Πλευριτική Συλλογή, Παθοφυσιολογία

Η υπεζωκοτική κοιλότητα (σχισμοειδής) ορίζεται από τον τοιχωματικό πέταλο του υπεζωκότα, που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια του θωρακικού τοιχώματος, του διαφράγματος και των πλευρών, και του σπλαγχνικού πετάλου, που περιβάλλει τους πνεύμονες, και αναδιπλώνεται προς σχηματισμό των μεσολοβίων σχισμών και του περιβλήματος του μεσοθωρακίου. Η δεξιά και αριστερή υπεζωκοτική κοιλότητα χωρίζονται από το μεσοθωράκιο. Η υπεζωκοτική κοιλότητα διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην αναπνοή, συσχετίζοντας τη σταθερά εισπνευστική τάση του θωρακικού τοιχώματος με την σταθερά εκπνευστική τάση των πνευμόνων, παράγοντας μια αυξομειούμενη αρνητική πίεση. Η συχέτιση αυτή πραγματοποιείται με δύο τρόπους. Πρώτο, ένα σχετικό κενό αέρος μεταξύ των δύο πετάλλων του υπεζωκότα εξασφαλίζει την εγγύτητά τους. Δεύτερο, υπάρχει μικρή ποσότητα πλευριτικού υγρού, περίπου 0.13 ml/kg σωματικού βάρους, υπό φυσιολογικές συνθήκες, η οποία λειτουργεί ως λειαντικό προς διευκόλυνση της διολισθήσεως του ενός πετάλου επί του άλλου, χωρίς απώλεια ενέργειας, κατά τον αναπνευστικό κύκλο[i]. Ο μικρός όγκος υγρού διατηρείται μέσω ισορροπίας μεταξύ υδροστατικών και ογκωτικών πιέσεων, που ασκούνται στα αγγεία του τοιχωματικού και σπλαγχνικού υπεζωκότος και μέσω της λεμφικής παροχετεύσεως. Διαταραχές των μηχανισμών αυτών συνεπάγονται αύξηση του πλευριτικού υγρού και ανάπτυξη πλευριτικής συλλογής . Αποτελεί τη συχνότερη εκδήλωση παθήσεων του υπεζωκότος.

Το φυσιολογικό πλευριτικό υγρό εμφανίζει τα επόμενα χαρακτηριστικά:
•ενδοϋπεζωκοτική πίεση: -5 cmΗ2Ο≈5cmH2O
•Διαυγές υπερδιήθημα που προέρχεται από τον τοιχωματικό υπεζωκότα
•pH 7.60-7.64
•περιεκτικόττηα σε πρωτεΐνες <2% (1-2 1-2 g/dL)
•εμπεριέχει μικρό αριθμό λευκών αιμοσφαιρίων (<1000/ mm)
•συγκέντρωση σακχάρου, παρόμοια με εκείνη του αίματος
•γαλακτική δεϋδρογενάση (LDH) <του 50% εκείνης του αίματος
•περιεκτικότητα ασβεστίου, Να+, Κ+ παρόμοια με εκείνη του διαμέσου υγρού.

Η συλλογή αέρος ή/και υγρού στην υπεζωκοτική κοιλότητα αποσυμπλέκει το σύστημα, προκαλεί συμπίεση του πνευμονικού παρεγχύματος και μετατρέπει την (αρνητική) ενδοϋπεζωκοτική πίεση σε θετική, παρακωλύοντας τον πνευμονικό αερισμό[ii] . Το παθοφυσιολογικό αποτέλεσμα του σχηματισμού μιας πλευριτικής συλλογής είναι η επιπέδωση ή και αναστροφή του διαφράγματος, η μηχανική αποδέσμευση του τοιχωματικού από τον σπλαγχνικό υπεζωκότα και η περιοριστικού τύπου μείωση της ικανότητας αερισμού των πνευμόνων[iii] .

