Αρτηριακή Υπέρταση

Παρά τις προσπάθειες εκπαιδεύσεως του κοινού και διάχυση των γνώσεων επί της αρτηριακής υπερτάσεως, ΑΠ, πάνω από 33% των ασθενών με υπέρρταση, παραμένουν αδιάγνωστοι, και μόνον περίπου 50% που γνωρίζουν ότι πάσχουν από υπέρταση τελούν υπό επαρκή έλεγχο.
|αρτηριακή υπέρταση|
εικόνα 1. Εικόνα από το βιβλίο του Χάρβεϊ (1578–1657)«Exercitatio anatomica de motu cordis et sanguinis in animalibus»
Κλινικές δοηγίες από τη Διεθνή εταιρεία Αρτηριακής Υπέρτασης : https://d.pr/free/i/At01wN

Η αναλογία των υπερτασικών ασθενών που έχουν επίγνωση της καταστάσεως και λαμβάνουν ορθά σχεδιασμένη θεραπεία έχει αυξηθεί, μετά τη δεκαετία του 1970
• Οι περισσότεροι έχουν υπέρταση σταδίου 1, κι διατηρούνται ακόμη αμφιβολίες, ως προς τον τρόπο διαχειρίσεως των ασθενών αυτών.
• Η μη φαρμακολογική θεραπεία της υπερτάσεως είναι, συνήθως, η πρώτη επιλογή, κια αυτή η τακτιοκή εξακολουθεί να κρατεί. Μόνο 50% των ασθενών υπό φαρμακευτική αγωγή εξακολουθούν να λαμβάνουν τη θεραπεία τους, ένα χρόνο μετά την χορήγηση, οι περσσότεροι τη μειώνουν ή την διακόπτουν λόγω παρενεργειών.
• Ακόμη και η διάγνωση της υπερτάσεως ασκεί αρνητική επίδραση στην ποιότητα ζωής των ασθενών, τους καθιστά αγοραφοβικούς, σημειώνουν απουσίες από τις κοινωνικές τους υποχρεώσεις έχουν παθολογική συμπεριφορά, είναι υποχονδριακοί, κι έχουν μειωμένο βαθμό αυτεκτιμήσεως. Για όλες τις μεταβολές αυτές, οι ασθενείς θεωρούν υπεύθυνη τη φαρμακοθεραπεία.
• Στον ιατρό επαφίεται η ενημέρωση κι εκπαίδευση του ασθενούς του, κια ο σχεδιασμός ματάλληλου θεραπευτικού μίγματος που να μειώνει αποδοτικά την αρτηριακή πίεση και τους εξ αυτής καρδιακούς κινδύνουςνα ελαχιστοποιεί τι μεταβολές στις συνοσηρότητες και να επιδιώκει τη διατήρηση ή τη βελτίωση της ποιότητας ζωής του ασθενούς.  

