© Γ.Α. Μαθιουδακης MD PhD
Περισσότερα από 200 και πλέον χρόνια πριν, ο Renè Laenne#c δημοσίευσε την πρώτη περιγρφή του πνευμονικού εμφυσήματος - ενος κρίσιμου παθοβιολογικού στοιχείου του ό,τι ονομάζουμε σήμερα χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, ΧΑΠ.
Η ΧΑΠ (Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια) είναι μια χρόνια, εξελικτική αναπνευστική πάθηση που επηρεάζει τους πνεύμονες, δυσκολεύει την αναπνοή και ασκεί δυσμενείς επιπτώσεις σε άλλα όργανα του σώματος. Η κύρια αιτία της ΧΑΠ είναι το κάπνισμα, αλλά η έκθεση σε ατμοσφαιρικούς ρύπους, όπως χημικές ουσίες και σκόνη, μπορεί επίσης να οδηγήσει στην πάθηση. Άλλοι παράγοντες κινδύνου για ΧΑΠ περιλαμβάνουν ιστορικό αναπνευστικών λοιμώξεων, το μεταβολικό σύδρομο και οι φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου (π.χ., ελκώδης κολίτις και ευερέθιοστο έντερο). οικογενειακό ιστορικό της νόσου, συχνή έκθεση σε παθητικό κάπνισμα, αλλά και χρόνιες φλεγμονώδεις παθήσεις, άλλων οργάνων, όπως ο σαακχαρώδης διαβήτης, οι φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου και η οστεοπόρωση. Παλαιότερα, συζτείτο και η αλλεργία ως αιτιολογικός παράγοντας (Ολλάνσδική υπόθεση) αλλά η υπόθση υτή έχει ήδη παραμεριστεί. Πρόσφτα, πάντως, εμφανίζει ζωηρή βιβλιογραφική συζήτηση αναφορικά με την ανάμιξη των ηωσινοφίλων κυττάρων στην παθογένεια της ΧΑΠ, ιδίως της
Τα συμπτώματα της ΧΑΠ περιλαμβάνουν δύσπνοια, συριγμό, σφίξιμο στο στήθος και χρόνιο βήχα με παραγωγή βλέννας. Οι ασθενελίς μποιρεί να αναφέρουν τδυσκολία στην εκτέλεση καθημερινών δραστηριοτήτων, όπως το περπάτημα ή το ανέβασμα σκαλοπατιών.
Από παθοφυσιολογικής άποψης, η ΧΑΠ θεωρείται χρόνα πολυμορφοπυρηνική φλεγμονή, που μεταπίπτει σε ηωσινοφιλική κατά τις παροξύνσεις. Τα ηωσινόφιλα είναι ένας τύπος λευκών αιμοσφαιρίων που παίζουν ρόλο στην ανοσολογική απόκριση του σώματος. Σε ορισμένες περιπτώσεις ΧΑΠ, μπορεί να υπάρξει αύξηση του αριθμού των ηωσινοφίλων στους αεραγωγούς. Αυτό είναι γνωστό ως ηωσινοφιλική ΧΑΠ. Η ηωσινοφιλική ΧΑΠ είναι ένας υπότυπος της ΧΑΠ που χαρακτηρίζεται από υψηλότερα επίπεδα ηωσινοφίλων στους αεραγωγούς. Εκτιμάται ότι έως και το 30% των ατόμων με ΧΑΠ μπορεί να έχουν αυτόν τον υπότυπο. Τα άτομα με ηωσινοφιλική ΧΑΠ μπορεί να έχουν διαφορετικά συμπτώματα και να ανταποκρίνονται διαφορετικά στη θεραπεία από εκείνα με άλλους υποτύπους ΧΑΠ. Μπορεί να είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν παροξύνσεις (εξάρσεις) των συμπτωμάτων τους και μπορεί να έχουν καλύτερη ανταπόκριση σε ορισμένα φάρμακα, όπως τα εισπνεόμενα γλυκοκορτικοστεροειδή.
Για να προσδιοριστεί εάν κάποιος έχει ηωσινοφιλική ΧΑΠ, μπορεί να πραγματοποιηθεί εξέταση αίματος ή δοκιμή πτυέλων για τη μέτρηση του επιπέδου των ηωσινοφίλων στο σώμα. Η θεραπεία για ηωσινοφιλική ΧΑΠ συνήθως περιλαμβάνει ένα συνδυασμό βρογχοδιασταλτικών και εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών, αν και η βέλτιστη θεραπευτική προσέγγιση θα εξαρτηθεί από τα συγκεκριμένα συμπτώματα και τις ανάγκες του ατόμου. Τελευταία, πιστεύεταιι ότι η χορήγηση mepolizumab ενδέχεται να αποβεί αποτελεσματική στην θεραπεία της ηωσινοφιλικής ΧΑΠ. Υπενθυμίζεται ότι η φαρμακολογική δράση του προαναφερόμενου βιολογικό παράγοντα είναι, ακριβώς η δραστικήμμείωση των ηωσινοφίλων στο σώματ του ασθενούς (περιφερικό αιμα ή ιστοί).
Παλαιότερα, χρήσιμη είχε αποβεί η παθολογική διάκριση υποτύπων της ΧΑΠ, όπως η χρονία βρογχίτις, το πνευμονικό εμφύσημα και οι σε άλλοτε άλλον βαθμό, μίξη τους στον κάθε ασθενή. Εμφανίζονταιι στο εύρος ενός συνεχούς από την μια άκρη του οποίου καθορίζεται η αμιγής χρονία βρογχίτιδα και από το άλλο, το αμιγές πνευμονικό αμφύσημα, ως επί ελλείψεως αντιτρυψίνης. Σημειώνται ότι η αντιτρυπσίνη Α1, ανήκει στην ομάδα πρωτεϊνών που εντοπίζονται στο έπαρμα α2 του πρωτεϊνογράμματος. Η α1ΑΤ απολτελεί σχεδόν το 90% της α2· κι έτσι μπορούμε να διακρίνουμε τη μορφή αυτη ΧΑΠ στο πρωτεϊνόγραμμα του ασθενούς. Η διάκριση των υποτύπων της ΧΑΠ είχε εισαχθεί στα μέσα του προηγούμενιο αιώνα από τον Dornhost (1955). Η θεραπευτικά κρισιμη αυτη διάγνωση είχε παραμεριστεί επί 75 χρόνια, ώβσπου μόλις προ ολιγων μηνών η ERS την επανέφερε, μάλιστα στον ορισμό της ΧΑΠ.
