Πνευμονικό παρέγχυμα νοείται το τμήμα εκείνο του πνεύμονα που αναλαμβάνει την ανταλλαγή των αερίων μεταξύ αίματος και εισπνεομένου ρεύματος. Αποτελείται από την κυψελιδοτριχοειδική μεμβράνη και τα υποστηρικτικά της (διάμεσος συνδετικός ιστός) και προστατευτικά της (επιφανειοδραστική ουσία, ανοσολογικά δραστικά κύτταρα) στοιχεία. Από τις δύο όψεις της κυψελιδοτριχοειδικής μεμβράνης έρχονται σε διαμετωπική κατάσταση ένα λεπτό στρώμα αέρος κι ένα λεπτό στρώμα αίματος για την εξυπηρέτηση της παθητικά συντελούμενης ανταλλαγής των αερίων.
Η πνευμονική περιοχή ανταλλαγής αερίων εκτείνεται από τα αναπνευστικά βρογχιόλια μέχρι τους περιφερικούς πόρους, σάκκους και κυψελίδες. Η οργάνωση του αναπνευστικού βοτρυδίου από το τελικό βρογχιόλιο μέχρι τις κυψελίδες περιλαμβάνει τέσσερα επίπεδα αναπνευστικών βρογχιολίων, και τέσσερα επίπεδα κυψελωτών σάκκων. Οι κυψελίδες είναι λεπτοτοιχωματικοί πολύεδροι αεροχώροι, που οργανώνονται κατά δέσμες, σχηματίζοντας βοτρύδια. Οι επιφάνειες των κυψελίδων καλύπτονται από ένα υδαρές στρώμα υγρού που αποτελείται από διάφορες βιοχημικά διαφοροποιημένες ουσίες μεταξύ των οποίων ένα σύμπλεγμα φωσφολιπιδίων που μειώνουν την επιφανειακή τάση των κυψελίδων και εμποδίζουν την εκπνευστική σύγκλειση των τοιχωμάτων. Τα διακυψελιδικά διαφραγμάτια ή τα τοιχώματα μεταξύ των κυψελίδων απεικονίζονται σαν ατελή δίκτυα δεσμίδων κολλαγόνου και ελαστικών ινών, που επεκτείνονται προς την περιφέρεια του βοτρυδίου και συνέχονται με τα διαφράγματα των δευτερογενών λοβιδίων. Η λειτουργική σκοπιμότητα του ‘σκελετικού’ διάμεσου δικτύου είναι η εξασφάλιση της ελαστικότητας του πνεύμονος και η προστασία του παρεγχύματος από τις υπερεκπτύξεις. Στα τοιχώματα των κυψελίδων εντοπίζονται διάμεσα κύτταρα που διαθέτουν δεσμίδες ινιδίων με συσταλτικές ιδιότητες. Μερικοί συγγραφείς υποστηρίζουν ότι τα κύτταρα αυτά συστέλλονται σε περιβάλλον υποξίας και προκαλούν τροποποίηση της περιοχικής πνευμονικής ενδοτικότητας. Μεταναστευτικά διάμεσα κύτταρα, κυρίως πλασματοκύτταρα ή σιτευτικά κύτταρα ανευρίσκονται σπάνια στις περιοχές ανταλλαγής αερίων και φαίνεται ότι συναθροίζονται γύρω από τα μικρά αγγεία ή στα περιβρογχικά έλυτρα συνδετικού ιστού. Μεγάλα τμήματα των κυψελιδικών τοιχωμάτων καταλαμβάνονται από ένα πολύ πυκνό δίκτυο τριχοειδών, που σχηματίζουν μεταξύ τους εξαγωνικές διαμορφώσεις και διατρέχουν εναλλακτικά τις δύο όψεις του σκελετικού συνδετικού δικτύου.