εισαγωγή. Είναι επίσης γνωστή και ως υψηλή πίεση αίματος. Συνήθης και σοβαρή παθολογική κατάσταση που μπορεί να προκαλέσει ή να επιπλέξει πολλά προβλήματα υγείας, όπως καρδιοπάθειες, αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, νεφρική ανεπάρκεια, και καρδιακή ανεπάρκεια. Στις ΗΠΑ, περίπου 1 στους 3 πολίτες έχουν υπέρταση. Η υπέρταση ονομάζεται και "σιωπηλός δολοφόνος" επειδή διατρέχει χωρίς συμπτώματα, μέχρις ότου εμφανιστούν σοβαρές συνέπειες. Η αρτηριασκή πίεση είναι εκείνη που ελέγχεται στα τοιχώματα των αρτηριών, καθώς το αίμα ωθείται στο αγγειακό σύστημα. Μετριέται με δύο αριθμούς, πχ., 120/80 mmHg, αλλά δεν είναι σταθεροί. Ο υψηλότερος αριθμός, αντιστοιχεί με την συστολική πίεση και ο χαμηλότερος, με τη διαστολική, ανάλογα δηλαδή με τις φάσεις του καρδιακού κύκλου, τη συστολική, φάση εξωθήσεως, και τη διαστολική, φάση ανακάμψεως του μυοκαρδίου. Σημειώνεται ότι η τιμή αυτή είναι στατιστική προσέγγιση και στην πραγματικότητα σημαίνει ότι το 95% των ατόμων πρέπει να έχουν αρτηριακή πίεση εντός των ορίων. Το υπόλοιπο 5% μπορεί να έχει ακόμη φυσιολογική πίεση, έξω από τα όρια αυτά. Πολλοί πιστεύουν ότι το "120/80" είναι φυσιολογικό. Στην πραγματικότητα υπάρχει ένα φάσμα "φυσιολογικών" τιμών, Εκτός και εάν η αρτηριακή πίεση είναι ιδιαίτερα υψηλή, ώστε απαιτείται άμεση παρέμβαση, οι μετρήσεις της αρτηριακής πιέσεως μπορεί να τεθούν υπό παρακολούθηση για ένα διάστημα, προκειμένου να εντοπιστούν οι 'τάσεις' της, και να εκτιμηθεί η καθόλη εικόνα της αρτηριακής πιέσεως του ασθενούς. Ως γενικός κανόνας ισχύει ότι οι ενήλικες πρέπει να διατηρούν την αρτηριακή τους πίεση κάτω από 140/90 mmHg, αν και οι τρέχουσες οδηγίες επισημαίνουν ότι τιμές πέραν του 120/80 mmHg μπορεί να θεωρηθούν ως τιμές προ-υπερτασικές, που πρέπει να ελέγχονται, ώστε να εξασφαλίζεται ότι η αρτηριακή πίεση δεν αυξάνεται με το πέρασμα του χρόνου. Άτομα με διαστολική πίεση <90 mmHg και συστολική >=140, έχουν απομονωμένη συστολική πίεση. Υπερτασική κρίση (ΑΠ>180/120 mmHg) μπορεί να κατηγοριοποιηθεί είτε ως επείγον περιστατικό υπερτάσεως,  (ακραία αύξηση της αρτηριακής πιέσεως με οξεία ή εξελισσόμενη βλάβη ενός οργάνου στόχου) ή σοβαρή υπέταση, χωρίς ιδιαίτερη απειλή κάποιου οργάνου.

περιεχόμενα
αντιϋπερτασικά φάρμακα

Συνήθως αυξομειώνονται ως αποτελέσμα δράσεως μεγάλης ποικιλίας παραγόντων, όπως επί κοπιώδους ασκήσεως, προκειμένου να εξασφαλσιτεί επαρκής οξυγόνωση των κυττάρων του οργανισμού, λαμβάνοντας περισσότερο εμπλουτισμένο με οξυγόνο αρτηριακό αίμα. Η αρτηριακή πίεση μπορεί επίσης να αυξηθεί σε απάντηση καταστάσεων stress, και είναι, φυσιολογικά, χαμηλότερη, σε περιόδους χαλαρώσεως ή κατά τον ύπνο. Ται αθροιστικό αποτέλεσμα των δυσμενών επιδράσεων της υπερτάσεως απολήγει σε σοβαρές επιπλοκές.
παθοφυσιολογία
Η υπέρταση είναι μια ετερογενής πάθηση που προκαλείται είτε από ειδικά αίτια (δευτεροπαθής υπέρταση, συχνότητα 10%, οφειλόμενη, κυρίως σε νεφρικές ή νεφραγγειακές παθήσεις) ή από υποκείμενους παθοφυσιολογικούς μηχανισμούς άγνωστης αιτιολογίας (πρωτοπαθής ή θεμελιώδης υπέρταση). Στις λοιπές παθήσεις που προκαλούν δευτεροπαθή υπέρταση είναι το φαιοχρωμοκύτωμα, το σύνδρομο Cushing, ο υπερθυρεοειδισμός, υπερπαραθτυρεοειδισμός, ο πρωτοπαθής αλδοστερονισμός, η εγκυμοσύνη η αποφρακτική υπνική άπνοια, και η στένωση του ισθμού της αορτής. Μερικ΄; φάρμακα, επίσης, μπορεί να αυξάνουν την ΑΠ, όπως τα κορτικοειδή, τα οιστρογόνα, τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, οι αμφεταμίνες, η σιμπουτραμίνη, ξ κυκλοσπορίνη, η ερυθροποιητίνη, και η βενλαφαξίνη.
Στους παράγοντες που ενέχονται για την πρωτοπαθή υπέρταση περιλαμβάνονται: [α] ορμονικές διαταραχές, όπως το σύστημα ρενίνης- αγγειοτασίνης - αλδοστερόνης, η νατριουρητική ορμόνη, ή υπερινσουλιναιμία. [β] παθολογικές διαταραχές στο ΚΝΣ, στια αυτόνομες νευρικές ίνες, στους αδρενεργικούς υποδοχείς, ή τους πιεσοϋποδοχείς. [γ] διαταραχές στη νεφρική ή ιστική ρύθμιση της απεκκρίσεως άλατος, του όγκου του πλάσματος, και της συστολής των αρτηριολίων, [δ] ανεπάρεκαι τοπικής συνθέσως αγγειοδιασταλτικών ουσιών στο ενδαγγειακό επιθήλιο, όπως η προστακυκλίνη, η βραδυκινίνη, και το νιτρικό οξύ, ή υπερβολική σύνθεση αγγειοσπαστικών ουσιών, όπως η αγγειοτασίνη ΙΙ και η ενδοθηλίνη Ι, [στ] υψηλή πρόσληψη άλατος, και αυξημένη αναστολή της ενδοκυττάρια μεταγωγής άλατος από τη νατριουρητική ορμόνη, που απολήγει σε αυξημένη αγγειακή αντιδραστικότητα και αύξηση της ΑΠ και, τέλος, [ζ] αυξημένη ενδοκυττάρια συγκέντρωση ιόντων ασβεστίου που απολήγει σε μεταβολές της λειτουργίας των λείων μυικών ινών κια αυξημένες περιφερικές αγγειακές αντιστάσεις.
επιδημιολογία