Οι ασθενείς με αμιγές ή -ανάλογα- κατ΄επικράτηση πνευμονικό εμφύσημα εμφανίζονται συνήθως λιποβαρείς και επιλέγουν εκείνες τις θέσεις σώματος που τους βοηθάνε να θέτουν τους επικουρικούς εκπενυστικούςμύες σε μηχνικό πλεονέκτημα.. έτσι, τους βλέπουμε να κάθονται, στηρίζοντας τον κορμό τους με τα χέρια στα γόνατα ή πάνω στους βραχίονες της πολυθρόνας ή στο τραππέζει. Κατατρύχονται από βασανιστική δυσπνοια και προσφεύγουν σε εκπνοή με ημίκλειστα χείλη για να μειπώνουν την καταρκάτηση αέρος μεά το τέλος της εκπνοής. Σημειώνεται ότι η κατακράτηση του αέρος και η πνευμονική διάταση θέτει τους εκπνευστικούς μύες σε μηχανικό μειονέκτημα, ενώ η υπερβολική διάταση των αεροχώρων επηρεάζει αρνητικά την ανταλλαγή αερίων. Ο υπεραερισμός απολήγει σε μεγάλη αύξηση του εργου αναπνοής. οι ασθενείς τελούν σ΄ένα φαύλο κύκλο, καθώς για το αυξημένο έργο αναπνοής καταναλώνεται ολόκληρη η ποσότητα οξυγόνου που εξασφαλίζεται με την ταχύπνοια· εμφανίζονται έτσι σαν να ‘διψάνε για οξυγόνο’.
ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΤΟΜΙΑ- ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ
Με τον όριο χρόνια βρογχίτιδα εννοείται ένας υπότυπος ΧΑΠ με υπερέκκριση τραχειοβρογχικής βλέννης, βήχα και δύσπνοια, που συχνά αναγνωρίζεται σε παχύσαρκους κυανωτικούς ασθενείς, με ηπατομεγαλία. Γι αυτό Dornhost τους απεκάλεσε bleu bloaters Οι ασθενείς αυτοί καταλήγουν μετά απο βαριά αναπνευστική ανεπάρκεια τύπου ΙΙ ή/και καρδιακή ανεπάρκεια. Στα σημαντικότερα συμπτώματά της διακρίνεται η απόχρεμψη που οφείλεται σε υπερέκκριση παθολογική σύστασης τραχειοβρογχικών εκκρίσεων. Οι εκκρίσεις παράγονται από υπερτροφικούς τραχειοβρογχικούς αδένες, που αυξάνουν ως προς τον ριθμό τους (υπερπλασία) και, επίσης, εμφανίζουν μεταπλασία, δηλαδή εμφανίζονται ως μη ώφειλαν, σε περιφερικοτερα βρογχία και βρογχιόλια που φυσιολογικά επιστρώνονται από κύτταρα Clara που παράγουν χαμηλού ιξώδους επιφανειοδραστική ουσία, η οποία διευκολύνει την διατήρηση των αεραγωτγων και αεροχώρων ανοικτών. Εκεί παράγουν παθολογικής σύστασης εκκρίσεις, με αποτέλεσμα μείωση της επιφανειακής τάσεως τβν βρογχιολίων, δυσκολία στην διάτασή τους, για την οποία καταβάλλεται μεγαλύτεςρο έργο αναπνοής.
Υπερτροφία, υπερπλασία και μεταπλασία υφίστανται, επίσης, και οι γεωδεσικής διαμόρφωσης λείεςε μυϊκές ίνες των βρογικών τοιχωμών, με αποτέλεσμα αύξηση του τόνου των μικρών αεραγωγών και των περιφερικών βρογχιολίων. Αποτέλεσμα των μεταβολών αυτών είναι η μετατροπή των ελαστικού τύπου βρογχιολίων σε μυϊκά, με αποτέλεσμα αύξηση του τόνου τους, και μείωση της εγκάρσιας διατομής τους. Στη μείωση της διατομής των μικρών αεραγωγών ( Ø<3 mm) εισφέρουν επίσης οι πυκνόρευστες εκκρίσεις από τους υπερτροφικούς και υπερπλαστικούς βρογχικούς αδένες.
ΔΙΑΓΝΩΣΗ
Η ΧΑΠ διαγιγνώσκεται χρησιμοποιώντας ένα συνδυασμό ιατρικού ιστορικού, φυσικής εξέτασης και διαγνωστικών εξετάσεων, όπως σπιρομέτρηση και απεικονιστικές εξετάσεις θώρακος. Y πάρχουν διάφοροι βιολογικοί παράγοντες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για διαγνωστικούς σκοπούς στη ΧΑΠ.
Η σπιρομέτρηση είναι μια κοινή διαγνωστική εξέταση για τη ΧΑΠ που μετρά την ποσότητα αέρα που μπορεί να εισπνεύσει ένα άτομο και πόσο γρήγορα μπορεί να εκπνεύσει. Παρέχει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία των πνευμόνων και μπορεί να μας βοηθήσει να προσδιορίσουμε εάν κάποιος έχει ΧΑΠ και πόσο σοβαρή είναι. Η σπιρομέτρηση είναι μια δοκιμασία πνευμονικής λειτουργίας που μετρά τη μέγιστη ποσότητα αέρος VC vital capacity, που μπορεί να εισπνεύσει VCΙ ή να εκπνεύσει VCE ένα άτομο με τον πλέον γρήγορο FVC ή χαλαρό VC τρόπο. Ταυτόχρονα μπορεί να μετρηθεί και η ποσότητα αέρος που μπορεί να εκπνευσθεί στο 1ο δευτερόλεπτο, FEV1. Οι μετρημένες τιμές συγκρίνονται με προβλεπόμενες τιμές για τη διαγνωστρική προσέγγιση του εξεταζόμενου. Οι προβλεπόμενες τιμές έχουν εξαχθεί από τον έλεγχο μεγάλης ομάδς τόμων του ίδιου φύλου, ύψους και ηλικίς. O lλόγος FEV1/FVC ονομάζεται δείκτης Gaensler· ενώ ο λόγος FEV1/VC ονομάζεται δείκτης Tiffenau. Καθορίζουν ισοδυνάμως το μέτρο της απόφραξης Η διαφορά τους έγκειται στο γεγονός ότι ο δείκτης Gaensler μπορεί να μετρηθεί μέ μια μόνο βιαιη εκπνοή, ενώ ο δεύτερος, δείκτης Tiffenau χρειάζεται δύο εκπνευστικές προσπάθεις – μια βίαιη για τη μετρηση του FEV1 και μια ήπια εκπνοή, για τη μέτρεηση της VC. Τιμές των δεικτών Tiffenau ή Gαensler 75-85% των προβλεπόμενων τιμών είναι το όριο εντός του οποίου κινουνται οι υγιείς· πάνω απ΄αυτό το όριο τα άτομα λέγεονται ότι πάσχουν από περιοριστικού τύπου μεωση της ικανότητας αερισμού· κάτω από το όριο αυτό, ότι πάσχουν από αποφρακτικό τύπου μείωση της ικανότητας αερισμού, όπως οι ασθενείς με ΧΑΠ ή άσθμα. Ανίθετα, η μείωση ου δείκτη FEV1 είναι δηλωτικό ότι ο εξεταζόμενος έχει προβλήματα πνευμονικού αερισμού, χωρίς να μπο9ρεί να διακρόνει εάν είναι περιοπριστικό ή αποφρακτικό σύνδρομο.
