Άπνοια

Αναστολή της αναπνοής για διάστημα τουλάχιστον 10 secs. Κατά τη διάρκεια της άπνοιας δεν υπάρχει κινητικότητα των μυών της αναπνοής και ο αρχικός πνευμονικός όγκος παραμένει αναλλοίωτος. Ανάλογα με τη βατότητα των αεραγωγών,  μπορεί ή δεν μπορεί να καταγράφεται ροή μεταξύ των πνευμόνων και του περιβάλλοντος. Η ανταλλαγή αερίων στους πνεύμονες και η κυτταρική αναπνοή δεν επηρεάζονται. 
Κατά τη διάρκεια μιας απνοϊκής αντιδράσεως παρατηρούνται δυναμικές μεταβολές στα αέρια αίματος και στην οξεοβασική ισορροπία, του τύπου της μη αντιρροπισμένης αναπνευστικής οξεώσεως. Επί απνοίας διαρκείας 21 sec που επιβλήθηκε πειραματικά δια διαρρινικής εμφυσήσεως ξυλόλης σε αναισθητοποιημένα πειραματόζωα, παρατηρήθηκε γραμμική σχεδόν αύξηση της PaCO2 και του pH, κι ελάττωση της PaO2.
Μπορεί να επιβληθεί εθελοντικά "κράτημα της αναπνοή́ς", να είναι αποτέλεσμα φαρμάκων, δηλητηρίαση με οποιοειδή, να είναι μηχανικό αποτέλεσμα (στραγγαλισμός) ή αποτέλεσμα νευρολογικών διαταραχών ή κακώσεων.
βλέπε: Άπνοια, αίτια Άπνοια, αποφρακτική / Άπνοια, κεντρική / Άπνοια, κεντρική, περιγραφήΆπνοια, μικτή / Απνοϊκή οξυγόνωση
Μπορούν να ταξινομηθούν στις επόμενες τέσσερις ομάδες:
[α] Αντανακλαστική αναστολή του κέντρου της αναπνοής, περιφερικά δρώντων ερεθισμάτων, αγομένων με διάφορες κεντρομόλες οδούς, που αποβλέπουν στον αποκλεισμό των ιστών του αναπνευστικού συστήματος από δυνητικούς βλαπτικούς παράγοντες του περιβάλλοντος που παρασύρονται με την εισπνοή.
[β] Λειτουργικές διαταραχές των αναπνευστικών μυών ή των κινητικών νευρώνων.
Οι διάφορες ομάδες αναπνευστικών μυών μπορεί να υποστούν λειτουργική έκπτωση λόγω τραυματισμού -χειρουργικού ή εξ ατυχήματος- πιέσεως ή φλεγμονής των προσαγωγών νεύρων. Οι μύες της αναπνοής μπορούν ακόμη να υποστούν παράλυση σε συστηματικές καταστάσεις -πχ., υπερβολική δόση μυοχαλαρωτικών, δηλητηριάσεις, ή λοιμώξεις (πολυομυελίτιδα, αλλαντίαση κλπ.).
[γ] Μείωση της PaCO2, κατά τη διάρκεια, πχ., υπεραερισμού ποικίλης αιτιολογίας. Στις περιπτώσεις αυτές, οι χημοϋποδοχείς (κυρίως οι κεντρικοί) δεν υφίστανται επαρκή διέγερση και, συνακόλουθα, οι εισπνευστικοί νευρώνες δεν επιτυγχάνουν την παραγωγή αποδοτικής εισπνοής.
[δ] Μείωση της ευερεθιστότητας του αναπνευστικού κέντρου, επακόλουθη  άμεσης δράσεως διαφόρων χημικών, πχ., αναισθητικών και φυσικών, πχ., η μηχανική κάκωση, η βαθειά ψύξη κλπ., παραγόντων.