Σχηματισμός πλευριτικής συλλογής (βλ.: παθοφυσιολογία)
Για το σχηματισμό πλευριτικής συλλογής προϋποτίθεται:
•Μεταβολή της διαπερατότητας των υπεζωκοτικών πετάλων (τοιχωματικού και σπλαγχνικού), λόγω φλεγμονής, κακοήθειας, ή πνευμονικής εμβολής·
• Μείωση της διαγγειακής ογκωτικής πιέσεως, όπως επί υποπρωτεϊναιμίας ή κιρρώσεως·

!Επί πλευριτικής συλλογής, αντίθετα, απ΄ό,τι επί πνευμοθώρακος, η μείωση της TLC είναι ισότιμη, ανεξάρτητα εάν μετρηθεί με πληθυσμογραφική ή μεθόδους αραιώσεως, αν και οι δυο υποεκτιμούν τον TGV.
Παθοφυσιολογία. [βλ.: παθοφυσιολογία] Φυσιολογικά, η υπεζωκοτική κοιλότητα περιέχει μέχρι 10 ml -επί ανδρός 70 kgs-, υγρού που χρησιμμεύει ως λειαντικό για την απρόσκοπτη διολίσθηση των δύο πετάλων του υπεζωκότος, κατά τις αναπνευστικές κινήσεις.Το υγρό, αυτό, φυσιολογικά είναι διΐδρωμα (πίνακας)  και περιέχει, κυρίως, μακροράφαγα. Φυσιολογικά, το πλευριτικό υγρό αποβάλλεται μέσω των 'στομάτων' του τοιχωματικού υπεζωκότος, που εκβάλλουν στα παρακείμενα λεμφαγγεία. Πλευριτική συλλογή σχηματίζεται όταn αυξηθεί η παραγωγή του πλευριτικού υγρού ή μειωθεί η απαγωγή του ή όταν συμβαίνουν και τα δύο. Τα διΐδρώματα, συνήθως είναι απότοκα καρδιακής ανεπάρκειας ή ηπατικής κιρρώσεως και είναι αποτέλεσμα ανατροπής της ισορροπίας μεταξύ υδροστατικών και ογκοτικών πιέσεων, έτσι, ώστε ο υπερβολικός σχηματισμός υγρού υπeρβαίνει τα όρια της φυσιολογικής παροχετεύσεως. Αντίθετα, οι ρήξεις λεμφαγγείων, η φλεγμονή ή οι κακοήθειες προκαλούν τη συγκέντρωση εξιδρωμάτων, που είναι απότοκα αυξημένης αγγειακής διαπερατότητας. Σε πολλές περιπτώσεις, μειωμένη η μειωμένη απόρρόφηση απολήγει στο σχηματισμό συλλογής, όπΑποτέλεσμα εικόνας για stomata parietal pleuraως σε περιπτώσεις αποφράξεως των 'στομάτων' του τοιχωματικού υπεζωκότος, π.χ., επί μεταστατικού καρκινώματος, ή αποφράξεως, λόγω αναστροφής της ροής, π.χ., επί περιοχικής λεφαδενοπάθειας. Σποραδικά, υγρό μπορεί να εισαχθεί στην υπεαζωκοτική κοιλότητα, από εξωϋπεζωκοτικές περιοχές, όπως η δια-διαφραγματική μετανάστευση ασκιτικού υγρού, που οφείελται στο γεγονός ότι η ενδοπεριτοναϊκή πίεση είναι λιγότερο αρνητική παρ΄ό,τι η ενδοϋπεζωκοτική πίεση, και υπάρχουν διαφραγματικοί πόροι που επιτρέπουν τη δια-διαφραγματική μεταπήδηση του ασκιτικού υγρού. Αίμα από διάτρηση αιμαγγείων, εγκεφαλωονωτιαίο υγρό από συρρίγγιο, μεταξύ σκληρά μήνιγγος-υπεζωκότος ή ούρα, από συρίγγιο από το ουροποιητικό σύστημα μπορεί να συγκεντρωθεί στην υπεζωκοτική κοιλότητα [βλ.: παθοφυσιολογία]. Τέλος, τρώση κεντρικών φλεβών, πχ., κατά την πρόωθηση καθετήρων μπορεί να απολήξει σε πλευριτική συλλογή.
