Ομοιοπαθητική: cos 'n pros

περιεχόμενα
εισαγωγή
ορισμοί
ιστορικά δεδομένα
αναστροφή των αποτελεσμάτων
η θεωρία των ομοίων
CFS Hahnemann
δυναμοποίηση
ολιστική vs συμπτωματική αγωγή
ισοθεραπεία, ισοπαθητική και νόσοδοι
συμπεράσματα
βιβλιογραφία

 

εισαγωγή

 Figure 2Η ομοιοπαθητική έχει αναπτυχθεί ως εναλλακτική θεραπευτική, μετά την ιδέα του Samuel Hahnemann (1775-1843), περί του ότι οι ίδιες ουσίες που προκαλούν τις παθολογικές εκτροπές μπορούν και να τις θεραπεύσουν, αν χορηγηθούν κατάλληλα τροποποιημένες και αφού προηγουμένως υποστούν μεγάλη αραίωση. Οι αρχές της  ‘similia similibus curentur’, και της θεραπευτικής δύναμης των υψηλών -δυναμοποιποιημένων- αραιώσεων, βασίζονται στην πεποίθηση ότι η συνεχής αραίωση της ύλης, μπορεί να απολήξει σε αντίθετες ιδιότητες, από εκείνες που έχουν οι συμπυκνωμένες μορφές της. Η μεγάλη διάδοση της ομοιοπαθητικής την εποχή του ιδρυτού της Hahnemann, αποδίδεται, αφ΄ενός μεν στην ελάχιστη ανάπτυξη της αλοπαθητικής Ιατρικής, ως εκείνη την εποχή και αφέτέρου στο γεγονός ότι η ομοιοπαθητική σημείωσε θεραπευτικές επιτυχίες στις επιδημίες του τυφοειδούς πυρετού, της χολέρας (τo 1832, 2 χρόνια πριν το θάνατο του Ηahnemann)  και κίτρινου πυρετού, στην Ευρώπη και Αμερική. κατά τον 18ο αιώνα (&). Διαπιστώθηκε ότι η ομοιοπαθητική θεραπεία για τη χολέρα είχε καλύτερα αποτελέσματα της αλλοπαθητικής και, στο Παρίσι, η τιμή των ομοιοπαθητικών φαρμάκων αυξήθηκε Χ100. Στην Ρωσία, από την οποία θεωρείται ότι ξεικίνησε η επιδημία, από τις 1270 περιπτώσεις, με ομοιοπαθητικά φάρμακα αντιμετωπίστηκαν οι 1162, και κατέλξηαν μόνο 108 (θνητότητα <10%, που ήταν εκπληκτική επίδοση για τα δεδομένα της εποχής και τη λοιμογόνο δύναμη του μικροβίου, συγκριτικά με τις επιδόσεις της αλλοθεραπευτικής θεραπείας, που απέληξε σε θνητότητα 60-70%) (&). Στο Λονδίνο, η μεγάλη επιδημία της χολέρας παρατηρήθηκε περί το 1854. Εκεί, τα ομοιοπαθητικά Νοσοκομεία πέτυχαν πολύ χαμηλότερη θνητότητα (16.5%), συγκριτικά με τα αλλοπαθητικά (51.8%). Η προσφυγή σε ομοιοπαθητικές θεραπευτικές μεθόδους έχει, τελευταία, αυξηθεί, παρ΄όλο ότι η αξιοπιστία των αρχών της, περί τη θεραπευτική δύναμη των υψηλών αραιώσεων των "ομοίων", παραμένει προς διευκρίνιση και επιστημονική επιβεβαίωση (&), προκειμένου να κατανοηθούν οι υποκείμενοι μηχανισμοί. Παρ΄όλο ότι δεν μπόρεσαν να στηριχθούν επιστημονικά, εν τούτοις, απετέλεσε θεμέλιο  επί του οποίου βασίστηκε η ομώνυμη θεραπευτική τέχνη, για την οποία η συμβατική (αλλοπαθητική) Ιατρική δεν της αναγνωρίζει παρά μόνο δράση pacebo (: εικονικού φαρμάκου). Επιπλέον, η παρείσφρυση άλλων "τεχνικών", όπως ο βελονισμός, η φυτοθεραπεία κλπ., με την οποία αναμίχθηκαν και, σε ικανό βαθμό, συνεφαρμόζονται, η καθυστέρηση της εφαρμογής επιστημονικών μεθοδολογιών αξιολογήσεως της θεραπευτικής αποδόσεως των "ομοιοπαθητικών" φαρμάκων, αλλά και η απουσία επαρκούς επιστημονικής τεκμηριώσεως περί της ισχύος της "αρχής του ομοίου"  συνετέλεσαν στην επικρατούσα σύγχυση ως προς την χρησιμότητά της.

Πρόσφατα,  η ομοιοπαθητική ιατρική έχει καταστεί εκ νέου αντικείμνο αμφισβητήσεων, ιδιαίτερα αφότου το Nature απέσειρε μια δημοσίευσή του αναφορικά με τα πειραματικά δεδομένα του καθηγητή Jacques Benveniste του γαλλικού Συμβουλίου Ιατρικής Έρευνας, ο οποίος απαξιώθηκε, αντιμετωπίζοντας την κριτική απαξίωση των εργαστηριακών συνθηκών υπό τις οποίες διενήργησε την πειραματική του έρευνα, με τα αποτελέσματα της οποίας υποστήριξε τη θεραπευτική αποδοτικότητα της ομοιοπαθητικής ιατρικής. Το κρίσιμο ζήτημα αφορά την θεραπευτική απόδοση της ομοιοπαθητικής, που βασίζεται στις επανειλημμένες, μέχρι "άπειρες" αραιώσεις των δραστικών νουσιών, σε τέτοιο βαθμό, που από χημικής, φυσικής και μαθηματικής απόψεως, μπορεί να υποτεθεί ότι, τελικά, δεν χορηγείται παρά καθαρό νερό και, επομένως, οι ασθενείς δεν ωφελούνται παρά την συνήθη, εντελώς περιορισμένη  ωφέλεια που έχουν τα εικονικά φάρμακα, ώστε μπορεί εκ του ασφαλούς να θεωρηθεί αγυρτεία και τσαρλατανισμός.

ορισμοί

Η ομοιοπαθητική θεμελειώνεται στην αρχή της "θεραπείας με το όμοιο", επίσης γνωστή ως αρχή της ομοιότητας, που καθορίζει την αναστροφή των φαρμακολογικών αποτελεσμάτων εκ της χορηγήσεως μιας ουσίας σε υγιά άτομα, συγκριτικά με τα παρατηρούμενα αποτελέσματα εκ της χορηγήσεως της ίδιας ουσίας στους πάσχοντες. Η ίδια ουσία δηλαδή, που θεραπεύει μια παθολογική εκτροπή είναι εκείνη που, επίσης, προκαλεί την πάθηση (&). Η μεγάλη διάδοση της ομοιοπαθητικής ήταν αποτέλεσμα στην ακόμη υποτυπώδη ανάπτυξη της ορθόδοξης ιατρικής, κατά την εποχή του Hahnemann, ενώ η ανθρωπότητα, ασμένως, ζητούσε ιατρική βοήθεια, επειδή μεγάλης κλίμακας επιδημίες την απειλούσαν με αφανισμό, ενώ οι πρώτες ανακαλύψεις περί την ανοσολογική ικανότητα των ζώντων οργανισμών, μπορούσαν εύκολα να παρερμηνευτούν. Επιπλέον, η ομοιοπθητική, την εποχή εκείνη κατόρθωσε σημαντικές θεραπευτικές επιτυχίες, όπως στον τυφοειδή και κίτρινο πυρετό και τη χολέρα (&, &, &). 

