Η CLT μπορεί να εκτιμηθεί με διάφορους τρόπους. [α] Τοποθέτηση του ασθενούς σε αεροστεγή θάλαμο, χορήγηση συγκεκριμένων όγκων αέρος και η καταγραφή της καμπύλης πιέσεως – όγκου, κατά τη διάρκεια του αναπνευστικού κύκλου. [β] Μετά αναισθητοποίηση του εξεταζόμενου και εφαρμογή στοματοτραχειακού σωλήνος, χορηγούνται διάφοροι όγκοι αέρος, πάνω από το τελοεκπνευστικό επίπεδο και καταγράφονται οι αντίστοιχες μεταβολές της πιέσεως και, [γ] ο εξεταζόμενος αναπνέει μέσω ενός σπιρομέτρου, ενώ οι μεταβολές πιέσεως που αναπτύσσονται στη ρινική κοιλότητα καταγράφονται με τη βοήθεια ενός αισθητήρος πιέσεως. Στον ασθενή υποδεικνύεται να χαλαρώσει τους αναπνευστικούς του μύες, ώστε η ενδορρινική πίεση να αντιστοιχεί στην κυψελιδική πίεση.
οισοφάγειο ασκίδιο για τη μέτρηση της δυναμικής πνευμονικής διατασιμότητας
Η CL μετριέται με την εισαγωγή οισοφαγικού διατατού ασκιδίου («μπαλονάκι») στο μέσο επίπεδο του ύψους του θώρακος, περίπου, το οποίο συνδέεται μ' έναν αισθητήρα πιέσεως, προς καταγραφή της ενδοοισοφαγικής πιέσεως.
Η ενδοοισοφαγική πίεση αναγνωρίζεται ότι αντανακλά την ενδοϋπεζωκοτική πίεση, οι μεταβολές της οποίας με τη χορήγηση διαφορετικών όγκων αέρος καταγράφεται σε καρτεσιανό σύστημα. Οι μετρήσεις πρέπει να γίνονται υπό στατικές συνθήκες, χωρίς να παρατηρείται ροή αέρος, δια των αεραγωγών. Εάν είναι γνωστή η CL μπορεί να εκτιμηθεί η CT με βάση την εξίσωση:
1 |
= |
1 |
- |
1 |
εξ. 8. |
CT |
CLT |
CL |
Εξάρτηση της ενδοτικότητας από την επιφανειακή τάση.Η σχέση πίεσεως-όγκου αποτελεί εκτίμηση της πνευμονικής ελαστικότητας, αν και η επιφανειακή τάση (βλέπε κεφάλαιο 12), η αναπνευστική φάση στην οποία γίνεται η μέτρηση (υστέρηση) ή ο διαμορφούμενος πνευμονικός όγκος, αποτελούν, κατά βάση, περισσότερο σημαντικούς παράγοντες, που διαμορφώνουν τη σχέση πιέσεως-όγκου. Είχε αναγνωρισθεί, από το 1929 (Neegard και συν.) ότι περίπου τα 2/3 της πιέσεως ελαστικής επαναφοράς (Pst) οφείλονται στις δυνάμεις επιφανειακής τάσεως, ενώ η αληθής πίεση ελαστικής επαναφοράς μπορεί, μόνο, με ακρίβεια να μετρηθεί σε εξαιρεθέντες πνεύμονες. Πιστεύεται ότι υπεύθυνη για τη διαμόρφωση της σχέσεως πιέσεως-όγκου είναι τα ελαστικά και κολλαγονικά στοιχεία του συνδετικού ιστού του πνεύμονος, καθώς στην ελαστίνη αποδίδεται το μέγιστο της πιέσεως ελαστικής επαναφοράς, ενώ το κολλαγόνο προσδιορίζει τα ανώτερα όρια του πνευμονικού όγκου (ολική πνευμονική χωρητικότητα), εφ΄ όσον ελέγχει την τιμή της ενδοτικότητας στους μεγάλους πνευμονικούς όγκους. Έχει, πράγματι, πειραματικά αναγνωρισθεί ότι η πνευμονική ενδοτικότητα μειώνεται δραστικά, στους μεγάλους πνευμονικούς όγκους και παίρνει τιμές που πλησιάζουν το μηδέν). Αυτό αποτελεί προστατευτικό μηχανισμό, κατά των υπερεκπτύξεων του πνευμονικού παρεγχύματος. Είναι γνωστό, όμως, ότι σε περιπτώσεις κρίσεως βρογχικού άσθματος ή πειραματικά επαγόμενης αποφράξεως των αεραγωγών, τα ανώτερα όρια της πνευμονικής χωρητικότητας μπορεί να αυξηθούν σημαντικά (η αύξηση είναι υποστρεπτή), γεγονός που συνηγορεί υπέρ της σημαντικής επιδράσεως της επιφανειακής τάσεως στη διαμόρφωση της πνευμονικής χωρητικότητας.
Επειδή η σχέση στατικής πιέσεως ελαστικής επαναφοράς-όγκου είναι παραβολική, η πνευμονική ενδοτικότητα, που αποτελεί το λόγο των δύο παραμέτρων, μπορεί να αποδειχθεί δύσκολο να υπολογισθεί, εκτός και έαν επιλεγεί μια μικρή περιοχή της διαδρομής της καμπύλης, που μπορεί να θεωρηθεί ευθεία. Οπως προειπώθηκε, ένας τρόπος να παρακαμφθεί η δυσκολία αυτή είναι να μετρηθεί η ενδοτικότητα, στο διάστημα FRCóFRC+0.5l, στο οποίο, η ενδοτικότητα είναι, συνήθως, γραμμική. Εάν το τμήμα FRCóFRC+0.5, δεν είναι γραμμικό, τότε υπολογίζεται η ‘χορδική ενδοτικότητα'. Καλύτερος τρόπος συγκρίσεως της πνευμονικής ενδοτικότητας είναι η σύγκριση ολόκληρης της καμπύλης πιέσεως-όγκου, με δεδομένα αναφοράς, μετά από προσομοίωσή της. Όπως φαίνεται στο σχήμα 32, η καμπύλη προσομοιώνεται καλύτερα με την εξίσωση της μορφής:
V=VMAX•(1-Ae-kP)
Όπου P και V, είναι ζεύγη τιμών πιέσεως και όγκου, και VMAX, είναι μια ασυμπτωτική τιμή όγκου, για απεριόριστη πίεση. Ο k είναι σχηματικός συντελεστής, ανεξάρτητος του μεγέθους του πνεύμονος και ανάλογος της ενδοτικότητας στο σύνολο των τιμών της.
Η πνευμονική ενδοτικότητα μεταβάλλεται, ανάλογα με τη μεταβολή της αναπνευστικής συχνότητας. Συγκεκριμένα, η αύξηση της αναπνευστικής συχνότητας, προκαλεί σημαντική ελάττωση της πνευμονικής διατασιμότητας. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στην ανόμοια κατανομή των σταθερών χρόνου (ενδοτικότητα•αντιστάσεις).
βλέπε: σταθερά χρόνου