή". Μια παρόμοια κατάσταση μπορεί να οφείλεται σε εσωτερικές δυσλειτουργίες, όπως οι αυτοάνοσες παθήσεις και τα νοσήματα φθοράς, ή εξωτερικούς βλαπτικούς παράγοντες, όπως τα λοιμώδη και περιβαλλοντικά νοσήματα ή να οφείλονται σε συνεργική δράση εξωγενών κι ενδογενών παραγόντων, όπως συχνά, και με τη επίδραση της τυχαιότητας, της συγκυρίας, συμβαίνει me τις γενετικές εκτροπές της υγείας (&).  
☛ γλωσσολογικές διακρίσεις. Γενικά, Η ονομασία των πραγμάτων που μας περιβάλλουν είναι από τις πρώτες νοητικές δραστηριότητες του κοινωνικού ατόμου. Στα πλαίσια των τριών επικρατέστερων θεωριών 'περί της υγείας' αναγνωρίζεται η λογική, βιωματική προτεραιότητα της περιγραφής της υγείας, έναντι της εκτροπής της, που ακολουθεί ως εμπειρική απόκλιση. Αφότου κάθε προσπάθεια φυσιολογικής, κανονιστικής ή βιοστατιστικής  περιγραφής της υγείας απέτυχαν να ορίσουν μια κλίμακα διαβαθμίσεώς της, αναζητήθηκαν ιδέες κατηγορικής περιγραφής της υγείας στα λεξιλόγια των κοινωνιών, με την ελληνική γραμματεία να εμφανίζεται, άλλη μια φορά, έτοιμη να "δώσει τη λύση". Ήδη από τα Ομηρικά Έπη και μετέπειτα (π.χ., Σοφοκλής: λόγῳ τε καὶ σθένει = με τη δύναμη του λόγου και της πυγμής), οι έννοιες της υγείας και της εκτροπής της είχαν διατυπωθεί με ακρίβεια και την λογικά ορθή σειρά: Έτσι, θετικά οριζόταν η υγεία και αρνητικά,  ως στέρηση, απώλεια η εκτροπής της, δηλαδή η πάθηση. Ακριβώς αντίθετα, με τους τρέχοντες ορισμούς, με τους οποίους η αρρώστεια ορίζεται θετικά και η υγεία, ως το αντίθετό της, απουσία νόσου· κατάταξη, που είναι ιεραρχικά ασυνεπής. Η ασυνέπεια αυτή επιχειρήθηκε πολύ αργότερα, μόλις, το 1978, να αποκατασταθεί, σύμφωνα με τον ορισμό της World Health Organization  (&), υγεία είναι η κατάσταση πλήρους φυσικής, συναισθηματικής, διανοητικής και κοινωνικής ευεξίας και αρμονικής συμβιώσεως κάθε ατόμου και της κοινωνίας με το οικολογικό τους περιβάλλον και όχι μόνο η απουσία ασθένειας, αδυναμίας ή ιδρυματικής νοσηλείας. Ο ορισμός αυτός κατηγορήθηκε ως ασαφής και ουτοπικός και διαφαίνονται τάσεις παραγκωνισμού του  (δεν έχει επαναβεβαιωθεί μετά την Παγκόσμια συνδιάσκεψη για την υγεία στην Alma-Ata, το 1978), ωστόσο συμβάλλει στον απεγκλωβισμό της έννοιας της υγείας από εκείνη της αρρώστιας. Παρ΄όλο ότι ο ορισμός της υγείας με θετικούς όρους θεωρήθηκε ως απαραβίαστη προϋπόθεση αποδοχής του, υποστηρίχθηκε πρόσφατα  ότι ο "αρνητικός" ορισμός της, ως απουσία ασθένειας, μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλος για όλες τις χρήσεις (&). Έτσι, στο Ιατρικό λεξικό του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, η υγεία ορίζεται ως η ελεύθερη νόσου ή κακώσεως κατάσταση, που είναι ένας έκδηλα αρνητικός ορισμός και, ως εκ τούτου,  φέρει τις μειονεξίες, από τις οποίες θα έπρεπε να είχε απαλλαγεί   
Οι λέξεις αντανακλούν την εμπειρία πολλών ομόγλωσσων γενεών όπως έχει αποθησαυριστεί στο συλλογικό υποσυνείδητο που καθορίζει, ακόμη και σήμερα.  Εγείρεται, λοιπόν το πρωταρχικό ερώτημα, "τι είναι υγεία;" και κατ' ακολουθία, τι είναι αυτό που θεωρούμε ως μερική ή ολική απώλειά της, που ονομάζουμε "πάθηση, νόσο, αρρώστια (από το αρχ. ελλην 'ῥώννυμι=χωρίς ρώμη· ἀσθένεια = απώλεια σθένους". Στις λατινογενείς γλώσσες χρησιμοποιείται η λέξη dis-ease που σημαίνει αρρυθμία, διαταραχή του ρυθμού, απώλεια της ομοιοστασίας, ή να σημαίνει "κάτι που δεν είναι εύκολο (: ease=εύκολο), από το οποίο η ανακούφιση δεν είναι εύκολη) ή να προέρχεται από την ελληνική λέξη "ίαση" και το ποιοτικό "δυσ" που μπορεί να σημαίνει "δυσίαση, δυσίατος". Στα Γαλλικά, η νόσος λέγεται "maladie" και στα Ιταλικά, "μαλάττια (που προέρχεται από τη λέξη μαλ=κακό και την ελληνική ρίζα άττης, (= ξορκίζω τη συμφορά). [άττης λυμώνων=η κοιλάδα με τις συμφορές].   