πίνακας 1. ταξινόμηση της αρτηριακής πιέσεως στους ενήλικες
ταξινόμηση συστολική πίεση mmHg   διαστολική πίεση mmHg
βέλτιστη <120   <80
φυσιολογική <120 και <80
υψηλή φυσιολογική 130-139   85-89
προϋπέρταση 130-139 ή 80-89
στάδιο Ι 140-159 ή 90-99
στάδιο ΙΙ >=160 ή >=100
στάδιο ΙΙΙ >180   >110

πίνακας 1.

ταξινόμηση της αρτηριακής πιέσεως στους ενήλικες ταξινόμηση συστολική πίεση mmHg   διαστολική πίεση mmHg φυσιολογική <120 και <80 προϋπέρταση 120-139 ή 80-89 στάδιο Ι 140-159 ή 90-99 στάδιο ΙΙ >=160 ή >=100. Εάν η συστολική πίεση εμπίπτει σε διαφορετική κατηγορία, εκείνης που προκύπτει με αναφορά στη διαστολική, ο ασθενής πρέπει να κατηγοριοποιηθεί στο μεγαλύτερο στάδιο Π.χ., 160/92 mmHg πρέπει να ενταχθεί στο στάδιο 2 και η αρτηριακή πίεση 174/120 στο στάδιο 3, Η συστολική πίεση 170/82 εντάσσεται στο στάδιο 2. Πέρα από την εκίμηση της μέσης αρτηριακής πιέσεως, πρέπει να εντοπιστεί η παρουσία ή απουσία δυσλειτορυγία οργάνπου και οι παράγοντες κινδύνου. Π.χ., ένας ασθενεής με σακχαρώδη διαβήτη η αρτηριακή ποίεση 142/94 και υπερτροφία πρέπει να ταξινομηθεί ως υπέρτσαση σταδίου 1 με οργανική πάθηση, την υπερτροφία, κια πρόσθετο παράγοντα κινδύθνου, τον δαβήτη. Η εξειδίκευση αυτή, είνξαι σημαντική για την ως προς τον κίνδυνο ταξινόμηση και τη διαχείριση. Η βέλτιστη αρτηριακή πιεση με αναφορά στον καρδιαγγειακό κίνδυμο είναι η συστολική πίεση <120 και η διαστολική <80, αν και οι χαμηλκές μετρήσεις πρέπει, ενίοτε, να ελεγχθούν κλινικά.