Είναι προφανές ότι μονον οι μετακινολύμενοι όγκοι αέρος από και προς τους πνεύμονες μπορούν να μετρηθούν με τη σπιρομέτρηση
Ολόκληρη η ποότητα αέρος στους πνεύμονες δεν είναι όμως οι μετακινούμενοι όγκοι αέρος προς και από τους πνεύμονες.Οι μη μετακινούμενοι όγκοι αέρος, RV, residual volume, υπολειπόμενος όγκος; αέρος μετρώνται με μεθόδους διάλυσης Ν2 ή με πληθυσμογραία ολοκλήρου του σώματος (http://respi-gam.net/node/4555). Τα αποτελέσματα μετρήσεων με μεθόδους πληθυσμογραφίας σώματος, αφορούν όχι μόνο τους όγκους των αεριζόμενων περιοχών, αλλά και τους παγιδευμένους πίσω από αποφραγμένα βρογχιόλια. Επι υγιών ατόμων, οι μετρήσεις με μεθόδους αραιώσεως είναι ταυτόσημες με εκείνες που εξάγονται με τον πληθυσμογράφο σώματος, αλλά σε ασθενείς με παγιδευμένο αέρα, οι μετρήσεις με τις δύο μεθόδους διαφέρουν, σε ποσοστό ανάλογο με το μέγεθος της παγιδεύσεως. μεταβολές της μηχανικής της αναπνοής επί ΧΑΠ
Για τη διάκριση βρογχίτιδας από το πνευμοινικό εμφύσημα οι προαναφερόμενοι δείκτες δεν είναι αρκετοί· χρειάζεται κι η μέρηση της διαχυτικής ικανότητας πνεδύμονος, ΤLCO, η οποί είναι φυσιολογική επί βρογχιτιδα (ή άσθματος) και μειωμένη επί πνευ,ομνικού εμφυσήματος. Για τη διάκριση άσθματος από χρονία βρογχίτιδα, διενεργείται δοκιμασία αναστρεψιμότητας, με τη χορήγηση εισπνεόμενου βρογχοδιασταλτικού άμεσης δράσεως, π.χ., σαλβοταμόλης 00 μg, που εμφανιζεται κατά 12%+ επί άσθματος, αλλά όχι και επί χρονίας βρογχίτιδας.
Αν υπάρχει διάχυτη ή εντοπισμένη απόφραξη, ενδοθωακική (ενδοπνευμονικών ή εξωπνευμονικών) ή εξωθωρακική απόφραξη αεραγωγών. Την κατάσταση του πνευμονικού παρεγχυματος, της υπεζωκοτικής κοιλότητας και του θωρακικού τοιχώματος.
Οι εξετάσεις αίματος μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για τη διάγνωση της ΧΑΠ και για την παρακολούθηση της πάθησης με την πάροδο του χρόνου. Αυτές οι εξετάσεις μπορούν να μετρήσουν τα επίπεδα ορισμένων πρωτεϊνών και βιοδεικτών στο αίμα που μπορεί να σχετίζονται με φλεγμονή και βλάβη στους πνεύμονες. Μεταξύ αυτών, οι πλέον διαδεδομένες είναι η CRP, η προκαλσιτονίνη και η νεοπτερίνη. Με την απλή γενική εξέταση αίματος ελέγχεται ο απόλυτος αριθμός ηωσινοφίλων για τον κθορισμό της θεραπείας (δες παρακάτω).
Οι εξετάσεις πτυέλων μπορούν επίσης να πραγματοποιηθούν επικουρικά για τη διάγνωση της ΧΑΠ και για τον εντοπισμό τυχόν υποκείμενων λοιμώξεων ή άλλων καταστάσεων που μπορεί να συμβάλλουν στα συμπτώματα και για τον εντοπισμό της παρουσίας βακτηρίων ή άλλων παθογόνων, εφόσον δεν έχουν χορηγηθεί αντιβιοτικά πριν από την λήψη τους.
Με τις εξετάσεις αερίων αρτηριακού αίματος μπορούμε να δικρίνουμε εάν πρόκειται για οξεία ή χρόνια αναπνευστική ανεπάρκλεια και ο βαθμός στον οποίο αυτή έχει νεφρικά αντιρροπιστεί.
Οι απεικονιστικές εξετάσεις, όπως οι ακτινογραφίες θώρακος και οι αξονικές τομογραφίες, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αξιολόγηση των πνευμόνων και των αεραγωγών σε άτομα με ΧΑΠ. Παρέχουν σημαντικές πληροφορίες σχετικά με την έκταση και τη σοβαρότητα της βλάβης των πνευμόνων και μπορεί να βοηθήσουν στον εντοπισμό τυχόν υποκείμενων καταστάσεων ή επιπλοκών που συμβάλλουν στα συμπτώματα. Οι ακτινογραφίες θώρακος, ιδίως οι ψηφιακές ακτινογραφίες θώρακος, μπορούν να βοηθήσουν στον εντοπισμό τυχόν ανωμαλιών στους πνεύμονες ή σε άλλα μέρη του αναπνευστικού συστήματος του μερσοθωρακίου και του θωρακικού τοιχώματος. Ειδικότερα, επί ΧΑΠ μπορούν να εντοπιστούν μόνο έμμεσα ευρήματα, όπως αγγειακή συμφόρηση ή ένδεια, αεραγωγοί με κατειλημμένους αυλούς, υπερδιάταση -αεροπλήθεια- ή συρρίκνωση – ατελεκτασία. Οι αξονικές τομογραφίες μπορούν να δώσουν πληροφορίες σχετικές με την αεροπλήθεια /ατελεκτασία, την βατότητα των αεραγωγών, την αγγειακή συμφόρηση ή ολιγαιμία, την κατάσταση του θωρακικού τοιχώμτος.
Τα απεικονιστικά ευρήματα στη ΧΑΠ μπορεί να περιλαμβάνουν: περπληθωρισμός: Αυτό αναφέρεται σε αύξηση του μεγέθους των πνευμόνων, η οποία μπορεί να συμβεί όταν ο αέρας παγιδεύεται στους πνεύμονες όταν,λόγω της στένωσης των αεραγωγών, αυτοί συγκκλείονται πρωιμοτερα κατά τη διάρκεια της εκπνοής. Κατά την απεικόνιση, ο υπερπληθωρισμός μπορεί να εμφανιστεί ως πεπλατυσμένα διαφράγματα, αυξημένοι όγκοι πνευμόνων και μειωμένη αγγείωση των πνευμονικών πεδίων –κενοτόπια ή ανάγγειες μικρές ή μεγαλύτερες περιοχές. Οι τομογραφίες μαγνητικού αυντονιαμού στερούνται διαγνωστικής σημασίας για παθήσεις των πνευμόνων.
Εμφύσημα: Αυτός είναι ένας τύπος βλάβης των πνευμόνων που συμβαίνει όταν οι αερόσακοι στους πνεύμονες καταστρέφονται και χάνουν την ελαστικότητά τους. Κατά την απεικόνιση, εμφύσημα μπορεί να εμφανιστεί ως διευρυμένη χώρους αέρα μέσα στους πνεύμονες.
Πάχυνση βρογχικού τοιχώματος: Η φλεγμονή και οι ουλές των αεραγωγών μπορεί να προκαλέσουν πάχυνση των τοιχωμάτων των βρόγχων, γεγονός που μπορεί να περιορίσει τους αεραγωγούς και να δυσκολέψει την αναπνοή.
Βύσματα βλέννας: Σε ορισμένες περιπτώσεις ΧΑΠ, η βλέννα μπορεί να συσσωρευτεί στους αεραγωγούς και να σχηματίσει βύσματα, τα οποία μπορούν να περιορίσουν περαιτέρω τους αεραγωγούς και να κάνουν την αναπνοή πιο δύσκολη.