  Εάν το σημαινόμενο ενός επιστημονικού όρου, είναι από μόνο του εμφανές, είναι, ίσως ωφελιμότερο να το ορίζουμε με καθημερινές λέξεις. Η ονομασία των πραγμάτων που μας περιβάλλουν είναι από τις πρώτες νοητικές δραστηριότητες του κοινωνικού ατόμου. Οι περισσότεροι ερευνητές και οριζόμενοι με το νεόκοπο όρο, ως 'επαγγελματίες υγείας (sic)' αναζητούν ήδη μια διατύπωση αναμφισβήτητης αντικειμενικής περιγραφής της "απώλειας υγείας", που θα αποτελέσει χρηστικό κριτήριο του συστήματος υγείας και –σε περίπτωση αποκαταστάσεως- θα συμβάλλει στην αποτίμηση της αποδόσεώς του. Παραμελούν, όμως, να κατανοήσουν μερικές τουλάχιστον από τις παραμέτρους της, ενόσω κανείς υγιής δεν αναμένεται να ζητήσει υπηρεσίες υγείας, παρ΄όλο ότι κι αυτό δείχνει να ανατρέπεται, με τη διάδοση της κοσμητικής και ενισχυτικής Ιατρικής. Εφεξής, με την υποστήριξη της αγοράς και των μεθόδων που διαθέτει για την κατασκευή πλασματικών αναγκών ή/και την παραμέληση των οικονομικά αδιαφόρων, αλλά πραγματικών, βρήκαν άπλετο καταναλωτικό χώρο διαθέσεως υπερθεραπειών, με τις οποίες υπόσχεται ότι θα κάνει τους υγιείς, υγιέστερους, μιας και προκύπτει περισσότερο οικονομικό όφελος απ΄αυτό, μετατρέποντας την περίθαλψη των ασθενών (που έτσι κι αλλοιθώς κατανοούνται ως αδρανές φορτίο από παραγωγικής ή καταναλωτικής απόψεως) σε διεύρυνση της αγοράς, απευθυνόμενη στους υγιείς. Η προληπτική Ιατρική παραμελείται ολοένα πλέον απροκάλυπτα και από τους διαπιστευμένους γι αυτή ιατρούς και από το αγοραίο ιατρικό σύστημα, ουσιαστικά εγκαταλειπόμενη στην παραϊατρική και τα παραφάρμακα, σε τέτοιο βαθμό, που έκαναν τον Ιπποκράτη να μαζέψει τις παραδόσεις του και να γυρίσει βιαστικός στον τάφο του.  