ιστορικά δεδομένα

Την ίδια εποχή, που ο Hahnemann (1775-1843) έθετε τις βάσεις της ομοιοπαθητικής θεραπείας, περί της δράσεως των ομοίων, ο  Edward Jenner (1749-1824), Άγγλος Ιατρός, εισήγαγε το εμβόλιο κατά της ευλογίας, (πρώτο στην ιστορία της Ιατρικής, θέτωντας τα θεμέλια της ανοσολογίας) σώζωντας περισσότερους ανθρώπους, από ό,τι οποιασδήποτε άλλος στην ιστορία της ανθρωπότητας, χορηγώντας εξασθενημένους ιούς, προς ενεργοποίηση της φυσικής ανοσίας έναντι μικροβιακών παραγόντων και εγκαινιάζοντας την ενερεγητική ανοσοποίηση. Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι μόλις λίγο αργότερα Ο Robert Koch (1843-1910), Γερμανός Ιατρός και ιδρυτής της μικορβιολογίας, που ανακάλυψε τον αιτιολογικό παράγοντα της φυματιώσεως, της χολέρας και του άνθρακος, παρέχοντας επιστημονική τεκμηρίωση για την αντίληψη των λοιμωδών νόσων και την προαστασία απ΄αυτές, λαβόντας για τη συμβολή του το βραβείο Nobel στη Φυσιολογία το 1905 και τίτλο Τιμής, εισήγαγε την φυματινοδοκιμή, που θετικοποιείται ως αποτέλεσμα επιβραδυνόμενης υπερευαισθησίας.

Οι ανακαλύψεις των δύο αυτών πρωτοπόρων έθεσαν τις βάσεις της ανοσολογίας, ως της επιστήμης που μελετάει τη δομή και τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, που επεκτείνεται όχι μόνο στην άμυνα και προστασία από τις εξωτερικές επιβουλές του οργανισμού, αλλά και την θωράκισή του από εσωτερικές εκτροπές (π.χ. κακοήθη κύτταρα αυτοάνοσα κύτταρα, βλέπε: αυτοανοσία)  και την αποκατάσταση της ιστικής ακμαιότητας των ιστών που προσβλήθηκαν. Μελετάνε δηλαδή τους μηχανισμούς, με τους οποίους το αμυντικό σύστημα αναγνωρίζει τις "οικείες" ουσίες από το εξωτερικό περιβάλλον, έναντι των οποίων ο οργανισμός δεν εγείρει αντιδράσεις και από τις οποίες, αντίθετα, προσλαμβάνει θρεπτικά συστατικά, από τις "ανοίκειες", τις δυνητικά επιβλαβείς, έναντι των οποίων θωρακίζει τον οργανισμό, κατά βάση, αλλά όχι μόνο με το σχεδιασμό και παραγωγή αντισωμάτων. Έναντι αυτών, ο οργανισμός διαθέτει μνήμη, την οποία ανακαλεί, με αφορμή νέα προσβολή. Είναι, επομένως, μια ιδιότητα του οργανισμού να διατηρεί "ανάμνηση" των βλαπτικών παργόντων, έναντι των οποίων να ενορχηστρώνει αμυντικές  επελάσεις, εξειδικεύοντας κύτταρα, και όχι μια ιδιότητα της ύλης, κατάλληλα τροποποιημένης, να εμφανίζει θεραπευτικές ιδιότητες, εκεί όπου η χορήγησή της επαναλαμβάνεται.

Η αντίληψη της "αυτοπροστασίας" ανάγεται στην ελληνική φιλοσοφία, στη θεωρία περί "εναισθήσεως" του προσωκρατικό Εμπεδοκλή (βλέπε: Γ. Μαθιουδάκης: Εμπεδοκλέους εναίσθηση και φλεγμονή), που βασίζεται στην πλατωνική θεωρία της Αναμνήσεως  (.."όλη η αλήθεια είναι αποτυπωμένη μέσα μας...") και τη θεωρία του περί φιλότητας και νείκους.

Η ομοιοπαθητική, στα μέσα του 19ου αιώνα γνώρισε μεγάλη διάδοση, καθώς όλες οι χώρες του γνωστού κόσμου είχαν αναπτύξει σχετική δραστηριότητα, με την ίδρυση, Ιατρείων, Κλινικών και Νοσοκομείων, επιστημονικές οργανώσεις και ειδικά φαρμακεία, στα οποία παρασκυάζονταν και διετίθεντο ομοιοπαθητικά φάρμακα, ενώ σε πολυάριθμα επιστημονικά περιοδικά καταχωρούνταν συγγραφικές προσπάθειες και παρουσιάζονταν ενδιαφέρουσες κλινικές περιπτώσεις. Εν τούτοις, οι επιφυλάξεις, περί την επιστημολογία των υποδεικινυόεμων ομοιοπαθητικών μεθόδων και της πραγματικής θεραπευτικής τους αποδόσεως, ουδέποτε αποσοβήθηκαν, ιδιαίτερα, με την ανάπτυξη της "ορθόδοξης" ιατρικής. Επιπλέον, στο χώρο της ομοιοπαθητικής είχαν αρχίσει να αναφαίνονται διάφορες τάσεις και συγχυτικές, μάλλον, δοξασίες και "αιρέσεις", όπως στη χρήση "σχετικά αραιωμένων", έναντι "ακραία αραιωμένων/δυναμοποιημένων" σκευασμάτων, μεταξύ εκείνων που προτιμούσαν μονοθεραπείες, έναντι εκείνων που κατεύφευγαν στη χορήγηση συνδυασμών ή, τέλος, μεταξύ των ομοιοπαθητικών ιατρών, που επέμεναν στη χορήγηση αμιγώς ομοιοπαθητικών φαρμάκων και εκείνων που "διολίσθαιναν" στη μικτή χορήγηση ομοιοπαθητικών και αλλοπαθητικών θεραπειών. ΟΙ ομοιοπαθητικοί ιατροί διαχωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες, εκείων που έμεναν προσηλωμένοι στις αρχικές υποδείξεις του Hahnemann και εκείνων που, ενώ τον αναγνώριζαν ως ιδρυτή και οξυδρερκή καινοτόμο, δεν δίσταζαν να διατυπώνουν τις αμφισβητήσεις τους. Η επιστημονική αντίληψη της ομοιοπαθητικής καλλιεργήθηκε από τη δεύτερη αυτή ομάδα, η οποία επιδόθηκε σε εναργή πειραματική έρευνα επαληθεύσεως των αξιωμάτων της ομοιοπαθητικής, ιδίως των βασικοτέρων εξ αυτών, όπως της θεραπευτικής ικανότητας των "ομοίων" και της θεωρίας "της αναστροφής των αποτελσμάτων".