συμπτώματα
αίτια. Η υπέρταση έχει ποικιλία αιτιολογιών. Η αρτηριακή πίεση, συνήθως, τείνει να αυξάνεται με την ηλικία. Αλλά συνήθως αυξάνεται παρουσία άλλων παθολογιών, όπως οι παθήσεις του θυροειδούς και των νεφρών. Μπορεί να είνια απότοκη φαρμακοθεραπείας, όπως τα φάρμακα για το κοινό κρυολόγημα, που λαμβάνονται ανέλεγκτα, και άλλες ορμόνες. Η παχυσαρκία και η κληρονομικότητα παίζουν επίσης, σημαντικό παθογενετικό ρόλο.
διάγνωση
Συχνά το μοναδικό εύρημα κατά την κλική εξέταση είναι η αυξημένη αρτηριακή πίεση. Η διάγνωση της αρτηριακής υπερτάσεως τίθεται με με βάση τη μέση τιμή της σε επανειλημμένες μετρήσεις σε μια ή δύο ιατρικές επισκέψεις. Καθώς η υπέρταση εξελίσσεται αρχίζουν να εντοπίζονται ευρήματα που κυρίως σχετίζονται με βλάβες οργάνων, όπως το μάτι, η καρδιά, οι νεφροί, και τα περιφερικά αγγεία. Η βυθοσκόπηση μπορεί να αποκαλύψει στενώσεις αρτηριολικές στενώσεις αρτηριοφλεβώδεις διασταυρώσεις και αιμορραγίες αμφιβληστροειδούς, εξιδρώματα και εμφράξεις. Η αναγνώριση οιδήματος της θηλής αποκαλύπτει ότι η υπέρταση χρήζει άμεσης θεραπευτικής αντιμετωπίσεως. Η καρδιοπνευμονική εξέταση μπορεί να δείξει διαταραχές στον καρδιακό ρυθμό ή τη συχνότητα, αριστερή υπερτροφία, 3ο και 4ο καρδιακό τόνο, και τρίζοντες. Η εξέταση των περιφερικών αγγείων μπορεί να αποκαλύψει ευρήματα αρτηριοσκληρύνσεως, που εμφανίζονται ως αορτικά ή κοιλιακά φυσήματα, διεσταλμένες φλέβες, μειωμένο ή απόν σφυγμό των περιφερικών αγγείων, και οιδήματα των κάτω άκρων. Οι ασθενείς με στένωση της νεφρικής αρτηρίας μπορεί να έχει ένα συστολικό-διαστολικό φύσημα στην κοιλιά. Ασθενείς με σύνδρομο Cushing μπορεί να εμφανίζει τα κλασικά ευρήματα, όπως πανσεληνοειδές προσωπείο, αυχένα, δίκην  βουβάλου, υπερτρίχωση, και κοιλιακές ραβδώσεις. Η κύρια αιτία θανάτου των υπερτασικών ασθενών είναι τα αγγειακά εγλεφαλικά και τα καρδιαγγειακά επεισόδια και η νεφρική ανεπάρκεια. Η πιθανότητα του πρώιμου θανάτου συσχετίζεται με τη βαρύτητα της υπερτάσεως.
Η κατά βάση υποκαλιαιμία, μπορεί να αποκαλύπτει υπ΄ςερταση οφειλόμενη σε διαταραχές αλατοκορτικοειδών, ενώ η παρουσία πρωτεΐνης, κυττάρων αίματος κυλίνδρων, στα ούρα μπορεί να αναγονται σε διαταραχές των νεφρικών αγγείων. 