Οι απεικονιστικές εξετάσεις μπορούν επίσης να βοηθήσουν στον εντοπισμό τυχόν επιπλοκών της ΧΑΠ, όπως πνευμοθώρακας (κατάρρευση πνεύμονα) ή πνευμονική υπέρταση (υψηλή αρτηριακή πίεση στους πνεύμονες).Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι τα απεικονιστικά ευρήματα μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με τη σοβαρότητα της νόσου και άλλους παράγοντες και οι απεικονιστικές εξετάσεις πρέπει πάντα να ερμηνεύονται στο πλαίσιο του ιατρικού ιστορικού ενός ατόμου και άλλων διαγνωστικών εξετάσεων.
ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ
Η ΧΑΠ είναι μια χρόνια μη μετδορικληγ πάθηση, που σημαίνει ότι είναι μια μακροχρόνια κατάσταση που συνήθως αναπτύσσεται σταδιακά και επιδεινώνεται με την πάροδο του χρόνου. Δεν είναι μια οξεία ασθένεια που συνήθως έχει ξαφνική έναρξη και υποχωρεί γρήγορα.
Η ΧΑΠ χαρακτηρίζεται από επίμονα αναπνευστικά συμπτώματα, όπως δύσπνοια, βήχα και παραγωγή βλέννας, που μπορούν να επιδεινωθούν με την πάροδο του χρόνου και να περιορίσουν την ικανότητα ενός ατόμου να εκτελεί καθημερινές δραστηριότητες. Η νόσος είναι συνήθως προοδευτική, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να συνεχίσει να επιδεινώνεται ακόμη και με τη θεραπεία.
Η ΧΑΠ είναι η κύρια αιτία νοσηρότητας και θνησιμότητας, από την οποία πάσχουν 328 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως. Σύμφωνα με τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (NIH), η ΧΑΠ είναι μία από τις κύριες αιτίες θανάτου στις ΗΠΑ και το 2020 επηρέασε 16 εκατομμύρια ανθρώπους στην Αμερική. Οι παράγοντες κινδύνου για ΧΑΠ, όπως το κάπνισμα, η επαγγελματική ρύπανση, η έκθεση σε καύσιμα βιομάζας και οι ατμοσφαιρικοί ρύποι, έχουν επίσης αυξηθεί δραστικά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Λόγω της σημαντικής επικράτησης αυτών των παραγόντων στο παγκόσμιο περιβάλλον, η ΧΑΠ έχει γίνει η κύρια αιτία θνησιμότητας και νοσηρότητας ανά την υφήλιο. Σύμφωνα με τους Natalie Terzikhan et al., η ΧΑΠ θεωρείται η τρίτη κύρια αιτία θανάτου παγκοσμίως.
Η πάθηση είναι πιο συχνή σε άτομα ηλικίας άνω των 40 ετών, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε νεότερες ηλικίες. Στην χώρα μας έχουν εκπονηθεί μερικές ειδημιολογικές μελέτες στις οποίες επιχείρηθηκε να προσεγγιστεί ο επιπολασμός της ΧΑΠ. Σε μια απ΄αυτές, σ΄ ενα δείγμα 7983 ατόμων (49% ανδρών) ο επιπολασμός των ασθενών με μόνη ΧΑΠ ήταν 3% για τους άνδρες και 2% για γυναίκες· αλλά 18% και 17% (άνδρες -γυμαίκες, αντόστοιχα) είχαν ΧΑΠ +συννοσηρότητες. Σε άλλες μελέτες, ο επιπολσμός της ΧΑΠ κυμαίνεται από 12-19%.
Η ΧΑΠ είναι μια προοδευτική ασθένεια που συνήθως αναπτύσσεται σε μια περίοδο αρκετών ετών. Στα αρχικά στάδια, οι ασθενείς μπορεί να μην έχουν συμπτώματα ή μπορεί να εμφανίσουν ήπια συμπτώματα, όπως χρόνιο βήχα ή ήπια δύσπνοια, που συνήθως αποδίδονται εσφαλμένα στο κάπνισμα (τσιγαρόβηχας). Ωστόσο, καθώς η πάθηση εξελίσσεται, τα συμπτώματα γίνονται πιο σοβαρά και μπορούν να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής.
Το προσδόκιμο ζωής για ένα άτομο με ΧΑΠ μπορεί να ποικίλει ανάλογα με τη σοβαρότητα της νόσου και άλλους παράγοντες όπως η ηλικία, το ιστορικό καπνίσματος και η γενική υγεία. Γενικά, τα άτομα με ΧΑΠ έχουν χαμηλότερο προσδόκιμο ζωής σε σύγκριση με τα άτομα χωρίς πάθηση.
Σύμφωνα με την Αμερικανική Πνευμονολογική Εταιρεία, το μέσο προσδόκιμο ζωής για ένα άτομο με ΧΑΠ είναι περίπου 5 χρόνια μετά τη διάγνωση. Ωστόσο, αυτό μπορεί να διαφέρει σημαντικά ανάλογα με τις μεμονωμένες περιστάσεις.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ενώ η ΧΑΠ είναι μια σοβαρή κατάσταση, η έγκαιρη διάγνωση και η κατάλληλη θεραπεία μπορούν να βοηθήσουν στην επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής. Η διακοπή του καπνίσματος, η διαχείριση των συμπτωμάτων και η υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής μπορούν επίσης να βοηθήσουν στη βελτίωση των αποτελεσμάτων και στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Επιπλέον, υπάρχουν αρκετές διαθέσιμες θεραπείες για τη ΧΑΠ, όπως φάρμακα, οξυγονοθεραπεία και πνευμονική αποκατάσταση, που μπορούν να βοηθήσουν στη διαχείριση των συμπτωμάτων και στη βελτίωση της πνευμονικής λειτουργίας.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Προς το παρόν, δεν υπάρχει ίαση για τη ΧΑΠ, ικανή να επιφέρει απαλλαγή από την πάθηση, αλλά η θεραπεία μπορεί να βοηθήσει στη διαχείριση των συμπτωμάτων και να επιβραδύνει την εξέλιξη της νόσου. Με τις σύγχρονες φαρμακοθεραπείες και μεθόδους αποκατάστασεις μπορεί να επιτευχθεί ικανή βελτίωση αποδιδόμενη στην άρση των λειτουργικων προβλημάτων· ατυχώς οι μόνιμες, ανατομικές βλάβες σεν ανατάσσονται. Οι θεραπευτικές επιλογές μπορεί να περιλαμβάνουν φάρμακα, όπως βρογχοδιασταλτικά (β2 διεγέρτες, αντιχολινεργικά, στεροειδή -σε συνδυασμό με β2 διεγερτες- και αναστολείς υποτύπων της φωσφοδιεστεράσης, όπως η θεοφυλλίνη και η ροφλουμιλάστη), αντιφλεγμονώδη (στεροειδή και αναστολείςε φωσφοδιεστεράσης), καθώς και προγράμματα αποκτάστασης (οξυγονοθεραπεία, έλεγχο σωματικού βάρους, διακοπή έκθεσης σε αιτιολογιικούς παράγοντες, δίαιτα, σωματική άσκηση)όπως θα εκτεθεί παρακπάτω, η αποκατάσταση θα επιτευχθεί, κυρίως με αποκατάσταση του εξωτερικου και εσωτερικού περιβάλλοντος, με την έννοια του Cl. Bernard. Εκτός από τη διακοπή του καπνίσματος και άλλα προληπτικά μέτρα, οι τροποποιήσεις του τρόπου ζωής, όπως η τακτική άσκηση, η υγιεινή διατροφή και οι τεχνικές μείωσης του στρες, μπορούν επίσης να βοηθήσουν στη διαχείριση των συμπτωμάτων της ΧΑΠ.