αναστροφή των αποτελεσμάτων

Η αναστροφή της φαρμαοκολογικής δράσεως μιας ουσίας, αν χοηγηθεί σε υγιείς, έναντι της χορηγήσεώς της σε ασθενείς, αποτελεί θεμελιώδη αρχή της ομοιοπαθητικής, που ισχυρίζεται ότι αποτελεί συνηθισμένο ιατρικό φαινόμενο (&), το οποίο ερείδεται σε τρεις πιθανούς μηχανισμούς:  στην μη γραμμικότητα της σχέσεως δόση-αποτέλεσμα, στη διαφορετική αρχική παθοφυσιολογική κατάσταση ή/και στην φαρμακοδυναμική των απαντήσεων του οργανισμού στα διάφορα φάρμακα. Βασει των συστημικών δικτύων, τα οποία διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στις απαντήσεις στην καταπόνηση (stress), τα ομοιοπαθητικά φάρμακα μπορούν να αντεπιδρούν με ευαίσθητα ρυθμιστικά συστήματα, μέσω πολύπλοκων σημάτων που ενεργοποιούν την αποδιοργάνωση που χαρακτηρίζει τις παθολογικές εκτροπές. Η αναδιοργάνωση των ρυθμιστικών συστημάτων μέσω μιας σύμφυτης απαντήσεως στο φάρμακο, θα μπορούσε να εκκινήσει την επούλωση της κυτταρικής, ιστικής και νευρο-ανοσο-ενδοκρινικής ομοιοδυναμικής. Οι θιασώτες της ομοιοπαθητικής υποστηρίζουν ότι πρόδρομες ενδείξεις συνηγορούν ότι ακόμη και εξαιρετικά χαμηλές δόσεις υπερδιαλυμένων ουσιών των φαρμάκων μπορεί να ενσωματώσουν δομικές ή λειτουργικές πληροφορίες και να αντεπιδρούν με χαοτικά δυναμικά και φυσικο-ηλεκτρομαγνητικά ρυθμιστικά πεδία.

η θεωρία των ομοίων

Η προσπάθεια να θεραπευτούν παθήσεις με φαρμακευτικές ουσίες που διακρίνονται από την ικανότητά τους να τις προκαλούν σε υγιείς, ανάγεται πίσω στην εποχή της "εμπειρικής " ιατρικής. Το αξίωμα  "Similia Similibus Curentur" Η θεραπεία του "ομοίου με το όμοιο" εμφανίζεται στους πάπυρους του Ebers (1500 π.Χ.). Προσπάθειες να θεραπευτούν παθολογικές εκτροπές με τη χορήγηση κατάλληλα τροποποιημένων ουσιών, ικανών να τις προκαλέσουν ή να τις μεταφέρουν, συγκαταλέγονται στα πρώιμα θεραπευτικά εγχειρήματα της ανθρωπότητας. Δήγματα δηλητηριωδών φιδιών επιχειρήθηκαν να θεραπευτούν με επαναλαμβανόμενους ενοφθαλμισμούς των δηλητηρίων ή παραγώγων των σχετικών αδένων των φιδιών. Στην άπω Ανατολή, οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν ένα είδος πρώιμου εμβολίου κατά της ευλογίας, με τη χρήση των ενδυμάτων των προσβληθέντων, κατά τοι στάδιο της πλήρους διαπυήσεως των δερματικών βλαβών, ή με την εισπνοή αποξηραμένου πύου, μετά την αποθήκευσή του για 1 έτος. O Πλίνιος ισχυριζόταν ότι η σίελος του ζώου που είχε προσβληθεί από λύσσα, μπορούσε να προφυλάξει από την προσβολή, ενώ ο Διοσκουρίδης παρέδιδε ότι η υδροφοβία μπορούσε να θεραπευτεί, με τη βρώση του ήπατος του μολυσμένου ζώου.

Robert Fludd.jpgΟ Αέτιος υποστήριζε ότι η βρώση του κρέατος της οχιάς μπορούσε να θεραπεύσει τις συνέπειες από το δάγκωμά της, ενώ ο βασιληάς Μυθριδάτης VI (132-163 πΧ.) πίστευε ότι αρκούσε να λαμβάνει μικρές καθημερινές δόσεις του δηλητηρίου, με το οποίο θα επιχειρούταν η δολοφονία του.    Το 17ο αιώνα, ο Iρλανδός R. Fludd, Αστρολόγος, Ιατρός, επηρεασμένος από τις παραδόσεις του Παράκελσου και εισηγητής της θεωρίας της κοσμικής αρμονίας, του μέγιστου και ελάσσονος κόσμου, στην οποία εμπεριέχει τη θεωρία της αναμνήσεως (βλέπε Πλατωνική θεωρία της αναμνήσεως) ισχυριζόταν ότι μπορούσε να θεραπεύσει τη φυματίωση, με την χορήγηση του πτυέλου των πασχόντων, κατάλληλα παρασκευασθέντος. Οι Ινδιάνοι της Αμερικής αρέσκονταν να φέρουν τα φτερά του αετού που σκότωσαν, εν μέρει για διακοσμητικούς λόγους και εν μέρει για να ενσωματώσουν την γεναιότητα, την ορατότητα, την ταχύτητα και άλλα επιθυμητά χαρακτηριστικά του πτηνού.

Ο Ιπποκράτης (460-377 π.Χ.) υποστήριζε τόσο τα όμοια, όσο και τα αντίθετα, ως βάσεις στη θεραπεία των παθολογικών εκτροπών, ότι η φύση είναι ο πρωταρχικός θεραπευτής και ότι πρέπει οι ιατρικές παρεμβάσεις να ωφελούν και να μη βλάπτουν (ωφελέειν ή μη βλάπτειν). Ο Ιπποκράτης δεν ήταν δογματικός. Διέκρινε με ευκρίνεια ότι οι  κλινικοπαθολογοανατομικές εικόνες των παθήσεων αποτελούν συνάθροιση εκδηλώσεων οφειλόμενων αφ΄ενός μεν στη δράση του βλαπτικού παράγοντος επί του ξενιστού και αφετέρου στην αντίδραση του οργανισμού και τους μηχανισμούς εξουδετερώσεώς του. 

Ο Παράκελσος (P.T. von Hohenheim, 1493-1541), ιδρυτής της τοξικολογίας, γνωστός για την επιμονή του στην παρατήρηση της φύσεως, παρά την μελέτη αρχαίων κειμένων, πιστώθηκε τη συμβολή του στη ψυχολογία, επειδή διέκρινε ότι μερικές, τουλάχιστον παθήσεις, έχουν ψυχολογικό υπόστρωμα (&). Ο Παράκελσος, μετακίνησε την ιατρική πρακτική από τα χέρια της αλχημείας, στα χέρια του "ειδικού" και απετέλεσε, έτσι, τη βάση, πάνω στην οποία στηρίχθηκε το "αφήγημα" της ομοιοπαθητικής θεραπείας.