Οι γλωσσολογικές αυτές πληροφορίες επιτρέπουν  εσωτερικές διακρίσεις, τις οποίες αναγνώρισε πρώτος ο Ιπποκράτης, που τους προσέδωσε επιστημολογική σημασία, μεταξύ νόσου (ως απώλεια της υγείας, γνωστής αιτιολογίας, όπως οι λοιμώξεις, τα αυτοάνοσα νοσήματα κ. ά.) και παθήσεως (ως απώλειας της υγείας άγνωστης αιτιολογίας, όπως η υπέρταση). Οι λατινογενείς γλώσσες διαθέτουν περισσότερες λέξεις, με ασαφέστερα, όμως, μεταξύ τους όρια και αδιευκρίνιστη κατηγορική ομαδοποίηση, καθώς δεν αποτυπώνουν υποχρεωτικές φιλοσοφικές ή επιστημολογικές διακρίσεις μεταξύ της απώλειας υγείας και άλλων τύπων αιτιάσεων, όπως η βραχυσωμία, η παχυσαρκία ή η ημικρανία. Οι περισσότεροο θέτουν κριτήρια με βάση τα οποία επιλέγονται όροι, ώστε να επιλέγονται σημαίνοντα που περιγράφουν ακριβέστερα τα σημαινόμενα. Οι αποδεκτοί όροι πρέπει να ικανοποιούν τειθέμενα κριτήρια, όπως ο θετικός/αρνητικός χαρακτήρας του ορισμού, ή φυσιολογιστική ή κανονιστική προσέγγιση, ο αναλυτικός ή συνθετικός τύπος του ορισμού, ο προσανατολισμός του στον εφικτό ή ιδανικό στόχο, ενώ χρησιμοποιο΄θυνται διαγράμματα Vein προκειμένου να εκφράσουν γραμμικά τις σχέσεις μεταξύ των όρων (δηλαδή την απουσία ή την ποσοτικοποιημένη παρουσία επικαλύψεων μεταξύ των όρων). Ο ορισμός για την υγεία του παγκόσμιου Οραγανισμού Υγείας δέχτηκε σοβαρή κριτική επανεκτίμηση, ως αποτέλεσμα της οποία προτάθηκε ένας αρμονιστικός όρος
Η διευκρίνιση κατά πόσον οι όροι "disease", "illness" και "sickess" εκφέρονται με διαφορετικό νόημα, ποιά είναι η απόκλιση των  σημαινομένων τους κι η ευχέρεια με την οποία κατανοείται το ιατρικό, βιοηθικό κια ιατρονομικό τους περιεχόμενο (&). .
  Έτσι, όρος disease δηλώνει παθολογική, εν γένει, εκτροπή της λειτουργίας ενός μέρους ή ολόκλήρου του οργανισμού, που προκαλείται από ενδογενείς δυσλειτουργίες, όπως τα αυτοάνοσα νοσήματα, εξωγενείς παράγοντες, όπως οι λοιμώξεις και οι εποαγγελματικές πνευμονοπάθειες, ή συνδυασμό τους, όπως οι γενετικές εκτροπές (&). Ο όρος disease είναι κοινός σε πολλούς πολιτισμούς έτσι, ώστε θα μπορούσε να λάβει παγκόσμιες διαστάσεις (&), καθώς επικεντρώνεται σε προβλήματα υγείας και δηλώνει την ανάγκη ιατρικής παρεμβάσεως (&). 
Αντίθετα, ο όρος illness χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα υποκειμενικά χαρακτηριστικά της εκτροπής, όπως ο πόνος, η δύσπνοια, η δυσανεξία. Συχνά αναφέρεται σε συμπεριφορικές μεταβολές που κρίνονται ως ανεπιθύμητες μεταβολές εντός των ορίων του συγκεκριμένπου πολιτισμού  κι εγείιρουν αξιώσεις ιατρικής αντιμετωπίσεως από επαγγελματίες, ταυτοποιούμενους ως παρόχοι (;) υγείας.   
Με τον όρο sickness υπογραμμίζονται οι δυσμενείς κοινωνικές καταστάσεις και η έκπτωση αξιών, που προκαλεί εκτροπή της υγείας. Η επίκλιση του όρου αποκαλύπτει την πρόθεση απαλλαγής από συγκεκριμένες κοινωνικες υποχρεώσεις, όπως η λήψη άδειας απουσίας από την  εργασία ή αποφυγή εκπληρώσεως οικογενειακών υποχρεώσεων, αν και εντοπίζονται εξαιρέσεις απ΄αυτό, όπως οι περιπτώσεις με χρόνιες παθήσεις. Οι νοσηρές, κοινωνικές καταστάσεις  διερευνώνται, όχι μόνο προκειμένου να κατανοηθούν επιστημονικά, αλλά και με την ελπίδα να διορθωθούν, να προληφθούν, να εντοπιστούν οι απαξιωμένες κοινωνικές ομάδες (φυλές, κράτη), που η υγεία των μελών τους έχει κλονιστεί (Parson's The structure of social action, 1931) (&).