Ο σχηματισμός του πλευριτικού υγρού σε φυσιολογικές καταστάσεις. Οι περισσότερες γνώσεις μας επί της του όγκου, της συνθέσεως και της δυναμικής του φυσιολογικού πλ. υγρού, ΦΠΥ, προέρχονται από μελετες σε πειραματικές διατάξεις, καθώς διατίθεται πολύ μικρός αριθμός μελετών σε ανθρώπινα όντα. Οι επιφάνειες του τοιχωματικού και σπαγχνικού υπεζωκότος διαχωρίζονται μεταξύ τους μέσω ενός λεπτού στρώματος υγρού, με πολύπλοκες δυναμικές ιδιότητες, που δεν έχουν πλήρως κατανοηθεί, που του επιτρέπουν να ασκεί ωσμοτικές και μηχανικές πιέσεις κια στην παρτακείμενη εικόνα φαίνονται μερικές από τις ιδιότητές του, όπως η απορρόφηση και η διήθηση. Ο τοιχωματικός υπεζωκός αιματώνεται από τη συστηματική κυκλοφορία κια η υψηλή τριχοειδική πίεση η αρνητική ενδοϋπεζωκοτική πίεση και η ογκωτική πλευριτική πίεση υπερκαλύπτουν την ογκωτική πίεση του πλάσματος, με αποτέλεσμα διήθηση υγρού στην υπεαχωκοτική κοιλότητα. Ο σπλαγχνικός υπεζωκός αιματώνεται κυρίως από την πνευμονική κυκλοφορία με χαμηλή τριχοειδική πίεση έτσι, ώστε, η επιβαλλόμενη ισορροπία δυνάμεων απολήγει στην μετακίνηση υγρού έξω από την υπεζωκοτική κοιλότητα στιος φλέβες κια τα λεμφαγγεία. Η ισορροπία μετξύ της διηθήσεως υγρού απότν τοιχωματικό υπεζωκότα και της απορροφήσεως από τον σπλαγχνικό είνια έτσι, ρυθμισμένη, ώστε δεν συγκεντρώνεται υγρό στην υπεζωκοτική κοιλότητα. Πλευριτική συλλογή μπορεί, επομένως, να προκληθεί
i. είτε από αυξημένη τριχοειδική πίεση (καρδιακή ανεπάρκεια) ή,
ii. από μεiωμένη ογκωτική πίεση (υπολευκωματιναιμία) ή,
iii. αυξημένη διαπερατόττηα τριχοειδών (παθήσεις του υπεζωκότα) ή,
iv. από απόφραξη των λεμφαγγείων (καρκίνωμα) |σχηματισμός ΠΥ|. 
 
Σε φυσιολογικές καταστάσεις, η υπεζωκοτική κοιλότητα της οποίας το πλάτος είναι ιδιαίτερα μικρό, μόλις 10 μm, αλλά της οποίας η επιφάνεια είναι ιδιαίτερα ευρεία, 1-2 m2   περιέχει μικρή ποσότητα υγρού, που χρησιμοποιείται για την ελεύθερη διολίσθηση του σπαλγχνικού υπεζωκότος επί του τοιχωματικού. Το ΦΠΥ είναι διΐδρωμα και περιέχει κυρίως μακροφάγα. Η εκτίμηση του όγκου του φυσιολογικού πλευριτικού υγρού μπορεί να διενεργηθεί με άμεσες μετρήσεις (όπως η παροχέτευση και ο καθετηριασμός) ή με έμμεσους τρόπους, όπως η υπεζωκοτική έκπλυση. Το ΦΠΥ παράγεται από διήθηση αοό τα συστηματικά αγγεία και συγκεντρώνεται, κατά προτίμηση στις λιγότερο εξαρτώμενες (από τη βαρύτητα) περιοχές της υπεζωκοτικής κοιλότητας, όπου τα αγγεία ευρόισκονται σε καλύερη συνάφεια με τις επιφάνειες των μεσεγχυματικών κυττέρων, δηλαδή προς τις κρουφές των πνευμόνων. Πιστεύεται ότι η κυριότερη πηγή του ΦΠΥ είναι οι κλάδοι των