Τα ενδοθηλιακά κύτταρα που αποτελούν το τοίχωμα των τριχοειδών, όπως και τα επιθηλιακά κύτταρα που επαλείφουν το τοίχωμα της κυψελίδας, περιέχουν πολύ μεγάλο αριθμό πινοκυτταρωτικών κυστιδίων, τα οποία περιέχουν ένζυμα απαραίτητα στο μεταβολισμό διαφόρων πεπτιδίων. Το κυψελιδικό τοίχωμα επιστρώνεται από τα κυψελιδικά, επιθηλιακά κύτταρα, τα πνευμονοκύτταρα τύπου Ι, ΙΙ και ΙΙΙ. Τα πνευμονοκύτταρα τύπου Ι καλύπτουν περισσότερο από το 95% της ολικής κυψελιδικής επιφάνειας. Οι κυττοπλασματικές προεκτάσεις των κυττάρων τύπου Ι συμμετέχουν, μερικές φορές, στο σχηματισμό γειτονικών κυψελίδων. Τα κύτταρα αυτά στερούνται της ικανότητας διαιρέσεως και έχουν μικρό αριθμό οργανυλίων. Υποστηρίζεται, όμως, ότι περιέχουν μετρητά ποσά λείου ενδοπλασματικού δικτύου, πολλαπλασιαζόμενο παρουσία τοξικών παραγόντων, σκοτεινόχρωμα, ανωμάλου σχήματος μιτοχόνδρια και πολυάριθμα πινοκυτταρωτικά κυστίδια. Συνδέονται στερεά με τα κύτταρα τύπου ΙΙ. Τα πνευμονοκύτταρα τύπου ΙΙ είναι κυβοειδή, φέρουν άφθονα οργανύλια, όπως τα οσμιόφιλα σωμάτια που παριστάνουν ενδοκυττάριες θέσεις αποθηκεύσεως επιφανειοδραστικής ουσίας. Τα κύτταρα αυτά υφίστανται μιττωτικές διαιρέσεις και θεωρούνται προγενήτορες των κυττάρων τύπου Ι. Το κυψελιδικό επιθήλιο είναι περισσότερο στεγανό συγκριτικά με το ενδοθήλιο των πνευμονικών τριχοειδών, από το οποίο επιτρέπεται ένας βαθμός διαρροής, κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Πραγματικά, η υδραυλική αγωγιμότητα του ενδοθηλίου φαίνεται ότι είναι πενταπλάσια της αγωγιμότητας του επιθηλίου και αυτό, προφανώς, οφείλεται στους ευρύτερους διακυτταρικούς πόρους, που παρατηρούνται μεταξύ των ενδοθηλιακών κυττάρων. Έτσι, είναι ενδεχόμενο ότι τοξικές ουσίες, που φαίνεται ότι κατά προτίμηση πρoσβάλλουν το ενδοθήλιο (πχ., οξειδωτικά), μπορεί να δρούν και στα δύο κυτταρικά στρώματα της κυψελιδοτριχοειδικής μεμβράνης, αλλά, λόγω των ευρύτερων διακυτταρικών πόρων του ενδοθηλίου, το προκαλούμενο αποτέλεσμα στα ενδοθηλιακά κύτταρα επισκιάζει τις -πειραματικά τουλάχιστον- βεβαιούμενες βλάβες που υφίσταται το επιθήλιο.