Έκτοτε η θεωρία "των ομοίων" αναφερόταν σποραδικά, μόνο ως αναφορά της "μαγικής" εποχής της Ιατρικής. Ο Porta ισχυριζόταν ότι τα χνουδωτά φυτά είναι κατάλληλα για θεραπείες του τριχωτού της κεφαλής, ενώ τα ωραία λουλούδια, για καλωπισμό του προσώπου, ενώ ο Shroeder υποστήριξε ότι το φυτό Hepatica triloba, του οποίου το φύλλο ομοιάζει με το σχήμα τού ήπατος, εχει θεραπευτικές ιδιότητες για ηπατικά νοσήματα, ενώ αργότερα, ο Stoerck (1731-1803) (&), προηγούμενος του Hahnemann, δημοσίευσε σειρά μελετών, επί της θεραπείας νοσημάτων, βασισμένης στην αρχή του ομοίου. Από αμιγούς κλινικής απόψεως, η αρχή της "ομοιότητας" είναι μια ευρετική αρχή, σύμφωνα με την οποία η λεπτομερής γνώση των παθογενετικών δράσεων των φαρμάκων, από κοινού με την προσεκτική ανάλυση των συμπτωμάτων και των σημείων του ασθενούς, θα μπορούσαν να εισφέρουν στην ταυτοποίηση των ομοιοπαθητικών σκευασμάτων με μεγάλο βαθμό ειδικότητας στην κάθε εξατομικευμένη περίπτωση.

Στις πρώιμες προσπάθειες να ερευνηθεί επιστημονικά η ισχύς του αξιώματος της θεραπευτικής ισχύος της αραιωμένης/δυναμοποιημένης ύλης, ανάγεται πίσω στις αρχές του 19ου αιώνα, ιδιαίτερα με τις δημοσιεύσεις του H. Schulz (1888), του οποίου ο νόμος (For every substance, small doses stimulate, moderate doses inhibit, large doses kill) υιοθερήθηκε από τους ομοιοπαθητικούς, ως υποστηρικτικός της θεωρίας τους, περίτης θεραπευτικής αξίας της αραιωμένης ύλης.

C. F. S. Hahnemann

Ο Christian Frederick Samuel Hahnemann (1755-1843) έχει περάσει στην ιστορία ως ο ιδρυτής της ομοιοπαθητικής, αν και εργάστηκε ως χημικός, φαρμακοποιός και ως "ορθόδοξος" γιατρός, ο οποίος μετέφραζε το materia medica του Γαληνού, διαφώνησε με τη δράση ενός παραγωγού της κινίνης που ο Ιπποκράτης (και ο Γαληνός) χρησιμοποιούσαν για τη θεραπεία του πυρετού των βάλτων (ελονοσία;) και αποφάσισε να λάβει δόσεις του παραγώγου, ο ίδιος κια αργότερα, μέλη της οικογενεάις του. Διαπιίστωσε, μετ΄εκπλήξεως, ότι ενόσω λάμβανε το φάρμακο, εμφάνιζε συμπτώματα, παρόμοια με εκείνα της νόσου, για τη θεραπεία της οποίας εχορηγείτο. Η διακοπή της  λήψεως του φαρμάκου ακολουθείτο από άρση των συμπτωμάτων. Το εύρημα δεν είχε αναγνωριστεί στην τρέχουσα βιβλιογραφία της εποχής του: Ενα φάρμακο είναι κατάλληλο για τη θεραπεία μιας ασθένειας, εφόσον έχει την ικανότητα να την προκαλεί στους υγιείς, διαπίστωση που αναγνώρισε ότι είχε επισημανθεί από τον Ιπποκράτη (&), ο οποίος θεωρείται από τους "ορθόδοξους ιατρούς", ως "πατέρας της Ιατρικής" και ο οποίος, όπως πραναφέρθηκε, υποστήριζε τη θεραπευτική δύναμη των ομοίων, δηλαδή ό,τι το αίτιο κάθε παθήσεως  κρύβει μέσα του και τη θεραπεία της.   