μεσοπλεύριων αρτηριών που αρδεύουν τον τοιχωματικό υπεζωκότα. Οι βρογχικές αρτηρίες, από τις οποίες αρδεύεται ο σπλαγχνικός υπεζωκός δεν φαίνεται ότι εισφέρουν, σε σημαντικό βαθμό, επειδή το σπλαγχνικό πέταλαο είναι παχύτερο, στον άνθρωπο, και η μικραγγειακή πίεση για την οδήγηση της διήθήσεως στη βρογχική κυκλοφορία είναι χαμηλή (συγκριτικά με εκείνη των μεσοπλεύριων αρτηριών). Το νερό διηθείται στον υπεζωκοτικό χώρο ανάλογα με την κλίση μεταξύ της υδροστατικής  και ογκοτικής πιέσεως. ο νερό  και μικρά μόρια (<=4nm) περνούν ελεύθερα, ανάμεσα από τα μεσοθηλιακά κύτταρα, αλλά τα μεγαλύτερα μόρια μπορούν ενεργητικά να μεταφερθούν δια των μεσοθηλιακών κυττάρων, μέσω μηχανισμών διακυτταροπλασματικής πινοκυτώσεως. Ο μηχανισμός αυτός, πιθανόν, επίσης, εισφέρει στην ανταλλλαγή υγρών και πρωτεϊνών, στον υπεζωκοτικό χώρο, αν και το μέγεθος της συνεισφοράς του είναι αδιευκρίνιστο.
Oι άμεσες μετρήσεις του όγκου του ΦΠΥ σε διαφορετικού μεγέθους πειραματόζωα, δείχνουν ότι ο όγκος του ΦΠΥ κυμαίνεται μεταξύ 0.04 και 0.12 ml/Kg. Οι διαφορές στις μετρήσεις οφείλονται στις διαφορετικές μεθοδολογίες που χρησιμοποιούνται , αλλά και στο γεγονός ότι το ΦΠΥ που προσκολλάται στις επιφάνειες των πνευμόνων δεν συγκαταλέγεται στις μετρήσεις. Φαίνεται ότι μετά κοπιώδη άσκηση, το  ΦΠΥ αυξ΄πανεται, καθώς σε μια μελέτη, ενώ στην ηρεμία επετεύχθη άντληση ΦΠΥ, μετά παρακέντηση μεταξύ 9-10ου μεσοπλεύριου διαστήματος, στο 1/3 των περιπτώσεων, μετά κόπωση, αντλήθηκε από τα 2/3 των παρακεντήσεων. Σις περισσότερες των περιπτώσεων, αντλήθιηκεμόνο αφρός, αλλά σε μερικές περιπτώσεις αντλήθηκαν μέχρι 20 ml υγρού. Σε μια άλλη μελέτη υπεζωκοτικής εκπλύσεως επί ατόμων, κατά την υποβολή τους σε θωρακοσκόπηση, για άλλους λόγους, κια, κατά την οποία επιχείρθηκε ογκομετρική εκτίμηση του ΦΠΥ, με τη βοήθεια μιας μεθόδου αραιώσεως ουρίας, βασισμένης στις αρχές της αραιώσεως και της διατηρήσεως της ύλης, αναγνωρίστηκε ότι το ΦΠΥ σε κάθε ημιθωράκιο ήταν ~ 0.13 +-0.06 ml/Kg σωματικού βάρους.
Η βιοχημική σύνθεση του ΦΠΥ ομοιάζει εκείνης άλλων διάμεσων υγρών. Η συγκέντρωση μικρών μορίων, όπως γλυκόζης και ουρίας, είναι παρόμοια εκείνης στον ορό, ενώ η συγκέντρωση των μακρομορίων όπως οι πρωτεΐνες και η γαλακτική δεϋδρογενάση, ευρίσκονται στο ήμισυ της συγκεντρώσεως στον ορό. 9διΐδρώματα με τα κριτήρια Light). Στον φυσιολογικό υπεζωκότα, η απραγωγή του ΦΠΥ εκτιμάται περίπου 0.01 ml/kg/h στο πρόβατο και 0.02 ml/Kg/h στα οιυνέλια, που μπορεί να προβληθεί σε 17 ml/ημέρα, στον άνθρωπο, μέσου σωματικού βάρους, 70 kg. Ο χρόνος ημιζωής του ΦΠΥ στα πειραματόζωα είναι 6-8 ώρες.