Οι ιατροί εμπλέκονται συχνά με καταστάσεις που δεν μπορούν θεωρηθούν ασθένειες, όπως η χορήγηση αντισυλληπτικών, η διεξαγωγή εκτρώσεως, και το σύνολο, σχεδόν, των επεμβάσεων κοσμητικής ιατρικής, στα πλαίσια της ατομικής αυτονομίας και είναι πολύ δύσκολο να εντοπιστούν δεσμοί, με ιατρικό ή φιλοσοφικό ενδιαφέρον, μεταξύ των συμπτωμάτων των διαφόρων παθήσεων και άλλων αιτιάσεων, που δεν μπορούν να θεωρηθούν παθήσεις, όπως η βραχυσωμία, η ημικρανία και η παχυσαρκία, παρ΄όλο ότι, προοδευτικά, κατανοείται η παθογένεια αυτών των 'μη παθήσεων' -εκροπών της υγείας και της ευεξίας. Με τη χρήση του όρου DIS (Disease, Illness, Sickness) εισήχθη ο θετικός όρος της εκτροπής της υγείας
Από την διερεύνηση των διακρίσεων αυτών αναγνωρίζεται η επιστημολογική και ηθική σημασία των παραπάνω ορισμών, που καθορίζουν πότε και πού θα ζητηθεί ιατρική βοήθεια. Όπως έχει σημειώσει Engelhardt: Η σύλληψη της έννοιας της εκτροπής της υγείας εισφέρει όχι μόνο στην περιγραφή κι εξήγηση, αλλ΄επίσης στη σύμπηξη συνεργασιών. Είναι έν δειξη μιας δυσμενούς καταστάσεως που είναι ανεπιθύμητη και χρήζει αντιμετωπίσεως. Ο τρόπος με τον οποίο αναγνωρίζεται η υγεία, η εκτροπή της και σχετιζόμενα ζητήματα δεν αποτελεί αντικείμενο μόνο με φιλοσοφικό και θεωρητικό ενδιαφέρον αλλά, καθώς μάλιστα, .....
Γενικά, προτιμώνται οι 'σαφέστερες' ποσοτικές εκτιμήσεις, από τις 'ασαφέστερες' κατηγορικές και οι ιατροί, ιδιαίτερα, θα προτιμούσαν να τους δοθεί ένα στίγμα, στο συνεχές 'ζωή-θάνατος', μετά το οποίο να ορίζεται η αρρώστεια και πριν από το οποίο η υγεία, καθώς βασικό εργαλείο της επιστήμης είναι η μετατροπή της κατηγορικής διαβαθμίσεως, σε μια αριθμητική σειρά, όπου ο κάθε αριθμός είναι κατά σταθερό ποσό, μεγαλύτερος του αμέσως προηγουμένου του (&). Επειδή παρατηρήθηκαν αδυναμίες και στις τρεις παραπάνω θεωρίες, που βασίζονται σε μετρικές μεθόδους, προτάθηκε η βαθμονόμηση της υγείας προς την εκτροπή της. στην αναλογική, δομή της γλώσσας, όπως είναι, π.χ., η κλίμακα Borg ή η κλίμακα MRC η κλίμακα Apache και η κλίμακα Epworth, η κλίμακα Likert, όλες εκ των οποίων ερείδονται πάνω στον ψυχοφυσικό νόμο του Fechner. Στο διαμορφούμενο δίκτυο, η αντίληψη της βιολογικής κανονικότητας που προτάθηκε από τον Canguilhem, συνδέεται με κατηγορικές κλίμακες, βασισμένες στις ετυμολογικές διαβαθμίσεις της γλώσσας. έτσι, η υγεία μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανάλογο της πληρότητας, που είναι η κοινότερη έκφραση ιδανικής υγείας. Οι κατηγορικές διαβαθμίσεις της γλώσσας επιτρέπουν την αναγνώριση διαφορετικών επιπέδων σπουδαιότητας της αποκλίσεως κι επομένως διαφορετικών ειδών κανονικότητας (βιολογικής, διανοητικής, κοινωνικής ή ηθικής). Έτσι, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ της νόσου και της υγείας είναι εμφανώς ασαφής, οφείλεται εν μέρει στην ευρεία γκάμα των παραλλαγών που υπάρχουν στο ανθρώπινο πληθυσμό και στις συζητήσεις για το αν πολλές έννοιες της νόσου είναι κοινωνικά δομημένες.