θεραπεία Η συμμόρφωση του ασθενούς με ένα κατάλληλα σχέδιο θεραπείας συνήθως απολήγει στην ομαλοποίηση της αρτηριακής πιέσεως, και την ελαχιστοποίηση των επιπλοκών. Η καταλληλότερη θεραπεία περιλαμβάνει ένα πολυπαραγοντικό σχήμα. Γενικά, η θεραπεία της αρτηριακής πιέσεως αρχίζει με την πρόληψη και διακρίνεται σε φαρμακολογική και μη φαρμακολογική.
Η διατήρηση φυσιολογικού σωματικού βάρους, η αποχή από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, αποφυγή καπνίσματος, λήψη υγιεινής διατροφής και η προσφυγή σε τακτική σωματική άσκηση. Τα προληπτικά αυτά μέτρα αποτελούν βασικά συστατικά της θεραπείας της υπερτάσεως, επίσης. Εν τούτοις, τα συντηρητικά αυτά μέτρα, προσαρμογής τρόπου ζωής, δεν είναι επαρκή για ολους του υπερτασικούς ασθενείς και μερικοί χρειάζονται πρόσθετη μόνο- ή συνδυασμένη θεραπεία. Στα μη φαρμακολογικά μέτρα που εφαρμόζονται σε όλους τους ασθενείς με προϋπέρταση (βλέπε: πίνακα 1) πρέπει να υποδεοκνύονται τροποποιήσεςις του τρόπου ζωής, όπως [α] μείωση του σωματικού βάρους, εάν είναι υπέρβαροι, μείωση της ημερήσιας προσλήψεως νατρίου, σε 1.5 gr/ημέρα, (3.8 gr/ημερά χλωριούχο νάτριο) [3] υιοθέτηση ενός πρoγράμματος αεροβικής γυμναστικής (βλέπε: βάδιση), [4] μείωση της προπσλήψεως οινοπνεύματος, και, [5] διακοπή καπνίσματος. Η τροποποίηση του τρόπου ζωής είναι αρκετό μέτρο για τη θεραπεία της προϋπερτάσεως, αλλά οι ασθενείς με υποέεταση βαθμίδας 1 ή 2, πρέπει, πλέον των μέτρων τροποποίησης του τρόπου ζωής να λάβουν και φαρμακοθεραπεία.
H συνεχής θετική πίεση στους αεραγωγούς, μειώνει την αρτηριακή πίεση επί σε ασθενείς με αποφρακτική υπνική άπνοια, συγκριτικά με μάρτυρες. Σε μια συστηματική μεταανάλυση 51 μελετών, στις οποίες εντάχθηκαν 4888 ασθενείς, αναγνωρίστηκε ότι η CiPAP συνδυάστηκε με σημαντική μείωση της αρτηριακής πιέσεως, της μεν συστολικής, κατά 2.5 mmHg, κια της μέσης, κατά 2.0 mmHg. Διαπιστώθηκε ότι κάθε επιπλέον 1 ώρα χρήση της CiPAP συνοδεύτηκε από περαιτέρω μείωση της συστολικής αρτηριακής πιέσεως 2.1 mmHg  και κατά 1.9 μείωση της μέσης (&,&).
Στα αντιϋπερτασικά φάρμακα συμπεριλαμβάνονται τα διουρητικά,  τα οποία δρουν, διεγείροντας τους νεφρούς να αποβάλλουν πρόσθετο νερό και ηλεκτρολύτες από το σώμα, οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης, με τους οποίους επιδιώκεται η μείωση της παραγωγής ενεργού αγγειοσυσπατικής αγγειοτασίνης ΙΙ, από την ανενεργό μορφή της που παράγεται στους νεφρούς, οι αναστολείς των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ, οι αναστολείς των αδρενεργικών υποδοχέων βήτα, που επιβραδύνουν το ρυθμό και την ένταση της καρδιακής ώσεως, οι αναστολείς διαύλων ασβεστίου που αναστέλλουν την είσοδο ιόντων  Ca εντός των κυττάρων της καρδιάς και των αγγείων, με αποτέλεσμα την χάλαση των αγγείων και την επιοβράδυνση του καρδιακού ρυθμού, Οι αναστολείς των α-υποδοχέων μειώνουν τις νευρικές ώσεις που συσπούν τα αγγεία, αυξάνοντας, έτσι, τις αντιστάσεις τους και μεγεθύνοντας την αρτηριακή πίεση, Τα αγγειοδιασταλτικά χαλαρώνουν και αυξάνουν την εγκάρσια διατομή των αγγείων. Οι αναστολέις του νευρικού συστήματος δρουν στον εγκέφαλο και επιτείνουν τα αποστελλόμενα αγγειοχαλαρωτικά σήματα.
Κυριότερα, η θεραπεία της υπερτάσεως αφορά τη θεραπεία των υποκείμενων παθολογιών, όπως είναι οι παθήσεις του θυροειδούς, η παχυσαρκία, και οι νεφροπάθειες.
Πολλοί ασθενείς απαιτούν πλέον του ενός φαρμάκου για τον έλεγχο της υπέρτασής τους. Οι κατευθυντήριες οδηγίες JNC7 και ESH-ESC συνιστούν την έναρξη της θεραπείας με τη χορήγηση δύο φαρμάκων εάν η αρτηριακή πίεση υπερβαίνει κατά πλέον των 20 mmHg την επιθυμητή συστολική πίεση ή κατά πλέον των 10 mmHg την επιθυμητή διαστολική πίεση. Οι προτιμώμενοι συνδυασμοί είναι αναστολείς συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης με αναστολείς διαύλων ασβεστίου, ή αναστολείς συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης και διουρητικά. Μεταξύ των αποδεκτών συνδυασμών είναι οι ακόλουθοι:

