πνευμονικό οίδημα -οξύ




βλέπε: πνευμονικό οίδημα (1),  πνευμονικό οίδημα (2), πνευμονικό οίδημα (3)


Αποτελεί δευτεροπαθή συνέπεια αιμοδυναμικών διαταραχών, απότοκη καρδιακής ανεπάρκειας. Τα πνευμονικά αγγεία, ιδίως τα αρτηριόλια, τα τριχοειδή και οι φλέβες, υφίστανται "παθητική" διάταση. Ονομάζεται και παθητικό πνευμονικό οίδημα, σε αντιδιαστολή του εξ αυξημένης διαπερατόττητας τριχοειδών προερχόμενου (π.χ., επί ARDS), πού είναι ενεργητικό πνευμονικό οίδημα.
Λόγω της εκ της αριστερής καρδιακής ανεπάρκειας, αυξήσεως της υδροστατικής πιέσεως, εξξαγγειώνεται νερό στον περιαγγειακό και διάμεσο χώρο και στις κυψελίδες, ενώ η διαπερατότητα των τριχεοειδών παραμένει φυσιολογική. Επί παθητικού οιδήματος το εξαγγειούμενο υγρό είναι, γενικά, μικρότερης ποσότητας, παρ΄ότι επί ARDS και τα κλινικά και παθοφυσιολογικά συνεπακόλουθα στον αερισμό διαφορετικής υφής. Τα συμφoρητικά πνευμονικά αγγεία και το εξαγγειωθέν υγρό καταλαμβάνει χώρο σε βάρος του κυψελιδικού όγκου με αποτέλεσμα τη σημαντική ελάττωση της ζωτικής χωρητικότητας. Η πνευμονική ενδοτικότητα μειώνεται, οι αντιστάσεις στα πνευμονικά αγγεία και το έργο της δεξιάς κοιλίας αυξάνονται. Παρατηρούνται διαταραχές στην ανταλλαγή αερίων και υποξαιμία, απότοκη επιδεινώσεως της ανομοιότητας αερισμού-αιματώσεως. Λόγω της εξοιδήσεως της κυψελιδοτριοχειδικής μεμβράνης, η διάχυση του Ο2 επιβραδύνεται (διαχυτικό κενό για το Ο2), ενώ η περιβρογχική συγκέντρωση διϊδρώματος προκαλεί αποφρακτικού τύπου διαταραχές στον αερισμό. Τελικά, επί εξελιγμένων καταστάσεων και σημαντικής αυξήσεως της υδροστατικής πιέσεως, το εξαγγειούμενο υγρό μπορεί να καταλάβει την υπεζωκοτική κοιλότητα, με συνέπεια την εγκατάσταση περιοριστικού τύπου διαταραχές αερισμού.
Η αύξηση της υδροστατικής πιέσεως στην πνευμονική μικροκυκλοφορία συνεπάγεται εκροή υγρού, η οποία, εάν τόσο μαζική, ώστε να υπερκεράσει τη λεμφική ή με άλλο μηχανισμό επανρρόφηση, απολήγει σε κατάληψη του κυψελιδικού χώρου. Αυτό μπορεί να συμβεί ακόμη και επί άθικτης πνευμονικής λειτουργίας ή φυσιολογικής ογκωτικής πιέσεως πλάσματος. Άλλα αίτια διαρροής στις κυψελίδες ή υποογκωτικών κατταστάσεων (υπολευκωματιναι-μία) ιευκολύνουν το σχηματισμό οιδήματος, υπό δεδομένη υδροστατική πίεση. Υψηλές πιέσεις στην πνευμονική μικροκυκλοφορία, συνήθως οπφείλονται στην αυξημένη τελοδιαστολική πίεση στην αριστερή κοιλία, απότοκη αριστερής καρδιακής ανεπάρκειας, σε αύξηση του ενδαγγειακού όγκου, στένωση της μιτροειδούς και αύξηση της πιέσεως του αριστερού κόλπου (σπανιότερα) ή σε πνευμονική φλεβοαποφρακτική νόσο (σπανιότατα).

στένωση μιτροειδούς

Αύξηση της τελοδιαστολικής πιέσεως εγκαθίσταται οξέως μεν επί ισχαιμίας του μυοκαρδίου, χρονίως δε, επί υπερτροφίας του μυοκαρδίου, απότοκη, πχ., συστηματικής υπερτάσεως. Διηθητικά νοσήματα, όπως η αμυλοείδωση, σαρκοείδωση ή ίνωση, καθώς επίσης η υποξία, η οξέωση, η ταχυκαρδία και άλλες καταστάσεις οξείας αυξήσεως του μεταφορτίου έχουν δειχθεί ότι ασκούν άμεσες ή έμμεσες δυσμενείς επιδράσεις στην ενδοτικότητα των κοιλιών. Επι πλέον, οποιαδήποτε διαταραχή της συσταλτικής λειτουργίας (πχ., συμφορητική καρδιοπάθεια) συνεπάγεται αύξηση της πιέσεως πληρώσεως της αριστερής κοιλίας (προκειμένου να διατηρηθεί σταθερή καρδιακή εξώθηση), υπερσκέλιση των μηχανισμών καθάρσεως στις κυψελίδες και σχηματισμό οιδήματος. Η υπερβολική χορήγηση υγρών μπορεί να απολήξει σε σχηματισμό καρδιογενούς οιδήαματος, σε παθολογικές καταστάσεις, κατά τις οποίες "υπερφόρτωση" μπορεί να συμβεί, ακόμη και χωρίς χορήγηση υγρών, όπως επί λήψεως αγγειδραστικών φαρμάκων ή τοποθέτηση του ασθενούς σε θέση trendelembourg.