Το ΦΠΥ απομακρύνεται από τον υπεζωκοτικό χώρο, μέσω των στομάτων , διαμέτρου 2.5-10 μm, που εντοπίζονται στον τοιχωματικό υπεζωκότα και τα οποία εκβάλλουν στα λεμφαγγεία. Οιι συγκεντρώσεις πρωτεϊνών στο ΦΠΥ παραμένουν σταθερές. Η ικανότητα παροχευτεύσεως του ΦΠΥ είναι μεγάλη: περίπου 0.2-0.3 ml/Kg/H και μπορεί να αυξηθεί Χ30 της φυσιολογικής της τιμής, σε περιπτώσεις πλευριτικής συλλογής.
Η κυτταρική σύνθεση του ΦΠΥ έχει κυρίως μελετηθεί σε πειραματικές διατάξεις. Ο συνολικός αριθμός των λευκών αιμοσφαιρίων ποικίλλει μεταξύ 1216+/-800 και 2442+/-595 κύτταρα /ml και κυρίως αποτελούνται από μακροφάγα και μονοπύρηνα, αλλά αναγνωρίζονται και μεσοθηλιακά κύτταρα και λεμφοκύτταρα Στον άνθρωπο, εσε μια προσεκτικά σχεδιασμένη μελέτη των Yamada και συν., διαπιστώθηκε ότι η συγκέντρωση λευκών αιμοσφαιρίων στον υπεζωκοτικό χώρο του ανθρώπου κυμαίνεται περί τα 4500 κύτταρα/ml, με την εξής αναλογία: 53.7% μακροφάγα/μονοπύρηνα, 10.2 % λεμφοκύτταρα, 3.6% κοκκιοκύτταρα, και 3% μεσοθηλιακά κύτταρα (29.9% ασαφούς ταξοινομήεως). Σε εκπλύσεις ανθρώπινου υπεζωκοτικού χώρου, η συγκέντρωση των λευκών αιμοσφαιρίων στο ΦΠΥ ήταν 1716 κύτταρα /ml και, σε μη καπνιστές, τα λευκοκύτταρα αποτελούνταν από 75% μακροφάγα, 23% λεμφοκύτταρα, με CD4/CD8 αναλογία 0.75, κια 1% ελέυθερα μεσοθηλιακά κύτταρα. Τα ουδετερόφιλα και τα ηωδινόφιλα ηταν σπάνια. Στους καπνιστές σημειώνεται μικρή, αλλά ουσιώδης αύξηση ουδετεροφίλων.Τα μεσοθηλιακά, τα μακροφάγα, τα λεμφοκύτταρα, τα ουδετερόφιλα και τα ηωσινόφιλα διαδραμαίζουν αμυντικό ρόλο στην υπεζωκοτική κοιλότητα και μπορεί να εμπλέκονται στην παραγωγή διαφόρων φλεγμονωδών απαντήσεων. Τα κύτταρα του υπεζωκότος συμμετέχουν ενεργά στην ανάπτυξη παθολογικών καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένων φλεγμονωδών και μεταστατικών παθήσεων. 