  To αρχιμήδειο σημείο, από το οποίο θα μπορούσε να εκκινήσει μια παρόμοια περιγραφή είναι η βασική αντίληψή μας περί του τι είναι υγεία, ως κατάσταση ευαρέσκειας και πως διακρίνεται από την ασθένεια , ως κατάσταση δυσαρέσκειας,  (: λόγω απώλειας όλου ή μέρους του σωματικού, ψυχικού ή/και νοητικού σθένους (: α-σθένους που έχει προκληθεί από ενδογενή ή/και εξωγενή αίτια με τη συμβολή της τυχαιότητας).
Η προσαρμογή εκείνων από τους ασθενείς, που είναι σε τελικά στάδια εξελίξεως μιας ανίατης παθήσεως, επεκτείνεται στην υποστήριξη και παροχή συνδρομής για την προετοιμασία αντιμετωπίσεως της αναπόφευκτης πραγματικότητας του θανάτου. Η αντίληψη αυτή υποδεικνύει ταυτόχρονα την ανάγκη λήψεως μέτρων, τόσο από το σύστημα υγείας, προς δύο κατευθύνσεις, προς το άτομο που πάσχει και το περιβάλλον στο οποίο διαβιεί, όσο και από το ίδιο το άτομο, φορέας του οποίου είναι η σε άλλοτε άλλο βαθμό προσαρμοσμένη υγεία του.  Από οικονομικής απόψεως, η υγεία θεωρείται μεν ως αγαθό, αλλά ο προσδιορισμός της ως δημόσιο ή ιδιωτικό αγαθό καθορίζει την ιδεολογική, οικονομολογική και πολιτική υπόσταση του συστήματος που έχει οργανωθεί για την προστασία της. Η γνώμη της ιατρικής για την υγεία έχει αλλάξει και οι μέθοδοι χειρισμού των εκτροπών της υγείας έχουν σε εκρηκτικό βαθμό διαφοροποιηθεί, καθώς η εξέλιξη της ιατρικής γνώσης, η ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών, αλλά και η αγοραία μεταμόρφωση της κοινωνίας έχουν επιφέρει πρωτοφανείς αλλαγές και κρίσιμες επιπτώσεις σε κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο, με τον επαναπροσδιορισμό των ορίων του σώματος, των δυνατοτήτων επέμβασης και αλλαγής των λειτουργιών του και εκπληκτική διαπλάτυνση του μεταιχμίου ζωής και θανάτου. Προοδευτικά, έτσι, κερδίζει έδαφος μια εναλλακτική, περισσότερο συγκρατημένη, προσέγγιση του ορισμού της υγείας, σύμφωνα με τον οποίο, ως υγεία αναγνωρίζεται η κατάσταση της ιδανικότερης φυσικής, συναισθηματικής και κοινωνικής προσαρμογής στις συγκεκριμένες χωροβιονομικές συνθήκες (οι υπογραμμίσεις δικές μας). Ανιχνεύεται, ήδη, ένας βαθμός επιφυλάξεως στον παρόντα ορισμό της "υγείας", ιδίως επειδή προϋποθέτει ένα απροσδιόριστο ιδανικό πρότυπο, που, από ποιοτική σταθερά βαθμονομείται σε ποιοτική μεταβλητή. Η υγεία ορίζεται πλέον με βάση ιδιότητες ενός συνεχούς, "που κυμαίνεται σ΄ένα φάσμα διαφοροποιήσεων, το ένα άκρο του οποίου οριοθετείται από την αρρώστια και τον θάνατο και το άλλο από την πλήρη ευεξία, σχετικής ελευθερίας από ενοχλήσεις και πόνο, "που επιτρέπει στο άτομο να κινείται για όσο περισσότερο χρόνο γίνεται και με όση περισσότερη ευχέρεια, μπορεί μέσα στο περιβάλλον, που ζει από τύχη ή επιλογή". Το σημείο του συνεχούς, επί του οποίου σταθεροποιείται κάθε άτομο, ομάδα, κοινότητα ή το κράτος ολόκληρο πριν από το οποίο καθένας