|ΧΑΠ- Θεραπεία|επεμβάσεις μειώσεως πνευμονικού όγκου|τοποθέτηση ενδοβρογχικιών βαλβίδων| Η τοποθέτηση ενδοβρογχικών βαλβίδων για τη βελτίωση των συμπτωμάτων, της ποιότητας ζωής ασθενών και του προσδόκιμου επιβιώσεως με πνεμονικό εμφύσημα έχει επιχειρηθεί από δεκαετίες, ήδη. Η κύρια διαφορά της τεχνικής αυτής από τις επεμβάσεις μειώσεως του πνευμονικού όγκου (lung volume reduction surgery, LVRS), είναι η παράκαμψη του χειρουργικού κινδύνου της μετεγχειρητικής νοσηρότητας και του οικονομικού κόστους. Σε ασθενείς με εμβαλωματικό (ετερογενές) πνευμονικό εμφύσημα, η επέμβαση αυτή στοχεύει στην εξαίρεση των πλέον σοβαρά επινεμημένων τμημάτων του πνεύμονος που εισφέρουν δυσανάλογα περισσότερο στην παγίδευση αέρος και την υπερδιάταση (&, &, &, &, &, &). Ο μετά την εξαίρεση εναπομείνας πνευμονικός ιστός εμφανίζει φυσιολογικότερη πνευμονική διατασιμότητα, μείωση του RV, μεγαλύτερη της ΤLC, έτσι, ώστε, ο λειτουργικός πνεύμων απομακρύνεται σημαντικά από το΄"όριο του O'Donell" (&) για την εμφάνιση δύσπνοιας, μή ανεκτής εντάσεως. Εναλλακτικά, αντί να εξαιρεθεί το ιδιαίτερα επιβαρυμένο βρογχοπνευκονικό τμήμα, "συγκλείεται" ο αεραγωγός που αρδεύει το εμφυσηματικό πνευμονικό τμήμα, με την τοποθέτηση βαλβίδας, η οποία επιτρέπει την έξοδο αέρα από το τμήμα, αλλά όχι την είσοδο σ΄αυτό. , Η επιλογή των ασθενών, στους οποίους αναμένονται θετικότερα αποτελέσματα, βασίζεται στην HRCT, στην οποία πρέπει να αναγνωρίζεται άθικτη η μεσολόβιος, που χωρίζει το πάσχον βρογχοπνευμονικό τμήμα και να μην υπάρχει παράπλευρος αερισμός. Η τοποθέτηση ενδοβρογχικής βαλβίδας παριστά έτσι, παράδειγμα εξατομικευμένης Ιατρικής (&). Η τοποθέτηση βαλβίδας αποκαθιστά ικανό μέρος της φυσιολογικής λειτουργίας του πνεύμονος αποκλείοντας το πάσχον τμήμα και, παράγοντας μια πλήρη ή μερική ατελκτασία του πάσχοντος βρογχοπνευμονικού τμήματος (αναίμακτος τμηματεκτομή), εξασφαλίζει βελτίωση των συμπτωμάτων, της πνευμονικής λειτουργίας και της αντοχής στην άσκηση,. Συνεπάγεται, επίσης, μείωση της δυναμικής υπερδιατάσεως και βελτίωση της κινητικής του οξυγόνου, του συγχρονισμού της κινητικότητας του θώρακος και, τέλος, μεταβολή της ΄φυσικής ιστορίας της παθήσεως. Σημειώνεται, εν τούτοις, ότι δεν αναμένεται να προκληθεί ατελεκτασία του πάσχοντος τμήματος, του οποίου ο αεραγωγός συγκλείθηκε με την τοποθέτηση της μονόδρομης βαλβίδας, εφόσον διατηρείται σημαντικός παράπλευρος αερισμός. Για το λόγο αυτό, οι πρώιμες εφαρμογές της μονόδρομης ενδοβρογχικής βαλβίδας δεν απέληξαν σε σημαντικές βελτιώσεις της φυσιολογίας και φυσικής ιστορίας της παθήσεως. Τελευταία, όμως, αφότου της λήψεως αποφάσεως τοποθετήσεως ενδοβρογχικής μονόδρομης βαλβίδας προηγείται έλεγχος για την παρουσία παράπλευρου αερισμού είτε με τη βοήθεια της CT, με την οποία ελέγχεται η ακεραιότητα της μεσολόβιου μεμβράνης (&) ή μέσω καθετήρος Chartis (&, &, &).
Σημειώνεται ότι πριν την χειρουργική επέμβαση για μείωση πνευμονικού όγκου ή για εξαίρεση πνευμονικών νεοπλασμάτων, η ποσοτική εκτίμηση της αιματώσεως και του αερισμού του δεξιού προς τοξν αριστερό πνεύμονα και των βρογχοπνευμονικών τμημάτων σε σχέση μεταξύ τους, μπορεί να αποδειχθεί ωφέλιμο στο σχεδιασμό της επεμβάσεως, προκιμένου να αποευχθούν μετεγχειρητικές επιπλοκές, από τον κίνδυνο αφαιρέσεως τμημάτων με καλό αερισμό (&, &) ή/και αιμάτωση ή για την επιλογή του βρόγχου που θα τοποθετηθεί η ενδοβρογχική βαλβίδα.