Πνευμονικό οίδημα, διάμεσο

 [βλ.: ισοζύγιο υγρών στους πνεύμονες ]. Το διάμεσο πνευμονικό οίδημα, γενικά παρατηρείται η φλεβική πνευμονική πίεση αυξηθεί 25 mmΗg πάνω από την ωσμωτική πίεση του αίματος. Το πνευμονικό οίδημα διακρίνεται σε: 

οίδημα μεσολοβίων διαφραγμάτων.

 Η ακτινογραφική απεικόνιση των μεσολοβίων διαφραγμάτων ποικίλλει, ανάλογα με την ανατομική θέση τους. Η διακύμανση αυτή περιγράφτηκε από τον kerley, ως γραμμές Kerley Α, Β και C.

περιαγγειακό οίδημα

 Αναδεικνύει διάμεσο υγρό γύρω από τα ενδοπνευμονικά άγγεία. >ακτινολογικώς, αναδεικνύονται μεταβολές, τόσο στην περιπυλαία περιοχή, όσο και στην περιφέρεια του πνεύμονος.

Πυλαία κατάληψη. Η πύλη φαίνεται διογκωμένη, με ασαφή όρια. Σημειώνεται απώλεια  του ελεύεθερου χώροθυ, που φυσιολογικά υπαρχει, μεταξύ της δεξιάς πύλης και της καρδιάς, αν και δεν αποκλείεται ο χώρος αυτός να καταλαμβάνεται από κυψελιδικό οίδημα

περιφερική κατάληψη. μερικές φορές ονομάζεται, εσφαλμένα, πνευμονική συμφόρηση αν και, στην πραγματικόττηα αποτελεί διάμεσο οίδημα. Οι πνεύμονες έχουν αυξημένη πυκνότητα λόγω διάχυτης "ασάφειας" και τα αγγεία διαγράφονται αδιόρατα.

περιαγγειακό οίδημα. Ακτινογραφία επί ασθενούς, 60 ετών, μετά έμφαγμα μυοκαρδίου. διακρίνονται μη διακλαδιζόμενες γραμμές, που φαίνονται καλύτερα στα πρόσθια μεσοπλεύρια διαστήματα. Διακρίνονται ασαφώς μερικές γραμμές Β. Η μικρή μεσολόβιος φαίνεται διατεταμένη, λόγω υποπλεύριου πνευμονικού οιδήματος, Πυλαία και περιφερική "ασάφεια", διακρίνονται ευχερώς (περιαγγειακό οίδημα).

υποπλεύριο οίδημα (&)

 

Παριστά την επέκταση του διάμεσου πνευμονικού οιδήματος προς την περιφέρεια του του πνεύμονος, και φαίνεται καλύτερα όταν κείται έναντι μιας μεσολόβιας σχισμής. Τα υπεζωκοτικά όρια μπορεί να διαγράφονται οξέως, αλλά είναι ευχερής η διάκριση μεταξύ του υποπλεύριο οιδήματος και της μεσολόβιας συλλογής.




$$$Διάμεσο οίδημα. Διάφοροι παράγοντες εισφέρουν στο να διατηρηθεί ο πνεύμονα στεγανός και να αποφευχθεί το πνευμονικό οίδημα. Η διαρροή υγρού στους πνεύμονες προκαλεί αύξηση των τοπικών περιαγγειακών πιέσεων ιδιαιτέρως το 'σάντουϊτσ' μεταξύ των κυψελιδικών τοιχωμάτων, που διαμορφώνεται στις γωνίες των κυψελίδων και καθιστά, έτσι, τη διαρροή δυσχερέστερη. Μπορεί, επιπλέον, να σημειωθεί συμπίεση των αγγείων γεγονός που μειώνει τη διαθέσιμη για διαρροή επιφάνεια. Επειδή το υγρό που ρέει από άθικτα ενδοθηλιακά κύτταρα είναι συνήθως ελεύθερα πρωτεΐνης εισφέρει στην αρίωση κι έκπλυση των πρωτεϊνών του διάμεσου χώρου, με αποτέλεσμα, μείωση ης οσμωτικής πιέσεως στον περιαγγειακό χώρο, κι έτσι, αύξηση της προς τα αγγεία, διαφοράς των οσμωτικών πιέσεων, που συνεπάγεται μείωση της τοπικής διαρροής (βλ.: εξίσωση Starling). Εάν συμβεί εκτεταμένη διαρροή, το υγρό κινείται δια των κυψελιδικών τοιχωμάτων και μπορεί να επηρεάσει την ανταλλαγή αερίων, εντός των ζωνών χαμηλής διάμεσης πιέσεως, που εντοπίζονται στα περιβρογχικά έλυτρα, όπου αναπτύσσονται σχετικά αβλαβείς φλεβικές, αρτηριακές και περιβρογχικές συγκεντρώσεις υγρού. Το υγρό αυτό μπορεί να απορροφηθεί εν μέρει από το πλούσιο βρογχικό αγγειακό δίκτυο, κι εν μέρει από τα παρακείμενα λεμφαγγεία. Το υγρό μπορεί, επίσης,, να φτάσει την υπεζωκοτική κοιλότητα όπου απορροφάται από τρα λεμφαγγεία και αιμαγγεία του υπεζωκότος. Τέλος, πειραματικά δεδομένα διασαφηνίζουν ότι όλη η ποσότητα αίματος που ρέει στα τριχοειδή των κλυψελιδικών τοιχωμάτων πρέπει πρώτα να διέλθει από τριχοειδή που ευρίσκονται στις κυψελιδικές γωνίες, και ότι η αρνητική διάμεση πίεση που περιβάλλει αυτά τα γωνιακά τριχοειδή (και κατά συνέπεια η διαυλική πίεση) εξαρτώνται, κατά κρίσιμο τρόπο, από την επιφανειακή τάση. Εάν η επιφανειακή τάση μειωθεί λόγω της καταλήψεως των κυψελίδων από υγρό, η πίεση του περιβάλλοντος διαμέσου ιστού αυξάνεται, απολήγοντας στη συμπίεση των γωνιακών αγγείων και μειώνοντας τη ροή δια των τριχοειδών των κυψελίδων που έχουν δεχθεί υγρό. Ο μηχανισμός αυτός βελτιώνει τον έλεγχο της αιματώσεως, ουσιωδώς, σε βάση 'κυψελίδας-προς-κυψελίδα', συγκριτικά με τα αποτελέσματα της κυψελιδικής υποξίας που κατευθύνεται σε κεντρικότερα αγγεία.
Επί βλάβης του ενδοθηλίου των τριχοειδών, τροπικά, ή μέσω επιδράσεως κυκλοφορούντων μεσολαβητών, η αγγειακή διαπερατότητα σε υγρό και διαλύματα αυξάνεται έτσι, ώστε, ακόμη και μικρή μεταβολή στην κλίση πιέσεως επιφέρει μεγάλη διαρροή. Η δυνατότητα να συγκρατούνται μεγαλομοριακές ενώσεις χάνεται, ώστε εξαγγειώνεται πλάσμα, πλούσιο σε πρωτεΐνες, με αποτέλεσμα η οσμωτική πίεση των ιστών αν εξισώνεται μ΄εκείνη εντός των αγγείων. Οι αντιτιθέμενες στην υδροστατική πίεση, οσμωτικές δυνάμεις χάνονται Η υψηλής διαπερατόττηας διαρροή μπορεί να επιφέρουν δυσάρεστα αποτελέσματα και οδηγούν σε σοβαρές διαταραχές
V̇ /Q̇.