Σχηματισμός πλευριτικού υγρού σε παθολογικές καταστάσεις   Ως πλευριτική συλλογή ορίζεται η συγκέντρωση υγρού στην υπεζωκοτική κοπιλότητα, πέραν του φυσιολογικού. Η υπεζωκοτική κοιλότητα, έχει υπατμοσφαιρική πίεση και, για το λόγο αυτό, μπορεί να φιλοξενήσει μεγάλες ποσότητες υγρού, εν μέρει λόγω μεταβολών της μηχανικής του διαφράγματος και του θωρακικού τοιχώματος, και μέσω πιέσεως του υποκείμενου πνεύμονος. Πλευριτική συλλογή αναπτύσσεται όταν ο ρυθμός παραγωγής του ΠΥ είναι μεγαλύτερος του ρυθμού απομακρύνσεώς του από την υπεζωκοτική κοιλότητα (πίνακας 1). |σχηματισμός ΠΥ|

πίνακας 1. αίτια πλευριτικής συλλογής
αυξημένη συγκέντρωση ΠΥ. αυξημένη συγκέντρωση διάμεσου υγρού στους πνεύμονες: αριστερή καρδιακή ανεπάρκεια, πνευμονία, πνευμονική εμβολή
αυξημένη ενδαγγειακή πίεση στην υπεζωκοτική κοιλότητα. δεξιά ή αριστερή καρδιακή ανεπάρκεια, σύνδρομο άνω κοίλης φλέβας, 
αυξημένη διαπερατότητα τριχοειδών στον υπεζωκότα. φλεγμονή του υπεζωκότος, αξημένα επίπεδα VEGF
Αυξημένα επίπεδα πρωτεϊνών υπεζωκότος. μείωση της πιέσεως στην υπεζωκοτική κοιλότητα, ατελεκτασία πνεύμονος, ή αύξηση της πιέσεως ελαστικής επαναφοράς στους πνεύμονες, αυξημένη ροή στην περιτοναϊκή κοιλότητα (επί υπαρξεως επικοινωνιών μ΄σω διαφράγματος) ασκίτης ή περιτοναϊκή διάλυση
ρήξη του θωρακικού πόρου,χυλοθώρακας, (χυλοθώραξ)
ρήξη αγγείων στην υπεζωκοτική κοιλότητα, (αιμοθώραξ)
μείωση της απορροφήσεως του υγρού στην υπεζωκοτική κοιλότητα
απόφραξη των απαγωγών λεμφαγγείων στον τοιχωματικό υπεζωκότα,
αύξηση των συστηματικών αγγειακών πιέσεων, σύνδρομο άνω κοίλης φλεβός ή δεξιά κοικλιακή ανεπάρκεια

Οι περισσότερες πλευριτικές συλλογές αναπτύσσονται με συνδυασμό μηχανισμών: α. αύξηση της εισροής υγρού στην υπεζωκοτική κοιλότητα και, β. μείωση της απαγωγής του. Παρουσία φυσιολογικής ικανότητας απορροφήσεως του υγρού, η εισροή υγρού πρέπει να αυξηθεί πάνω από 30 φορές της φυσιολογικής της τιμής και να παραμείνει υπ΄αυτή τη ροή προκειμένου να παραχθεί συγκέντρωση του υγού και πλευριτική συλλογή. Από την άλλη, η μείωση της απαγωγής του ΠΥ, μόνη της, δεν είναι ικανή να προκαλέσει πλευριτική συλλογή, δεδομένου του υψηλού ρυθμού απαγωγής ~17 ml/H. Επομένως, πρέπει να συντρέχουν τόσο διαταραχές της παραγωγής, όσο και της απαγωγής, προκειμένου να αναπτυχθεί πλευριτική συλλογή.
ι. Το συχνότερο αίτιο αυξημένης παραγωγής ΠΥ είναι η αύξηση της ροής του υγρού στο διάμεσο χώρο του πνεύμονος. που είναι απότοκο είτε μεταβολών στις κλίσεις πιέσων, που παράγουν διΐδρωμα, με χαμηλές συγκεντρώσεις πρωτεϊνών, ή λόγω αλλλαγών στην αγγειακή διαπερατότητα, οπότε παράγεται εξίδρωμα με υψηλή συγκέντρωση πρωτεϊνών.
Περίπου 20% του διαμέσου υγρού εγκαταλείπει τους πνεύμονες μέσω της υπεζωκοτικής κοιλότητας, και ο νόμος Starling καθορίζει την κίνηση του υγρού, κατά μήκος των τριχοειδών του υπεζωκότος, κι επομένως, η αύξηση των ενδαγγειακών πιέσεων συνεπάγεται αύξηση των επιπέδων των πρωτεϊνών στο πλευριτικό υγρό, και η μείωση των πιέσεων στον υπεζωκοτικό χώρο απολήγουν στο σχηματισμό πλευριτικής συλλογής.