Υποστήριζε, αντίθετα, από τον Ιπποκράτη, ότι δύο παθήσεις μπορεί να συνυπάρχουν στον οργανισμό, η μια να υποκαθιστά, παροδικά ή μονιμότερα, την άλλη, ιδίως σε περιπτώσεις που έχουν παρόμοια συμπτώματα. Ως χημικός γνώριζε ότι πολλές χημικές ενώσεις προκαλούν συμπτώματα, παρόμοια με φυσικές ασθένειες. Έτσι, διαπίστωνε ότι η κινίνη προκαλεί συμπτώματα ανάλογα της ελονοσίας, η belladona της οστρακιάς και το αρσενικό της χολέρας, ουσίες, δηλαδή, που ευρέως εχρησιμοποιούνταν για τη θεραπεία των ασθενειών, που προκαλούσαν. Προσπάθησε να εφαρμόσει ένα θεραπευτικό σύστημα βασισμένο στις αντιλήψεις περί της ιδιότητας των ουσιών να ασκούν αντίθετες δράσεις εάν εχορηγούντο σε ασθενείς, παρ΄ό,τι σε υγιείς, όσο και στη θεωρία της ομοιότητας. Μετά από επίμονους πειραματισμούς στον εαυτό του, τα μέλη της οικογενείας του και τους μαθητές του, έφτασε στην πρώτη οργάνωση της σκέψεώς του, σε δημοσιεύσεις επί της θεραπευτικής τέχνης, όπως η Materia Medica και Organon, που γνώρισαν αλλεπάλληλες αναδημοσιεύσεις στις αρχές του 19ου αιώνα. Με την επωνυμία Organon, εκτόςς από τη συλλογή των έργων του Αριστοτέλη, δημοσίευσαν και άλλοι, όπως Fransis Bacon, o Immanuel Kant. Το Organon του Hahnemann είχε διαιρεθεί σε θεωρητικό (αφορισμοί 1-70) και πρακτικό μέρος (αφορισμοί 70-124). Προοδευτικά, ο Hαhnemann διαπίστωσε ότι ενώ όλοι οι ασθενείς με χολέρα δεν απαντούσαν στο αρσενικό, ασθενείς με άλλα νοσήματα απαντούσαν. Μεταμόρφωσε, έτσι, ολόκληρο το νοσολογικό σχήμα της ιατρικής σκέψεως και προσδιόρισε άλλες παραμέτρους, όπως η φαρμακοειδική παθογένεια και η ατομοκεντρική νοσολογία. Αναγνώρισε τον κίνδυνο υποτροπών της ασθένειας ή προσβολής από άλλη, από τον οποίο μπορούσε ο ασθενής να προστατευτεί με την προσεκτική επιλογή των σκευασμάτων στη βάση πρόσθετων κριτηρίων, όπως τα φαινοτυπικά  και ψυχολογικά χαρακτηριστικά του ασθενούς, όπως και από το ιστορικό προηγουμένων παθήσεων.  Ο Hahnemann υποστήριξε τις βάσει της αρχής του "ομοίου" θεραπείες του, ως αποτέλεσμα του ό,τι σήμερα ονομάζουμε ομοιοστασία ή ομοιοδυναμική. Στα βασικά σημεία της θεωρίας των "ομoίων του Hahnemann περιλαμβάνεται η προσεκτική κλινική δοκιμή των προτεινομένων σκευασμάτων σε υγιείς, πριν χορηγηθούν σε ασθενείς, προκειμένου να επιβεβαιωθεί η καθαρότητα της φαρμακευτικής τους αποδοτικότητας. Ο έλεγχος αυτός υπαγορεύεται από την ιατρική μεθοδολογία. Χορηγώντας ένα φάρμακο που επιφέρει αντιδράσεις παρόμοιες με τα συμπτώματα της παθήσεως, αυτή η ενστικτώδης φυσική δύναμη, ανάλογη της "φύσεως" του Ιπποκράτους, ωθείται να αυξήσει την ενέργειά της, ως το σημείο που να καταστεί ισχυρότερη παρ΄ό,τι η πάθηση καθεαυτή, η οποία, τελικά, εξαφανίζεται.  Ο Hahnemann ισχυρίζεται ότι η ενδυνάμωση των ουσιών,  με τις διαδοχικές  αραιώσεις τους, όχι μόνο χάνουν ή μειώνουν την τοξική τους δράση, αλλ΄επίσης -παραδόξως- αυξάνουν την ιαματική τοςυ δύναμη, γεγονός που παραμένει μιά από τις πλέον αμφισβητούμενες πεποιθήσεις της ομοιοπαθητικής. Ο Hahnemann αναγνωρίζει την "ψώρα" και τα "μιάσματα" μέσω των οποίων επιχείρησε να περιγράψει τις παθήσεις, αλλά ως προς την θεραπεία με σκευάσματα με βάση τη θεραπεία των "ομοίων" ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικός, αποδεχόμενος την αιτιολογική θεραπεία, που αποτελεί και στόχο, επιδιωκόμενο, στις περισσότερες των περιπτώσεων, της αλοπαθητικής Ιατρικής. Τα θεμελιώδη σημεία που καθορίζουν την θεραπευτική επίδραση των "ομοίων" μπορεί να συγκεφαμαιωθούν ως εξής: [1] Είναι κρίσιμο από αμιγώς ιατρικής απόψεως ότι χημικές ενώσεις με δυνητική θεραπευτική αξία πρέπει να δοκιμάζονται πρώτα σε υγιείς προκειμένου να επιβεβαιώνεται η "καθαρή" άμεση δράση τους. Το προτεινόμενο φάρμακο, το οποίο προκαλεί συγκρίσιμη εκτροπή σε υγιείς, συνεπάγεται ελεγχόμενη αντίδραση στους ασθενείς που είναι ισχυρότερη από το παθολογικό ερέθισμα της νόσου καθεαυτής. [2] Ένα σκεύασμα, το οποίο έχει την ικανότητα να προκαλεί παρόμοια κατάσταση σ΄έναν υγιή, προκαλεί την αντίθετη αντίδραση σ΄έναν ασθενή, που είναι πολύ ισχυρότερη σπό την παθολογική αναστάτωση που προκαλεί η ίδια η πάθηση.  Η υπό θεραπεία πάθηση πρέπει να μελετηθεί ολιστικά και όχι ως σύμπτωμα ή παθολογοανατομική εκτροπή, προκειμένου να εξασφαλιστούν σφαιρικές αντεπιδράσεις με το χορηγούμενο φάρμακο, το οποίο πρέπει να επιλέγεται με βάση το σύνολο των συμπτωμάτων και όχι μόνο με το νοσογραφικό πρότυπο υπό θεραπεία. Δηλαδή εδώ, διατείνονται οι ομοιοπαθητικοί ότι, ένα εμβόλιο, π.χ., που συνίσταται από εξασθενημένα στελέχη ενός μικροβίου, δηλαδή στελέχη που έχουν (τεχνητά) απωλέσει τη λοιμογόνο τους δύναμη και διατηρούν μόνο την ανοσοτροποιητική, θα μπορούσε να ασκήσει ισχυρή θεραπευτική δράση, έναντι ασθενών που πάσχουν από την αρρώστεια που προκαλεί το μικρόβιο, που εμπεριέχεται στο εμβόλιο. Όχι! πρόκειται περί παρερμηνείας. Το εμβόλιο δεν "θεραπεύει" από την αρρώστεια, έναντι της οποίας χορηγείται, αλλά προστατεύει τον υγιή από του να προσβληθεί, καθιστώντας τον άνοσο, δηλαδή τροποποιώντας έτσι, το αμυντικό του σύστημα, ώστε να εξουδετερώσει το μικρόβιο, εάν εισέλθει στον οργανισμό του. [3] Η δόση του φαρμάκου πρέπει να είναι η ελάχιστη δραστική δόση, και, επομένως, πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα με την ευαισθησία του κάθε ατόμου. [4] Η ομοιοπαθητική γνωρίζει εμπειρικά ότι πρέπει, γενικά, να χορηγούνται μεγαλύτερες δόσεις στα αρχικά στάδια της θεραπείας, όταν και η πάθηση είναι ενεργότερη και προσβάλλει πολλά όργανα και να αομειώνεται αργότερα, ή όταν χορηγείται για τη θεραπεία μιας χρόνιας παθήσεως. Οι χρόνιες παθήσεις, κατά την ομοιοπαθητικη, είναι, γενικά, δεκτικότερες στη θεραπεία, και, επομένως, πρέπει να θεραπεύονται με φάρμακα υπό μεγαλύτερες αραιώσεις. [5] Η κατά συγκεκριμένο τρόπο αραίωση των φαρμάκων (:δυναμοποίηση) συνεπάγεται όχι μόνο την αποφυγή παρενεργειών και τοξικών επιδράσεων, αλλά και, παραδόξως, και την ενίσχυση της θεραπευτικής τους δυνάμεως. Η άποψη αυτή συγκεντρώνει την περισσότερη κριτική. Πρέπει, εν τούτοις, να σημειωθεί ότι ο Hahnemann ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι η ομοιοπαθητική του είναι πανάκεια, αλλά υπενθύμιζε ότι το θεμελιώδες μέλημα της θεραπευτικής είναι η άρση των πρωταρχικών αιτίων των παθήσεων, που αποκαλούσε "αιτιολογική θεραπεία", αλλά χωρίς να αμφισβητεί την αξία της, παρέμενε πολύ επιφυλακτικός για την πιθανότητα των εφαρμογών της. Είναι ενδιαφέρον να τονιστεί, στο σημείο αυτό, ότι ο Hahnemann έζησε στα τέλη του 18ου και αρχές του 19ου αιώνα, όταν η κλασική ιατρική μόλις είχε αρχίσει να διανύει τα πρώτα επιστημονικά της βήματα, ενώ εμαίνοντο καταστροφικές επιδημίες όπως η φυματίωση, η χολέρα, η πανώλης κ.ά. Η ανθρωπότητα ζητούσε επειγόντως αποδοτικά θεραπευτικά σχήματα, άλλως απειλούταν με τον αφανισμό της, οι Επιστήμονες γρηγορούσαν.