Η ιατρική και η μη ιατρική βοήθεια είναι σημαντικές για τα άτομα με ΧΑΠ για τη διαχείριση των συμπτωμάτων τους και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους.
Η ιατρική βοήθεια περιλαμβάνει τη χρήση φαρμάκων όπως βρογχοδιασταλτικά, εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή και οξυγονοθεραπεία, τα οποία μπορούν να βοηθήσουν στην ανακούφιση των συμπτωμάτων και στη βελτίωση της πνευμονικής λειτουργίας. Επιπλέον, τα προγράμματα πνευμονικής αποκατάστασης, τα οποία μπορεί να περιλαμβάνουν εκπαίδευση άσκησης, τεχνικές αναπνοής και εκπαίδευση στη διαχείριση της ΧΑΠ, μπορεί επίσης να είναι πολύ ευεργετικά.
Η μη ιατρική βοήθεια μπορεί να περιλαμβάνει μια σειρά παρεμβάσεων που αποσκοπούν στη βελτίωση της συνολικής υγείας και ευημερίας. Αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν:
Αλλαγές στον τρόπο ζωής: Η διακοπή του καπνίσματος, η διατήρηση μιας υγιεινής διατροφής, η διατήρηση της σωματικής δραστηριότητας και η αποφυγή περιβαλλοντικών ερεθιστικών ουσιών (όπως η ρύπανση ή η σκόνη) μπορούν να βοηθήσουν στη βελτίωση της λειτουργίας των πνευμόνων και στη μείωση των συμπτωμάτων.
Υποστηρικτική φροντίδα: Η συμβουλευτική, οι ομάδες υποστήριξης και άλλες παρεμβάσεις ψυχικής υγείας μπορούν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των συναισθηματικών και ψυχολογικών προκλήσεων της ζωής με ΧΑΠ.
Τροποποιήσεις στο σπίτι: Η πραγματοποίηση αλλαγών στο περιβάλλον του σπιτιού, όπως η εγκατάσταση ράβδων, ραμπών ή άλλων βοηθημάτων κινητικότητας, μπορεί να βοηθήσει στη μείωση του κινδύνου πτώσεων και να διευκολύνει τις καθημερινές δραστηριότητες.
Συμπληρωματική οξυγονοθεραπεία και παροχή μη παρεμβατικού αερισμού, μέσω συσκευών BiPAP.
Εκτός από την ιατρική οξυγονοθεραπεία, η χρήση φορητών συσκευών οξυγόνου μπορεί να βοηθήσει στη βελτίωση της κινητικότητας και στη μείωση της δύσπνοιας κατά τη διάρκεια των καθημερινών δραστηριοτήτων. Ο έλεγχος και η ποιοτική βελτίωση της αναπνοής, ιδίως κατάα τον ύπνο έχει επανειλημμένα δειχθεί ΄’οτι ασκεί κρίσμες επιδράσεις στη δρασική βελτίωση της ζωής.
Βοήθεια στις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής: Βοήθεια σε εργασίες όπως το μαγείρεμα, ο καθαρισμός
Είναι σημαντικό για τα άτομα με ΧΑΠ να συνεργάζονται στενά με τον γιατρό τους για να παρακολουθούν τα συμπτώματά τους και να αναπτύσσουν ένα εξατομικευμένο σχέδιο θεραπείας που λαμβάνει υπόψη τον υπότυπους ης πάθησης , καθώς και οποιεσδήποτε άλλες καταστάσεις υγείας που μπορεί να έχουν.
Σε σοβαρές περιπτώσεις ΧΑΠ, μπορεί να συνιστάται χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση κατεστραμμένου πνευμονικού ιστού ή για την πραγματοποίηση μεταμόσχευσης πνεύμονα. Επιχειρείται επίσης η μπουλεκτομή, η φαίρεση δηλαδή μεγάλων αεριωδων κύστεων, απότοκη παρεγηχυματική;ς αλλοίωσης, λόγω της κλαταστροφής του πνευμονικού παρεγχύματος ή της ανεπαρκούς αμυνικής του υποστήριξης, π.χ., εξ νεπζρκείς τη α1ΑΤ. Ή η τοποθέτηση βαλβιδας ανεπιστροφής, προκειμένου να αποτραπεί η περιοχική παγίδευση αέςρος. Ωστόσο, αυτές οι επιλογές συνήθως εξετάζονται μόνο σε προχωρημένα στάδια της νόσου.
Συνολικά, η διαχείριση της ΧΑΠ περιλαμβάνει έναν συνδυασμό ιατρικής θεραπείας, αλλαγών στον τρόπο ζωής και συνεχούς παρακολούθησης για την επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής.
ΠΑΡΟΞΥΝΣΕΙΣ
Η ΧΑΠ μπορεί να έχει οξείες παροξύνσεις, οι οποίες είναι ξαφνικά επεισόδια επιδείνωσης των συμπτωμάτων που μπορεί να απαιτούν ιατρική παρέμβαση, όπως νοσηλεία και αυξημένη φαρμακευτική αγωγή. Αυτές οι παροξύνσεις μπορούν να προκληθούν από διάφορους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των λοιμώξεων, της έκθεσης σε ατμοσφαιρικούς ρύπους και των αλλαγών στις καιρικές συνθήκες.
Συνολικά, η ΧΑΠ είναι μια χρόνια ασθένεια που απαιτεί συνεχή διαχείριση και θεραπεία για να βοηθήσει στην επιβράδυνση της εξέλιξής της και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής. Ενώ μπορεί να έχει οξείες παροξύνσεις, δεν είναι οξεία ασθένεια με την έννοια ότι συνήθως έχει ξαφνική έναρξη και υποχωρεί γρήγορα.
ΧΑΠ ΣΥΝΝΟΣΗΡΟΤΗΤΕΣ
Βλεπε: |ΧΑΠ ως εκδήλωση του συνδρόμου χρόνιας συστηματικής φλεγμονής. Βλ. ΧΑΠ: συνοσηρότητες
Μελέτες έχουν δείξει ότι μπορεί να υπάρχει σχέση μεταξύ της ΧΑΠ και ορισμένων διαταραχών ψυχικής υγείας, όπως η κατάθλιψη και το άγχος. Τα άτομα με ΧΑΠ μπορεί να διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν κατάθλιψη και άγχος και αυτές οι καταστάσεις μπορεί επίσης να επιδεινώσουν τα συμπτώματα της ΧΑΠ.