με μειωμένη ευεξία μπορεί, εν τούτοις, να θεωρείται υγιής και μόνο μετά απ΄αυτό, αναγνωρίζεται η εγκατάσταση παθολογικής εκτροπής, νόσου ή απώλειας υγείας, θεωρείται συνάρτηση από πληθώρα κοινωνικο-οικονομικών και περιβαλλοντικών παραγόντων, μεταξύ των οποίων και οι εγκατεστημένες χωροβιονομικές συνθήκες της ακατάσχετης παραγωγής και φρενήρους καταναλώσεως, της κατακερματισμένης εργασίας και της διάχυτης ανασφάλειας, της φτώχειας, των κοινωνικών ανισοτήτων και του εντελώς ανθυγιεινού περιβάλλοντος, που περιγράφουν τη σύγχρονη κοινωνία μας. Έτσι, η υγεία, ως απροϋπόθετο ανθρώπινο δικαίωμα, και παρά την κοινωνική και ιστορική της θεμελίωση και το σαφή βιολογικό της προσδιορισμό, δεν περιγράφεται, πλέον, με την αποκρυσταλλωμένη αντίθεσή της από την αρρώστια, αλλά αναγνωρίζεται ως έννοια κυμαινόμενη και εξαρτώμενη από τους παραπάνω καθοριστές, οι οποίοι, όντας βεβαιωμένοι παθογόνοι παράγοντες, αναγνωρίζονται ήδη ως ανεξάρτητες μεταβλητές, έναντι των οποίων η υγεία, ως ορισμός και πραγματικότητα οφείλει να προσαρμοστεί. Αυτό το επινοημένα διαμορφούμενο σύστημα διαβαθμίσεως της υγείας, διευκολύνει τον προσδιορισμό του επιπέδου υποχρεώσεως της πολιτείας για τη χρηματοδότηση συστημάτων αποκαταστάσεως και της παρέχει την ευχέρεια να αυξομειώνει το ύψος των δαπανών και τη διάθεση πόρων, ενόσω παραμένει αδρανής, απρόθυμη, διστακτική και, πάντως, αναποτελεσματική στη λήψη αποδοτικών μέτρων για την άρση τους. $1Παρά τις διακηρύξεις της παγκόσμιας κοινότητας, το αγαθό της υγείας δεν κατέστη ούτε ενιαίο ούτε απόλυτο, αλλά σχετικό και κυμαινόμενο. Κατά συνέπεια, ο χαρακτηρισμός ενός ατόμου "ως υγιούς" παραμένει στη διακριτική ευχέρεια οικονομικών και πολιτικών σκοπιμοτήτων και επιτρέπει στην πολιτεία να προσδιορίζει αναπολόγητα και να ορίζει αυθαίρετα το επίπεδο υποχρεώσεώς της για τη χρηματοδότηση συστημάτων αποκαταστάσεως απωλειών υγείας και της παρέχει την ευχέρεια να αυξομειώνει το ύψος των δαπανών και τη διάθεση πόρων$2. Τα τερηδονισμένα δόντια, π.χ., αποτελούν ή δεν αποτελούν εκτροπή της υγείας και, ακόμη όταν αναγνωρίζεται ως πάθηση, άλλα μεν από τα συστήματα κοινωνικής περιθάλψεως θεωρούν ότι η απλή και ανέξοδη εξαγωγή είναι επαρκές μέτρο αποκαταστάσεώς της, ενώ άλλα αποζημιώνουν προσθετικές οδοντιατρικές εργασίες και άλλα προχωρούν σε αποζημιώσεις πανάκριβων ενδοεμφυτεύσεων. Η αρρώστια, στην αποκρυσταλλωμένη της αντίθεση με την υγεία, καθίσταται, έτσι, μια έννοια μεταβλητή στο χώρο και το επίπεδο υγείας επηρεάζεται από την κοινωνική δομή, το οικολογικό περιβάλλον, το σύστημα αξιών και τα πρότυπα συμπεριφοράς, δηλαδή το συνολικό πολιτιστικό περίγραμμα κάθε πληθυσμού.
 Έχουν προταθεί νεότεροι ορισμοί, στους οποίους υπογραμμίζεται η ικανότητα προσαρμογής

 

βιβλιογραφία
1. World Health Organization Constition Geneva WHO 1946