δυναμοποίηση

Η θεωρία της δυναμοποιήσεως απλών ουσιών που προκαλούν στους υγιείς συμπτώματα παρόμοια με τη νόσο που καλούνται να θεραπεύσουν, αποτελεί το δεύτερο αξίωμα της ομοιππαθητικής θεραπείας, το νόμο της ελάχιστης δόσεως. Ο νόμοε καθορίζει ότι η πλέον αποδοτική δόση δόση για τη θεραπεία μιας νόσου είναι εκείνη, η οποία, στον υγιή προκαλεί μόλις υποσημαινόμενη αντίδραση. Η χορήγηση μιας απλής δόσεως, ακολουθείται από την αναμονή της διαπιστώσεως του κλινικού οφέλους. Μόλις αυτό προπκύψει, τότε χορηγείται μια επόμενη δόση κ.ο.κ. Ο κανόνας της θεραπευτικής δυναμοποιήσεως εκ της αραιώσεως μιας ουσίας δέχτηκε την αποδείστηκε και το μεγαλύτερο εμπόδιο στην αποδοχή της ομοιοπαθητικής θεραπευτικής, καθώς δεν μπορεί να κατανοηθεί ούτε να αποδειχθεί επιστημονικά ότι η θεραπευτική δύναμη, που κρύβει μέσα της κάθε ουσία, μπορεί να ενισχύεται με την απειριοστή αραίωση της ουσίας και την αδιάκοπη ανατάραξή της (:succussion). Στις συνήθεις περιπτώσεις, 1 μέρος της ουσίας διαλύεται με 9 μέρη νερού, απολήγουσας σε αραίωση Χ1 (1 προς 10), της  οποίας 1 μέρος ααιώνεται με 9 μέρη νερού, προς παράληψη Χ2, κοκ. σε αλληλοφδιάδοχες αραιώσεις με νερό, για τη λήψη διαλυμάτων Χ3, Χ4,...Χν. Με την αραίωση Χ30, εκασφαλίζεται δυναμοποίηση ~15c. αλλά η μέση δυναμοποίηση κινείταισ την περιοχή των 200 c και η υψηλή δυναμοποίηση, περί τα 300c, δηλαδή περίπου αραιώσειςΧ600 (!).  Σύμφωνα, όμως, με τον περιορσιμό τπυ Avogadro, σε κάθε διάλυμα >X24, είναι απίθανο να υπάρχει, ακόμη κι ένα μόριο από την ουσία που διαλύθηκε. Έτσι, υπάρχει μικρή αμφιβολία ότι οι περισσότεροι ασθενείς που λαμβάνουν ομοιοπαθητικά φάρμακα υψηλής δυναμοποιήσεως, στην πραγματικότητα, δεν λαμβάνουν παρά μόνο καθαρό νερό. 

Οπως προειπώθηκε, τα ομοιοπαθητικά φάρμακα συνίστανται από συγκεκριμένες ουσίες, που ενέχουν ιδιότητες αναστροφής της δράσεώς τους, ώστε χορηγούμενα σε ασθενείς, να εμφανίζουν θεραπευτικές δράσεις, ενώ σε υγιείς πορακλούν τη νόσο, που υποτίθεται ότι καλούνται να θεραπεύσουν. Η ιδιότητά τους αυτή, όχι μόνο δεν αποδυναμώνεται με συνεχείς αραιώσεις, ώστε να καταστεί ακίνδυνη, αλλά, αντίθετα, ενισχύεται σε πολλαπλάσιο βαθμό, εάν, πλην της αραιώσεως, υποστεί δυναμοποίηση, μέσω ρυθμικών περιδυνήσεων. Δονητική ενέργεια μπορεί να αναγνωρισθεί στα στερεά, υγρά και αέρια υλικά, και σ΄αυτή οφείλονται φαινόμενα, όπως η διαστολή των μετάλλων όταν θερμαίνονται, καθώς και η μετάδοση της θερμότητας, με την επαφή.  Η δονητική κίνηση των μορίων αυξάνεται όταν τα μόρια απορροφούν ενέργεια, την οποία μπορούν να αποδώσουν, αργότερα, ιδιαίτερα στο υπέρυθρο μέρος του φάσματος, όπου παράγεται, επίσης, θερμότητα. Ακριβώς, στην ικανότητα αποθηκεύσεως ενέργειας των μορίων του νερού κατά τη διάρκεια της προπαρασκευαστικής αδιάκοπης ανατάράξεώς τους (succussion), που η ομοιοπαθητική ελπίζει να αποδείξει τη θεραπευτική της ικανότητα. Πιστεύει δηλαδή, ότι κατά τη σύγκρουση των μορίων της θεραπευτικής ουσίας με τα μόρια του νερού, προκαλείται ανταλλαγή ενέργειας, ώστε στο νερό καταλείπεται το δονητικό αποτύπωμα της ουσίας, που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί θεραπευτικά. Περασιτέρω, δεν είναι ακριβώς η ενέργεια που αποθηκεύεται, αλλά οι αρμόδιες "πληροφορίες", που διαφέρουν μεταξύ των διαφόρων θεραπευτικών ουσιών, οι οποίες καταλείπουν διαφορετικό αποτύπωμα, στα μόρια του νερού, με τα οποία αραιώνονται. Με τον τρόπο αυτό, ισχυρίζεται η ομοιοπαθητική ότι μεταφέρει πληροφορίες στο εσωτερικό περιβάλλον του οργανισμού, πιθανόν, υπό τη μορφή βιολογικών οδηγιών.   

 

 ολιστική vs συμπτωματική αγωγή

[Η πάθηση πρέπει να θεωρείται ολιστικά, και όχι μόνο το μέρος της που αφορά το σύστημα που έχει προσβληθεί. Το "παράδειγμα" της Χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας, ΧΑΠ, είναι εδώ, ιδιαίτερα διαφωτιστικό. Η ΧΑΠ είναι μια χρόνια φελγμονώδης πάθηση των αεροφόρων οδών και του παρεγχύματος, αλλά οι διάφοροι παράγοντες της φλεγμονής, που επιμένουν παρά την άρση του αιτίου που την προκάλεσε, διαχέονται παντού στον οργανισμό, ενεργοποιώντας μια χαμηλής εντάσεως φλεγμονώδη αντίδραση, υπεύθυνη για όλες τις συνοσηρότητες (&). Η ολιστική αντίληψη της Ιατρικής υποδείχθηκε, ήδη, από τον Ιπποκράτη και επικράτησε όταν οι συνθήκες ωρίμασαν, ώστε η ιατρική να μεταβεί από την "νευτώνεια"-μηχανιστική εποχή της, στην "αϊνστάνεια"-ενεργειακή, αφότου αναγνωρίστηκε ότι οι ζώντες οργανισμοί είναι μεγαλύτεροι και διαφορετικοί από το άθροισμα των κυττάρων τους. Η ολιστική αντίληψη ασκήσεως της Ιατρικής δεν είναι, εν τούτοις, απαίτηση της ομοιοπαθητικής, καθώς διατυπώνονται στις ινδικές και κινέζικες θεραπευτικές παραδόσεις, 5000 π.Χ. Aρχές μιας ολιστικής θεώρησης στη θεραπεία διατυπώνονται από τους μεγάλους αρχαίους έλληνες φιλοσόφους της κλασσικής εποχής. Στο διάλογό του περί Εγκράτειας ο Πλάτων αναφέρει ότι ο Σωκράτης ανέφερε ότι "δεν θα πρέπει να επιχειρεί κανείς να θεραπεύσει τα μάτια χωρίς το κεφάλι, ούτε το κεφάλι χωρίς το σώμα, ούτε λοιπόν να προσπαθεί να θεραπεύσει το σώμα χωρίς την ψυχή.....γιατί το μέρος δεν μπορεί ποτέ να είναι καλά εάν το όλον δεν είναι καλά". 