Υπάρχουν πολλές πιθανές εξηγήσεις για αυτή τη σύνδεση. Μια θεωρία είναι ότι η χρόνια φλεγμονή και τα χαμηλά επίπεδα οξυγόνου που σχετίζονται με τη ΧΑΠ μπορεί να συμβάλλουν σε αλλαγές στον εγκέφαλο που αυξάνουν τον κίνδυνο διαταραχών ψυχικής υγείας. Επιπλέον, οι περιορισμοί που επιβάλλει η ΧΑΠ, όπως η μειωμένη κινητικότητα και η κοινωνική απομόνωση, μπορεί επίσης να συμβάλλουν στην κατάθλιψη και το άγχος.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η κατάθλιψη και το άγχος είναι κοινά μεταξύ των ατόμων με χρόνιες ασθένειες και η ΧΑΠ δεν είναι μοναδική από αυτή την άποψη. Ωστόσο, η σύνδεση μεταξύ ΧΑΠ και διαταραχών ψυχικής υγείας υπογραμμίζει τη σημασία της αντιμετώπισης τόσο των αναγκών σωματικής όσο και ψυχικής υγείας των ατόμων με ΧΑΠ.
Η θεραπεία για την κατάθλιψη και το άγχος σε άτομα με ΧΑΠ μπορεί να περιλαμβάνει φάρμακα, μη φαρμακολογική θεραπεία και αλλαγές στον τρόπο ζωής, όπως άσκηση και κοινωνική υποστήριξη. Είναι σημαντικό για τα άτομα με ΧΑΠ να συζητήσουν τυχόν ανησυχίες σχετικά με την ψυχική τους υγεία με τον πάροχο υγειονομικής περίθαλψης, ο οποίος μπορεί να βοηθήσει στην παροχή κατάλληλης φροντίδας και υποστήριξης.
Η αιτιολογία των ψυχικών ασθενειών σε άτομα με ΧΑΠ είναι πολύπλοκη και πολυπαραγοντική και πιθανότατα περιλαμβάνει συνδυασμό βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων.
Ένας παράγοντας που συμβάλλει μπορεί να είναι η επίδραση της χρόνιας υποξαιμίας (χαμηλά επίπεδα οξυγόνου) στον εγκέφαλο. Η υποξαιμία είναι μια συχνή επιπλοκή της ΧΑΠ και μπορεί να οδηγήσει σε γνωστική εξασθένηση και άλλα νευρολογικά συμπτώματα. Επιπλέον, η χρόνια φλεγμονή που σχετίζεται με τη ΧΑΠ μπορεί επίσης να συμβάλει σε αλλαγές στη λειτουργία του εγκεφάλου και να αυξήσει τον κίνδυνο κατάθλιψης και άγχους.
Ψυχολογικοί παράγοντες, όπως το άγχος της ζωής με μια χρόνια ασθένεια, η κοινωνική απομόνωση και η οικονομική πίεση, μπορεί επίσης να συμβάλουν στην ανάπτυξη διαταραχών ψυχικής υγείας σε άτομα με ΧΑΠ. Οι φυσικοί περιορισμοί που επιβάλλονται από την ασθένεια μπορούν να επιδεινώσουν περαιτέρω αυτούς τους ψυχολογικούς στρεσογόνους παράγοντες και να αυξήσουν τον κίνδυνο κατάθλιψης, άγχους και άλλων καταστάσεων ψυχικής υγείας.
Τέλος, οι συννοσηρότητες που συνήθως σχετίζονται με τη ΧΑΠ, όπως οι καρδιαγγειακές παθήσεις και ο διαβήτης, μπορεί επίσης να αυξήσουν τον κίνδυνο διαταραχών ψυχικής υγείας.
Η αποτελεσματική διαχείριση της ψυχικής υγείας σε άτομα με ΧΑΠ απαιτεί διεπιστημονική προσέγγιση, συμπεριλαμβανομένης της ιατρικής διαχείρισης, της ψυχολογικής υποστήριξης και των κοινωνικών παρεμβάσεων. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει τη θεραπεία συννοσηροτήτων, την αντιμετώπιση ψυχολογικών και κοινωνικών στρεσογόνων παραγόντων και την παροχή πρόσβασης σε συμβουλευτική και άλλες υπηρεσίες ψυχικής υγείας.
Υπάρχουν αναδυόμενα στοιχεία που υποδηλώνουν ότι μπορεί να υπάρχει σχέση μεταξύ της ΧΑΠ και των φλεγμονωδών νόσων του εντέρου, όπως η φλεγμονώδης νόσος του εντέρου (IBD) και το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (IBS). Ενώ η ακριβής φύση αυτής της σύνδεσης δεν είναι ακόμη καλά κατανοητή, αρκετές μελέτες έχουν προτείνει ότι μπορεί να υπάρχουν κοινοί μηχανισμοί που εμπλέκονται και στις δύο συνθήκες.
Μια πιθανή εξήγηση για τη σχέση μεταξύ ΧΑΠ και φλεγμονωδών νόσων του εντέρου είναι ότι η χρόνια φλεγμονή παίζει ρόλο στην ανάπτυξη και εξέλιξη και των δύο παθήσεων. Η φλεγμονή είναι βασικό χαρακτηριστικό τόσο της ΧΑΠ όσο και της IBD/IBS και μελέτες έχουν δείξει ότι η συστηματική φλεγμονή στη ΧΑΠ μπορεί να συμβάλει στη φλεγμονή του εντέρου και αντίστροφα.
Επιπλέον, ορισμένες μελέτες έχουν δείξει ότι το μικροβίωμα, το οποίο αναφέρεται στα τρισεκατομμύρια μικροοργανισμών που ζουν στο έντερο, μπορεί να παίζει ρόλο τόσο στη ΧΑΠ όσο και στις φλεγμονώδεις ασθένειες του εντέρου. Οι αλλαγές στο εντερικό μικροβίωμα έχουν συνδεθεί τόσο με τη ΧΑΠ όσο και με το IBD/IBS και υπάρχουν κάποια στοιχεία που υποδηλώνουν ότι ο άξονας εντέρου-πνεύμονα, ο οποίος αναφέρεται στην αμφίδρομη επικοινωνία μεταξύ του εντέρου και των πνευμόνων, μπορεί να εμπλέκεται στην ανάπτυξη και εξέλιξη της ΧΑΠ.
Ενώ απαιτείται περισσότερη έρευνα για την πλήρη κατανόηση της σχέσης μεταξύ της ΧΑΠ και των φλεγμονωδών νόσων του εντέρου, αυτά τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι η αντιμετώπιση της υγείας του εντέρου μπορεί να είναι ένα σημαντικό μέρος της διαχείρισης της ΧΑΠ και της βελτίωσης των συνολικών αποτελεσμάτων για την υγεία.
Το φαινόμενο διάχυσης στη ΧΑΠ (spill over) αναφέρεται στη διαφυγή φλεγμονωδών κυττάρων και μορίων από τους πνεύμονες στην κυκλοφορία του αίματος και σε άλλα μέρη του σώματος.
