Η κλίση της γραμμής που συσχετίζει τη μεταβολή του πνευμονικού όγκου, την οποία συνεπάγεται η κατά μία μονάδα μεταβολή της πιέσεως, εκφράζει τη διατασιμότητα των πνευμόνων και εκφέρεται σε μονάδες l/cm Η2Ο. Προσδιορίζει πόσο ευένδοτοι ή ανένδοτοι είναι οι πνεύμονες, το θωρακικό τοίχωμα ή ολόκληρο το σύστημα. Η πνευμονική διατασιμότητα δεν είναι σταθερή. Μεταβάλλεται, όχι μόνο σε παθολογικές, αλλά και σε φυσιολογικές καταστάσεις, ανάλογα με τον αμέσως προ της μετρήσεως πνευμονικό όγκο και τον τρόπο που έχει προέλθει, δηλαδή εάν το σύστημα ευρίσκεται σε διαδικασία εισπνοής ή εκπνοής. Στους μικρούς πνευμονικούς όγκους, η διατασιμότητα του πνεύμονος είναι μεγάλη, εφ΄όσον απαιτείται εφαρμογή μικρής πιέσεως για να επιτευχθεί μεγάλη σε όγκο μεταβολή. Αντίθετα, στους μεγάλους πνευμονικούς όγκους, όπως κοντά στο επίπεδο της TLC, μικρή μεταβολή όγκου, συνεπάγεται μεγάλη μεταβολή πιέσεως, ώστε οι πνεύμονες είναι σχετικά άκαμπτοι.
H στατική καμπύλη του πνεύμονος (l), του θωρακικού τοιχώματος (w) και του αναπνευστικού συστήματος (rs). α) σε νεαρό άτομο ηλικίας 20 ετών, και, β) σε ηλικιωμένο άτομο, 60 ετών.
Οποιαδήποτε παθολογική κατάσταση που προκαλεί διαταραχή της φυσιολογικής εξελίξεως της μοριακής διαχύσεως, προκαλεί διαταραχή στην αναπνευστική λειτουργία και μείωση της αποτελεσματικότητας της ανταλλαγής αερίων στην κυψελιδοτριχοειδική μεμβράνη. Μεταξύ των διαταραχών αυτών, πρέπει να σημειωθούν η αύξηση της αποστάσεως που πρέπει να διανυθεί με διάχυση όπως πχ., συμβαίνει επί κεντροβοτρυδιακού εμφυσήματος, όπου η καταστροφή των κυψελιδικών τοιχωμάτων απολήγει στη διαμόρφωση ευρύτερων αεροχώρων ή στην κατάργηση της ομοιογένειας της περιοχικής κατανομής αερισμού, που προκαλείται από παθήσεις των μικρών αεραγωγών και των βρόγχων.