ii. Η αύξηση του σχηματισμού ΠΥ επίσης οφείλεται σε φλεγμονή του υπεζωκότος. Εξιδρώματα σχηματίζονται από τη αγγειακή κοίτη, επί αυξήσεως της διαρροής πρωτεϊνών. Φλεγμονή ή βλάβη στην αγγειακή κοίτη συνεπάγεται αύξηση της αγγειακής διαπερατότητας, που απολήγει σε συγκέντρωση υγρού πλούσιου σε πρωτεΐνες, δηλαδή εξιδρώματα.
iii. Πλευριτική συλλογή μπορεί, επιπλέον, να αναπτυχθεί μέσω δια-διαφραγματικής μεταναστεύσεως ασκίτου, από ρήξη του του θωρακικού πόρου (χυλοθώρακας), των ενδοθωρακικών αγγείων (αιμοθώρακας), ή από αλλού, π.χ., ουροθώραξ.
iv. Το συχνότερο αίτιο  μειωμένης απορροφήσεως
είναι η απόφραξη των λεμφαγγείων, που αποστραγγίζουν τον τοιχωματικό υπεζωκότα. Αυτό μπορεί να συμβεί εάν ο υπεζωκός φλεγμαίνει όπως επί φυματιώδους πλευρίτιδας, ή παραπνευμονικής συλλογής, ή αποφράξεως των λεμφαδένων, όπως επί κακοηθείας, όταν οι λεμφαδένες επινεμούνται από τον όγκο. 

οι φυσιολογικές συνέπειες της πλευριτικής συλλογής. Επί υπαρξεως πλευριτικής συλλογής, ο όγκος της πρέπει να αντιστοιχισθεί με άυξηση του όγκου του θωρακικού κλωβού, μείωση του όγκου του πνευμονικού παρεγύματος και της καρδιάς, ή συνδυασμού τους. Η απρουσία πλευριτικής συλλογής, συνήθως, συνεπάγεται αύξηση της υπεζωκοτικής πιέσεως, με αποτέλσμα οι διατείνουσε πιέσεις των πνευμόνων και της καρδιάς μειώνονται ενώ η διατείνουσα πίεση του θωρακικού τοιχώματος αυξάνεται.
επιδράσεις στην πνευμονική λειτουργία. Με τη διενέργεια της παρακεντήσεως εοπί ασθενούς με πλευριτική συλλογή, η FVC και ο FEV1 θα αυξηθούν, κατά μέσο όρο, 200 ml για κάε 1 λίτροα αφαιρούμενου ΠΥ. Η αύξηση στην ολική πνευμονική χωρητικότητα είναι σχεδόν  Χ2 της αυξήσεως του FEV1. Η εξήγηση της σχετικά μικρής αυτής αυξήσεως στην πνευμονική λειτουργία είναι ότι επιπροσθέτως της του μεγέθους του πνεύμονος, ιο θώρακικός όγκος μειώνεται και το δια΄φραγμα κινείτια προς τα επάνω μετά την αφαίρεση του ΠΥ. Σημειώνεται ότι καταγράφονται ευρείες μεταξύ των ασθενών διακυμάνσεις, καθώς η η αύξηση της πνευμονικής λειτουργίας είναι μεγαλύτερη σε με αρχικά υψηλότερη υπεζωκοτική πίεση, και σε ασθενείς με μικρότερες αλλαγές της υπεαωκοτικής πιέσεως, με την σταδιακή αφαίρεση του υγρού.  
επιδράσεις στα αέρια αίματος. Στους περισσ΄τοερους αθσενείς με πλέον της μικρής πλευριτικής συλλογής, εμφανίζουνδιαταρχές από την ΑΑΑΑ κια, ιδίως την PaO2. Σημειώνεται, εν τούτοις, ότι μετά την παρακέντηση, δεν σημειώνεται βελτίωση της ΡαΟ2, και, μάλιστα, μποεί να καταγραφεί απροδική επιδείνωση. Ο βασικός μηχανισμός που ευθύνεται για την υποκείμενη υποξαιμία είναι η ανάπτυξη ενδοπνευμονικης διαφυγής που δεν μεταβάλλεται σημαντικά μετά την παρακέντηση. 