Σε άτομα με ΧΑΠ, η χρόνια φλεγμονή στους πνεύμονες μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένα επίπεδα φλεγμονωδών κυττάρων και μορίων, όπως κυτοκίνες και χημειοκίνες. Αυτές οι ουσίες μπορούν στη συνέχεια να «διαχυθούν» στην κυκλοφορία του αίματος και σε άλλα όργανα, προκαλώντας συστηματική φλεγμονή και συμβάλλοντας στην ανάπτυξη συννοσηροτήτων, όπως καρδιαγγειακές παθήσεις, οστεοπόρωση και κατάθλιψη.
Το φαινόμενο διάχυσης στη ΧΑΠ πιστεύεται ότι προκαλείται από διάφορους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της χρόνιας φύσης της πάθησης της παρουσίας συννοσηροτήτων και του ρόλου της γενετικής και της επιγενετικής στη ρύθμιση της φλεγμονής.
Το φαινόμενο διάχυσης στη ΧΑΠ υπογραμμίζει τη σημασία της ολιστικής αντιμετώπισης της νόσου και της αντιμετώπισης τόσο των αναπνευστικών όσο και των συστηματικών εκδηλώσεων της νόσου. Τα προγράμματα πνευμονικής αποκατάστασης, τα οποία περιλαμβάνουν άσκηση και εκπαίδευση, μπορούν να βοηθήσουν στη βελτίωση της αναπνευστικής λειτουργίας και στη μείωση της συστηματικής φλεγμονής. Επιπλέον, η θεραπεία των συννοσηροτήτων και η υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής, όπως η διακοπή του καπνίσματος και η διατήρηση μιας υγιεινής διατροφής, μπορούν επίσης να βοηθήσουν στη μείωση του φαινομένου διάχυσης και στη βελτίωση των αποτελεσμάτων για τα άτομα με ΧΑΠ.
Μπορεί «φαινόμενο διάχυσης εμφανίζεται προς την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή από μια περιφερική φλεγμονώδη πηγή στους πνεύμονες;
Ναι, το φαινόμενο της διάχυσης μπορεί επίσης να συμβεί προς την αντίθετη κατεύθυνση, όπου η φλεγμονή από μια περιφερειακή πηγή μπορεί να διαχυθεί στους πνεύμονες.
Για παράδειγμα, φλεγμονώδεις ασθένειες του εντέρου, όπως η φλεγμονώδης νόσος του εντέρου, έχει αποδειχθεί ότι αυξάνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης ΧΑΠ, πιθανώς λόγω της διάχυσης φλεγμονωδών κυττάρων και μορίων από το έντερο στους πνεύμονες. Ομοίως, οι συστηματικές λοιμώξεις και η σήψη μπορούν επίσης να προκαλέσουν φλεγμονή σε όλο το σώμα, συμπεριλαμβανομένων των πνευμόνων.
Αυτή η αμφίδρομη σχέση μεταξύ φλεγμονής στους πνεύμονες και περιφερικών ιστών υπογραμμίζει τη σημασία μιας ολιστικής προσέγγισης για τη διαχείριση χρόνιων ασθενειών όπως η ΧΑΠ. Η αντιμετώπιση όχι μόνο των αναπνευστικών συμπτωμάτων της ΧΑΠ, αλλά και η αντιμετώπιση των συννοσηροτήτων και των παραγόντων του τρόπου ζωής που συμβάλλουν στη συστηματική φλεγμονή, μπορεί να βοηθήσει στη μείωση της διάχυσης φλεγμονωδών κυττάρων και μορίων μεταξύ των οργάνων και να βελτιώσει τα αποτελέσματα για τα άτομα με ΧΑΠ
Η σχέση της ΧΑΠ με την Οστεοπόρωση είναι γνωση από ετών.
Η ΧΑΠ μπορεί να επηρεάσει τους μυς του σώματος. Τα άτομα με ΧΑΠ συχνά εμφανίζουν μυϊκή αδυναμία και απώλεια μυϊκής μάζας, μια κατάσταση γνωστή ως απώλεια μυϊκής μάζας ή ατροφία. Αυτό μπορεί να συμβεί για διάφορους λόγους.. ΧΑΠ: δυσλειτουργία σκελετικών μυών
Πρώτον, τα μειωμένα επίπεδα οξυγόνου στο σώμα λόγω της ΧΑΠ μπορεί να οδηγήσουν σε μυϊκή κόπωση και αδυναμία. Όταν οι πνεύμονες δεν λειτουργούν σωστά, το σώμα μπορεί να μην λαμβάνει αρκετό οξυγόνο, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε μυϊκή αδυναμία και κόπωση.
Επιπλέον, τα άτομα με ΧΑΠ περιοριζουν τη φυσική δραστηριότητα, λόγω αναπνευστικών δυσκολιών, γεγονός που μπορεί να συμβάλει στην απώλεια μυϊκής μάζας. Η έλλειψη σωματικής δραστηριότητας μπορεί να προκαλέσει την αδυναμία των μυών και την απώλεια μάζας με την πάροδο του χρόνου.
Τέλος, ορισμένα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της ΧΑΠ, όπως τα κορτικοστεροειδή, μπορούν επίσης να συμβάλουν στη μυϊκή αδυναμία και την απώλεια μυϊκής μάζας.
Η μυϊκή αδυναμία και ατροφία μπορεί να δυσκολέψει την αναπνοή και την εκτέλεση των καθημερινών δραστηριοτήτων και μπορεί να επιδεινώσει τα συνολικά αποτελέσματα υγείας για τα άτομα με ΧΑΠ. Ωστόσο, υπάρχουν αρκετές παρεμβάσεις που μπορούν να βοηθήσουν στην πρόληψη ή τον μετριασμό της απώλειας μυϊκής μάζας, όπως η άσκηση και η διατροφική υποστήριξη. Τα προγράμματα πνευμονικής αποκατάστασης, τα οποία περιλαμβάνουν εποπτευόμενη άσκηση και εκπαίδευση, μπορούν να είναι ιδιαίτερα χρήσιμα για άτομα με ΧΑΠ που αντιμετωπίζουν μυϊκή αδυναμία και απώλεια μυϊκής μάζας.
η ΧΑΠ μπορεί να επηρεάσει τους σωματικούς μύες. Οι σωματικοί μύες είναι οι μύες που βρίσκονται υπό εκούσιο έλεγχο, όπως αυτοί στα χέρια και τα πόδια.
Για την πρόληψη ή τον μετριασμό της μυϊκής αδυναμίας και της απώλειας μυϊκής μάζας στους σωματικούς μύες, είναι σημαντικό για τα άτομα με ΧΑΠ να συμμετέχουν σε τακτική άσκηση και σωματική δραστηριότητα. Τα προγράμματα πνευμονικής αποκατάστασης, τα οποία περιλαμβάνουν εποπτευόμενη άσκηση και εκπαίδευση, μπορούν να είναι ιδιαίτερα χρήσιμα για άτομα με ΧΑΠ που αντιμετωπίζουν μυϊκή αδυναμία και απώλεια μυϊκής μάζας.
Εκτός από την άσκηση, η διατήρηση μιας υγιεινής διατροφής και η λήψη αρκετής πρωτεΐνης μπορεί επίσης να βοηθήσει στην υποστήριξη της υγείας των μυών. Είναι σημαντικό για τα άτομα με ΧΑΠ να συνεργαστούν με τον πάροχο υγειονομικής περίθαλψης για να αναπτύξουν ένα εξατομικευμένο σχέδιο για τη διαχείριση των συμπτωμάτων τους και την πρόληψη ή τον μετριασμό της μυϊκής αδυναμίας.