Αποδεκτοί συνδυασμοί

  • Αναστολείς διαύλων ασβεστίου και διουρητικά
  • Β-αναστολείς και διουρητικά
  • Αναστολείς διαύλων ασβεστίου τύπου διυδροπυριδίνης και β-αναστολείς
  • Αναστολείς διαύλων ασβεστίου τύπου διυδροπυριδίνης με βεραπαμίλη ή διλτιαζέμη

Μη-αποδεκτοί συνδυασμοί είναι οι ακόλουθοι:

  • Αναστολείς ασβεστίου μη-διυδροπυριδίνης (όπως βεραπαμίλη ή διλτιαζέμη) και β-αναστολείς
  • Διπλός αποκλεισµός του συστήµατος ρενίνης – αγγειοτασίνης (π.χ. αναστολέας του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης + αναστολέας των υποδοχέων αγγειοτασίνης)
  • Αναστολείς συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης και β-αναστολείς
  • Β-αναστολείς και αντιαδρενεργικά φάρμακα.
 

[56] Υπάρχουν διαθέσιμα δισκία που περιέχουν σταθερούς συνδυασμούς δύο κατηγοριών φαρμάκων. Παρέχουν ευκολία στη χρήση, αλλά συνίστανται για όσους γνωρίζουν τα διαφορετικά συστατικά.[72]

εναλλακτική θεραπεία
σύγχρονη θεραπεία

παραδιάγωση

εξετάσεις και διάγνωση. Η διάγνωση της υπερτάσεως προΫποθέτει λεπτομερή και προσεκτική λήψη του ιστορικού, και η διενέργεια πλήρους ελέγχου, στον οποίο περιλαμβάνεται φυσική εξέταση και μια σιερά μετρήσεων της αρτηριακής πιέσεως. Είναι πολύ πιθανό ότι η αρτηριακή υπέρταση μπορεί να διαφεύγει και η διάγνωσή της να καθυστερήσει επειδή, γενικά, δεν συνοδεύεται με συμπτώματα, κατά τα αρχικά στάδια. Παραπάνω συγκεντρώνονται πληροφορίες αναφορικά με την παραδιάγνωση. Γενικά, στον παρακλινικό έλεγχοι, περιλαμβάνονται εξετάσεις, όπως η 24ωρη καταγραφή με holter πιέσεως, το υπέρηχο νεφρών και θυροειδούς, υπερηχογράφημα καρδιάς και αορτής, και βιοχημικές εξετάσεις α΄πιματος, όπως Τ3, Τ4, TSH, FΤ3, FΤ4, αντιTg ΑΘΑ Τ, ΑΘΑ Μ, δοκιμασία ρενίνης, προσδιορισμός αλδοστερόνης αίματος, μέτρηση ACTH κλπ.

έλεγχος οίκοι
τύποι
. Επί εμφανίσεως συμπτωμάτων, μπορεί να διακριθούν τύποι μεταξύ των ασθενών, ανάλογα με την ηλικία, το ύψος της πιέσεως, τις υποκείμενες παθολογίες, το ιστρικό ιστορικό, την παρουσία επιπλοκών, και τη γενική υγεία.
Γενικά, υπάρχουν τρεις τύποι υπερτάσεως,. [α] πρωτοπαθής (συνήθης) υπέρταση, είναι εκείνη της οποίας δεν αναγνωρίζεται αίτιο και [β[ η δευτεροπαθής υπέταση είναι εκείνη η υπέταση που είναι αποτελέσμα άλλης παθολογικής καταστάσεως. Όταν μόνο η συστολική πίεση είναι αυξημένη, η κατάσταση ονομάζεται συστολική αρτηριακή υπέρταση,  και είναι συχνότερη στους ηλικιωμένους.
επιπλοκές - θάνατος
 υπέρταση επί ΧΑΠ. Η υπέρταση είναι συνήθης συννοσηρότητα της ΧΑΠ.και μπορεί να εισφέρει στην εηγκατάσταση διαστολικής κοιλιακής δυσλειτουργίας και ισχαιμίας του μυοκαρδίου (&). Η υπεερρταση επί ΧΑπ θεραπεύεται με τις συνήθεις ομοφωνίες με σκοπό την αποκατάστασή της σε φυσιολογικά, για την ηλικία του ασθενούς επίπεδα. Επιπλέον, οι ασθενείς με ΧΑΠ δεν χρειάζεται να θεραπεύονται με διαφορετικό τρόπο, παρουσίας υπερτάσεως.