ισοθεραπεία, ισοπαθητική και νόσοδοι

Ο όρος αποδίδεται στον βοτανολόγο Wilhelm Lux (&), ο οποίος χρησιμοποιούσε ομοιοπαθητικά φάρμακα προκειμένου να θεραπεύει τα ζώα του και διαπίστωσε ότι κάθε μεταδιδόμενο νόσημα εμπερικλείει τα μέσα της θεραπείας του (προφανώς πρόκειται για την ενεργητική ανοσία). Ο Lux παρατήρησε ότι η δυναμοποίηση και αραίωση των προϊόντων μιας λοιμώξεως τα καταστούσε θεραπευτικώς ικανά. Έτσι η αρχή ‘Similia similibus curentur’ της ομοιοπαθητικής μετεξελίχθηκε σε 'Aequalia aequalibus curentur' (η ίση μεταχείριση θεραπεύει).

Figure 6Ένας από τους φλογερότερους υπερασπιστές της θεωρίας του Hahnemann υπήρξε ο ιατρός Constantine Hering (1800-1880), του πανεπιστημίου του Leipzig, ο οποίος υπήρξε πρωτοπόρος της ομοιπαθητικής στην Αμερική. Συνέγραψε ένα ημιτελές, δεκάτομο έργο, "Guiding symptoms",  και το Rise and Progress of Homoeopathy, που μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες., όπως επίσης και το "Condensed Materia Medica, 1837". Υποχρεώθηκε, εν τούτοις, να εγκαταλείψει την ομοιοπαθητική και το Πανεπιστήυμιο, όταν απέτυχε να θεραπεύσει με ομοιοπαθητικά φάρμακα ένα τραύμα, το οποίο ακολούθως υπέστη σοβαρή επιμόλυνση. Αναγνώρισε ότι ο οργανισμός επιδιώκει την εξωτερίκευση των παθήσεων, εμφανίζοντας συμπτώματα, τα οποία αποτελούν μέρος της θεραπείας τους. Σύμφωνα με τον ομόνυμο "νόμο" του, τα συμπτώματα υποχωρούν και επανέρχονται κατά ένα ανάστροφό τρόπο, έτσι, ώστε η επανεμφάνισή τους αγγέλλει την επούλωση της παθήσεως, από τα πλέον ζωτικά όργανα στα λιγότερο ζωτικά.  Μετά μια σύντομη περίοδο διαδόσεως, η θεραπευτική τεχνική της ισοθεραπείας περιέπεσε σε αδράνεια, καθώς, έχασε την υπσοιτηρίξή της, ακόμη και μεταξύ των ομοιοπαθητικών ιατρών. Περί το 1824, ο π. Collet, ένας δομινιακός κληρικός, επανέφερε την ισοθεραπέια στο προσκήνιο και, μετά πολλές δεκαετίες πρακτικής ασκήσεώς της συνέγραψε ένα πόνημα με τίτλο "Isopathie, Méthode Pasteur par Voie Interne" (&).  Κατ΄αυτόν, υπάρχουν τρεις τρόποι θεραπείας, η αλοπαθητική, η ομοιοπαθητική και η ισοπαθητική, όλες τους χρήσιμες, ανάλογα με τις κλινικές ενδείξεις. Επιπλέον, διέκρινε τρία είδη ισοθεραπείας την αμιγή, κατά την οποία χρησιμοποιούνται προϊό9ντα εκκρίσεων από τον ασθενή, για τη θεραπεία της νόσου, η οργανική ισοθεραπεία, κατά την οποία οι νόσοι θεραπεύονται με δυναμοποιημένα προϊόντα από υγιείς ιστούς, και, η οροθεραπευτική ισοπαθητική ή οροθεραπεία, για την οποία χρησιμοποιούνται αραιώσεις υπεράνοσου ορού.

Κατά τον 20ο αιώνα, έχουν εμφανιστεί διάφορες εκδόσεις ομοιοπαθητικών συγγραμμάτων, μεταξύ των οποίων, η Traité de Micro-Immunothérapie Dynamisée (1977) (&), στις οποίες αναμίχθηκαν και τεχνικές ηλεκτροβελονισμού. Ο H.H. Reckeweg (&) θεωρείται ο θεμελιωτής της ομοιοτοξικολογίας, που έκανε ευρεία χρήση των ανοσοτροποποιητικών παραγόντων στη "βιοθεραπεία" του. ¨εκτοτε, έχει εκπονηθεί μεγάλη σειρά κλινικών δοκιμών με ομοιοπαθητικά φάρμακα, αλλά όλες έχουν κρινόμενο σχεδιασμό και οι περισσότερες δεν είναι ελεγχόμενες, συγκριτικές με αντιστοιχιμένους μάρτυρες, δηλαδή τρα αποτελέσματά τους γίνονται δεκτά με μεγάλη επιφύλαξη. Για χάρη αντικειμενικότητας θα αναφέρουμε μερικές απ΄αυτές. [α] Κατά το 2 παγκόσμιο πόλεμο, επιχειρήθηκε η προφυλακτική χορήγηση του, αραιωμένου Χ30, πολεμικού αερίου mustard gas, πολεμικό αέριο, που προκαλούσε επιπόλαια και βαθύτερα εγκαύματα. Διαπιστώθηκε ότι τα ομοιοπαθητικά σκευάσματα Rhus tox και Kali bich είχαν στατιστικά σημαντική προφυλακτική και θεραπευτική δράση. [β] Στo ομοιοπαθητικό κέντρο της Γλασκώβης (&)οι Gibson et al., εκπόνησαν μια διπλή-τυφλή, συγκριτική  μελέτη, επί της αποδοτικότητας ενός αλοθεραπευτικού και ενός ομοoιπαθητικού φαρμάκου για την ρευματοειδή αρθρίτιδα και διαπίστωσαν την υπεροχή του ομοιοπαθητικού, που έφτασε στο σημείο ότι 42% των ασθeνών να διακόψουν τη θεραπεία. [γ] Στα αποτελέσματα μιας άλλης κλινικής μελέτης, συγκρίσεως μεταξύ δύο ομάδων ασθενών υπό αντιφλεγμονώδη θεραπεία. Στη μια χορηγήθηκε, επιπλέον, ομοιοπαθητικό σκεύασμα, ενώ στην άλλη εικονικό φάρμακο. Διαπιστώθηκε υπεροχή της ομάδας υπό ομοιοπαθητική θεραπεία+ομοιοπαθητικό φάρμακο, έναντι της άλλης υπό αντιφλεγμονώδη θεραπεία+placebo.  

συμπεράσματα

Μετά από τόση κοπιώδη διαδρομή, το δίλημμα παραμένει: Ανταποκρίνεται στην αποστολή της η ομοιοπαθητική; Η απάντηση παραμένει δύσκολη. Εάν η ομοιοπαθητική δεν έχει παρά την απόδοση του "εικονικού φαρμάκου", τότε έχουν απατηθεί χιλιάδες επισταμένα εκπαιδευθέντες στις αρχές της γιατροί και φαρμακοποιοί, ενώ εκατομμύρια "ασθενείς" έχουν πέσει θύματα της πιό επιτυχημένης θεραπευτικής φάρσας που διεπράχθη στην ιστορία της ιατρικής. Και, αντίθετα, εάν η ομοιοπαθητική θεραπεία είναι δραστική, τότε η ανθρωπότητα ευρίσκεται μπροστά στο ενδεχόμενο μιας εξ ολοκλήρου ανανεωμένης ιατρικής πρακτικής, που χορηγεί χαμηλού κόστους φάρμακα, χωρίς παρενέργειες. 