επιδράσεις στο διάφραγμα. Η παρουσία πλευριτικού υγρού προφανώς ασκεί δυσμενείς επιδράεις στη λειτουργία του διαφράγματος. Ο βαθμός της δύπσνοιας επί ασθενούς με ΠΥ σχετίζεται με τις επιδράσεις του στο διάφραγμα. Ο ασθενής, συνήθως, δεν είναι δυσπνοϊκός, εάν το διάφραγμα παραμένει κυρτό, και λειτουργεί κανονικά, αλλά έχει έναν βαθμό δύσπνοιας, εάν το διάφραγμα εμφανίζεται επιπεδομένο και δεν μετακινείτια με τις αναπνεσυτικές κινήσεις. Ο ασθενής, συνήθως, έχει σοβαρή δύσπνοια, εάν το διάφραγμα εμφανίζεται ανεστραμμένο.  
επιδράσεις στην καρδιά. Σε πειραματόζωα με αυτόματη αναπνοή, ηδξιά κοιλιακή διαστολική σύμπτωση άρχεται όταν η μέση υπεζωκοτική πίεση αυξάνεται κατά 5 mmHg. Εάν η μέση υπεζωκοτική πίεση αυξηθεί κατά 15 mmHg, ο όγκος παλμού μειώνεται κατά ~ 50% και  η ακρδιακή εξώθηση μειώνετια, κατά ~30%. Παρ΄όλο ότι έχουν εκπονηθεί λίγες εργασίες αναφορικά με τις επιδράσεις της πλευριτικής συλλογής  στην καρδιακή λειτοερυγία στον άνθρωπο, έχουν δημοσιετεί διοα΄φορες περιπτώσεις στις οποίες η παρουσία ΠΥ επιδρά δυσμενώς στην καρδιά.

Συμπεράσματα. Η παθολογική συγκέντρωση ΠΥ είναι κοινή παθολογική κατάσταση, και μπορεί να συμβεί σε συνδυασμό με μεγάλη ποικιλία πνευμονικών κι εξωπνευμονικών παθήσεων. Στους υγιείς, η υπεαωκοτική κοιλότητα εμπεριέχει μιρή ποσότητα ΠΥ, που χρησιμεύει ως διολισθητικό του σπλαγχνικού επί του τοιχωματικού υπεαωκότος. Ο όγκος του ΠΥ μπορεί, εν τούτοις, να αυξηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, σε παθολογικές καταστάσεις. Η μηχανικές ιδιότητες του αναπνευστικού μεταβάλλονται, προσαρμοζόμενες στις νέες συνθήκες στον θωρακικό κλωβό και το ίδιο συμβαίνει με την μηχανική της καρδιάς. Το κλινικό αποτέλεσμα των προσαρμογών είναι η δύσπνοια. Η κατηγοριοποίηση του πλευριτικού υγρού σε εξίδρωμα και διΐδρωμα, με βάση τα κριτήρια Light διευκολύνουν τη διαφορική διάγνωση των πμ=]λευριτικών συλλογών, Η συμφορητική ακρδιακή ανεπάρκεια, η ηπατική κίρρωση και η νεφρική ανεπάρκεια ποτελούν τις συχνότερες αιτίες των διϊδρωμάτων, ενώ, οι λοιμώξεις, συμπεριλαμβανομένης της φυματιώσεως, και οι κακοήθειες ευθύνονται για το μεγλύερο αριθμό των εξιδρωμάτων. Η έρευνα επί της ανοσολογίας των πλλευριτικών συλλογών, αποκαλύτπει ότι η αγγειακή διαπερατόττηα, για την οποία υπόλογος φαίνεται ότι είναι ο VEGF, ώστε η έρευνα για την επισήμανση παραγόντων αναστολής του θα δώσει θεραπευτικές εκδοχές.  


[i] Noppen M. Normal volume and cellular contents of pleural fluid. Curr Opin Pulm Med. 2001·7:180-2

[ii] Clement RS. Tube Thoracostomy, Management. Medicine update May 2010

[iii] Culotta R, Taylor D. Diseases of the pleura. In: Ali J, Summer WR, Levitzky MG, eds. Pulmonary Pathophysiology. 2nd ed. New York: Lange Medical Books/McGraw-Hill· 2005:194-21