Καθορίζει πως γίνεται η μετακίνηση νερού από μια ημιδιαπερατή μεμβράνη, πχ., ανάμεσα στο πλάσμα και το μεσοκυττάριο χώρο:
Αν ελαττωθεί η Pκολοειδοσμωτικη, πχ., επί υπολευκωματιναιμίας, ή αν αυξηθεί η υδροστατική πίεση στο φλεβικό άκρο του τριχοειδούς, π.χ., επί καρδιακής ανεπάρκειας, τότε προκύπτει εξαγγείωση νερού και ιστικό οίδημα (πλευριτική συλλογή, σφυρών, ανά σάρκα).
Ανταλλαγή υγρών στην πνευμονική κυκλοφορία. Το υγρό που ρέει δια του πνευμονικού αγγειακού ενδοθηλίου επηρεάζεται από την ίδια πίεση όπως τα συστηματικά τριχοειδή, και, άρα, καθορίζεται από το νόμο Starling. Η υδροστατική πίεση στα πνευμονικά μικροαγγεία (Pmv) υπερβαίνει την υδροστατική πέιση στον εξωαγγειακό χώρο (Ppmv). Η σχέση αυτή ευνοεί τη διήθηση.
πίνακας 1. εξίσωση Starling: F = Kf[(Pmv - Ppmv)- σ(pv pt)]
Σύμβολα περιγραφή
F διαρρέον υγρό έξω από τα αγγεία
Kf παράγων διαπερατότητας
σ συντελεστής αντανακλάσεως στους ογκοτικούς παράγοντες
Pmv πίεση στα μικραγγεία
Ppmv περιαγγειακή πίεση
Pv οσμωτική πίεση στα αγγεία
pt οσμωτική πίεση στους ιστούς
H ωσμοτική πίεση του πρωτεϊνούχου υγρού στο διάμεσο χώρο είναι~ τα 2/3 της πιέσεως που επικρατεί εντός των αγγείων κι, επομένως, η καθαρή πίεση είναι αναρροφητική και έχει κατεύθυνση το εσωτερικό του αγγείου. Με τα στοιχεία της εξισώσεως 1, η παθολογική εκροή υγρών στους πνεύμονες μπορεί να διακριθούν σε δύο κατηγορίες: υδροστατικό οίδημα, όπου η πρωτοπαθής διαταραχή είναι αύξηση της Ppmv-Pmv και το οίδημα διαπερατότητας, όπου η βλάβη του ενδοθηλίου αυξάνει την αγωγή του υγρού κατά μήκος της μεμβράνης (:ενσωματώνεται μέσα στον παράγοντα διαπερατότητας) και μείωση του συντελστή αντανακλάσεως και τη ωσμοτικής κλίσεως. Οι όροι καρδιογενές και μη καρδιογενές οίδημα χρησιμοποιούνται, επίσης, ευρέως, για τους δύο παθογενετικούς μηχανισμούς οιδήματος, αντίστοιχα. [βλέπε: πνευμονικό οίδημα, σχηματισμός οίδήματος]. Η εκροή υγρού είναι επηρρεπής σε μικρές ενδαγγειακές ή περιαγγειακές μεταβολές των πιέσεων. Η ενδαγγειακή πίεση μπορεί να αυξηθεί λόγω αριστερής καρδιακής ανεπάρκειας, ή να είναι απόρροια υπερφορτώσεως υγρών, ή μετακινήσεως του αίματος από τη συστηματική στην πνευμονική κυκλοφορία.
Το υγρό ανταλάσσεται κατά μήκος των τοιχωμάτων των τριχοειδών αλλά ο διάμεσος χώρος γύρο από τα μικραγγεία των κυψελίδωνείναι στερρά περιορισμένος λόγω του δικτύου των κολαγονικών ινών, μεταξύ των κυψελιδικών τοιχωμάτων. Οι δύο επιθηλιακοί χιτώνες και η περιεχόμενη αγγειακή κοίτη σχηματίζουν ένα μη διατάσιμο 'σάντουϊτσ' έτσι, ώστε η διαρροή δεν είναι ευχερής. Τα εξωκυψελιδικά, λεπτοτοιχωματικά αρτηριόλια και φλεβίδια, που δεν είναι σε τόσο βαθμό στεγανά, μπορεί να αποτελούν μια σπουδαία εστία διαρροής.
H επιφανειακή τάση του υγρού που επαλείφει τις κυψελίδες, αντιτίθεται στην κυψελιδική πίεση και τείνει να μειώσει την πίεση στο διάμεσο χώρο, γύρω από τα μικραγγεία, ιδιαίτερα στις γωνίες των κυψελίδων. Η αύξηση της επιφανειακής τάσεως, ενδέχεται να προδιαθέσει την ανάπτυξη πνευμονικού οιδήματος, πράγμα που συμβάινει με απώλεια της επιφανειοδραστικής ουσίας, επί αναλόγων πνευμονικών βλαβών. Η πίεση στο διάμεσο χώρο, γύρω από τα εξωκυψελιδικά αγγεία, είναι παρόμοια με την πλευρική πίεση και μειώνεται με τη διάταση των πνευμόνων γεγονός που ευνοεί την διαρροή υγρού στους υψηλότερους, μάλλον, παρά στους χαμηλόερους πνευμονικού όγκου.