Τα επιθηλιακά κύτταρα του αναπνευστικού συστήματος προέρχονται από αντεπιδράσεις μεταξύ των επιθηλιακών κυττάρων του αρχέγονου εντέρου και του περιβάλλοντος μεσεγχύματος, που, πολλαπλασιαζόμενα, σχηματίζουν δεσμίδες, οι οποίες προοδευτικά μεγεθύνονται και υφίστανται αλληλοδιάδοχες διχοτομήσεις. Το κεντρικό τμήμα παραμένει συνδεδεμένο με το αρχέγονο έντερο και σχηματίζει την τραχεία· ενώ τα περιφερικά τμήματα, όπου ο πολλαπλασιασμός των κυττάρων είναι πολύ εντατικός, συνεχίζουν να διακλαδίζονται, σχηματίζοντας τους αμιγείς αεραγωγούς. Τα βρογχικά αγγεία αναπτύσσονται ταυτόχρονα με την ανάπτυξη του συστήματος των αεραγωγών. Το τελικό στάδιο της αναπτύξεως, δηλαδή ο σχηματισμός των κυψελίδων, λαμβάνει χώρα μόνο μετά την πλήρη ανάπτυξη του τραχειοβρογχικού δένδρου και συνεχίζεται μετά τη γέννηση. Λόγω της κοινής τους καταγωγής, τα επιθηλιακά κύτταρα των διαφόρων μοιρών του αναπνευστικού συστήματος παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες, παρά τις έκδηλες φαινοτυπικές τους διαφορές. Έτσι, ενώ οι κεντρικοί αγωγοί καλύπτονται από ψευδοπολύστοιβο, κυλινδρικό επιθήλιο εκ κροσσωτών επιθηλιακών κυττάρων, βασικά κύτταρα και μικρότερο αριθμό καλυκοειδών κυττάρων, το επιθήλιο στους περιφερικούς αεραγωγούς μεταπίπτει προοδευτικά σε μονόστιβο και χάνουν το κυλινδρικό τους σχήμα, μετατρεπόμενα σε πλακώδη κύτταρα. Στους περιφερικούς αεραγωγούς, τα βασικά κύτταρα σπανίζουν, τα κροσσωτά και καλυκοειδή κύτταρα παίρνουν κυβοειδές σχήμα και τα κύτταρα Clara εμφανίζονται με αυξανόμενη συχνότητα. Τα κύτταρα αυτά συνδέονται περιφερικότερα με τα πνευμονοκύτταρα τύπου Ι και ΙΙ, τα οποία σχηματίζουν την επιφάνεια των αναπνευστικών βρογχιολίων και των κυψελίδων. Τα επιθηλιακά κύτταρα συνδέονται στερεά μεταξύ τους με διακυτταρικές συνδέσεις και δεσμοσώμια. Tα δεσμοσώμια συγκρατούν τα κύτταρα μεταξύ τους και συντηρούν τη μηχανική ακεραιότητα της επιθηλιακής επικαλύψεως. Τα βασικά κύτταρα, επιπλέον, φέρουν ημιδεσμοσώμια που διατάσσονται στη βασική τους επιφάνεια, αντεπιδρούν με τους γειτονικούς κυβοειδείς σχηματισμούς και χρησιμεύουν για τη στήριξη των κυττάρων στη βασική τους μεμβράνη. Tα διακυτταρικά χάσματα αποτελούν διακυτταρικές συνδέσεις που χρησιμεύουν για την επικοινωνία των κυττάρων, που διευκολύνουν τα επιθηλιακά κύτταρα να συμπεριφέρονται ως ηλεκτρικώς ολοκληρωμένες μονάδες, ενώ είναι δυνατή η μετακίνηση μικρών μορίων μεταξύ των κυττάρων. Πιστεύεται ότι η επικοινωνία μεταξύ των κυττάρων διευκολύνει τη συντονισμένη κίνηση των κροσσών και τη μετακίνηση μορίων με αμυντικές λειτουργίες, όπως πχ., οι αντιοξειδωτικές ουσίες. Η οργάνωση αυτή εξυπηρετεί τουλάχιστον δύο αμυντικές επιδιώξεις. À Με τη συγκόλληση μεταξύ των κυττάρων εξασφαλίζεται ένα αδιαπέραστο τείχος μηχανικής άμυνας· και, Á διευκολύνεται η μετακίνηση επιφανειακών πρωτεϊνών στις κορυφαίες και πλαγιοβασικές επιφάνειες των κυττάρων. Η οργάνωση αυτή διευκολύνει τη λειτουργική πολικότητα των κυττάρων, εξασφαλίζει τη σταθερή κλίση της συγκεντρώσεως ιόντων και αποτελεί τη βάση της ελεγχόμενης απελευθερώσεως πολλών βιοδραστικών ουσιών.
Η επιθηλιακή στιβάδα μπορεί να διασπασθεί από μεγάλη ποικιλία επιβουλών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται τα εισπνεόμενα διαμερισμένα σωματίδια και οι τοξίνες.
βλέπε: κυψελιδικό υγρό, επιθηλιακά κύτταρα, κυψελιδικά κύτταρα τύπου Ι, πνευμονοκύτταρα τύπου Ι,