Έχουμε ανασκοπήσει ικανό μέρος της διαθέσιμης βιβλιογραφίας και οδηγηθήκαμε στο συμπέρασμα ότι οι δύο βασικές αρχές (επί των οποίων θεμελιώνεται η ομοιοπαθητική) είναι δεν είναι συμβατές με τις αντιλήψεις της σύγχρονης ιατρικής. Η ομοιοπαθητική είναι εναλλακτική, αλλά όχι επιστημονική Ιατρική. Επιπλέον, οι δύο θεμελιώδεις νόμοι της ομοιοπαθητικής εφαρμόζονται με διαφορετικό τρόπο από τους ομοιοπαθητικούς.

Κατά την μεθοδολογία του Hahnemann, κάθε νόσος μπορεί να θεραπευτεί με την εφ΄άπαξ χορήγηση μιας ουσίας, που έχει επιλεγεί από την εμπειρία και τη δοκιμή ως έχουσα την ικανότητα να προκαλεί τα ίδια ή παρόμοια συμπτώματα στους υγιείς. Η διαφορετική επίδραση της 'θεραπευτικής' ουσίας στους υγιείς έναντι των ασθενών, εξαρτάται από τη διαφορά στην βιολογική απόκριση μεταξύ ασθενών και υγιών. Ο Hahnemann γνώριζε ότι η επανάληψη της δόσεως μπορούσε να επιφέρει επιστροφή, σε εντονότερο βαθμό, των συμπτωμάτων της ασθένειας που επιχειρούσε να θεραπεύσει και απέφευγε την επανάληψη της χορηγήσεως, γνωρίζοντας από την εμπειρία, αλλά και τις ανακαλύψεις του συγχρόνου του Jenner, τον κίνδυνο της αναπτύξεως αλλεργίας, όπως ανακάλυψε αργότερα ο Clemens von Pirquet (1824-1929), έστω και εάν δεν γνώριζε τους μηχανισμούς της και την ορολογία της. Ο Pirquet εργάστηκε και δημοσίευσε τις αρχές που διέπουν την αλλεργία, περίπου δέκα χρόνια πριν τον θάνατο του Hahnemann, όταν ο τελευταίος επεξεργαζόταν τις αρχές της ομοιοπαθητικής. Ο Pirquet, πράγματι παρετήρησε ότι η επανάληψη της χορήγήσεως ορού πάσχοντος από ευλογία αλόγου, προκαλούσε ταχύτερα και εντονώτερα συμπτώματα, από την πρώτη ένεση, που μπορεί να διέλαθε έως και απαρατήρητη. Η ομοιοπαθητική του Hahnemann, μπορεί να θεωρηθεί ότι βασίστηκε στους όχι καλά αναγνωρισμένους μηχανισμούς της ανοσολογίας, ένεκα της οποίας, διολίσθησε στην αποδοχή του νόμου των "ομοίων", έχοντας, επιπλέον, μερική κατανόηση της ιπποκρατικής περί φύσεως διδασκαλίας. 

Αποστασιοποιούμενος ο Paul Wolf (1836) προσέφυγε σε παροαρμογή του νόμου των "ομοίων", ως τη μέθοδο, με την οποία οι ασθένειες θεραπεύονται με 'δυναμοποιημένες' και σε μέγιστες αραιώσεις ουσίες, οι οποίες προκαλούν ανάλογα συμπτώματα, αν η χορήγηή τους επαναληφθεί σε υγιείς. Δηλαδή ο κίνδυνος που υποχρέωσε τον Hahnemann να μη αποτολμήσει επανάληψη της χορηγήσεως, ξεπεράστηκε από τον Wolf, υποβάλλοντας την 'θεραπευτική' ουσία σε πέραν των ορίων του Avogadro, αλλεπάλληλες αραιώσεις, υπό ταυτόχρονη ρυθμική δόνηση (succussion).

Συμπερασματικά, η ομοιοπαθητική είναι θεραπευτική μέθοδος (δεν έχει παρουσιάσει επιδόσεις στην αιτιοπαθογενετική μελέτη των εκτροπών της υγείας), που καλλιεργήθηκε στο μεσοδιάστημα, μετά τις δημοσιεύσεις του Jenner και Koch, περί της ανοσοποιητικής, πέραν της λοιμογόνου, δράσεως των αιτιολογικών παραγόντων των λοιμώξεων, και πριν την διαλεύκανση του φαινομένου της αλλεργίας από τον Pirquet και επόμενους.  Η τεχνική της χορηγήσεως δυναμοποιημένων ουσιών, δηλαδή ουσιών που έχουν απωλέσει, λόγω των πολλαπλών αραιώσεων τις αρχικές τους ιδιότητες, αλλά έχουν μεταφέρει "πληροφορίες" ως  δονητικό αποτύπωμα στα μόρια του νερού, που προσλαμβανόμενο, τροποποιεί τις βιολογικές διεργασίες του οργανισμού, επεκτείνεται στη θεςραπεία παθήσεων, πέραν των λοιμώξεων, που αποτελούσαν μέγιστη απειλή και, επομένως, κύριο θεραπευτικό στόχο την εποχή εκείνη.

 

 

 

 

 

 

 

βιβλιογραφία

1. Shepherd D. Homeopathy in Epidemic Diseases. Rustington, Sussex: Health Science Press; 1967.

2.  Gibson S, Gibson R. Homoeopathy for Everyone. Harmonsworth: Penguin Books Ltd; 1987.
3.  Ullman D. Discovering Homeopathy: Medicine for the 21th Century. Berkeley: North Atlantic Books; 1991.

4. Hahnemann CFS. Versuch über ein neues Princip zur Auffindung der Heilkrafte der Arzneisubstanzen (Essay on a new principle for ascertaining the curative powers of drugs, and some examinations of the previous principles) Hufelands J. 1796;2:391–439.

5. Boyd LJ. A Study of the Simile in Medicine. Philadelphia: Boericke and Tafel; 1936. [Littre's Oeuvres Completes d'Hippocrates, VI, 334, Paris, 1839, p. 9]
6. Behring E. Gesammelte Abhandlungen. Neue Folge. Bonn: Marcus and Weber; 1915.
7. Stoerck A. Libellus quo demonstratur: stramonium, hyosciamus, aconitum, non solum tuto posse exibire usu interno hominibus, verum et ea esse remedia in multis morbis maxime salutifera. Vienna: Trattner; 1761.
8. Lux W. Isopathie der Contagionen. Liepzig: Ed Kollmann; 1833.

9. Collet T. Isopathie, methode Pasteur par voie interne. Paris: Bailliere; 1898

10. Julian OA. Traité de micro-immunotherapie dynamisée (biothérapiques nosodes) Paris: Librairie Le Francois; 1977

11. Reckeweg HH. Homotoxikologie. Ganzheitsschau Einer Synthese der Medizin. Baden-Baden: Aurelia Verlag; 1981

12. Shepherd D. Homeopathy in Epidemic Diseases. Rustington, Sussex: Health Science Press; 1967

13. Ullman D. Discovering Homeopathy: Medicine for the 21th Century. Berkeley: North Atlantic Books; 1991