Η ΧΑΠ επηρεάζει όχι μόνοι τους σωματικούς μύες αλλ΄επίσης και τους ακούσιους μύες. Η ΧΑΠ μπορεί επίσης να επηρεάσει ακούσιους μύες, όπως αυτούς στους αεραγωγούς και το διάφραγμα. Οι μύες στους αεραγωγούς παίζουν σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση της ροής του αέρα και σε άτομα με ΧΑΠ, αυτοί οι μύες εμφανίζουν υπερτροφία (καθιστανται παχύτεροι και ισχυρότεροι) , υπερπλασία (καθίστανται πολυαριθμότεροι) και μεταπλασία (εμφανίζονται σε περιφερικά βρογχιόλια, όπου φυσιολογικά δεν πρέπει να υπάρχουν) λόγω χρόνιας φλεγμονής και συνεπάγονται στένωση και σπασμό των αεραγωγών. Αυτό μπορεί να συμβάλει στον περαιτέρω περιορισμό της ροής του αέρα και στις δυσκολίες στην αναπνοή.
Το διάφραγμα, το οποίο είναι ο κύριος μυς που εμπλέκεται στην αναπνοή, μπορεί επίσης να επηρεαστεί από τη ΧΑΠ. Καθώς οι πνεύμονες γίνονται λιγότερο αποτελεσματικοί στη μετακίνηση του αέρα μέσα και έξω, το διάφραγμα μπορεί να γίνει ασθενέστερο και λιγότερο αποτελεσματικό στο να βοηθήσει στην εισπνευστική διάταση των πνευμόνων και την μείωση της διαπνεθυμονικής πίεσης που είναι ο μηχνισμός μέσω του οποίου εισρέει ερας στους πνεύμονες, στην άντληση Ο2 και την αποβολή CO2.
Η μυϊκή αδυναμία των ακούσιων μυών στη ΧΑΠ μπορεί να συμβάλει στη δύσπνοια, την κόπωση και τη μειωμένη σωματική λειτουργία. Ωστόσο, τα προγράμματα πνευμονικής αποκατάστασης, τα οποία περιλαμβάνουν εποπτευόμενη άσκηση και εκπαίδευση, μπορούν να βοηθήσουν στη βελτίωση της λειτουργίας των αναπνευστικών μυών και στη μείωση των συμπτωμάτων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, φαρμακευτική αγωγή ή οξυγονοθεραπεία μπορεί επίσης να συνταγογραφηθεί για να βοηθήσει στη διαχείριση των συμπτωμάτων και τη βελτίωση της λειτουργίας των αναπνευστικών μυών.
Η ανάπτυξη οστεοπόρωσης σε άτομα με ΧΑΠ θεωρείται συνέπεια του φαινομένου της διάχυσης.Η ΧΑΠ σχετίζεται με συστηματική φλεγμονή, η οποία μπορεί να προκαλέσει οστική απώλεια και να αυξήσει τον κίνδυνο οστεοπόρωσης. Τα φλεγμονώδη κύτταρα και μόρια μπορούν να διαφύγουν από τους πνεύμονες στην κυκλοφορία του αίματος και σε άλλα όργανα, συμπεριλαμβανομένων των οστών, οδηγώντας σε αυξημένη οστική απορρόφηση και μειωμένο σχηματισμό οστού.
Επιπλέον, τα άτομα με ΧΑΠ μπορεί να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο οστεοπόρωσης λόγω άλλων παραγόντων, όπως η μειωμένη σωματική δραστηριότητα, η κακή διατροφή και η χρήση κορτικοστεροειδών, γεγονός που μπορεί να αυξήσει περαιτέρω τον κίνδυνο οστικής απώλειας.
Η ανάπτυξη οστεοπόρωσης σε άτομα με ΧΑΠ υπογραμμίζει τη σημασία μιας ολιστικής προσέγγισης για τη διαχείριση της νόσου, συμπεριλαμβανομένης της αντιμετώπισης των συννοσηροτήτων και των παραγόντων του τρόπου ζωής που μπορούν να συμβάλουν στην απώλεια οστού. Οι στρατηγικές για τη βελτίωση της υγείας των οστών σε άτομα με ΧΑΠ μπορεί να περιλαμβάνουν επαρκή πρόσληψη ασβεστίου και βιταμίνης D, άσκηση με βάρη, διακοπή καπνίσματος και φάρμακα για την πρόληψη ή τη θεραπεία της οστεοπόρωσης, όπως τα διφωσφονικά.
Δεν γνωρίζω κάποια ιατρική κατάσταση που ονομάζεται «κοτυμία» και σχετίζεται με τη ΧΑΠ ή την ψυχική υγεία. Είναι πιθανό ότι ο όρος που σκέφτεστε είναι "cotard delusion", η οποία είναι μια σπάνια ψυχιατρική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από την ψευδή πεποίθηση ότι κάποιος είναι νεκρός, δεν υπάρχει ή έχει χάσει τα εσωτερικά του όργανα ή σωματικά υγρά.
Η αυταπάτη του Cotard δεν σχετίζεται άμεσα με τη ΧΑΠ, αλλά μπορεί να σχετίζεται με κατάθλιψη και άλλες καταστάσεις ψυχικής υγείας που μπορεί να εμφανιστούν σε άτομα με ΧΑΠ. Τουναντίον, ο όρος "κυκλοθυμία" είναι μια αναγνωρισμένη ψυχιατρική κατάσταση. Η κυκλοθυμία είναι μια ήπια μορφή διπολικής διαταραχής που χαρακτηρίζεται από διακυμάνσεις της διάθεσης που εναλλάσσονται μεταξύ περιόδων υπομανίας (αυξημένη ή ευερέθιστος διάθεση, αυξημένη ενέργεια, μειωμένη ανάγκη για ύπνο) και ήπια κατάθλιψη. Αυτές οι εναλλαγές της διάθεσης είναι λιγότερο σοβαρές από εκείνες που εμφανίζονται στη διπολική διαταραχή Ι ή ΙΙ, αλλά μπορούν ακόμα να προκαλέσουν σημαντική βλάβη στην καθημερινή δραστηριότητα.
Αμεση συσχέτιση μεταξύ ΧΑΠ και κυκλοθυμίας δεν είναι γνωστή. Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, τα άτομα με ΧΑΠ διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο κατάθλιψης και άγχους, τα οποία μπορεί να συνυπάρχουν με την κυκλοθυμία.
ΠΡΟΛΗΨΗ
Η πρόληψη της ΧΑΠ περιλαμβάνει την αποφυγή της έκθεσης σε επιβλαβείς ατμοσφαιρικούς ρύπους, όπως ο καπνός του τσιγάρου, η ρύπανση του εξωτερικού αέρα και οι χημικές ουσίες στο χώρο εργασίας. Η διακοπή του καπνίσματος είναι επίσης ένα ουσιαστικό βήμα για την πρόληψη της ΧΑΠ και τη μείωση του κινδύνου εμφάνισης της νόσου.
1. Laennec RTH; Forbes J, editor. A treatise on the diseases of the chest. London, UK: T & G Underwood; 1821